Τον Σεπτέμβρη θα πάω στο μεγάλο Νηπιαγωγείο. Είμαι σχεδόν 5 χρόνια πάνω σε αυτήν την γη. Πόσα έχω μάθει!! Ας είναι καλά ο αδελφός μου, ο Δημήτρης. Είναι πολύ μεγάλος! Φέτος θα πάει Β΄Δημοτικού!Ποιος τον πιάνει!Εγώ πάντως όχι, γιατί ξέρει τα εκατονταπλάσια από όσα ξέρω εγώ!! 'Όταν διαβάζει για το σχολείο, στήνω αυτί κι έτσι έμαθα να μετρώ ως το 10, μην πω και ως το 20!! Τον λατρεύω τον Δημήτρη, μα κι αυτός με λατρεύει!Τούτο πάντως δεν σημαίνει ότι δεν τσακωνόμαστε, ιδίως την ώρα του παιχνιδιού! Αλλά αυτά είναι μέσα στα φυσιολογικά όρια και πλαίσια, διαφορετικά θα ήμασταν μαμούχαλα!
Η μαμά λέει ότι είμαι πεισματάρης και ότι πολλές φορές εκμεταλλεύομαι τον αδελφό μου!... Άκου τον εκμεταλλεύομαι! Επειδή τι; Επειδή κατεβάζω όλα τα παιχνίδια στο δωμάτιό μου κι όταν η μαμά, αφού παίξουμε, λέει να τα μαζέψω, εγώ αντιδρώ; Ο Δημήτρης τακτοποιεί τα δικά του, το ότι του λέω : ''Φτιάξε και τα δικά μου τώρα!'', είναι εκμετάλλευση; Πατάω τις στριγγιές και από δω παν κι οι άλλοι! Τους ξεκουφαίνω όλους!! Ο Δημήτρης είναι τόσο καλός που τρέχει να με βοηθήσει, ενώ η μαμά τρέχει ξωπίσω του κραυγάζοντας: ''Ασ' τον Δημήτρη μου! Μην τον βοηθάς!Δεν θα μάθει ποτέ να είναι υπεύθυνος! Συμμάζεψε Κωνσταντίνε, γιατί το απόγευμα βόλτα δεν έχει! Θα πάμε όλοι μας, ενώ εσύ θα μείνεις να τακτοποιήσεις το δωμάτιό σου!''
Γύρω μου ένα χάος από πεσμένα παιχνίδια σκορπισμένα δώθε και κείθε... Πανικός! Αρπάζω δυο αυτοκινητάκια, τα πετάω κάτω, φωνάζοντας: ''Εγώ δεν μαζεύω! Είναι πολλά!'' ''Γιατί τ' άδειασες όλα; Αυτό κάνεις κάθε φορά και στο τέλος ο Δημήτρης μαζεύει τα δικά του και τα δικά σου...Είναι συμπεριφορά αυτή;'' ''Ναι, είναι!!'' ''Μίλα καλά, γιατί θα χάσεις δυο απογεύματα!'' ''Όχι! Δεν θέλω να τα χάσωωωωω! Καλά! Θα μαζέψω! Αφήστε με μόνον μου!'' Και φυσικά στο τέλος, με βοηθάει ο Δημήτρης να τακτοποιήσω το δωμάτιό μου!
Μια φορά παίζαμε μπάλα και μας ξέφυγε ψηλά, κτύπησε στον πολυέλαιο, ο οποίος άρχισε να κουνιέται. Εγώ βρισκόμουν ακριβώς από κάτω. Ο Δημητράκης μου, φοβούμενος ότι θα πέσει το πολύφωτο και θα με σκοτώσει, ορμάει πάνω μου, με σκεπάζει με το σώμα του, φωνάζοντας: ''Μη φοβάσαι Κωνσταντίνε μου! Θα σε σώσω!''... Αυτός είναι ο αδελφός μου!!... Ψηλός για την ηλικία του, με μια καρδιά μάλαμα και δυο μάτια γαλάζια ''γεμάτα σκεπτικισμό'' όπως λέει η γιαγιά Πολυάνθη...
Πριν κάποιες μέρες λοιπόν πήγαμε για διακοπές στην Αθήνα και όπως είναι φυσικό, μείναμε στης γιαγιάς. Η χαρά μας ήταν μεγάλη γιατί δεν κατεβαίνει Καλαμάτα κι είχαμε καιρό να την δούμε. Την αγαπάμε πολύ, ιδίως ο Δημητράκης, της έχει αδυναμία. Τι χαρά σαν βρεθήκαμε στο διαμέρισμα που νοικιάζει! Για μας το σπίτι της είναι ολόκληρο ένας παιδότοπος!Μας υπενθύμισαν ότι όσα βλέπουμε δεν τα αγγίζουμε και πως στο δωμάτιό μας υπάρχουν δυο συρταριέρες τίγκα στα πλέ'ι'-μομπίλ μαι σε άλλα παιχνίδια. Δεν λέω, παίξαμε με όλα αυτά, αλλά το μάτι μας ήταν στα μπιμπελό της βιβλιοθήκης, του σαλονιού και του χολ...Περνούσα και όλο κάτι άγγιζα...
''Τόση μικρή τσάντα γιαγιά;'', ρώτησα παίρνοντας ένα μικρούλι κόκκινο τσαντάκι με πετρούλες και χρυσαφιά τελειώματα. ''Ναι, Κωνσταντίνε μου, πρόσεχε μην σου πέσει λεβέντη μου...'' ''Κι αυτό τι είναι;'' ξαναρώτησα κρατώντας ένα σκαθάρι στολισμένο με κόκκινες πετρούλες που λαμπύριζαν, με χρυσαφιές κεραίες. ''Πασχαλίτσα!'' ''Έχεις μία, δύο μεγάλες και μία, δύο πιο μικρές!'' '' Βάλ' τες στην θέση τους Κωνσταντίνε μου, μην σου πέσουν!...'' Και στο τραπέζι του σαλονιού, πώς να μην πειράξω το όμορφο ελάφι, την μικρή γοργόνα, το στραφαλιστό πιανάκι και το κέρας της Αμάλθειας;...
''Αυτό γιαγιά το έχεις έξω όλον τον χρόνο από τα Χριστούγεννα...'' ''Ναι, γιατί μου αρέσει πολύ. Αλλά μην ανοιγοκλείνεις τα αυγά, γιατί κάποια στιγμή θα σπάσουν,,,''. Έλα μου όμως που αυτά τα αυγά τα είχα βάλει στο μάτι! Ωραία, ζωγραφισμένα, με χαντρούλες, κάποια από αυτά άνοιγαν στην μέση κι εγώ έχωνα μέσα χαρτάκια ή εξαρτήματα από πλέϊ-μομπίλ... "Έχετε τόσα παιχνίδια μέσα, με τα διακοσμητικά της γιαγιάς ασχολείστε;" Η μαμά, πανταχού παρούσα! ''Όταν ήμουν πιο μικρός, με άφηνες γιαγιά να παίξω με τα ασημιά σου καραβάκια. Θυμάσαι που είχα φτιάξει γέφυρα και από κάτω περνούσαν τα καραβάκια σου;'' ''Εντάξει Δημήτρη μου! Πάρτε τα, αλλά με προσοχή!...'' Τα πήρε ο αδελφός μου και μια άλλη μέρα εγώ. Στα πανιά τους είχαν άσπρα κρυσταλλάκια και τα σχοινιά τους ήταν από λεπτό, γυαλιστερό σύρμα. Όταν φύγαμε, η γιαγιά σίγουρα θα ανακάλυψε ότι τα ιστία είχαν καμπουριάσει αρκετά, ελπίζω όμως να τα ίσιωσε... Πάντως στα κουπιά δεν κάναμε τίποτε! Πολύ ευαίσθητα πράγματα!! ''Εύθραυστα!!'' όπως τα λέει η γιαγιά, αλλά τόσο ωραία! Σωστός πειρασμός!!
Μια άλλη μέρα μπήκα στην κρεβατοκάμαρά της και αυτενέργησα! Στην άκρη της τουαλέτας της με τον μεγάλο καθρέφτη, η γιαγιά είχε φτιάξει μια ιστορία!... Χμμ!!! Ώστε κι αυτή παίζει! Ένα άσπρο δέντρο και στο πλά'ι' του ο γάτος ο Συλβέστρος. Κάτω από το δέντρο ένα ξύλινο σπιτάκι. Μπρος του, τρεις μικρές φιγούρες, ο Ντένις ο Τρομερός, ο σκύλος του και η φιλεναδίτσα του. Μπροστά ξαπλωμένος, ο Γκάρφιλντ, ο γατούλης και γύρω δυο προβατάκια,τρία λαγουδάκια, τρεις κοτούλες, η Στρουμφίτα και ο θείος Σκρουτζ. Όλα τόσο δα μικρούλια που μου φώναζαν: ''Έλα να παίξουμε! Έλα να παίξουμε! Έλα!!'' Κι εγώ πώς να αντισταθώ;; Ε, λοιπόν εγώ θα άλλαζα το σκηνικό προς το καλύτερο! Άφησα την φαντασία μου ελεύθερη και τακτοποίησα τα πάντα σύμφωνα με το γούστο μου!
Η γιαγιά το ανακάλυψε αφού είχαμε φύγει. Βλέπετε, τις τελευταίες ημέρες επικρατούσε μια σύγχυση στο σπιτικό μας. Πρώτα άνοιξε η μυτούλα μου. Κοκκάλωσα! Εκεί να δείτε αίμα! Κόκκινο το νερό που έπινα, κόκκινο το πηγούνι μου, δαχτυλιές στον τοίχο και στο μαξιλάρι, ο Δημήτρης να φωνάζει: ''Ο αδελφός μου!!'', η γιαγιά να κραυγάζει: ''Πάρε ποιο νοσοκομείο εφημερεύει!'', η μαμά να με παρηγορεί και ο αδελφός μου να ωρύεται πως θέλει να έρθει μαζί μας ,άσε που του πονούσε και το αυτί του! Νύχτα. Για πότε μας άρπαξε η μαμά, για πότε βρεθήκαμε σε ταξί, για πότε φτάσαμε στο ''Παίδων Πεντέλης'', δεν το κατάλαβα. Εκεί οι γιατροί με κανακέψανε, είπαν ότι δεν ήταν τίποτε και μου καυτηριάσανε το ένα ρουθουνάκι. Ήρθε η θεία η Ελπίδα, μας πήρε και μας πήγε σπίτι της στον Γέρακα. Κάτσαμε δυο μέρες παίζοντας με τα ξαδέλφια μας. Εμένα ο Μιχαήλ-Άγγελος με έχει σαν κούκλα και όλο αγκαλιά με παίρνει και ο Ηρακλής-Φωτεινός έπαιξε με τον αδελφό μου, ώσπου κάποια στιγμή στρωθήκαμε όλοι μπρος στο τάμπλετ.
''Δεν θα παίξετε πολλή ώρα με αυτό! Μετά έχετε εκνευρισμό!'' ''Καλά θεία, εμένα η μαμά μου με αφήνει να παίξω και μία και δύο ώρες!'' ''Μιχαήλ-Άγγελέ μου, το λένε όλοι, πολλή ώρα μπροστά σε ένα λάπτοπ, αποβλακώνει, σας εθίζει και μετά είστε μέσα στα νεύρα! Για το καλό σας το λέω!'' Η θεία Ελπίδα όμως, παρά τις αντιρρήσεις της μαμάς, ήταν πιο ελαστική και χαζέψαμε κάμποσο στα ηλεκτρονικά.
Παραμονές που θα φεύγαμε, ο Δημήτρης ανέβασε πυρετό, 39. Όταν το άλλο μεσημέρι είχε τον ίδιο πυρετό, η μαμά ετοιμάστηκε πάλι για το νοσοκομείο. Έβαλα τα κλάματα και τις φωνές: ''Θέλω να έρθω κι εγώ μαζί σας! Θέλω να είμαι με τον αδελφό μου!...'' Για πότε η μαμά, μάς άρπαξε και φύγαμε, πάλι δεν το κατάλαβα. Ο Δημήτρης είχε λαιμά και πήρε αντιβίωση και αντιπυρετικό για να ταξιδέψει ήσυχα... Γυρίζαμε Καλαμάτα... Μόνη της η γιαγιά μπήκε στο δωμάτιό της. Τα τελευταία βράδια κοιμόταν στο σαλόνι με το αιρ-κοντίσιον. Βρήκε μία τουαλέτα σε τελείως άλλο στυλ! Μόνο το άσπρο δεντράκι υπήρχε στην θέση του. Το σπιτάκι ήταν μπρος στον καθρέφτη, ανάμεσα σε κραγιόν και σκιές ματιών! Βρήκε τον Συλβέστρο στο κομοδίνο. Οι τρεις κότες ήταν στο δεύτερο κομοδίνο. Την άλλη μέρα ανακάλυψε τον Ντένις και τον σκυλάκο του, μέσα στο καλάθι που έχει τις μικρές, καλές τσάντες της. Τον Γκάρφιλντ τον βρήκε μαζί με τα δυο προβατάκια, στα ράφια της μικρής βιβλιοθήκης της κάμαράς της. Τις επόμενες ημέρες ανακάλυπτε σε απίθανα μέρη και από κάποιο παιχνιδάκι! Τα είχα αλλάξει όλα εντελώς και δεν θα ξεχάσω πόση χαρά πήρα, όσο τα στόλιζα! Η γιαγιά χαμογέλασε και πήγε να συμμαζέψει το υπόλοιπο σπίτι.
Ανυπομονώ να ξαναπάμε στης γιαγιάς, για να κάνω και άλλες ρυθμίσεις στον περιβάλλοντα χώρο! Βλέπω όμως πως και ο αδελφός μου αρέσκεται να ασχολείται με αυτά! Απ' το χολ, θα πάρει ένα μπρούντζινο καμπανάκι που το χτυπάει δυνατά, βάζει στην γραμμή τα δυο ελεφαντάκια με το σμάλτο στην ράχη και τις λαμπερές πετρούλες στα μάτια και προτιμά τον χαρτοκόπτη που είναι στολισμένος με μια πεταλούδα από ασημί και λαμπερές, κόκκινες πέτρες. ''Θα γίνει ατύχημα! Βρε βάσανο με τον χαρτοκόπτη! Πόσες φορές έχουμε πει Δημήτρη, να μην τον πειράζεις; Τι του βρίσκετε; Και ο Ηρακλής σ' αυτόν θα πρωτοπάει!'' ''Μ' αρέσει μαμά! Θα προσέχω! Να, δες, η μύτη του δεν είναι μυτερή! Είναι διακοσμητικός!'' ''Με άκουσες τι σου είπα; Άσε τον κάτω!'' Παρ' όλες τις απαγορεύσεις, εμείς βρίσκουμε χρόνο και τρόπο να εξερευνήσουμε! Στο άλλο ταξίδι, θα έχω αναπτύξει καλύτερα την, χωρίς να προδίδομαι, ενασχόλησή μου, με όλα τα μαγικά πράγματα της γιαγιάς!!
