Όταν επεξεργαστήκαμε το βιβλίο Ο ΜΑΓΚΑΣ της Πηνελόπης Δέλτα, αφού βέβαια πρώτα το διαβάσαμε, κρατήσαμε και σημειώσεις ιστορικής φύσεως, για όσα μεγάλα γεγονότα της πατρίδος μας αναφερόταν η συγγραφέας. Εκτός λοιπόν, τα ΨΑΡΑ, την ΧΙΟ και το ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ, κρατήσαμε σημειώσεις και για τον ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΑΓΩΝΑ. Παραθέτουμε λοιπόν αυτά που συλλέξαμε, τα τόσο σπουδαία για την χώρα μας, γεγονότα...
ΚΟΜΙΤΑΤΖΗΔΕΣ έλεγαν τους αντάρτες Βουλγάρους που οπλισμένοι έβγαιναν στα βουνά, τάχα πως πολεμούσαν για την Ελευθερία, χωρίς όμως να υπάγονται στους νόμους του κράτους. Και με την πρόφαση αυτή πως είναι αντάρτες, έκαναν φοβερά εγκλήματα. Έπεφταν πάνω στα άοπλα ελληνικά χωριά, έκαιγαν τους προύχοντες, τους παπάδες, τις γυναίκες, τα παιδιά, βασάνιζαν, έκαιγαν, σκότωναν, για να τους αναγκάσουν με την τρομοκρατία ν' απαρνηθούν τον Πατριάρχη και να αναγνωρίσουν τον Βούλγαρο Έξαρχο που είναι αρχηγός της δικής τους Εκκλησίας, από τότε που γίνηκαν σχηματικοί και χωρίστηκαν από την δική μας. Τα φοβερότερα μαρτύρια έκαναν στους παπάδες, που ήταν ας πούμε, αρχηγοί του ελληνικού πληθυσμού.
Οι Τούρκοι δεν επενέβαιναν. Αντιθέτως χαίρονταν που αλληλοσπαράζονταν οι χριστιανοί, ώστε να κυριαρχούν αυτοί. Η Μακεδονία είναι ΕΛΛΗΝΙΚΗ από αρχαιοτάτων χρόνων. Μας την πήραν οι Τούρκοι, μα η ψυχή της έμεινε ελληνική. Την λιμπίστηκαν οι αχόρταγοι Βούλγαροι και θέλησαν να την πάρουν, όπως πήραν ξαφνικά στα 1885 με επανάσταση την Ανατολική Ρωμυλία μας, ελληνικότατο μέρος και την ένωσαν με την Βουλγαρία. Επειδή όμως δεν ήταν εύκολο να πάρουν με αιφνιδιασμό την Μακεδονία, άρχισαν σιγά-σιγά με πονηριά να δασκαλεύουν μυστικά τους χωρικούς και να τους λένε πως πρέπει οι Μακεδόνες να ξεσηκωθούν και να ζητήσουν αυτονομία... Πολλοί τους πίστεψαν πως έτσι θα αποκτήσουν την ελευθερία τους. Μα κοντά σ' αυτήν την προπαγάνδα άρχισαν να ζητούν από τους Μακεδόνες να αποσπασθούν από τον Πατριάρχη και να γίνουν εξαρχικοί. Συγχρόνως σιγά-σιγά αγρίευαν. Ζητούσαν χρήματα από τους χωρικούς, τάχατες για να τους οπλίσουν. Μα όπλα δεν έδιναν ποτέ. Όταν δεν ήθελαν οι δικοί μας να πληρώσουν, έπεφταν σαν δαίμονες στα χωριά, τα τρομοκρατούσαν και υποχρέωναν τους γεωργούς να πουλούν τα ζώα και τα χωράφια τους, για να σηκώσουν χρήματα... Και όλα αυτά τάχα πως αγωνίζονται να ελευθερώσουν την Μακεδονία...
Τότε όμως ξύπνησαν οι δικοί μας... Κατάλαβαν ότι απλά επρόκειτο για αλλαγή σκλαβιάς... Δηλαδή από ραγιάδες Τούρκων, να γίνουν δούλοι Βουλγάρων... Και αρνήθηκαν... Κι αρχίζει το μαρτύριο... Οι Τούρκοι δεν τους επέτρεπαν να έχουν όπλα. Οι οπλισμένοι Βούλγαροι έπεφταν στα άοπλα χωριά, ρήμαζαν, έκαιγαν, πελεκούσαν ζωντανούς, έβγαζαν μάτια, έκοβαν γλώσσες, βασάνιζαν, λόγχιζαν, αποκεφάλιζαν, αρχίζοντας από τους προεστούς, ιδίως τους παπάδες καθώς και στους δασκάλους, που ήταν οδηγοί στα Ελληνοχώρια... Από το 1900 αγρίεψε περισσότερο ο κατατρεγμός. Οι Μακεδόνες κάθε λίγο κατέφθαναν στους προξένους και τους ζητούσαν βοήθεια, τουφέκια, φυσέκια από την Ελλάδα. Μα το ελεύθερο κράτος, το τσακισμένο από την ήττα του 1897, δεν τολμούσε να κουνήσει...
Τότε πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη ήταν ο Μαυροκορδάρτος, άνθρωπος με καρδιά... Φώναξε έναν νέον ιερωμένο του Φαναριού, του ανακοίνωσε ότι χήρεψε η Μητρόπολη Καστοριάς και τον έστειλε - παρά το νεαρόν της ηλικίας του - να αναπληρώσει την θέση, να παραλάβει την Μητρόπολη και το ποίμνιο που είχε παραμείνει χωρίς αρχηγό, λέγοντάς του ότι η Καστοριά υποφέρει από Κομιτατζήδες, ότι χρειαζόμαστε νέους στον αγώνα και να πάει να οργανώσει τους Έλληνες... Ο καινούριος Δεσπότης Καστοριάς ήταν ο νεαρός τότε Γερμανός Καραβαγγέλης και το 'λεγε η καρδιά του. Ήταν παλληκάρι. Μα η ελεύθερη Ελλάδα είχε δεμένα τα χέρια της... Ο Δεσπότης φώναξε τον Έλληνα οπλαρχηγό Κώττα από την Ρούλια που είχε γίνει εξαρχικός. Του μίλησε, τον ντρόπιασε, τον φιλοτίμησε, τον ενθουσίασε, του πήρε την καρδιά και τον έστειλε με τους άντρες του να διαφεντέψει τα ελληνικά χωριά από τους κομιτατζήδες...
Εν συνεχεία ο ακούραστος Δεσπότης συνεννοήθηκε με τα ελληνικά προξενεία που άρχισαν και αυτά σιωπηρά και κρυφά να κάνουν προπαγάνδα ελληνική. Πήρε επίσης με το μέρος του και έναν άλλον οπλαρχηγό, τον Γκέλεφ που είχε γίνει εξαρχικός. Αυτός είχε συγγενικές διαφορές με άλλον Βούλγαρο. Και ο Δεσπότης κατάφερε να τον πάρει μαζί του!! Στο μεταξύ οι Βούλγαροι σκοτώνουν έναν γέρο παπά, μα πολύ παλληκάρι, τον παπά-Δημήτρη από το Στρέμπενο, χωριό βορειοανατολικά της Καστοριάς, καθώς έφευγε από την Μητρόπολη Καστοριάς. Χειροτονεί αμέσως ο Δεσπότης τον γιο τού παπά, 20 χρονών αγόρι και τον στέλνει στο Στρέμπενο. Συνάμα φωνάζει τον ανεψιό του παπά- Δημήτρη, έναν αληθινό γίγαντα και στο ανάστημα και στην ψυχή που τον έλεγαν Βαγγέλη. Τον ορκίζει στο Ευαγγέλιο, τον οπλίζει και τον στέλνει κι αυτόν στο Στρέμπενο, να ξεσηκώσει και να οπλίσει τα παλληκάρια του χωριού. Αυτό το σώμα του καπετάν - Βαγγέλη, είναι το πρώτο ελληνικό σώμα που βγήκε στο κλαρί. Ήταν στα 1901...
Ο Μητροπολίτης πανάξιος και εμπνευσμένος άνθρωπος, κατάφερε να μαζέψει χρήματα και αγόρασε τουφέκια από τους... Τούρκους!! Έλεγε στους χωρικούς, αντί να δίνουν τα λεφτά τους στους Βουλγάρους, να αγοράζουν οι ίδιοι τα όπλα τους. Κι όταν οι Τούρκοι τον ρωτούσαν τι τα θέλει τα όπλα, αποκρινόταν: “Μας σκοτώνουν οι Βούλγαροι και θέλουμε να διαφεντευθούμε”. Έτσι οι Τούρκοι του έδιναν, του είχαν εμπιστοσύνη και τον σέβονταν πολύ... Όπλισε τον καπετάν-Βαγγέλη με οκτώ παιδιά... Ήταν λίγοι, μα το 'λεγε η καρδιά τους, ήταν ένας κι ένας στην παλληκαριά... Κατάλαβε όμως ο Δεσπότης, πως όσο γενναίοι και αν ήταν αυτοί οι λίγοι, δεν θα συγκρατούσαν το σύννεφο των κομιτατζήδων που είχαν Βουλγάρους αξιωματικούς... Συνεννοήθηκε λοιπόν με τον πρόξενο τον Δημήτρη Καλλέργη του Μοναστηριού, πατριώτη αγνό και όπλισε τα τριγύρω ελληνικά χωριά, το Νερέτι, όπου σκότωσαν οι Βούλγαροι τον παπά-Κωνσταντίνο, το Ποσιδέρι, το Μπογατσικό, την Κλεισούρα, το Λέχοβο. Δεν τολμούσαν να πλησιάσουν οι Βούλγαροι. Μόλις κοιτούσαν να σιμώσουν, έβγαιναν τα δικά μας παιδιά και τις έτρωγαν οι Βούλγαροι...
Μα οι σκοτωμοί των προεστών, των παπάδων και των δασκάλων, άρχισαν να ξυπνούν την κοινή γνώμη στο ελεύθερο κράτος. Ο Μίκης Ζέζας έγραψε στον Δεσπότη. Του αποκρίθηκε αμέσως εκείνος. Τα πράγματα ήταν δύσκολα. Ο καπετάν Ζέζας ήταν αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού, ο υπέροχος ΠΑΥΛΟΣ ΜΕΛΑΣ. Εάν απέδειχναν οι Τούρκοι πως Έλληνας αξιωματικός οδηγούσε τα αντάρτικα σώματα της Μακεδονίας, θα γινόταν διπλωματικό ζήτημα, ίσως και πόλεμος. Έπρεπε όμως να πάει, για να σηκωθεί το φρόνημα του ελληνικού πληθυσμού που ήταν τρομοκρατημένο από τις βουλγαρικές θηριωδίες. Όπως είπαμε, τα κακουργήματα των κομιτατζήδων ήταν τρομερά. Εντωμεταξύ η Κυβέρνηση, πού να κουνήσει! Απελπισμένος ο Ζέζας έγραψε στον Δεσπότη: “Εδώ κοιμούνται... Τι μπορώ να σου κάνω εγώ;;” Του αποκρίθηκε ο Δεσπότης: “Στείλτε μου εκατό γκρα τουφέκια και φυσίγγια”. Έτσι κι έγινε. Ο Δεσπότης έστειλε ένα μικρό σώμα στα σύνορά μας στην Καλαμπάκα που κατάφερε να περάσει τα όπλα στην Μακεδονία. Μα ο Δεσπότης είχε ξεσηκώσει, είχε ανάψει πολύ κόσμο...
Άντρες, γυναίκες, παιδιά, παράβγαιναν πώς να βοηθήσουν τον αγώνα. Τα εκατό γκρα του Μίκη Ζέζα, ήταν για τον Δεσπότη μεγάλη ενίσχυση. Ξεπάστρεψαν τέσσερις οπλαρχηγούς του Βουλγαρικού Κομιτάτου και ανέπνευσαν τα ελληνικά χωριά... Αν εκείνη την εποχή βοηθούσε λίγο το ελληνικό κράτος, κάτι θα γινόταν... Μα πού!... Τα κόμματα μεταξύ τους αγωνίζονταν ποιο θα πάρει την αρχή... Στους προξένους που ζητούσαν βοήθεια για να σωθεί ο Ελληνισμός της Μακεδονίας, η Κυβέρνηση απαντούσε : “Μην γεννάτε ζητήματα!” Έτσι δεν άργησαν να πάρουν τα πάνω τους οι κομιτατζήδες και ξανάρχισαν πάλι την δράση τους. Ξανάρχισαν οι σφαγές. Απελπισμένος, γράφει ο Δεσπότης στον Μίκη Ζέζα: “Στείλε μου από εκεί μερικά παιδιά...” Ο Ζέζας του απαντάει με ενθουσιασμό και του στέλνει από δική του πρωτοβουλία δέκα Κρητικόπουλα, διαλεγμένα ένα κι ένα. Και του γράφει: “Άμα μάθουν καλά τον τόπο, να τους κάνεις οπλαρχηγούς.”
Ήταν Ιούνιος του 1903. Ήταν όμως πια αργά. Στις 20 Ιουλίου του 1903, κηρύχθηκε η βουλγαρική επανάσταση, που κατάφερε και γέλασε όλη την Ευρώπη, τάχα πως ήθελε να ελευθερώσει την Μακεδονία. Μαύρισαν τότε τα βουνά από κομιτατζήδες με τις οικογένειές τους... Βρέθηκε τότε ο Δεσπότης κλεισμένος στην Καστοριά μαζί με τον Βαγγέλη με τα παλληκάρια του και τους Κρητικούς. Όμως οι Τούρκοι μάζεψαν δυνάμεις και μέσα σε έναν μήνα, διέλυσαν την επανάσταση. Έκαψαν μερικά Βουλγαροχώρια, μαζί και Ελληνοχώρια... Τι τους ένοιαζε; Χριστιανοί ήταν... Τότε Έλληνες βουλγαρόφωνοι, επειδή μιλούσαν βουλγαρικά, φοβούμενοι μην πάθουν ό,τι οι Βούλγαροι, κατέφυγαν στην Μητρόπολη. Μα κατέφθασαν και Βούλγαροι παρακαλώντας : “Σώσε μας, Δεσπότη μου!”'
Παρά την οργή του, ο Δεσπότης - άγιος άνθρωπος - βοήθησε και έθρεψε αυτούς που μας έσφαζαν, τώρα στην μεγάλη τους δυστυχία, με στοργή και ανθρωπιά μεγάλη. Μόνο που κάποια στιγμή τους συμβούλεψε να ξαναγίνουν πατριαρχικοί και να θάψουν τα μίση. Και αυτοί έκαναν αναφορές πως τους γέλασαν και γύρισαν στην Ορθοδοξία σωρηδόν. Έτσι άδοξα τελείωσε η βουλγαρική επανάσταση. Αν ήθελε τότε να βοηθήσει λίγο η Ελληνική Κυβέρνηση, δεν θα περνούσαμε άλλα μαρτύρια. Αντιθέτως οι Βούλγαροι δούλεψαν ακούραστα. Κατόρθωσαν να σχηματίσουν βουλγαρικό κομιτάτο στο Λονδίνο και τόσο έπεισαν την κοινή γνώμη της Ευρώπης όλης, ώστε η Τουρκία έστειλε έναν Γενικό Διοικητή Μακεδονίας, τον Χιλμή Πασά και δέχθηκε Άγγλους, Γάλλους και Ιταλούς, να της διοργανώσουν την χωροφυλακή. Όλοι αυτοί όμως, ήταν βουλγαρόφιλοι. Έτσι, δεν μας έφθαναν οι Βούλγαροι και οι Τούρκοι, είχαμε τώρα να αντιπολεμούμε και τις ξένες προπαγάνδες και τις ξένες αστυνομίες που μας έφερναν παντού δυσκολίες και μας καταπίεζαν. Επέμεναν οι Φράγκοι να δοθεί γενική αμνηστία στους επαναστάτες Βουλγάρους, οπότε άνοιξαν οι φυλακές και γέμισε πάλι η Μακεδονία κομιτατζήδες και Βούλγαρους οπλαρχηγούς...
Τότε ήταν που πέρασε τα σύνορα ο Μίκης Ζέζας. Ήρθε καλεσμένος από τον Μητροπολίτη Καστοριάς και το Προξενείο του Μοναστηριού, που ήταν το κέντρο, η ψυχή της ελληνικής δράσης. Ο Μίκης Ζέζας [Παύλος Μελάς] ήρθε με άλλους τρεις Έλληνες Αξιωματικούς: Τον καπετάν Τάσο [Παπούλας], τον καπετάν Σκούρτη [Κοντούλης] και τον καπετάν Πάνο [Κολοκοτρώνης]. Μαζί τους ήρθαν Κρητικόπουλα μαθημένα στο τουφέκι, ένας-δυό Ρουμελιώτες και ο καπετάν-Κώττας, όχι όμως με το σώμα του ολόκληρο. Ήταν Μάρτιος του 1904. Τα χιόνια παντού. Ανάμεσα σε εχθρούς, Τούρκους και Βουλγάρους, προχωρούσε το ελληνικό σώμα του καπετάν Ζέζα, μέσα στις κακοτοπιές, πάνω στα βουνά, πότε παγωμένο, πότε νηστικό, με κόπους αφάνταστους, νύχτα πάντα, ανεβαίνοντας όλο και βορειότερα, με μυστικές οδηγίες, πότε κατά το Μοναστηράκι, πότε κατά την Καστοριά. Ειδοποιήθηκαν κρυμμένοι στο μοναστηράκι του Τσιρίβολου, σε ποιο μέρος της λίμνης της Καστοριάς θα τους περίμενε ο Δεσπότης με τον Δήμαρχο Καστοριάς και να στείλουν να τους πάρουν τη νύχτα, στις τρεις ώρες.
Όσοι πρωτόβλεπαν τον Μίκη Ζέζα, τον θαύμαζαν!! Έτσι γινόταν πάντα! Ένα παλληκάρι ως εκεί πάνω, ίσιο σαν κυπαρίσσι, με τα μάτια φωτεινά σαν ήλιους και κατατομή αρχαίου Έλληνα. Είχαν μεγαλώσει τα γένια του στην εκστρατεία αυτή, μα τόση καλοσύνη μαρτυρούσαν τα μάτια του, που ούτε τα γένια, ούτε τα κακοπαθιασμένα του οπλαρχηγού ρούχα, δεν μπορούσαν ν' αγριέψουν την όψη του. Απ’ την στιγμή που τον έβλεπες, σου έπαιρνε την καρδιά. Μα ήρθαν Τούρκοι χωροφύλακες στα περίχωρα και οι οπλαρχηγοί έστειλαν ένα παλληκάρι να βρει τον Δεσπότη και να τον εμποδίσει να κατέβει στην λίμνη με τον Δήμαρχο. Και οι καπεταναίοι έφυγαν για την Τσερνόβιτσα, βόρεια της Καστοριάς και ανέβηκαν ως το Όροβνικ, ανατολικά της λίμνης Μικρή Πρέσπα. Εκεί έρχεται διαταγή από την Αθήνα στον καπετάν-Ζέζα, να επιστρέψει αμέσως. Ολόκληρο ημερόνυχτο λογομαχούσε ο Ζέζας με τους άλλους αξιωματικούς, που του έλεγαν να υπακούσει, πως οι Τούρκοι τον πήραν μυρωδιά και πως θα γίνει διπλωματικό ζήτημα. Ήρθε και γράμμα από το Μοναστήρι. Ακόμα και οι προξενικοί που τον είχαν καλέσει, του έγραφαν να φύγει, πως θα χαθεί ο αγώνας. Στο τέλος υπέκυψε. Έφυγε. Γύρισε στην Αθήνα, υπακούοντας στον ίδιο πατριωτισμό που τον είχε φέρει στην Μακεδονία. Μα τον Αύγουστο του 1904 τελικά....
------------------------------------------------------------------------------------
Η συνέχεια και το τρομερό τέλος, στο 3ο και τελευταίο μέρος της ιστορικής αναδρομής μας...