----------------------------------------------------------------------------------------------------------- ΙΣΩΣ ΙΣΩΣ ΔΕΝ ΕΠΡΕΠΕ....
Λουσμένο στ'ασημένιο φως του πράου αποσπερίτη,
το σπιτικό μου στέκεται με θύρα σφαλισμένη.
Δροσοσταλάζουν κούμαρα στον διπλανό τον κήπο
και με χλωρόθωρη ματιά τ' αμύριστο χορτάρι,
την χαιρετάει με στοργή την σμαραγδένια σαύρα,
που βγαίνει και θρονιάζεται σε μιά μικρούλα πέτρα.
Χρυσαλυσίδες δένουνε τις τόσες αναμνήσεις
που μ' έφεραν ξανά να δω το πατρικό μου σπίτι.
Ανθοστρωμένα Ηλύσια της μνήμης μου μπροστά μου
κι εγώ με πείσμα αναζητώ να τα ξανααναστήσω.
Αποξεχνιέμαι κι ακουμπώ στης ξώπορτας την ράχη.
Δεν μένει αναγάπητο ετούτο δω το μέρος,
αφού μου κλέβει την καρδιά δεκάδες χρόνια τώρα...
Σε λίγο βγαίνει από δεξιά μιά λευκοφόρα νύφη.
Η φεγγαρόφωτη Άρτεμις ευθύς αναταράχτη
και τρέχει στο παλάτι της να ξαποστάσει λίγο.
Του ήλιου σπίθες πέταξαν μες στα δικά μου μάτια
κι αμέσως ξεπροβάλλανε χλωμόφωτα λυχνάρια
οι κυκλαμιές, που άγριες στα πλάγια εφυτρώσαν...
Τις μάννας οι τριανταφυλλιές κι οι άσπρες μαργαρίτες,
από καιρό έχουν χαθεί, καθώς και οι βιολέτες.
Χέρι δεν βρέθη στοργικό να τις δροσολογήσει
κι ούτε τα δέντρα τ' αψηλά να τα κορφολογήσει...
Και ξάφνου βρύσες άνοιξαν τα δάκρυα με βιάση...
Κι ευθύς βροχούλα ηλιόφωτη γλυκά αργοσταλάζει
και σμίγει με τα δάκρυα σαν θε'ι'κό ροσόλι.
Τραβώ ένα ακρόφυλλο από την ακακία,
που λαίμαργα ερούφηξε το νερα'ι'δονέρι τούτο.
Κι η νερα'ι'δοβρύση τ' ουρανού αφού 'πε ''Καλημέρα!''
μαζεύτηκε να επισκευθεί άλλους λειμώνες πέρα....
Σαν πλάκες σμάλτου φαίνονται κομμάτια από το χώμα
που, λαίμαργα ερούφηξε την ξαφνική βροχούλα.
Ασάλευτα λιμνάζουνε και τα νερά τριγύρω
κι από δυό νιόχτιστες φωλιές επάνω στην βεράντα,
πετούνε τα πανέμορφα, σπαθάτα χελιδόνια.
Από κουκούτσι πού' χωσα τότες βαθιά στο χώμα,
πετάχτηκε βερυκοκιά που τώρα δεν υπάρχει
και στα πορτοπαράθυρα δεν βγαίνουν ροζαμάπες,
κι ούτε θωρώ τις σμαραγδιές και φουντωτές αράχνες
που στέκανε σαν φύλακες στην μπροστινή την πόρτα.
Κι ο Ντικ μου κι η Μπιρμπίλω μου που λιάζονταν αντάμα,
δεν τους γροικώ να τρέχουνε να μας καλωσορίσουν....
Λοιπόν και τι κατάφερα πού 'ρθα να δω το σπίτι;
Αφ' ότου το εχάσαμε πονάει η ψυχή μου.
Για μένα δώρο άδωρο και η προσκύνησή μου...
Μιάν εγκατάλειψη θωρώ που με βαριοπληγώνει...
Αν το σπιτάκι τό 'χαμε, θά 'ταν γεμάτο γέλια...
