Εμφανιζόμενη ανάρτηση

Παρασκευή 24 Αυγούστου 2018

Ο ΣΕΙΣΜΟΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΜΟΥ ΜΑΤΙΑ

Λένε ότι η ανθρώπινη μνήμη αρχίζει να καταγράφει αφ' ότου ο άνθρωπος γίνει τριών ετών. Η δική μου η μνήμη ξεκίνησε με εικόνες από τον μεγάλο σεισμό του 1953.Εικόνες που διαδέχονται η μία την άλλη και περιλαμβάνουν σκηνές από το φοβερό εκείνο γεγονός που ρήμαξε τα νησιά μας. Ας τις πάρουμε λοιπόν με την σειρά, ξετυλίγοντας το νήμα των γκρίζων εκείνων ημερών, όπως καταγράφηκαν στην νηπιακή ψυχή μου.

          ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ: Είναι απόγευμα, ενωρίς γιατί γύρω διαχέεται ένα απαλό ροζ φως. Βρισκόμαστε σε κήπο. Μια νεαρή γυναίκα με κρατάει γερά από το χέρι. Στέκομαι δίπλα της με τις πλάτες μας ακουμπισμένες στον εξωτερικό τοίχο ενός σπιτιού. Το άλλο χέρι της γυναίκας κρύβεται πίσω της, κρατώντας κάτι. Μπροστά μας ένας νεαρός άντρας μιλεί. '' Δώσε μου το κλειδί, Αλίκη. Είμαι πολύ κουρασμένος.. Θέλω να πάω να ξαπλώσω...'' ''Όχι, Κώστα, δεν στο δίνω. Ο σεισμός που έγινε λένε ότι δεν ήταν ο κύριος... Θα γίνει κι άλλος... Θα μείνουμε εδώ έξω. Σπίτι δεν θα ανέβει κανείς μας.''  ''Και πού θα κοιμηθούμε Αλίκη; Πού θα κοιμηθεί το παιδί;'' ''Εδώ έξω, στον κήπο, στρωματσάδα, μαζί μας. Δεν σου δίνω το κλειδί, μην επιμένεις''. Η σωστή διαίσθηση της μαμάς, μάς έσωσε. Κείνο το βράδυ κοιμηθήκαμε στον κήπο και σωθήκαμε, όταν ο Εγκέλαδος άρχισε να ταρακουνάει το νησί μας με φονικό μένος... Η ιδιοκτήτρια του σπιτιού, η κυρία Χαρίκλεια, ανέβηκε να δώσει το φάρμακο στην αδελφή της που ήταν κατάκοιτη και την πρόλαβε ο σεισμός μέσα... Καταπλακώθηκε...

             Θυμάμαι έναν πηχτό κουρνιαχτό να δυσκολεύει την ανάσα μας . Όλα τα σπίτια πέσανε, γκρεμίστηκαν και η σκόνη σηκώθηκε συμπαγής και σκοτεινή ολοτρίγυρα... Ένα νεαρό παιδί ως 14ων ετών με ματωμένο πόδι, τυλιγμένο με μια κόκκινη πλεχτή κουβερτούλα, φώναζε δυνατά: '' Χαρίκλεια! Θεία Χαρίκλεια!'' Φωνές, πανικός, χαμός παντού... Άκουγα τις φωνές, αλλά έβλεπα μόνον σκιές, δεν μπορούσα να διακρίνω καθαρά μέσα στην αντάρα που είχε ξεσηκωθεί . ''Κώστα!! Πρόσεχε! Πηγάδι!'' Η μάνα μου, τράβηξε τον πατέρα μου που ζαλισμένος δεν μπόρεσε να διακρίνει μέσα στην παχιά σκόνη το πηγάδι που έχασκε μπροστά του. Τον έσωσε η μαμά...

             Δεν ξέρω πόσες μέρες πέρασαν, αλλά η άλλη ΣΚΗΝΗ που θυμάμαι είναι να έχει κατακαθίσει ο φριχτός κουρνιαχτός και μαζί με κάποια παιδάκια ανεβαίναμε να παίξουμε πάνω σε ένα σωρό από  πέτρες. Ακόμα έχω την αίσθηση της πέτρας κάτω από τις πατούσες μου... Ήταν τα ερείπια των σπιτιών μας που είχαν γίνει συντρίμμια. Κάποιοι έψαχναν απεγνωσμένα μέσα στους σωρούς μήπως εύρισκαν τίποτε από τα υπάρχοντά τους, όπως έκανε και ο δικός μου πατέρας... Άδικος κόπος. Εμείς τα παιδιά βρίσκαμε κομμάτια από πορσελάνες, άλλοτε σερβίτσια κάποιου νοικοκυριού και παίρναμε τα μικρά κομματάκια με τις γαλάζιες γιρλάντες και τα γαλάζια λουλουδάκια και παίζαμε. Τέτοια κομματάκια εύρισκα πολλά χρόνια μετά στον κήπο μας.  Μοιράστηκαν σκηνές. Θυμάμαι την μεγάλη σκηνή της κυρίας Θεοφίλης. Σε μας δεν έδωσαν, δεν ξέρω γιατί... Μέναμε μέσα στο τζιπ του πατέρα μου, ο οποίος ανέβασε 39 πυρετό. Και τότε άρχισε να βρέχει δυνατά...

      ''Πού πας Κώστα; Έξω βρέχει κι είσαι άρρωστος...''  ''Αλίκη, είδα στον ύπνο μου τον Άγιο Γεράσιμο. Μου είπε: 'Βρέχομαι Κώστα. Έλα να με πάρεις...' Πρέπει να πάω''. Ο πατέρας, παρά τις αντιρρήσεις της μαμάς, βγήκε έξω. Δεν ξέρω σε ποιον σωρό από κοτρόνες έψαξε μέσα στην βροχή. Πάντως, όταν γύρισε, κρατούσε ένα μικρό εικόνισμα του Αγίου που είχε η βροχή περάσει το γυαλί κι είχε μουσκέψει την εικόνα στο κάτω μέρος. Αυτήν την ταπεινή εικόνα, όταν παντρεύτηκα, ζήτησα να την πάρω μαζί μου. Η υγρασία φαίνεται πια σαν ελαφρά ομίχλη στα πόδια του Αγίου. Η κορνίζα είναι από ταπεινό, λεπτό ξύλο, για μένα όμως η αξία της είναι τεράστια, γιατί φανερώνει την πίστη του πατέρα μου προς τον μεγάλο μας Άγιο, τον Άγιο Γεράσιμο...

           ΣΚΗΝΗ  ΤΕΤΑΡΤΗ. Βρέχει... Ο μπαμπάς με πυρετό. Στρυμωγμένοι κι οι τρεις μας στο τζιπ. Εμφανίζεται μια ανδρική, σοβαρή φιγούρα  με καμηλό παλτό. Είναι ο αδελφός της συγχωρεμένης μαμάς του πατέρα, ο διευθυντής του Τζάνειου  Νοσοκομείου, θείος Γεράσιμος Φλαμιάτος. Είχε έρθει από την Αθήνα. Ρωτά την μητέρα γιατί δεν έχουμε σκηνή, με ένα νήπιο στην αγκαλιά. Βλοσυρός φεύγει και απ' ό,τι έμαθα αργότερα, βρίσκει τον πατέρα του μπαμπά μου στην σκηνή του με την δεύτερη γυναίκα του και την νέα του οικογένεια και τον ρωτά έξαλλος, γιατί δεν μερίμνησε και για την οικογένεια του Κωστάκη...

           ΠΕΜΠΤΗ ΣΚΗΝΗ.  ''Έρχεται η βασίλισσα Φρειδερίκη!!!''Όλη η μαρίδα και κόσμος πολύς τρέξαμε στην παραλία να δούμε την βασίλισσα που είχε έρθει να δει τους σεισμόπληκτους υπηκόους της. ''Μαμά,  η βασίλισσα ήρθε με ένα αυτοκίνητο που έτρεχε μες στην θάλασσα!!!'' είπα έκθαμβη. Και τότε έμαθα πως είχα μπερδευτεί! Αυτό που πέρασα για παρμπρίζ αυτοκινήτου, ήταν το μπροστινό μέρος ενός πλεούμενου, που το λένε βενζινάκατο! Τότε τα καράβια δεν έδεναν στον μόλο και οι επιβάτες έβγαιναν με βάρκες στην στεριά. Αργότερα έγιναν μεγάλα έργα και έχω μια φωτογραφία που δείχνει τον πατέρα μου, μαζί με άλλους Σαμικούς που έχτισαν το λιμάνι της Σάμης.

            ΣΚΗΝΗ ΕΚΤΗ. Οι παράγκες... Μας έφτιαξαν ξύλινα παραπήγματα μέχρι να χτιστούν τα σπίτια μας εξ αρχής... Στις παράγκες γίναμε όλοι μια ζεστή γειτονιά. Η διπλανή μας είχε φυτέψει μοσχομπίζελα και η ευωδιά τους με ακολούθησε σε όλη μου την ζωή. Γι' αυτό αγόραζα την κολώνια ΝΤΙΟΡΙΣΙΜΟ του Ντιόρ, γιατί το άρωμά της μου έφερνε στο νου την μοσχοβολιά του μοσχομπίζελου, με τα μωβ, μυροβόλα ανθάκια του. Θυμάμαι τα αδέλφια της συνομήλικής μου Αννούλας Καβαλλιεράτου, με την οποία παίζαμε πολύ, και την ημέρα που ο πατέρας της για να γελάσουν, έβαλε στο κρεβάτι τους ένα μικρό σκαντζοχοιράκι, για να τρομάξει την γυναίκα του καθώς θα πήγαινε να στρώσει! Θυμάμαι τον τεράστιο πάμπουρα που με τσίμπησε στην πλάτη μου, τον πόνο που ένιωσα, και τα κλάματα που έβαλα. Θυμάμαι την Κορίνα του Μομέντου και την αδελφή της την Βάσω που είχαν έρθει να βοηθήσουν την μαμά να με ντύσει στις Αποκριές. Θυμάμαι τον πλανόδιο φωτογράφο που όταν μας έφερε τις ασπρόμαυρες  φωτογραφίες που μου είχε βγάλει, ο μπαμπάς απεφάνθη ότι δεν μπορούσαμε να τις στείλουμε στην θεία και νονά μου Ρεγγίνα Φλαμιάτου- Μάρες. Κ ι αυτό , γιατί ο ρομαντικός εκείνος καλλιτέχνης, είχε βάλει γύρω από το πρόσωπό μου μία γιρλάντα με κόκκινα τριαντάφυλλα και από κάτω μια σπαραξικάρδια επιγραφή: ''Κανείς για μένα δεν πονά, κανείς δεν με λυπάται, κι αν βρίσκομαι στην ξενιτειά, κανείς δεν με θυμάται.'' Πώς θα στέλναμε τέτοια λόγια στην νονά μου και αδελφή της γιαγιάς Πολυάνθης, όταν εκείνη δεν μας ξεχνούσε και μας έστελνε δέματα με ρούχα από την Αμερική;; Τώρα πάντως που τις βλέπω μου φέρνουν την πνοή μιας μακρινής αλλοτινής εποχής με μπόλικο συστατικό μελαγχολίας! Θυμάμαι και την ημέρα που μου τρύπησαν τα αυτιά μου δυο φίλες της μαμάς, καθώς και την φορά που ήρθε ο πλανώδιος χρυσοχόος. Άφησε κάτω την μαύρη βαλίτσα του, την άνοιξε και ένα σωρό χρυσά σκουλαρικάκια φεγγοβόλησαν στον μαύρο τους φόντο. Η μαμά μου διάλεξε δυο μικρά σε σχήμα λουλουδιού, που εγώ κατά έναν περίεργο λόγο δεν τα πολυσυμπάθησα ποτέ μου. Τελικά η ζωή μας στις παράγκες μου άφησε ένα θετικό, ευχάριστο συναίσθημα.

           Ώσπου ήρθε η ώρα να μπούμε στα σπίτια μας. Ήμουν επτά χρονών, όταν έλαβε χώρα το μεγάλο αυτό γεγονός.   ΣΚΗΝΗ ΕΚΤΗ   Θυμάμαι τα φορτηγά με τους φαντάρους που είχαν έρθει να μας βοηθήσουν μετά τον σεισμό, στο χτίσιμο των σπιτιών μας, καθώς και τον κυλινδρικό ,στρατιωτικό χώρο τους, το ΤΟΛ. Μια λέξη που εύρισκα αμέσως όταν ξεκίνησα να λύνω σταυρόλεξα! Τα πιο τολμηρά κορίτσια, έκοβαν τσετσέλια, χαρτάκια και μαργαρίτες και τα πετούσαν στην φανταρία. Βλέπετε η στολή είναι πάντα γοητευτική...

       Η Αμερικάνικη βοήθεια ήρθε με δέματα γεμάτα ρουχισμό και στο σχολείο στήθηκε συσσίτιο για όλους μας. Θυμάμαι το κίτρινο τυρί και τα γυαλιστερά κίτρινα χάπια της βιταμίνης που μας έδιναν για να βοηθηθεί η ανάπτυξή μας. Όλα αυτά που γράφω είναι στιγμές που ανάμεσά τους κύλησαν μεγάλα ή μικρά χρονικά διαστήματα, απλά εγώ τα γράφω συνεχόμενα, όπως τα έχω στο μυαλό μου.

           Ήμουν 16 χρονών, Α΄Λυκείου, όταν έγινε κάτι σημαντικό στην ζωή μου. Όλα αυτά τα χρόνια που πέρασαν απ' τον σεισμό, εγώ έβλεπα συχνά-πυκνά στον ύπνο μου το ίδιο όνειρο: Το παιδί με το ματωμένο πόδι και την κόκκινη πλεχτή μικρή, σαν εσάρπα κουβέρτα, κατασκονισμένο, με όχι ευδιάκριτο πρόσωπο, να φωνάζει μέσα στην αντάρα και την σκοτεινιά που είχε απλώσει ο σεισμός, την αγαπημένη θεία του: ''Χαρίκλεια! Θεία Χαρίκλεια!'' Σκεφτόμουν αρκετά συχνά τι να είχε απογίνει εκείνο το παλληκαράκι που στοίχειωνε μετά τόσα χρόνια τα όνειρά μου... Ώσπου ένα μεσημέρι σχολώντας, πέρασα από το μαγαζί μας που είχαμε αντιπροσωπεία της   ''ΙΖΟΛΑ'', κάτω στην παραλία. Ο πατέρας μου είχε πάει σε μια δουλειά και στο πόδι του είχε αφήσει την μαμά.

            ''Πού να στα λέω Πολυάνθη, τι συνέβηκε σήμερα! Δεν πρόκειται να το βρεις!!'' Την είδα χαρούμενη. ''Τι έγινε μαμά; Πες μου!''  ''Ξέρεις ποιος ήρθε σήμερα στο μαγαζί μας; Άκου: Μπήκε μέσα μια νεαρή γυναίκα που πουλούσε βιβλία. Πιάσαμε λοιπόν κουβέντα. Και ποια νομίζεις ότι ήταν; Η αδελφή του παιδιού που θυμάσαι από τον σεισμό, με το πληγωμένο πόδι!!''  ''ΤΙ; Τι λες μαμά; Και το παιδί; Ο αδελφός της;''  ''Ο αδελφός της σώθηκε, έγινε καπετάνιος και είναι μια χαρά!!!''   Ανάσανα βαθιά με ανακούφιση... Σαν ένας τεράστιος βραχνάς να έφυγε από πάνω μου... Και το κυριότερο: Από τότε που έμαθα πως το παλληκάρι ζούσε, σταμάτησε και το επαναλαμβανόμενο όνειρο! Μέχρι σήμερα δεν το έχω ξαναδεί ποτέ... Που πάει να πει, ότι η ψυχή μου γι' αυτό το θέμα ηρέμησε....

              Τα σπίτια ξαναχτίστηκαν  αντισεισμικά, όπως και το νοσοκομείο με αγγλική αρωγή, όλα όμως  ούνα φάτσα, ούνα ράτσα. Χάθηκε ο προσεισμικός, ιδιαίτερος, αρχιτεκτονικός ρυθμός τους. Μου έλεγε η μητέρα μου , όταν σαν νιόπαντρη μπήκε στο σπίτι του γέρου Φλαμιάτου, έμεινε άφωνη από τις ζωγραφιές στο ταβάνι. Άνθιζε τότε το εμπόριο της σταφίδας, της ρομπόλας και άλλων κεφαλονίτικων προϊόντων και ο πάτερ φαμίλιας είχε αποδειχτεί μεγάλος έμπορος. Τα βελούδα, τόπια ολόκληρα στοιβάζονταν χρόνια στις αποθήκες του. Φεύγοντας αυτός, κανένα παιδί του δεν συνέχισε το έργο του. Ώσπου ήρθε και ο σεισμός και τα ισοπέδωσε όλα. Πέρασαν πολλά χρόνια όταν οι Κεφαλονίτες με καινούριες πλέον δυνάμεις, αποφάσισαν να ομορφύνουν τα σπιτικά τους. Τα καλλώπισαν, τα ζωντάνεψαν και όσα καινούρια χτίστηκαν, απέχτησαν ξανά μια ενδιαφέρουσα, αρχιτεκτονική δομή. Σήμερα η Κεφαλονιά σφύζει από δημιουργικό παλμό. Οι πανέμορφες ακρογιαλιές της αποτελούν πόλο έλξης Ελλήνων και ξένων επισκεπτών. Η ιστορία της, το αμίμητο κεφαλονίτικο πνεύμα της, οι φυσικές ομορφιές της, τα ξεχωριστά προϊόντα της, κάνουν την Κεφαλονιά, αυτό το υπέροχο νησί των αντιθέσεων, πολυαγαπημένο κομμάτι της καρδιάς μας, που με τον προστάτη της Άγιο Γεράσιμο, σαν σειρήνα του Ιονίου, πάντα θα μας καλεί κοντά της...


--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Για να μην ξεχνάμε:
Η πορεία του μεγάλου σεισμού:
α]  6,4  Ρίχτερ  Κυριακή  9 Αυγούστου  1953
β] 6,8    Ρίχτερ      11  Αυγούστου  1953
γ]  5,2    Ρίχτερ     Τετάρτη  12 Αυγούστου   προμήνυμα
δ]   7,2   Ρίχτερ     Τετάρτη  12 Αυγούστου  1953  ο καταστροφικός σεισμός που ισοπεδώθηκαν Κεφαλονιά, Ιθάκη, Ζάκυνθος. Από  33.300 οικοδομήματα, έγιναν συντρίμμια  27.659.  Σώθηκαν 467 κτήρια στην Βόρεια Κεφαλονιά.  Συνολικός αριθμός νεκρών, 455. Αγνοούμενοι 21.  Τραυματίες 2.412. Ο Άγιος Γεράσιμος να φυλάει το νησί Του και όλους να μας έχει υπό την σκέπη Του....

Τετάρτη 8 Αυγούστου 2018

ΜΥΡΩΔΙΑ ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ

[Ένα από τα Σονέτα που έγραψα, όταν ο μέγας Ιατρός-Λογοτέχνης Φώτης Παυλάτος μου είπε: “Πολυάνθη θα γράψεις και σονέτα. Ξέρεις ότι έχουν έναν συγκεκριμένο αριθμό συλλαβών και μια ξεχωριστή ομοιοκαταληξία. Το σονέτο ανθίζει κυρίως στην Κεφαλονιά κι εσύ ως Κεφαλονίτισσα, πρέπει να το υπηρετήσεις!!” Άκουσα τον υπέροχο συμπατριώτη μας και έγραψα αρκετά, δείγμα το παρακάτω..]

 

 

ΜΥΡΩΔΙΑ  ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ

 

Ντάλιες, γιασεμιά και μπουγαρίνια
γεμάτες οι δικές μου αναμνήσεις.
Στις μαργαρίτες πάνω θ' ακουμπήσεις
κι οι σιόρες περπατούν σαν φιγουρίνια!

Καντάδες στο Ληξούρι, στ' Αργοστόλι.
Αριέτες στο λιμάνι μας, στην Σάμη.
Τραγούδι ο καθείς ως ν' αποκάμει.
Ρομπόλα, μαντολάτα κερνούν όλοι...

Εδώ οι μάντολες κι ο Λασκαράτος,
οι κρεατόπιτες κι ο μέγας Αίνος.
Ο Κεφαλήνας μας σπαθί φλογάτος,
που σπέρνει νάματα κι ουράνιο μένος...

Ευχές του  Α Γ Ι Ο Υ  μας και μαντολίνα,
εγέμισαν το είναι μου με κρίνα...

-----------------------------------------------------------------------------------------

Όταν μιλώ για μαργαρίτες, θυμάμαι τις υπέροχες, κατάλευκες μαργαρίτες - σωστούς θάμνους - που φρόντιζε η μητέρα μου, στο μπροστινό μέρος της αυλής μας. Όταν λέω ντάλιες, έρχονται μπροστά μου οι πιο όμορφες ντάλιες που έχω δει ποτέ και τις καλλιεργούσε στον κήπο της η Μάνθη [Γερασιμάνθη].Ψηλές, με καταπληκτικά βελούδινα χρώματα, ασυναγώνιστα... Δίπλα ακριβώς, ήταν το σπίτι της κυρίας Τασίας του “Σίνγκερ”, την λέγαμε έτσι, διότι ο σύζυγός της εργαζόταν στην εταιρεία Σίνγκερ. Ακριβώς μετά ήταν το σπίτι του συμμαθητή μας του Κάραλη και πιο κάτω της συμμαθήτριάς μας, της Πηγής της Ζαχαράτου. Το σπίτι της κυρίας Τασίας, φάνταζε στα μάτια μου, σαν σπίτι παραμυθιού!! Η ίδια μια γλυκύτατη κυρία με τρυφερό, γαλήνιο πρόσωπο. Το σπίτι της ήταν πνιγμένο στα άνθη. Καλειδοσκόπιο χρωμάτων και ευωδιάς!! Δεν έχω ξαναδεί τέτοια πλημμυρίδα καλοφροντισμένων λουλουδιών!!! Όλες τις εποχές έσφυζε από ολοζώντανα, χιλιόχρωμα άνθη!!! Τώρα σε αυτόν τον δρόμο που ξεκινάει με το σπίτι της αλησμόνητης οικογένειας Σπαθή, των θαυμάσιων γειτόνων μας και προχωράει ως κάτω στην θάλασσα, μου λέει η συμμαθήτριά μου και φίλη Χαριτίνη, ότι οργιάζουν καταπληκτικές μπουκαμβίλιες και σίγουρα θα έπρεπε να πάρει το όνομα “Ο Δρόμος Με Τις Μπουκαμβίλιες”!!!  Αναμνήσεις γεμάτες συγκίνηση και νοσταλγία...