Την τσακώνω να με παρατηρεί με κάποια περιέργεια!... ''Τόσο λεπτός! Κατάξανθος, με φίνα χαρακτηριστικά, σαν ψεύτικος! Μια σταλιά παιδί και έχει τόσο πείσμα! Προσέχετέ τον, γιατί βλέπω ότι πάει να πάρει τον αέρα του μεγάλου, έστω κι αν τον αγαπάει τόσο!...'' ''Το ξέρω μαμά... Είναι πολύ πείσμων, δεν υποχωρεί αν δεν περάσει το δικό του! Δεύτερο παιδί βλέπεις! Βρίσκει τον δρόμο ανοιχτό, από τον Δημήτρη! Το ίδιο δεν έκανα κι εγώ στην Ελπίδα; Είναι όμως αφάνταστα τρυφερός ο μπαγάσας!!!'' Τρυφερός; Και βέβαια είμαι! Έχω δε, μια τρομερή αδυναμία στην μαμά μου! Μακάρι να γινόταν να ήμουν όλη την ημέρα στην αγκαλιά της! Είμαι κολλημένος μαζί της! Μου αρέσει να την ζουπάω, να την ζυμώνω, να κουτουλιόμαστε σαν κριάρια, να τρίβουμε τις μύτες μας, να την αγκαλιάζω σφικτά-σφικτά και πολύ-πολύ δυνατά, με τα δυο μου, μικρά χεράκια! Είναι τόσο μαλακή η αγκαλιά της! Δεν μπορώ να κοιμηθώ αν δεν είναι δίπλα μου, δεν είμαι ήσυχος αν λείπει πολλή ώρα. Η γιαγιά λέει πως όταν ανεβαίνω πάνω της, μοιάζω με μια χρυσή καρφίτσα στο πέτο της! Της έχω τρομερή αδυναμία, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως όταν μου έρθει δεν κάνω τις ζαβολιές μου, κι ας φωνάζει η μαμά να κάτσω φρόνιμα!
Στην γιαγιά έκανε εντύπωση η έκταση της φωνής μου! Πράγματι, όταν εκνευρίζομαι, τσιρίζω πολύ-πολύ δυνατά και τους ξεκουφαίνω όλους! Η μαμά με βάζει τιμωρία, ας πούμε να κάτσω για κάποια ώρα στο δωμάτιό μου, αλλά άγνωστο γιατί, την ξεχνάω πολύ γρήγορα! ''Πάψε να φωνάζεις, Κωνσταντίνε! Εδώ είναι πολυκατοικία και μένουν από κάτω μας άνθρωποι!'' ''Και από δίπλα μας;'' ''Και από δίπλα μας!Δεν είδες χθες την κυρία Ματίνα που μπήκε στο διπλανό διαμέρισμα;'' ''Και από πάνω μας;'' '' Και από πάνω μας!'' ''Και πολύ από κάτω μας;'' ''Σου είπα ΝΑΙ! Κωνσταντίνε, άσε τις εξυπνάδες και ηρέμησε! Μας έχεις ξεκουφάνει! Αν εξακολουθήσεις, δεν έχει να πάμε το απόγευμα στα ξαδέλφια σας!'' ''Καλά, καλά!!'' Και με χορευτικά βηματάκια οδεύω προς τα ενδότερα του διαμερίσματος...
Στην Καλαμάτα είμαστε μόνοι μας. Δεν υπάρχει κανένας γύρω μας. Είμαστε μόνον εμείς σε ένα χαριτωμένο μικρό σπιτάκι με αυλή και κήπο. Τα καλοκαίρια έρχεται ο ιδιοκτήτης από τον Καναδά και μένει στο διώροφο σπίτι που είναι μέσα στην ίδια αυλή. Εδώ στην Αθήνα τα πράγματα είναι διαφορετικά. Μου αρέσει επίσης που η γιαγιά, μάς παίρνει και πηγαίνουμε στην δεσποινίδα Βάσω από όπου αγοράζουμε ό,τι μας αρέσει: Καραμέλες, σοκολατένιες ελιές, ζελεδάκια, ξηρούς καρπούς, τσιπς... Η μαμά μου, ζητάει πάντα μαρόν, που είναι κάστανο, τυλιγμένο σε ασημόχαρτο. Της αρέσουν πολύ κι αν είναι μαζί μας ο μπαμπάς, παλεύουν ποιος θα τα πρωτοφάει. Τούτη την φορά δεν ήρθε ο μπαμπας μαζί μας, γιατί είχε δουλειά. Αν ερχόταν, θα πηγαίναμε και βόλτα με το αυτοκίνητο, γιατί ξέρει να οδηγάει, ενώ η μαμά, όχι... Η μαμά όμως ξέρει να κάνει υπέροχα γλυκά και φανταστικά φαγητά. Η γιαγιά τρελαίνεται για το τσιζ-κέϊκ της μαμάς, όπως και για το τιραμισού της. Την συνταγή την είχε πάρει η γιαγιά από την Πολωνέζα μαμά δύο μαθητών της, την κυρία Ανδριάννα που είχε παντρευτεί Έλληνα. Είναι δηλαδή η αυθεντική συνταγή τσιζ-κέϊκ και γι' αυτό το γλυκό βγαίνει ονειρεμένο! Η γιαγιά φτιάχνει ωραία τυρόπιτα και ακόμα πιο ωραία κρεατόπιτα. Την συνταγή την έχει από την μαμά της, την προγιαγιά μας, την Αλίκη. Βλέπετε, η κεφαλονίτικη κρεατόπιτα, είναι φημισμένη και ανώτερη όλων!
Τι φοβάμαι; Μα ό,τι και τα άλλα παιδιά,δηλαδή το σκοτάδι, γι' αυτό όταν πάω να κοιμηθώ για βράδυ, μου αφήνουν ανοιχτό το φως του διπλανού δωματίου. Αγαπώ πολύ τα ζωάκια. Λατρεύω τον σκύλο μας, τον Άρη, που είναι μικρόσωμος, λευκός και μαλλιαρός. Να δείτε πώς κοιμάται αγκαλιά με τον Δημήτρη! Είναι σκέτη ζωγραφιά και οι δυο τους! Στο σπίτι της γιαγιάς, τρελαίνομαι για τα γατιά της. Της έχουν μείνει δύο. Ο Πάρης ο κούκλος, μάς φοβάται, κρύβεται και φανερώνεται μόνον όταν βγούμε για βόλτα ή πέσουμε για ύπνο. Ο Ερμής όμως, είναι κοινωνικότατος και κάθεται συνεχώς δίπλα στην γιαγιά.Τον καμαρώνω, αλλά μάλλον άκομψα, γιατί δυσανασχετεί. Ενώ ο Δημήτρης τον χαϊδεύει απαλά και απαλά τον χτενίζει. Όχι για πολλή ώρα πάντως, γιατί είναι αλλεργικός όπως η μαμά μας και προχτές είχε κατακοκκινίσει το μάτι του και φώναζε πως τον ενοχλεί πολύ. Ευτυχώς με φυσιολογικό ορό έγινε καλύτερα. Παρ' όλα αυτά, όλο πάει και καμαρώνει τον Ερμή, ο οποίος σημειωτέον τώρα το καλοκαίρι, μαδάει πολύ. Είναι όμως ένα ήσυχο γατάκι, πολύ τρυφερό. Η γιαγιά μας, που είναι η μαμά τους, τα αγαπάει πάρα πολύ και τα φροντίζει όσο δεν λέγεται.
Τα ξαδέλφια μου έχουν την Μπέλα. Μια πανέμορφη, μεγαλόσωμη σκυλίτσα που η ουρά της είναι σαν χαίτη. Έχω περιέργεια να δω τι θα κάνουν όταν βρεθούν στον ίδιο χώρο ο Άρης και η Μπέλα. Βλέπετε, σε λίγες μέρες θα έρθουν στην Καλαμάτα οικογενειακώς η θεία Ελπίδα, ο θείος Λευτέρης, τα ξαδέρφια μας και φυσικά μαζί θα φέρουν και την Μπέλα, όπως κάνουν πάντα.Τώρα τι θα γίνει μόλις συναντηθούν τα δύο τετράποδά μας, Κύριος οίδε! Τον Άρη τον πήραμε εφέτος κι είναι πολύ τρυφερός, θα δεχτεί όμως άλλο σκυλί στον χώρο του;; Και η Μπέλα θα ανεχτεί έναν μικρόσωμο φωνακλά να της κάνει τον αφέντη; Θα αναμένομεν, θα ίδωμεν και θα πράξομεν αναλόγως. Κοντός ψαλμός, αλληλούϊα! Τι αναρωτιόμαστε; Η συμβίωση θα είναι αναγκαστική, άλλη λύση δεν υπάρχει...
Οι μέρες πέρασαν και ήρθαν οι θείοι και τα ξαδέλφια μας! Χαρήκαμε όλοι μας πολύ που σμίξαμε ξανά! Στην αρχή η Μπέλα και ο Άρης στραβοκοιτάχτηκαν... Αργά το απόγευμα όμως, κάπως ηρέμησαν... Την άλλη μέρα φάνηκε πως είχαν αρχίσει να συνηθίζουν ο ένας τον άλλον. Ώσπου τελικά φιλιώσανε τόσο, που ο Άρης έφτασε να κάνει στην Μπέλα τον γαμπρό! Άλλο τώρα αν η Μπέλα του χαλάει τα σχέδια!!! Δίποδα και τετράποδα βρισκόμαστε πλέον σε πλήρη αρμονία! Κατεβήκαμε όλοι στην θάλασσα και παίξαμε με τις ώρες! Ήρθε και ο παππούς μαζί στην βόλτα και στο μπάνιο μας. Έτσι όμορφα, περνούν οι καλοκαιρινές μέρες μας! Είμεθα σε πλήρη απαρτία! Μάλλον όχι πλήρη, μας λείπει η γιαγιά. Ίσως κάποτε αποφασίσει να ταξιδέψει ως εδώ. Ρώτησα την μαμά, πότε θα ξαναπάμε στην γιαγιά και μου είπε αργότερα.Οπότε την ρώτησα: ''Δεν μπορούμε να πάμε την Καλαμάτα στην Αθήνα;'' και γέλασαν όλοι! Δεν ξέρω γιατί... Τέλος πάντων...Τώρα από την χαρά μου που είμαστε όλοι μαζί, πηγαινοέρχομαι τρέχοντας ανάμεσα σε όλους, που καθόμαστε σε ένα παραθαλάσσιο ζαχαροπλαστείο και τρώμε παγωτό.
Τι θα έλεγε η γιαγιά; ''Ο Κωνσταντίνος; Μία λεπτή ηλιαχτίδα χρυσομαλλούσα! Πανέξυπνα, γαλάζια μάτια που όλη την ώρα δεν έχει ησυχία. Όλο σκρεμιδεύει! Μια τρυφερή, φωνακλού αστραπή που σπινιάρει σε όλο το πάτωμα, βγάζοντας τσιριχτές σπίθες! Έχουμε ένα ιρλανδέζικο ξωτικό, τον Ηρακλή-Φωτεινό και ένα δεύτερο ξαδέλφι, τον Κωνσταντίνο. Μικρός, αλλά άπιαστος! Ένα ευαίσθητο, σκανταλιάρικο αστεράκι με λεπτεπίλεπτα χαρακτηριστικά, σαν νεραϊδάκι από την Σκανδιναβία!!''
Όλα αυτά κι άλλα τόσα θα μπορούσε να πει για την αφεντιά μου η γιαγιά Πολυάνθη. Σε όλα έχει πέσει μέσα, ιδίως εκεί που λέει ότι είμαι ένα τρυφερό, αλλά φωνακλούδικο ζιζάνιο! Που, όπως είναι γνωστό, τους αγαπάω όλους, γιατί η καρδούλα μου είναι γεμάτη από φως και αγάπη, αθωότητα και ανεμελιά!!!!