Εμφανιζόμενη ανάρτηση

Παρασκευή 19 Οκτωβρίου 2018

ΨΗΓΜΑΤΑ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΜΝΗΜΗΣ - ΜΕΡΟΣ 1ο

Ο τρομερός Ιμπραήμ αφάνισε την Πελοπόννησο. Φωτιά και τσεκούρι... Η θηριωδία του φθάνει στην μνήμη του λαού, μέχρι των ημερών μας. Μία από τις φρικτές πράξεις του: Αλυσόδεσε από χέρια και πόδια χιλιάδες Πελοποννησίους - άντρες και γυναίκες - και βάζοντάς τους να διανύουν πεζοί χιλιόμετρα ως το λιμάνι, τους περνούσε με καράβια στην Ανατολή, όπου τους πουλούσε σαν δούλους, κομματιάζοντας έτσι τις ψυχές χιλιάδων οικογενειών, διαλύοντάς τες και πετώντας τες σκλάβους, μακριά από την πονεμένη πατρίδα τους...


ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΠΟΥ ΚΡΑΤΗΣΑΜΕ ΣΤΗΝ ΤΑΞΗ, ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ ΤΟΝ “ΜΑΓΚΑ” ΤΗΣ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ ΔΕΛΤΑ...


ΧΙΟΣ

Η Χίος, το πλούσιο και ωραίο νησί που στην αρχή της Επανάστασης είχε 113.000 κατοίκους, την κατέστρεψαν οι Τούρκοι τον Απρίλιο του 1822. Έπεσαν πάνω στο νησί και έσφαξαν, έκαψαν, εβασάνισαν άντρες, γυναίκες παιδιά, πήραν χιλιάδες γυναικόπαιδα και σαν αγέλη τα πούλησαν σκλάβους στην αγορά της Πόλης, της Σμύρνης και της Αλεξάνδρειας. Σκόρπισαν τότε και καταστράφηκαν οι καλύτερες οικογένειες. Και τα μεγαλύτερα ονόματα σύρθηκαν στα χαρέμια. Ρήμαξε όλο το νησί...Στο μοναστήρι του Αγίου Μηνά που είναι πάνω στο βουνό, κατέφυγαν 3.000 χριστιανοί και αντιστάθηκαν. Μα οι Τούρκοι έσπασαν τον αυλόγυρο, μπήκαν μέσα ανήμερα του Πάσχα και έσφαξαν όλους όσοι βρέθηκαν εκεί... Και σήμερα ακόμη οι καλόγεροι εκεί πάνω, δείχνουν σωρό τα κόκκαλα των μαρτύρων και λεκέδες από αίμα, που ποτάμι κύλησε στο πέτρινο πάτωμα της Μονής...


ΨΑΡΑ

Πλοία αρκετά είχαν οι Ψαριανοί... Όταν έφθασαν τα τούρκικα πλοία, μπορούσαν να φύγουν και να σωθούν. Μα αποφάσισαν να μείνουν όλοι και να αντισταθούν. Και για να μην γεννηθεί ο πειρασμός σε κανέναν και θελήσει να φύγει, έβγαλαν τα τιμόνια από τις βάρκες και τα καράβια, ώστε να αχρηστευθούν... Μέγιστο λάθος... Ύστερα οχυρώθηκαν στο νησί και άρχισαν το κανονίδι. Εκείνον τον καιρό, τα τουφέκια και τα κανόνια, έβγαζαν πολύ καπνό. Δεν γνώριζαν ακόμα το άκαπνο μπαρούτι. Μετά λοιπόν από χιλιάδες τουφεκιές και από τα δύο μέρη, μαζεύτηκε τόσος καπνός που έμοιαζε με πυκνή καταχνιά... Έτσι μπόρεσαν να πλησιάσουν οι Τούρκοι στο νησί, χωρίς να τους δουν οι δικοί μας. Βγήκαν σε ένα ανοχύρωτο μέρος απ’ όπου έπεσαν στις πλάτες των δικών μας... Μεγάλη σφαγή ακολούθησε. Όσοι έτρεξαν στις βάρκες, τις βρήκαν χωρίς τιμόνια και τους έσφαξαν κι αυτούς οι Τούρκοι. Όσοι πρόφθασαν από άντρες, γυναίκες και παιδιά, κατέφυγαν στο φρούριο και από εκεί εξακολούθησαν να πολεμούν με λύσσα. Δυο μέρες και δυο νύχτες αντιστάθηκαν. Μα δεν είχαν νερό. Τους το είχαν κόψει οι Τούρκοι. Μέσα στο φρούριο ήταν μιά μεγάλη σπηλιά που φύλαγαν οι Ψαριανοί το μπαρούτι τους. Εκεί μέσα μαζεύτηκαν τα γυναικόπαιδα, οι γέροι και οι πληγωμένοι, ενώ στις ράχες πάνω πολεμούσαν όσοι ήταν γεροί, για να αποκρούσουν τους Τούρκους, που ορμούσαν να πάρουν το φρούριο.

Όταν λοιπόν είδαν και αποείδαν ότι η αντίσταση ήταν πια περιττή, όσοι ήταν μέσα στην σπηλιά, έκαναν την προσευχή τους μετά φόβου Θεού, έψαλλαν τα νεκρώσιμα τροπάρια που ψάλλουν στους ετοιμοθάνατους και την ώρα πια που σκαρφάλωναν οι Τούρκοι και πλημμύριζαν τα οχυρώματα, ο Ψαριανός Αντώνης Βρατσάνος, άρπαξε ένα αναμμένο δαυλί και το έριξε μέσα στα βαρέλια τα γεμάτα μπαρούτι... Και πέταξε το φρούριο, τινάχτηκε στον αέρα... Με έναν κρότο κεραυνού έσκασε ο βράχος, παίρνοντας και τους Τούρκους μαζί με τους Έλληνες, μέσα σε μια κόλαση από φωτιές και καπνούς... Η θυσία υψίστη και η λεβεντιά ανυπέρβλητη... Σκοτώθηκαν όλοι... Στο κέντρο οι Ψαριανοί είχαν μαζέψει τα γυναικόπαιδα για να σκοτωθούν σίγουρα πρώτα, ώστε να μην πέσουν ζωντανά στα χέρια των Τούρκων... Αν κάποιοι σώθηκαν χιλιολαβωμένοι, θα ήταν όσοι πολεμούσαν στα οχυρώματα, όπου με την έκρηξη τα κομμάτια βράχων τούς σακάτεψαν, κόβοντας χέρια και πόδια... Σαν νύχτωσε βγήκαν από τα ρήγματα του κάστρου ματωβαμμένοι, κατέβηκαν στην ακροθαλασσιά κι εκεί ένα αγγλικό δικάταρτο που πλησίασε να μαζέψει γυναικόπαιδα, τους μάζεψε και τους έσωσε, όσοι είχαν μείνει ζωντανοί ως εκείνη την ώρα...

“Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη...” όσοι χάθηκαν και όσοι έζησαν, συνέτειναν στο να “περπατάει η Δόξα μονάχη και να μελετά τα λαμπρά παλληκάρια...”, γιατί ήταν κάποια από αυτά...


ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ

Η πρώτη πολιορκία ήταν τον Οκτώβριο του 1822 με τον Μάρκο Μπότσαρη. Δυό οι μεγάλοι εχθροί: ο Κιουταχής και ο Ομέρ Βρυώνης. Για να κερδίσουν χρόνο και να μαζέψουν τις σκόρπιες δυνάμεις τους, οι Έλληνες αρχηγοί έστειλαν τον Βαρνακιώτη να αρχίσει τις διαπραγματεύσεις με τους Τούρκους, τάχα πως εσκέπτοντο να παραδοθούν. Έπρεπε να τους καθυστερήσει έως ότου οι σύντροφοί του ετοιμαστούν για την αντίσταση. Μα ο Βαρνακιώτης που ζήλευε τους άλλους οπλαρχηγούς και θαμπώθηκε από τα χρυσάφια του Ομέρ Βρυώνη, πρόδωσε το σχέδιο, με κίνδυνο το Μεσολόγγι να πέσει στην πρώτη επίθεση. Αποκαρδιωμένοι τότε οι αρχηγοί σκόρπισαν στα βουνά. Δυό παλληκάρια όμως, ο Μάρκος Μπότσαρης και ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ορκίστηκαν να σώσουν το Μεσολόγγι ή να πεθάνουν. Έστειλαν λοιπόν για ασφάλεια όσα περισσότερα γυναικόπαιδα μπορούσαν στην Πελοπόννησο. Ο Αλέξανδρος μάζεψε όλους τους άντρες, κοπάδια και τροφές, κλείστηκε μέσα στους μισογκρεμισμένους τοίχους της πόλης και συνάμα άρχισε να ξαναχτίζει βιαστικά τα χαλασμένα οχυρώματα. Και επειδή οι Τούρκοι δεν τους άφηναν σε χλωρό κλαρί, βγήκε για αντιπερισπασμό στα βουνά ο Μάρκος Μπότσαρης με 600ιους λεβέντες. Κατάφερε να χασομερήσει τον Κιουταχή για τέσσερα ολόκληρα μερόνυχτα και έτσι ο Μαυροκορδάτος βρήκε καιρό να οργανώσει την αντίσταση. Μπρος στα αμέτρητα πλήθη των Τούρκων, ο Μάρκος Μπότσαρης με τους 600ιους του κι έναν παπά, πήγαν στο Κεφαλόβρυσο, βόρεια της λίμνης Τριχωνίδας κι εκεί ετοιμάστηκαν να πεθάνουν.