Εγγόνια και δισέγγονα, γαμπροί και θυγατέρες,
θα γέμιζαν τα δώματα και μες στο περιβόλι,
θ' ανθούσαν πάλι λεμονιές, ροδακινιές, κοντούλες
κι ο κήπος ένα όργιο με χρώματα και μύρα
από τα τόσα λούλουδα που θα μοσχοβολούσαν...
Για νά 'ρθουν τώρα τα παιδιά, θα πρέπει να νοικιάσουν.
Πολλά τα έξοδα παντού κι η ακρίβεια στην ακμή της...
Λατρεύοντάς το το νησί κάνουνε μιά θυσία
κι οι κόρες συχνοέρχονται μα, πόσο να καθίσουν;;
Αλλιώς νά 'χαν το σπίτι τους, κληρονομιά του πάππου,
να ρθούνε και να μείνουνε, ωσότου βαρεθούνε
και να χορτάσει η καρδιά Κεφαλονιάς αρμύρα...
Με τέτοιες σκέψεις κίνησα οπίσω να γυρίσω.
Απόρροια της πίκρας μου, ο στεναγμός μου βγήκε...
Σίδερο κάνω την καρδιά, να προχωρήσω πρέπει.
Να πάρω τα κομμάτια μου και να τ'αποφασίσω,
πως δεν θα πρόκειται ξανά στο σπίτι να βρεθούμε
κι αυτό πονάει βέβαια μα, είναι η αλήθεια...
Μιά βάση στην Κεφαλονιά δεν μπόρεσα να δώσω
στ' αγαπημένα μου παιδιά μα και στους εγγονούς μου.
Κοπήκανε οι ρίζες μας, μα στην καρδιά μας μένουν
κι ουδέποτε θα ξεχαστούν, ποτέ δεν θα λυγίσουν.
Μες στην ψυχή μας κελαηδά της Σάμης μας τ' αηδόνι,
που πάντα ολοζώντανο στο αίμα μας θα τρέχει.
Πολύπτυχη η έγνοια μου συχνά με συνεπαίρνει,
σε μιά πολυδιάστατη θεματική πορεία...
Χιονόφτερες οι θύμησες γλυκά θα συντροφεύουν
τις νοσταλγίες της καρδιάς κι αναλιωμένα ασήμια,
θε ν' αγκαλιάζουν τρυφερά τις πρωτοκόρες μνήμες.
Στ' αυτιά μου πάντα θ'αντηχούν κιθάρες, σονατίνες.
Εναρμονίζεται η ψυχή μπροστά στις αριέτες
κι η μελωδία ξεγλιστρά βελούδινη καντάδα
που σμίγει με το φίλημα των άστρων και της Πούλιας
όποτε νέος τραγουδά με πάθος βαρκαρόλες...
Το διαλαλούν κορυδαλοί το ξύπνημα της πλάσης.
Στον γυρισμό μου συναντώ χιονένια ομορφάδα.
Με περηφάνεια περισσή και νερα'ι'δοπλεγμένη,
γαρδένια νερα'ι'δόλευκη στον δρόμο αντικρίζω.
Απ' την αυλή της χύνεται επάνω κει στον φράχτη
και πέφτει πολυέλαιος απ' έξω προς τον δρόμο.
Θαυμάζω την εικόνα της και κόβω ένα άνθος
Ρουφάω τ' άγιο άρωμα που δίνει το νησί μου
και την φυλάω ευλαβικά επάνω στην καρδιά μου...
Θα πάρω στο ταξίδι μου όλες τις νοσταλγίες
με μιά θερμή παράκληση στο πέλαγο το Ιόνιο:
Να μην πονούν τόσο βαθιά πλέον οι αναμνήσεις
κι εγώ να συμφιλιωθώ μ' όσα μου δίνει η πλάση.
Εκείνα που διαβήκανε διαμάντια θά 'ναι πάντα,
αλλά η ζωή τον πόνο μου, γλυκά να ημερέψει.
Συμβιβασμός χρειάζεται στου χρόνου το μαγνάδι
και η ελπίδα θα κεντά γιορτάνια στο μυαλό μας,
γιατί δεν ξέρεις το αύριο το τι θα σου χαρίσει...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου