Εμφανιζόμενη ανάρτηση

Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2018

ΨΗΓΜΑΤΑ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΜΝΗΜΗΣ - ΜΕΡΟΣ 3ο [Το τραγικό τέλος ενός Ήρωα...]

Τον Αύγουστο του 1904, τελικά στον ίδιο χρόνο, ξαναβγήκε στο κλαρί ο Μίκης Ζέζας. Όλοι πια γνώριζαν πως βγήκε τώρα ο καπετάν Ζέζας, όχι για να δει και να οργανώσει, αλλά για να πολεμήσει και να εξοντώσει τους κομιτατζήδες. Δυστυχώς η εκστρατεία άρχισε άσχημα. Του είχαν δώσει κακούς οδηγούς, από τους οποίους ο ένας, ο Θανάσης Βάγιας - το 'χει το όνομα - τον πρόδωσε και χάθηκε ο Ζέζας με το σώμα του, πολλές φορές μες στα βουνά. Τράβηξε δεινά ο καπετάν Ζέζας με τα παιδιά του. Όλη αυτή η εκστρατεία ήταν ένα μακρύ μαρτύριο από την αρχή. Η εποχή ήταν περασμένη, Το κρύο άρχιζε δυνατό. Έβρεχε πολύ και ήταν όλοι τους πάντα μουσκεμένοι και παγωμένοι. Οι πορείες γίνονταν πάντα με κίνδυνο να γκρεμιστούν οι άνδρες στις βαθιές χαράδρες. Περνούσαν ποτάμια και τα πόδια συνεχώς μουσκεμένα από την βροχή που δεν έπαυε. Όλη μέρα κρυβόντουσαν στα δάση, στις βουνοπλαγιές, πεινασμένοι διαρκώς. Το λίγο ψωμί που είχαν ήταν κι αυτό λασπωμένο από την βροχή. Και βοήθεια από πουθενά...

Όλοι υπέφεραν και ο αρχηγός περισσότερο από όλους, γιατί ήταν αμάθητος στα στραπάτσα και στην άγρια ζωή του αντάρτη. Μα π ο τ έ δεν παραπονέθηκε. Πάντα γελαστός και καρτερικός, πρώτος έδινε το παράδειγμα της αντοχής. Κι αν ποτέ τον έπιανε θλίψη ή απογοήτευση ή αποθάρρυνση, απομακρυνόταν, πήγαινε μόνος του παράμερα, δεν έδειχνε την λύπη του. Ώσπου ξαναπαίρνοντας τ’ απάνω του, παραμέριζε τις δικές του σκοτούρες για να φροντίσει τους άντρες του. Τους μιλούσε, τους εγκαρδίωνε. Κι αν τους έβλεπε κουρασμένους ή στεναχωρημένους, το έριχνε στ' αστεία και στα χωρατά και τους έδινε πάλι θάρρος. Και ξεχνούσαν αυτοί τις ταλαιπωρίες τους, εμπρός στον ακάματο αρχηγό τους. “Εσένα καπετάνιε η η ψυχή σου σε βαστά!!” του έλεγε ένα από τα παλληκάρια του, ένας Κρητικός, ο γερο-Ανδρουλής... Κι αλήθεια. Η ψυχή του τον βαστούσε... Εκεί που άλλος θα είχε τσακίσει, αυτός ήταν ο γενναιότερος, ο ανδρειότερος όλων...

Επιτέλους! Τα γράμματά του έφθασαν στον Δεσπότη! Ζητούσε βοήθεια, χρήματα, γιατρικά, στεγνά ρούχα. Του τα έστειλε αμέσως ο Δεσπότης μαζί με ένα εικόνισμα. Κρυμμένος ο Ζέζας σ' έναν αχυρώνα με τα παλληκάρια του επειδή τον γύρευαν οι Τούρκοι μετά την προδοσία του Θανάση Βάγια, έλαβε το γράμμα και τα πράγματα που ζητούσε από τον Δεσπότη. Νόμισε πως τελείωσαν τα βάσανά του, μα ήταν γραφτό του να μαρτυρήσει την τελευταία του ώρα... Έκανε καινούργιο πρόγραμμα, οργάνωσε το σώμα του και βγήκε για το κυνήγημα των κομιτατζήδων που τρομοκρατούσαν τα χωριά ολόγυρα. Από κοντά όμως τους κυνηγούσανε οι Τούρκοι, τους παρακολουθούσαν και οι Βούλγαροι. Κάποιος από αυτούς πρέπει να τους πρόδωσε, γιατί ξέρανε τα ονόματα των Μακεδόνων που ακολουθούσαν σαν αντάρτες τον καπετάν Ζέζα. Εκβίαζαν τους άντρες να φύγουν από τον καπετάνιο, διαφορετικά θα σκότωναν το παιδί τους, την γυναίκα τους, τους γονιούς τους. Ως εκεί έφτανε η ατιμία τους.

Εκείνες τις ημέρες ο αρχηγός είχε αποφασίσει να πάει ο ίδιος να σκοτώσει τρεις δολοφόνους του παπα-Δημήτρη από το Στρέμπενο. Ως τότε δεν είχε σκοτώσει κανέναν. Πάντα με πειστικά λόγια και με το καλό γύρευε να ειρηνέψουν τα μέρη και να φέρει τους Βουλγάρους σε θεογνωσία. Είχαν σκοτώσει οι Βούλγαροι τον καπετάν Βαγγέλη και γύρευαν τώρα τον καπετάν Ζέζα με τα παλληκάρια του. Όταν έμαθε ο καπετάν Ζήσης πως ήταν κοντά ο καπετάν Ζέζας, πήγε και τον βρήκε. Ευτυχώς, γιατί οι τελευταίες μπουκιές ψωμί τελείωναν λασπωμένες από την βροχή που εκείνες τις ημέρες τους είχε σαπίσει. Ένα παλληκάρι του καπετάν Ζήση τους έφερε ψωμί στεγνό από το χωριό. Γύρω τους πυκνό δάσος από οξιές και καταχνιά πολλή. Άναψαν φωτιά να ζεσταθούν. “Αυτή η φωτιά είναι η μεγαλύτερη χαρά, αφ' ότου έφυγα από την Ελλάδα” είπε ο αρχηγός. Τέτοια “καλοπέραση” είχαν τραβήξει... Κι όσο για τους δολοφόνους του παπα-Δημήτρη, ο χειρότερος είχε ξεφύγει. Όταν έπιασαν τους άλλους δυο, τους συγκίνησε τόσο ο αρχηγός με τα λόγια του, που μετάνιωσαν, έκλαψαν και του φίλησαν τα χέρια. Ήταν πολύ πονόψυχος ο Αρχηγός. Αίμα δεν ήθελε να χύσει. Δεν σκότωσε ποτέ ο ίδιος, ακόμα και στις συμπλοκές με τους κομιτατζήδες. Γυρνούσε από χωριό σε χωριό, εγκαρδιώνοντας τους τρομαγμένους, φοβερίζοντας τους άλλους,μοιράζοντας όπλα σε όσους ήταν άξιοι να τα μεταχειριστούν. Μια φορά που τους κυνήγησαν οι Τούρκοι στο Νερέτι και γλίτωσαν στα βουνά, πυροβολήθηκε ένα από τα παιδιά του καπετάν Ζέζα. Ήταν ένας νέος φαρμακοποιός από το Μοναστήρι που γεμάτος ενθουσιασμό ακολούθησε τον Αρχηγό. Αμάθητος στους δρόμους και τις ταλαιπωρίες, δεν πρόφθασε να φύγει και τον πυροβόλησαν οι Τούρκοι. Ο καπετάν Ζέζας τον σήκωσε πληγωμένον μαζί μ' ένα άλλο παιδί και τον ανέβασε στην κορυφή του βουνού. Δυστυχώς ο νέος δεν άντεξε. Οι Τούρκοι εξακολουθούσαν να τους κυνηγούν...Οι Βούλγαροι να τους παραμονεύουν. Ο χειμώνας πλάκωνε, οι ταλαιπωρίες δυσβάστακτες. Ο Αρχηγός έστειλε τον καπετάν Ευθύμη Καούδη να προπαγανδίσει στα χωριά και αυτός με τα είκοσι παιδιά που είχε μόνον, έτυχε να πιαστεί με 80 Βουλγάρους, να σκοτώσει 5, να πληγώσει 15, χωρίς να πάθει τίποτε ούτε αυτός, ούτε κανένας δικός του. Αυτό φούρκισε τους Βουλγάρους που για να εκδικηθούν έπεσαν στα γυναικόπαιδα. Και βοήθεια από την ελεύθερη Ελλάδα, καμιά...

Ήταν 12 του Οκτώβρη. Ο Ζέζας είχε μηνύσει στον καπετάν Ευθύμη να συναντηθούν για να δουν πώς θα συνεργαστούν. Μα επειδή ο Ευθύμης δεν τα κατάφερε να έρθει, αποφάσισε ο καπετάν Ζέζας να πάει ο ίδιος να τον βρει στο Ζέλοβο, με 35 παλληκάρια. Δεν ήταν φρόνιμο, γιατί εκεί κοντά, σ' ένα χωριό το Κονομπλάτι, περιπολούσαν 150 Τούρκοι και τακτικά περνούσε στρατός από το Ζέλοβο. Μα ο καπετάν Ζέζας δεν άκουγε από φρονιμάδα κι αποφάσισε να πάνε να βρούνε τον καπετάν Ευθύμη. Έφτασαν στη Στάτιτσα κουρασμένοι, μουσκεμένοι, αποκαμωμένοι. Μοίρασε ο Ζέζας τα παιδιά σε τέσσερα ελληνικά σπίτια και ο ίδιος πήγε σε ένα άλλο με τέσσερις δικούς του. Έστειλε δε μήνυμα στον καπετάν Ευθύμη να συναντηθούν την επαύριο, για να συνεννοηθούν. Το άλλο απόγευμα, ενώ μιλούσε με ένα παιδί που είχε στείλει ο καπετάν Ευθύμης, μπαίνει η νοικοκυρά τρομαγμένη λέγοντας πως φάνηκε τουρκικός στρατός. Έρχεται και δεύτερη γυναίκα λέγοντας πως οι Τούρκοι μπήκαν στο χωριό. Ο αρχηγός είχε παραγγείλει σε όλα τα σπίτια που ήταν μοιρασμένα τα παιδιά του, να είναι όλοι έτοιμοι, αλλά να μην ρίξει κανείς. Ώσπου οι Τούρκοι έφτασαν στον δρόμο τους και χτύπησαν την πόρτα του αντικρινού σπιτιού. Τους είχε προδώσει ο άγριος κομιτατζής, ο Μήτσος Βλάχος. Χρησιμοποίησε τέχνασμα. Ξέροντας ότι τον κυνηγούν οι Τούρκοι, έστειλε μία γυναίκα να τον προδώσει τάχα πως κρυβόταν στην Στάτιτσα με το σώμα του. Έτσι οι Τούρκοι ήρθαν, νομίζοντας ότι θα βρουν τον κομιτατζή. Από το αντικρινό σπίτι τσιμουδιά. Τότε χτύπησαν το σπίτι που κρυβόταν ο Αρχηγός με τα παιδιά του, θέλοντας να μπουν να φυλαχθούν, επειδή νόμισαν ότι απέναντι κρύβονταν Βούλγαροι. Η προδοσία του Βλάχου ολοκληρωνόταν. Τους έστειλε ακριβώς στην κρυψώνα των Ελλήνων. Οι Τούρκοι για να μπουν μέσα ζήτησαν να σπάσουν την πόρτα. Τότε ο Αρχηγός πήρε το τουφέκι του κι έριξε από το παράθυρο. Τράβηξαν τότε οι δικοί μας και από το αντικρινό σπίτι.

Η μάχη γενικεύθηκε. Βράδιασε. Τραβήχτηκαν οι Τούρκοι περιμένοντας να ξημερώσει. Οι Έλληνες κατέβηκαν από το σπίτι, φοβούμενοι μην τους βάλουν φωτιά οι Τούρκοι.. Πέρασαν από μιαν αυλή μαζί με τον Αρχηγό και κρύφτηκαν σ' έναν στάβλο. Κάποιος Τούρκος θέλησε να μπει, μα τον πυροβόλησαν. Είχε νυχτώσει για τα καλά. Βγήκε ένα παλληκάρι να πάρει το όπλο τού σκοτωμένου και τον ακολούθησε ο αρχηγός. Ακούστηκε ένας πυροβολισμός και ύστερα μια φωνή: ''Με χτύπησαν παιδιά!'' Και είδαν τον αρχηγό που τρικλίζοντας, μπήκε στον στάβλο κι έπεσε πάνω στ' άχυρα. Φορούσε μια πέτσινη ζώνη γεμάτη λίρες τούρκικες. Την είχε τρυπήσει το βόλι και είχε σκορπίσει τις λίρες μέσα στην πληγή του. Κατάλαβε αμέσως πως δεν γλιτώνει και τους έδωσε τις τελευταίες του οδηγίες. Ήταν μιά άγρια νύχτα γεμάτη θλίψη και αγωνία...Έπρεπε να φύγουν, γιατί αν τους εύρισκαν εκεί τα χαράματα, ήταν όλοι χαμένοι. Είπαν να σηκώσουν τον αρχηγό. Αδύνατον... Θα τον αναγνώριζαν οι Τούρκοι και δεν έπρεπε με κανέναν τρόπο να γίνει αυτό. Έλληνας αξιωματικός μπλεγμένος σε υπόθεση της Μακεδονίας;; Φοβερές οι πολιτικές αντιδράσεις... Το καταλάβαινε και ο ίδιος και μέσα στα βογγητά του παρακαλούσε: “Σκοτώστε με βρε παιδιά! Πώς θα με αφήσετε στους Τούρκους;;”. Γονάτισε κοντά του ένα παλληκάρι, ο Πύρζας και του αποκρίθηκε: “Δεν σε αφήνουμε στους Τούρκους, Καπετάνιε... Μαζί σου θα μείνουμε...” Πονούσε πολύ κι όλο έλεγε: “Σκοτώστε με!...” Μα όλο και πιο σιγά ακούγονταν τα βογγητά του. Ώσπου έσβησαν... Ένας έσκυψε επάνω του. Δεν κουνούσε πια. Τον φίλησε. Δεν του αποκρίθηκε. Έβαλε το αυτί του στην καρδιά του. Δεν χτυπούσε... Τότε τα παλληκάρια του, τον έκρυψαν κάτω από τ' άχυρα κι εβγήκαν έξω. Πήδηξε ένας-ένας από τον φράχτη και έφυγαν. Το πρωί οι Τούρκοι μπήκαν στον στάβλο κι όταν τον βρήκαν άδειο, πίστεψαν πως τους έκρυβαν οι χωρικοί. Ήξεραν πως κάποιον είχαν χτυπήσει. Έπιασαν τους προκρίτους και τους έδειραν. Όμως κανένας τους δεν μαρτύρησε, κανένας τους δεν πρόδωσε. Αυτοί ήξεραν τι θα πει πατριωτισμός.

Τα παλληκάρια εντωμεταξύ, κρυμμένα στο βουνό, δεν μπορούσαν να ησυχάσουν. Ο νους τους ήταν στον Αρχηγό, που τον είχαν αφήσει στον στάβλο. Σκέφτονταν, πως θα τον εύρισκαν οι Τούρκοι και τότε θα τον αναγνώριζαν... αυτόν... τον αξιωματικό του Ελληνικού Στρατού... Κάτι έπρεπε να γίνει και γρήγορα... Μόλις λοιπόν νύχτωσε, έστειλαν ένα παιδί, τον Ντίνα που ήταν από την Στάτιτσα και την ήξερε καλά, να μάθει τι γινόταν εκεί και να πάρει τον πεθαμένον αρχηγό. Και πήγε το παιδί. Ήταν νέος και πολύ σβέλτος. Μπήκε στο χωριό χωρίς να τον νιώσουν οι Τούρκοι και τοίχο- τοίχο, έφθασε στην μάντρα, πήδηξε τον φράχτη, μπήκε αθόρυβα στον στάβλο και βεβαιώθηκε πως ήταν άδειος. Τότε έψαξε στα άχυρα και βρήκε το σώμα. Δεν το είχαν ανακαλύψει οι Τούρκοι. Και τότε ο Ντίνας, έκοψε το κεφάλι του Αρχηγού.... Το τύλιξε σε έναν καθαρό σάκο που είχε πάρει μαζί του... Πέρασε πάλι τον φράχτη και βγήκε από το χωριό...Το παλληκάρι περπατούσε όλη την νύχτα. Και πήγε στο Ζέλοβο όπου έκρυψε σ’ ένα σπίτι το τίμιο φορτίο του... Την άλλη ημέρα οι Τούρκοι βρήκαν το σώμα... Μα το κεφάλι δεν το βρήκαν... Δεν ήξεραν ποιος ήταν ο πεθαμένος. Τα παιδιά του, είχαν ειδοποιήσει τον Δεσπότη στην Καστοριά, πως σκοτώθηκε ο Μίκης Ζέζας κι έστειλε παιδιά δικά του να του τον φέρουν. Η Αθήνα είχε συγκλονιστεί. Η Τουρκική Κυβέρνηση το έμαθε και έκανε ανακρίσεις. Πήγε στρατός και πήρε το ακέφαλο σώμα και το πήγε στην Καστοριά, στο διοικητήριο, την στιγμή ακριβώς που γινόταν διοικητικό συμβούλιο. Είδε από το παράθυρο ο Δεσπότης την φασαρία, πως φέρνουν κάποιο σώμα. Κατάλαβε, μα έκανε τον ανήξερο και ρώτησε τον διοικητή Καϊμακάμη, τι τρέχει. Του αποκρίθηκε αυτός πως ήταν το σώμα του Μήτρου Βλάχου, που είχε κρυφτεί στην Στάτιστα και τον είχαν σκοτώσει. Μα βρέθηκαν στις τσέπες του νεκρού γράμματα προς τον καπετάν Ζέζα, όλα ελληνικά. Ρώτησε τον Δεσπότη ο Καϊμακάμης: “Τι είναι ο καπετάν Ζέζας;;” “Έλληνας βέβαια” αποκρίθηκε ο Δεσπότης. “Και το αληθινό του όνομα, ποιο είναι;” “Δεν το ξέρω, μα θα είναι Ζέζας”, είπε πάλι ο Δεσπότης.

Επειδή όμως είχε γίνει μεγάλη φασαρία στην Πόλη ύστερα από το πένθος των Αθηνών, ο Καϊμακάμης θέλησε να εξαναγκάσει τον Δεσπότη να αποκαλύψει το αληθινό όνομα του νεκρού, γι' αυτό του είπε ότι οι Βούλγαροι, ζητούν το ακέφαλο σώμα που λένε ότι είναι ο Μήτρος Βλάχος και θα φέρει Βουλγαρόπαπα να τον θάψει. Μα ο Δεσπότης δεν ήταν άνθρωπος που υποχωρούσε. Μυστικά έστειλε και ειδοποίησε όλους τους Καστοριανούς, όσους είχαν όπλα, να πάνε με τα τουφέκια τους και να απαιτήσουν να τους δοθεί το σώμα του Έλληνα οπλαρχηγού. Μαζεύτηκαν αυτοστιγμεί. Ήταν μερικές εκατοντάδες κι έγινε πολύς θόρυβος. Ο Καϊμακάμης επέμεινε. Έξω φρενών βγαίνει από το διοικητήριο ο Δεσπότης και πάει στο αντικρινό σπίτι που ήταν μαζεμένοι όλοι οι μπέηδες της Καστοριάς. Τα μάτια του έβγαζαν φλόγες. “Μπέηδές μου!” τους είπε με την στεντόρεια φωνή του. “Εδώ θα χυθεί πολύ αίμα! Κατέβηκε όλη η Γραικολογιά αποφασισμένη να σκοτωθεί, αν δεν μας δώσετε τον νεκρό, κι εγώ πρώτος μαζί τους!! Είναι οπλισμένοι όλοι αυτοί, αποφασισμένοι να σας χτυπήσουν. Και θα πέσουν πολλοί από σας! Ο Ζέζας είναι οπλαρχηγός δικός μας, αξιούμε να τον θάψουμε εμείς! Ο Καϊμακάμης είναι ξένος, δεν είναι από την Καστοριά, δεν ξέρει τα πράματα, θα μας κάνει θανάσιμους εχθρούς, Τούρκους και Ρωμιούς, αν δεν μας τον δώσει!...”

Εκείνη την στιγμή κινδύνευε το κεφάλι του ο Δεσπότης, μα πού αυτός να σταθεί!!... Τρόμαξαν οι μπέηδες με το κακό που προμηνυόταν, άκουγαν και τις φωνές των πατριαρχικών απ’ έξω, κατέβηκαν όλοι μαζί, μπήκαν στο διοικητήριο με τον Δεσπότη ανάμεσά τους κι έπεισαν τον Καϊμακάμη να παραδώσει το σώμα... Άρχισε πάλι να σκοτεινιάζει. Πήρε ο Δεσπότης το ακέφαλο σώμα του Μίκη Ζέζα και το μετέφερε στην Μητρόπολη. Και όλη την νύχτα θρήνησε άυπνος, μαζί με τους παπάδες και τους προεστούς της Καστοριάς... Πρωί-πρωί τον έθαψαν στο ελληνικό νεκροταφείο, αντίκρυ από την Μητρόπολη, με λίγους έμπιστους φίλους, χωρίς φασαρία, όπως το είχε υποσχεθεί στον Καϊμακάμη. Εκεί, σ' ένα σεμνό μνήμα, βρίσκεται ο πρωτομάρτυρας ήρωας. Κι έγινε μυστικό προσκύνημα όλων των Ελλήνων της Μακεδονίας. Το κεφάλι το έθαψαν μυστικά αλλού. Σε κάποιο βουνό της Μακεδονίας μας, ψηλά σε ένα ερημοκκλήσι, κοιμάται το τίμιο κεφάλι του πρωτομάρτυρα. Αργότερα έγινε γνωστό. Είναι θαμμένο στο Ποσιδέρι, στο παρεκκλήσι της Αγίας Παρασκευής.

Σαν πέθανε ο Αρχηγός, τα παλληκάρια του σκορπίσανε. Τον είχαν αγαπήσει και πιστέψει με φανατισμό.. Τώρα ένιωθαν ορφανοί χωρίς αυτόν. Οι κομιτατζήδες από εκδίκηση, μπήκαν στα χωριά των παλληκαριών καθώς και σε άλλα και μέσα στο μίσος τους δεν σκέφτηκαν παιδάκια, γυναίκες, γέρους... Έκαψαν, έσφαξαν, αφάνισαν... Μνήμες πικρές που φέρνουν σπαραγμό και δάκρυα για τα πάθη, τού τόσο αδικημένου, υπερήφανου, ελληνικού λαού...Ο Αγώνας συνεχίστηκε. Αρχηγοί βγήκαν μπόλικοι στο κλαρί. Για κάθε μάρτυρα που έπεφτε, δέκα ξεφύτρωναν. Όπως στην λίμνη των Γιαννιτσών υπήρχε ένα παλληκάρι όμορφο, γενναίο, ατρόμητο. Τον έλεγαν καπετάν Νικηφόρο [Γιάννης Δεμέστιχας, νεότατος τότε αξιωματικός του Ναυτικού]. Γύρω του μαζεύτηκαν πολλοί. Και ο αγώνας συνεχίστηκε για μια Μακεδονία ελεύθερη, υπερήφανη και δοξασμένη!....

[Υ.Γ. Υπάρχει και η εκδοχή ότι το νεκρό σώμα του Παύλου Μελά[ Ζέζας ], το έθαψαν το ίδιο βράδυ με πλήρη μυστικότητα οι γυναίκες του χωριού και ότι το κεφάλι του κόπηκε όταν μπλέχτηκαν στην υπόθεση οι Τούρκοι, γιατί δεν έπρεπε να φανερωθεί ποιος ήταν ο σκοτωμένος άντρας...]


---------------------------------------------------------


Μ Ι Κ Η Σ  Ζ Ε Ζ Α Σ - Π Α Υ Λ Ο Σ   Μ Ε Λ Α Σ

Μίκης Ζέζας: Ψευδώνυμο του Παύλου Μελά, του κορυφαίου Μακεδονομάχου μας που η προσωπικότητα και η δράση του επέδρασαν βαθύτατα στην διαμόρφωση του Μακεδονικού αγώνα.

Ο Παύλος Μελάς γεννήθηκε στην Μασσαλία το 1870 και πέθανε ηρωικά στην Στάτιτσα [καμία σχέση με την πόλη Σιάτιστα] το 1904. Βιογραφία του ήρωα έγραψε η γυναίκα του Ναταλία Μελά, κόρη του Στέφανου Δραγούμη, πολιτικού και συγγραφέα. Ο Παύλος Μελάς εγκαταστάθηκε το 1874 στην Αθήνα και φοίτησε στην Σχολή Ευελπίδων, από την οποίαν αποφοίτησε με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού του πυροβολικού. Πήρε μέρος στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 και έπειτα, ως μέλος της “Εθνικής Εταιρείας” εργάσθηκε για την απελευθέρωση των βόρειων ελληνικών εδαφών, τα οποία κινδύνευαν να αφελληνιστούν από τους Βουλγάρους κομιτατζήδες.

Με το ψευδώνυμο “Καπετάν Ζέζας”, τον Φεβρουάριο του 1904, ο Παύλος Μελάς πέρασε τα ελληνοτουρκικά σύνορα [στην Θεσσαλία τότε] και στις 13 Μαρτίου έφτασε στο χωριό Βογιατσικό, για να προετοιμάσει την ένοπλη αντίσταση εναντίον των κομιτατζήδων. Ξαναγύρισε στην Ελλάδα και τον ίδιο χρόνο έφυγε για Κοζάνη, όπου διοργάνωσε την αυτοάμυνα των κατοίκων, με την βοήθεια τοπικών ελληνικών κύκλων. Στις 18 Αυγούστου ο Παύλος Μελάς ξεκίνησε για την τρίτη και μοιραία αποστολή του. Με το αντάρτικο σώμα που συγκρότησε στην Λάρισα, πέρασε στην τουρκοκρατούμενη Μακεδονία. Με την έντονη δράση που ανέπτυξε εξουδετέρωσε τους κομιτατζήδες του Βογατσικού. Στις 13 Οκτωβρίου όμως, ύστερα από προδοσία κομιτατζή, περικυκλώθηκε με τους άντρες του από τουρκικό απόσπασμα στο χωριό Στάτιστα και έπεσε ηρωικά στην μάχη που ακολούθησε. Η αξία της θυσίας του υπήρξε μ ε γ ί σ τ η. Ενέπνευσε θάρρος στους Έλληνες της Μακεδονίας, τόνωσε την κίνηση και την ένοπλη αντίσταση κατά των κομιτατζήδων και προλείανε το έδαφος, ώστε να δημιουργηθούν οι κατάλληλες προϋποθέσεις που διευκόλυναν την απελευθερωτική εξόρμηση του στρατού μας στους νικηφόρους Βαλκανικούς πολέμους το 1912-1913.Αυτά όλα τα παραπάνω , κοιτούν λίαν περιληπτικώς την δράση και την συγκινητική πορεία του ήρωα. Αυτά αναλυτικότερα τα πήραμε από την Πηνελόπη Δέλτα στον “Μάγκα”



Π Η Ν Ε Λ Ο Π Η   Δ Ε Λ Τ Α

Συγγραφέας βιβλίων για παιδιά, α λ λ ά και για μεγάλους, κόρη του εθνικού ευεργέτη Εμμανουήλ Μπενάκη. Γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια το 1874 και πέθανε-αυτοκτόνησε στην Αθήνα το 1941. Την εποχή που έμενε στην Αλεξάνδρεια τα ελληνικά γράμματα βρίσκονται σε μεγάλη άνθιση. Η ανάμειξή της στον Οδηγισμό[ προσκοπισμό] της έδωσε την ευκαιρία να δείξει το λογοτεχνικό της ταλέντο. Το ταλέντο της εκδηλώθηκε εμφαντικά όταν η Δέλτα εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα. Η ιδιαίτερη αγάπη που είχε στα εγγόνια της, την έκαμε να στρέψει την προσοχή της στην παιδική λογοτεχνία. Και σήμερα θεωρείται η θεμελιακή μορφή της λογοτεχνίας αυτής στην πατρίδα μας. Ήταν επίσης φανατική οπαδός της δημοτικής γλώσσας και πατριδολάτρισσα. Γι' αυτό και το έργο της είναι γεμάτο από αγάπη για την Ελλάδα. Η ίδια άλλωστε είχε μεγάλη εθνική δράση και πρόσφερε στους φτωχούς ιατρική περίθαλψη και οικονομική βοήθεια. Ανάμεσα στα βιβλία που κυκλοφόρησε με σκοπό να μας ομορφύνει την ζωή είναι και τα εξής:

“Τα μυστικά του βάλτου”, “Για την πατρίδα”, “Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου”, “Ο Μάγκας”, “Η ζωή του Χριστού”, “Η καρδιά της βασιλοπούλας”, “Παραμύθι χωρίς όνομα”[που το διασκεύασε ο Ιάκωβος Καμπανέλης σε θεατρικό έργο] κ.ά. Όταν οι Γερμανοί κατέλαβαν την Αθήνα το 1941, η Πηνελόπη Δέλτα έπαθε ισχυρότατο νευρικό κλονισμό και έθεσε η ίδια τέρμα στην ζωή της...


[Η κόρη της Αλεξάνδρα, έγραψε το βιβλίο "Μύθοι και Θρύλοι” τρεις σειρές: 1919, 1956 και 1976]


Ελάχιστα λόγια για μια μεγάλη μορφή των Ελληνικών Γραμμάτων και μιά μεγάλη, αληθινή, αγνή πατριώτισσα, μια αληθινή ΕΛΛΗΝΙΔΑ!...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου