''ΤΖΌΛΥΣ'' Το φαστφουντάδικο της γωνίας Ασκληπιού και Αλεξάνδρας.Δεκαετία του1990... Τόπος ξεκούρασης και φυγής. Ώρα πέντε το απόγευμα... Όταν η μεσημεριάτικη κίνηση έχει κοπάσει και η βραδινή δεν έχει αρχίσει καν...Ώρα για τους αργοπορημένους του μεσημεριού και γι' αυτό, ευτυχώς ελάχιστοι. Δυο- τρία ζευγαράκια στα πλα'ι'νά καθίσματα. Μια παρέα νεαρών κοριτσιών στο πρώτο τραπέζι, κοντά στον πάγκο, από ένας μοναχικός πελάτης στα μεγάλα τραπέζια της μεσιανής σειράς. Κα γύρω ησυχία. Ακόμα και οι παραγγελίες δίνονται ψιθυριστά.
Τέτοιες ώρες διαλέγει η Πολυάνθη για να κεράσει τα παιδιά της μια-δυο φορές την εβδομάδα. 'Ετσι, σαν κάτι το διαφορετικό για να ποικίλουν το λιτό ρεπερτόριο της εβδομάδας τους. Ασυναίσθητα στην αρχή, τους έγινε χωρίς να το πολυκαταλάβουν μια συνήθεια που την περίμεναν με ανυπομονησία.
''Τι ωραία! Μεθαύριο θα πάμε στα ''Τζόλυς !'' Μια επιβεβλημένη πλέον κίνηση τις τρεις τελευταίες μέρες του εφταημέρου. Η μια κάθε Παρασκευή. Ξεπνο'ι'σμένες, μόλις κατεβούν από το σχολικό λεωφορείο της ΣΧΟΛΗΣ ΑΗΔΟΝΟΠΟΥΛΟΥ που τις αφήνει τελευταίες μετά από ένα μεγάλο δρομολόγιο για να μοιράσουν τους μαθητές, αφήνουν τις τσάντες σπίτι, πλένουν τα χέρια κι αμέσως πίσω για ''την Τζόλυ'', όπως λέει η Αλίσια.
Τα δυο κορίτσια παίρνουν το συνηθισμένο: Δυο σπέσιαλ χάμπουργκερ ή δύο κλαμπ-σάντου'ι'τς . Τελευταία όμως η Ελπίδα προτιμά μπιφτέκια, ένεκα διαίτης βλέπεις.Αν και δεν την έχει καθόλου ανάγκη. Αλλά με την εφηβεία ποιος τα βάζει; Η ίδια ένα ''πάρα πολύ πηχτό μιλκ- σέ'ι'κ μόκα, παρακαλώ!''
Τις είχε μάθει πια το προσωπικό... Χαμογελούσαν, κι αν το ξεχνούσε η ίδια, συμπλήρωναν εκείνοι: '' Μίλκ- σέ'ι'κ. Πολύ- πολύ πηχτό! Και το χάμπουργκερ χωρίς μαρούλι, έτσι;'' ''Ω, μάλιστα! Μας μάθατε πια! Σας ευχαριστώ!''
Είναι ωραία να νιώθεις ότι σε καλοδέχονται παντού και μάλιστα ότι σε θυμούνται σε ένα στέκι για φαγητό, απ' όπου περνάνε εκατοντάδες άνθρωποι την ημέρα κι εσύ μια φορά στα τόσο. Πάει να πει ότι έχουν λειτουργήσει επιτυχώς οι μυστικοί ρευστοί δίαυλοι επικοινωνίας των ατόμων. Η ανθρώπινη ζεστασιά που χύνεται από ένα χαμόγελο ή μια ζεστή φωνή, κάνουν πιο όμορφο το περιβάλλον, σε χα'ι'δεύουν καθησυχαστικά και σε συντρφεύουν τρυφερά την ώρα που πίνεις τον καφέ σου.Είναι ένα είδος πολυτέλειας από ένα μάλιστα δυσεύρετο κι ίσως πιο πολύτιμο από ένα ακριβοπληρωμένο δείπνο σε αριστοκρατικό ρεστοράν.
Αντί ασημένια μαχαιροπήρουνα, ο θερμός χαιρετισμός της λεπτεπίλεπτης Κικής με τα σγουρά μαλλιά και τα σαν μινιατούρα χαρακτηριστικά. Αντί λινό κολλαριστό τραπεζομάντιλο, η όλο ενδιαφέρον ερώτηση της καλοσυνάτης κυρίας Δώρας - μητέρας δυο παιδιών- με εφηβική σιλουέτα, που θυμίζει μαθήτρια Λυκείου, πάντα γελαστή και ευπροσήγορη: '' Τι γίνεστε κυρία Πολυάνθη; Τι κάνετε κορίτσια; Καλή σας όρεξη!''
Και αντί απαλή, εξωτική μουσική, σε προσεγμένο τόνο η μοντέρνα -γιατί όχι;- μουσική της εποχής, τόσο οικεία εξ άλλου από τα ακούσματα της Ελπίδας στο σπίτι που τα έχουν συνηθίσει πια και τα δικά της αυτιά. Το συνεχώς ανοιχτό κανάλι ΜΤV, της έχει κάνει πολύ γνωστά όλα τα τελευταία βιντεοκλίπ και δεν την ξενίζουν οι ήχοι της Ποπ, της Χάουζ ή της Σόουλ...
Ε, λοιπόν, ηρεμούσε... Κάθε γουλιά ''πηχτού'' μιλκ-σέ'ι'κ και μια γουλιά ανακούφισης και ξεκούρασης στο κουραασμένο από την συνεχή ομιλία στο σχολείο, στέρνο της. Είχε ξεχωρίσει και ποια παιδιά από τους υπαλλήλους πετύχαιναν καλύτερα το ρόφημά της και προσπαθούσε να είναι αυτοί την ώρα που έδινε την παραγγελία.
Έτσι και σήμερα. Κάτι περίπου από τα ίδια... '' Άι ντοντ νόου Ματς'' από το στέρεο. Λιγοστοί πελάτες. Η ώρα πέντε και τέταρτο. Ίσως γι' αυτό... Αδειάζει το αγαπημένο τους κάθισμα στον τοίχο δεξιά. Δινει το σήμα και η Αλίσια ορμάει σαν μικρός ανεμοστρόβιλος και στρώνεται μεγαλοπρεπώς. Το άπλωμά της δηλώνει την αδιαφιλονίκητη κατοχή της.
''Εδώ ακούμπησε ο δικός μου ποπός!! Όλοι οι ξένοι μακριά!'' ''Λοιπόν παιδιά μπιφτέκια, κόκα-κόλα, πατάτες τηγανητές, μιλκ-σέ'ικ...'' '''Ενα παγωτό κύπελλο μαμά στο τέλος;'' ''Καλά Ελπίδα''. ''Με σιρόπι σοκολάτα, μπανάνα και φράουλα;'' ''Καλά Αλίσια'' ''Να πάρουμε χωνάκι ή κύπελλο;'' ''Κύπελλο!!'' ''Μικρό ή μεγάλο;'' '' Πάρτε μεγάλο!!'' ''Ναι!!!!!'''
Αχχχ.... Βαθύς αναστεναγμός... Τι θέλει κανείς για να είναι ευτυχισμένος; Κοιτά γύρω... Ηρεμία...Ένα αλλιώτικο πού και πού περιβάλλον. Μουσική... Και πρόσωπα πλημμυρισμένα από έκφραση βαθύτατης απόλαυσης.. Το πηγουνάκι της Αλίσιας γυαλίζει από δύο λιμνάζουσες σταγόνες λαδιού,η άκρη της μύτης της Ελπίδας φιγουράρει με ένα κομψό καπελάκι από μουστάρδα. Οι δυο δίσκοι ορεκτικοί και γεμάτοι... Και η ώρα ευτυχώς μόνον έξι... Μόλις αλλάξει η ροή της κίνησης και της ησυχίας, θα φύγουν...
Ώρα λοιπόν για ρηλάξ και αρμονία... Ώρα για μια πλήρη ανασυγκρότηση εις τριπλούν... Η ώρα τους...
--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Τα ΤΖΟΛΥς έκλεισαν κάποια μέρα και στην θέση τους άνοιξαν ''Γκούντις''. Τα παιδιά μεγάλωσαν. Πήγαιναν πια μόνα τους με τις παρέες τους... Η κυρία Δώρα εξακολουθεί να εργάζεται και με την νέα διεύθυνση.Πάντα ρωτάει τα παιδιά για την μαμά τους και της στέλνει χαιρετίσματα.Και όποτε πηγαίνει η Πολυάνθη, την υποδέχεται με χαρά κι ας έχουν περάσει τόσα χρόνια... 2018 πια, αλλά η εκτίμηση εξακολουθεί πάντοτε η ίδια, όπως την πρώτη φορά...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου