οι μνήμες πάντα μένουνε πολύ πικρές και μαύρες.
Τα σπίτια όλα πέσανε, γινήκανε συντρίμμια
και συμπολίτες χάθηκαν μες στον Αρμαγεδδώνα...
Μικρούλα καθώς ήμουνα, πονάγαν οι πατούσες,
γιατί δεν είχε ίσωμα, παντού κοτρώνες είχε
και τώρα που μεγάλωσα την αίσθηση την έχω
κάποιες στιγμές που περπατώ σε βότσαλα επάνω...
που έπλεε στην θάλασσα και μίλησε στον κόσμο!!''
είπα κι η μάνα γέλασε γιατί η βασίλισσα ήρθε
με άκατο βασιλική απ' το μεγάλο πλοίο,
πού έμεινε στα ανοιχτά - δεν είχαμε λιμάνι-
κι εγώ μιάς κι είδα διάφανο το μπροστινό της μέρος,
για κούρσα το επέρασα που...βάδιζε στο κύμα!!
Ήταν ωραία η ζωή που φτιάξαμ' εκεί πέρα...
Μία τεράστια αγκαλιά είχαμε γίνει όλοι
και μοσχομπίζελο άνθιζε στην διπλανή την πόρτα
που φύτεψε η γειτόνισσα και γέμιζε τον κόσμο
με την θεσπέσια ευωδιά και με τα μωβ του άνθη...
και της μεγάλης αδελφής εθαύμαζα την χάρη.
Κι ήτανε μία Κυριακή όπου στην εκκλησία,
σαν λειτουργούσε ο παπάς και έψελνεν ο ψάλτης,
ένα ''Ώπα!'' μου ξέφυγε και πήρα από το χέρι
την Χαριτίνη κι άρχισα έναν χορό να σέρνω,
αλλά πετάχτηκαν ευθύς οι δυό μας οι μανάδες
που, τρυφερά μας χώρισαν και φέρανε την τάξη!!
Τι τά 'θελες! Τετράχρονα ήμασταν αγγελούδια
κι η ψαλμωδία ξύπνησε γιορτάσι στην καρδιά μας!!
Μονάχα μ' Αγγλική αρωγή εχτίστηκαν τα σπίτια
που είναι αντισεισμικά και την ασφάλεια νιώθεις.
Τα μπάζα είχαν μαζευτεί, φτιάξαν και το λιμάνι
και το Δημοτικό Σχολειό, το ίδιο είναι ακόμη.
στα έργα που γινόντουσαν σε όλο το νησί μας
κι αρχίσαν όλες οι αυλές λουλούδια να φουντώνουν.
Μα το νερό το φέρνανε οι μάνες απ' την βρύση
με τενεκέ και μπότηδες που κοψομεσιαζόνταν,
ώσπου μια μέρα έφτασε νερό στα σπιτικά μας.
φυτέψαμε στον κήπο μας, καθώς και μαργαρίτες.
Θυμάμαι τις ολόδροσες τις ντάλιες της Μάνθης
και το πανώριο σπιτικό της κυρα-Συγγερίνας
πού ‘μοιαζε με παράδεισο από τα μύρια άνθη
κι ήτανε πάντα γελαστή, γλυκιά η κυρά - Τασία...
Με μπουκαμβίλιες ντύθηκαν οι τοίχοι, τα μπαλκόνια.
Οικίες ολοκαίνουργιες ορθώθηκαν ολούθε
και είναι χάρμα οφθαλμών η ποθητή πατρίδα.
απ' του σεισμού την αρπαγή και την ανεμοδούρα.
Ο Άγιος Γεράσιμος να σκέπει το νησί μας
κάτω απ' την Άγια σκέπη του και να μας προστατεύει.
Καντάδες πάντα να κερνά και ραβανί απ' το Θιάκι
κι η όμορφη πολίχνη μας ωραία συνταιριάζει
το σμαραγδένιο του βουνού και τον χρυσό τον ήλιο
αντάμα με της θάλασσας τα ζαφειρένια πλάτη
που σου θυμίζουνε φορές του Αίνου την ελάτη!!
Αθάνατα Εφτάνησα, Κεφαλονιά καρδιά μου,
στην κορυφή του κόσμου μας, για πάντα πρώτα θά 'στε!!!!!
Υ.Γ Πέρασαν περίπου εφτά χρόνια για να βρούμε τα πατήματά μας και να έχουμε μια δική μας στέγη πάνω απ' το κεφάλι μας...
Θυμάμαι ακόμα το στρατιωτικό τολ, που κάποια στιγμή ερήμωσε. Η εποχή στις παράγκες για μένα έχει το άρωμα του ΝΤΙΟΡΙΣΙΜΟ. Εμείς τα παιδιά, δεν νιώσαμε την βιοπάλη των γονέων μας, όσα βέβαια ήταν τότε στην νηπιακή μου ηλικία.
Η Μάνθη που αναφέρω, ήταν γειτόνισσα και το “κυρα-Συγγερίνα”, παρατσούκλι, γιατί της συγκεκριμένης κυρίας ο σύζυγος ήταν αντιπρόσωπος των μηχανών ΣΙΝΓΚΕΡ. Το να βγάζεις παρώνυμα, ήταν κάτι το σύνηθες την εποχή εκείνη.
Η συγκεκριμένη γειτόνισσα ήταν μια ευγενέστατη κυρία, πολύ όμορφη, κοντούλα, γλυκύτατη, με ασημένια μαλλιά όλο καπέτες και την αγαπούσα για τους τρυφερούς και ευγενικούς της τρόπους. Ο δε κήπος της, θύμιζε έκθεση ανθοκομικής!!!
Η Χαριτίνη η Βαγγελάτου - Παπαδοπούλου, με την οποία έστησα χορό εν ώρα της θείας λειτουργίας [!!], υπήρξε συμμαθήτριά μου σε όλη την σχολική ζωή μας. Μία φιλάνθρωπη ψυχή με υπέροχα παιδιά. Μιλάμε καθημερινά στο τηλέφωνο, γιατί μένουμε μακριά η μία από την άλλη.
Απ' τις παράγκες συμμαθήτρια είχα και την Άννα την Καβαλιεράτου. Ομορφόσογο!!
Στην Σάμη έρχονται οι θυγατέρες μου τα καλοκαίρια με τις οικογένειές τους, γιατί λατρεύουν το νησί μας!
Να σημειώσω, ότι τις εικόνες από τον σεισμό, τις έγραψα μέσα από τα μάτια του τρίχρονου παιδιού που ήμουν τότε. Τις πληροφορίες τις πήρα από τους γονείς μου, το γράφω εξ άλλου και στην ΕΙΚΟΝΑ ΠΡΩΤΗ.