Σαν τους αρχαίους Σπαρτιάτες, έτσι και οι 600 Σουλιώτες, στολίστηκαν για τον θάνατο... Γδύθηκαν, πλύθηκαν στην πηγή, φόρεσαν ό,τι πολυτιμότερο είχαν, έλουσαν και χτένισαν τα μακριά μαλλιά τους που οι Σουλιώτες τα άφηναν να πέφτουν ως τους ώμους χωρίς να τα κόβουν κι αρματωμένοι, έτοιμοι πια για τον θάνατο, στάθηκαν όλοι στην σειρά...Τότε σίμωσε ο παπάς με τον σταυρό. Τους εξομολόγησε, τους έδωσε την ευχή του, τους μετάλαβε. Και τότε όλοι μαζί με τον Μάρκο Μπότσαρη, έδωσαν τον όρκο της αδελφοποιήσεως. Έλεγε ο καθένας: “Η ΖΩΗ ΜΟΥ, ΖΩΗ ΣΟΥ ΚΑΙ Η ΨΥΧΗ ΜΟΥ ΨΥΧΗ ΣΟΥ!” δηλαδή έδιναν όρκο να πεθάνει ο ένας για τον άλλον, ως τον τελευταίον, αλλά και να μην το σκάσει κανείς... Και μετά όλοι φιλήθηκαν. Είπαμε: τέσσερα μερόνυχτα έκοβαν την φόρα των Τούρκων προς το Μεσολόγγι. Σαν λιοντάρια χύνονταν επάνω τους. Τους υποχρέωναν να σταματήσουν, να υποχωρήσουν, τους βαστούσαν άγρυπνους μέρα-νύχτα, στιγμή ησυχίας δεν τους άφηναν... Τους είχαν αλαλιάσει!!! Μα οι Τούρκοι ήταν πολλοί, οι δικοί μας λίγοι.

Κάθε μάχη τούς αποδεκάτιζε, τα φυσίγγια τελείωναν, ένας - ένας έπεφτε. Στο τέλος έμειναν μιά χούφτα, χωρίς ψωμί, χωρίς νερό, αφανισμένοι από την κούραση και την αγρύπνια. Την νύχτα μπήκαν στο Μεσολόγγι. Είχε βγει ο Μάρκος Μπότσαρης με 600ιους και γύριζε με είκοσι δύο... Όλοι οι άλλοι είχαν πέσει παλληκαρίσια... Τους είδαν οι Μεσολογγίτες που κατέφθαναν είκοσι τρεις σκιές συν τον αρχηγό στα χαρακώματα, σκονισμένοι, αιματωμένοι, μαύροι από το μπαρούτι, αγριεμένοι από την κούραση, την πείνα και την δίψα κι έτρεξαν, τους άνοιξαν, τους έμπασαν στα προχώματα, όπου έπεσαν σαν πτώματα, μην έχοντας πια δύναμη ούτε να μιλήσουν... Και όμως... Μόλις παρουσιάστηκαν οι Τούρκοι, αυτές οι ίδιες σκιές, τα ατρόμητα παλληκάρια, βρέθηκαν όρθιοι στα προχώματα, πρώτοι πάλι κι καλύτεροι, έτοιμοι να ξαναχύσουν το αίμα τους, για να σώσουν τον τόπο τους...

Οι Τούρκοι ζήτησαν από τον Μάρκο Μπότσαρη να συνθηκολογήσουν! Του είχαν εμπιστοσύνη, γιατί ήταν γνωστό σε όλους, πως δεν έλεγε ποτέ ψέματα. Μα ο Μάρκος Μπότσαρης, μπρος το καλό της πατρίδος του, παραπλάνησε τους Τούρκους, τάχα πως, ναι, το σκέφτεται να παραδώσει την χώρα. Έπρεπε να κερδίσει χρόνο. Περίμεναν πως θα έρθουν τα υδραίικα καράβια με εφόδια. Έπρεπε να κρατήσουν ως τότε. Μέσα στο Μεσολόγγι ήταν μόνον 360 άντρες που μπορούσαν να κρατήσουν το τουφέκι, ενώ οι Τούρκοι ήταν 11.000!!!! Το θέμα ήταν πώς να κάνουν τους Τούρκους να πιστέψουν ότι μέσα στο Μεσολόγγι υπήρχαν πολλά παλληκάρια... Κατέφυγαν λοιπόν σε τερτίπια και ευτυχώς κατάφεραν να ξεγελάσουν τους Τούρκους... Δηλαδή: Μαζεύονταν όλοι οι δικοί μας σ’ ένα σημείο του οχυρώματος και πυροβολούσαν όλοι μαζί. Οι ομοβροντίες αλλεπάλληλες, για να ακούγονται πολλά τα τουφέκια. Ύστερα τρεχάτοι σκορπιούνταν σε διαφορετικό σημείο και τουφέκιζαν πάλι όλοι μαζί, έτσι που πίστεψαν οι Τούρκοι πως μεγάλες δυνάμεις βρίσκονταν κλεισμένες στο κακόμοιρο, το σχεδόν άδειο Μεσολόγγι... Ο Ομέρ Βρυώνης, για να αποφύγει, όπως φανταζόταν μεγάλη μάχη με περιττή αιματοχυσία και για να μην καταστρέψει το Μεσολόγγι που το ήθελε για δική του στρατιωτική βάση, πρότεινε να του παραδώσουν την πόλη με πάρα πολύ ευνοϊκούς, για τους Έλληνες, όρους. Ο Ομέρ Βρυώνης, γνωρίζοντας την φιλαληθεία του Μάρκου Μπότσαρη, θέλησε να διαπραγματευθεί μόνον με αυτόν και έστειλε έναν πιστό του, τον Άγιο Βαστάρη, για τις διαπραγματεύσεις.

Οι συναντήσεις γίνονταν μακριά από την πόλη, μην τύχει και αντιληφθούν οι Τούρκοι την αληθινή κατάσταση. Εντωμεταξύ, ήρθαν τα υδραίικα καράβια με πολεμοφόδια και τροφές. Μα δεν πρόλαβαν να τα ξεφορτώσουν. Μόλις τα είδαν οι Τούρκοι έστειλαν τον Άγιο Βαστάρη να ζητήσει εξηγήσεις από τον Μάρκο Μπότσαρη. Στα τραχιά λόγια του Βαστάρη, ο Μπότσαρης απάντησε με θυμό και η κατάσταση μύριζε μπαρούτι. Όταν ξαφνικά ο Μάρκος του λέει πως κάνει άσχημα να τους αγριεύει την ώρα που ετοιμάζονταν να τους παραδώσουν το Μεσολόγγι!! Με μιάς όλα άλλαξαν! Ο Βαστάρης τον πίστεψε και γλυκομίλητος ζήτησε συγχώρεση κι έτρεξε ν’ αναγγείλει στους πασάδες την... καλή είδηση!!!

Σκοτεινιασμένος έμεινε ο Μπότσαρης για τα ψέματα που έπρεπε να λέει για χάρη της πατρίδας του...

Η ΔΕΥΤΕΡΗ, Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΤΟΥ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ, βάσταξε ολόκληρο χρόνο, από τον Απρίλιο του 1825 ως τον Απρίλιο του 1826 και τελείωσε με την καταστροφή του Μεσολογγίου. Ο Ιμπραήμ πασάς, είπε στον Γάλλο Δεριγνύ: “Βλέπεις πώς λιώνει το χιόνι σ’ αυτήν εκεί την κορυφή που δέρνει ο ήλιος; Έτσι θα λιώναμε κι εμείς όλοι, αν η φρουρά του Μεσολογγίου είχε τροφές να βαστάξει άλλες τρεις εβδομάδες!...”

Και θα βαστούσαμε, αν οι Έλληνες ήταν μονιασμένοι... Μα το σαράκι του διχασμού, το ρωμέικο σαράκι, μας έφαγε και τότε... Μάλωναν μεταξύ τους οι Υδραίοι καπεταναίοι με τους Σπετσιώτες, γιατί τάχα εσύ κι όχι εγώ και περνούσαν οι μέρες και βοήθεια δεν πήγαιναν ούτε οι μεν ούτε οι δε στο πεινασμένο Μεσολόγγι... Κι από προσωπικά μίση και προσωπικές φιλοδοξίες, χάθηκε η ηρωική πόλη με τόσες ψυχές...Φανταστείτε εκεί μέσα να πολεμούν άντρες, γυναίκες, παιδιά σε μισογκρεμισμένα οχυρώματα... Να ξαναχτίζουν την νύχτα ό,τι χαλούσαν την ημέρα τα τούρκικα κανόνια... Να πεινούν, να αρρωσταίνουν, να πεθαίνουν από κούραση και στερήσεις τέτοιες, που ανθρώπινο μυαλό δεν μπορεί να φανταστεί και να υπολογίσει... Φανταστείτε τους να μην τρώνε... Έφαγαν τα αγαπημένα τους σκυλιά, τις γάτες τους και στο τέλος, επειδή δεν έφθαναν τα καράβια με την βοήθεια, έφαγαν ακόμα και τους ποντικούς που βρίσκονταν στην δυστυχισμένη πατρίδα τους...

Και όταν πια δεν έμεινε τίποτε, μούλιαζαν τις σόλες των παπουτσιών τους και τις μασούσαν... Τότε, οι τελευταίοι που στέκονταν ακόμα όρθιοι, συνεννοήθηκαν με τους έξω Έλληνες κι έκαναν την Ιστορική Έξοδο που τελείωσε τόσο τραγικά... Οι εχθροί ειδοποιημένοι τους περίμεναν να τους κατασφάξουν. Απελπισμένα γυναικόπαιδα πολεμώντας δίπλα στους άντρες και στους πατεράδες τους τους, σκοτώθηκαν στο πλευρό τους... Πολύ λίγοι γλίτωσαν. Μέσα στην πόλη δεν είχαν μείνει παρά οι γέροι, οι ανάπηροι και οι άρρωστοι... Κλείστηκαν όλοι σε έναν μύλο και σε κάτι άλλα ερειπωμένα σπίτια, όπου είχαν μαζέψει οι Μεσολογγίτες τα τελευταία βαρέλια μπαρούτι . Καθώς λοιπόν μπήκαν μέσα οι Τούρκοι και σίμωσαν τα στερνά αυτά καταφύγια, οι ήρωες ανάπηροι και οι ηρωικοί γέροι, βάζουν φωτιά στα βαρέλια και τινάζονται στον αέρα, θάβοντας μαζί και τους εχθρούς, κάτω από τις τελευταίες, μπαρουτοκαπνισμένες πέτρες τους...

ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΕΚΕΙΝΑ, ΤΑ ΜΙΚΡΑ ΠΑΙΔΙΑ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, ΗΤΑΝ ΕΝΕΚΑ ΤΟΥ ΦΟΒΕΡΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ, ΜΑΘΗΜΕΝΑ ΣΤΑ ΟΠΛΑ... Μέρα- νύχτα με τους επαναστάτες, είχαν ψηθεί στον αγώνα, στους κινδύνους, στην πείνα, στην κούραση, στην κακοπέραση... Τα παιδιά εκείνα, γεννιούνταν λες, ήρωες από την κούνια τους!... Ήταν τέτοια η εποχή... Παιχνίδια τους ήταν τα μπαρούτια και οι φλόγες... Ύπνος τους, ο θάνατος... Η Επανάσταση βάσταξε εννιά χρόνια. Φαντασθείτε ανθρώπους - ήρωες που γνώρισαν... Διάκο, Κολοκοτρώνη, Παπαφλέσσα, Νικηταρά, Υψηλάντη, Μπουμπουλίνα, Μαντώ Μαυρογένους, Καποδίστρια κι ένα σωρό άλλους ήρωες...



Όλα αυτά τα συλλέξαμε - όπως προείπαμε - από το βιβλίο της Πηνελόπης Δέλτα Ο ΜΑΓΚΑΣ. Το διαβάσαμε, το επεξεργαστήκαμε από όλες τις πλευρές και σημειώσαμε εκτός των άλλων και τα ιστορικά στοιχεία που άφθονα ενυπάρχουν μέσα στις σελίδες του... Εν συνεχεία, θα μιλήσουμε και για τον Μακεδονικό Αγώνα, που αναφέρει με πόνο η συγγραφέας...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου