Εμφανιζόμενη ανάρτηση

Τετάρτη 14 Νοεμβρίου 2018

ΕΝΑ ΑΓΟΡΙ ΣΤΟ ΦΙΝΙΣΤΡΙΝΙ

Στης  Σάμης το λιμάνι μας κατέβαινα τα βράδια
μαζί με την μητέρα μου και με την αδελφή μου,
να δούμε όλη την κίνηση σαν έφθανε καράβι
και να χαθώ σε ονείρατα για μακρινά ταξίδια...

Και κάποιο βράδυ ο ''Πολικός'' περήφανος ξανάρθε.
 Μέσα στο πλήθος χάζευα το φωτισμένο πλοίο,
όταν, καθώς εκοίταζα, από ένα φινιστρίνι
ξεπρόβαλλε παλληκαριού, η αρρενωπή μορφή του...

Με είδε γιατί στεκόμουνα άκρη της αποβάθρας
κι ένα πλατύ χαμόγελο στα χείλη του εφάνη.
Σήκωσε και το χέρι του για να με χαιρετήσει
κι εμένα στην καρδούλα μου πετάξαν πεταλούδες!

Ησύχασα που η μάνα μου μιλούσε με μιά φίλη
και σήκωσα το χέρι μου λίγο, να χαιρετήσω.
Εχαμογέλασα κι εγώ στον νιο απέναντί μου,
που έκαμε μιά κινηση,λες: ''Να ξανάρθεις πάλι!''

Σαν έπρεπε να φύγουμε, μελαγχολία μού 'ρθε...
Στο σπίτι όλο σκεφτόμουνα τ' αγόρι απ' το καράβι...
Ώσπου να έρθει Κυριακή, δεν μού 'φυγε απ'τον νου μου
κι αμέτρητη ένιωσα χαρά, που έφθασεν η ώρα...

Ο κόσμος γύρω στρούφιζε και η καρδιά βροντούσε,
μην καταλάβει τίποτε η αυστηρή μου μάνα,
μα πιο πολύ πετάριζε που θα 'βλεπα ''εκείνον''
και δεν μπορούσα να σκεφτώ πως ίσως το ξεχνούσε...

Κι ήρθε λευκός ο ''Πολικός'' κι έδεσε στο λιμάνι.
Εγώ πήρα την θέση μου με κόμπο στο στομάχι.
Το φινιστρίνι σκοτεινό, μα ξάφνου εφωτίσθη
και μες στον κύκλο γελαστό εφάνηκε τ'αγόρι!!

Μισή ώρα εμείναμε; Ούτε θυμάμαι τώρα.
Ο νέος σήμα μού 'κανε να ιδωθούμε πάλι.
Μες στο μυαλό μου μουσική τρελά ετραγουδούσε
και σαν αλαφρο'ί'σκιωτη εγύρισα στο σπίτι...

Τι όνειρα που έκανα εκείνες τις ημέρες!
Τι ταραχή σαν άκουγα μονάχα για καράβι!
Κρυφά στο ημερολόγιο έγραψα τον καημό μου
και το εφύλαξα καλά, κανείς να μην το εύρει...

Μόνη μου δεν με άφηναν να πάω στο λιμάνι.
Πηγαίναμε, αν βγαίναμε, κι οι τρεις μαζί για βόλτα,
έτσι που κάποια Κυριακή, κανόνισε η μητέρα,
να πάμε για επίσκεψη και στο ζαχαροπλαστείο...

Κι αυτό εσυνεχίστηκε...Ρωτούσε ο πατέρας
τι έχω, μα γι' ανορεξιά του έλεγα μονάχα...
Το βράδυ που ο ''Πολικός'' έμπαινε μες στον μόλο,
 μελαγχολία άμετρη ερχόταν σαν μπουρίνι...

Μα, κάποια άλλη Κυριακή πήγαμε να τον δούμε.
Τι καρδιοχτύπι μ' έπιασε σαν έδενε το πλοίο...
Κι όταν επλεύρισεν αργά κι η σκάλα εκατέβη,
εστάθηκα ακίνητη να δω το φινιστρίνι.

Ολόφωτο διαγράφετο... Είχα ταχυπαλμία...
Να, τώρα, έλεγα, ευθύς θε να φανεί ο νέος!
Μα πόση πίκρα ένιωσα όταν ξένη φιγούρα
στο φως εζωγραφίστηκε, να κάνει την δουλειά του...

''Εσύ κόρη τρελαίνεσαι να βλέπεις τα καράβια''
είπε η σιόρα μάνα μου με κάποια απορία.
''Τι έπαθες και στέκεσαι με τέτοια στεναχώρια;
Μήπως και νιώθεις άσχημα; Είσαι καλά παιδί μου;''

''Κουράστηκα μανούλα μου... 'Ελα κι εσύ αδελφή μου.
Στο σπίτι να γυρίσουμε, να ζωγραφίσω λίγο
και φεύγοντας ας πάρουμε τον δίσκο απ'τον πατέρα.
Το ''Α κάζα ντι Ρένε'' μού 'φερε, το πήρε απ' τ' Αργοστολι''...

Ησύχασεν η μάνα μου πως όλα ήταν πρίμα.
Ημέρες πέρασαν πολλές κι όλο τον εσκεφτόμουν.
Το φινιστρίνι φωτερό στα όνειρά μου ζούσε,
μα γνώριζα πως τ' όνειρο είχε για πάντα σβήσει...

''Τόσες φορές δεν φάνηκα στη θέση μου''  σκεφτόμουν...
''Τι να σου κάμει το παιδί; Είδε και αποείδε...''
και δεν λογιόμουν τελικά τι θά 'χε απογίνει,
και οι γονείς αν μ' άφηναν μονάχη μου να πάω!...

Ένα πετάρισμα του νου, μια ονειροφαντασία,
ήταν η ''περιπέτεια'' στο ρου της εφηβείας...
Το έντυσα μ' αστρόσκονη, το έκανα ιδέα,
ένα ξεγλίστρημα κρυφό, απ' του γονιού το βλέμμα...

Τώρα μ'ένα χαμόγελο θυμάμαι τα συμβάντα...
Κόσμος π' ανεβοκατέβαινε στου  ''Πολικού'' την σκάλα
κι ένα κορίτσι σιωπηλό να στέκει στο λιμάνι
και να κοιτάζει έναν νιό, σε κάποιο φινιστρίνι...

Μέσα στο φως τα έκλεισα για μενταγιόν στο στήθος.
Τι συναισθήματα Θεέ και πόση φαντασία!
Τι χρόνια όμορφα, αγνά πλεγμένα με αρμύρα,
και πόσο αλλιώτικοι οι καιροί απ' τους καιρούς που ζούμε...


--------------------------------------------------------------------------------------------------------------

      1966- 1968... Άλλα χρόνια, άλλες συνήθειες, άλλες συνθήκες... Έπτρεπε να πάω Λύκειο για να βγω βόλτα μόνη μου με τις φίλες μου... Και πώς γινόταν όταν γύριζα σπίτι, όλα να τα γνώριζε η οικογένεια!!! Ποιον είδαμε, με ποιον μιλήσαμε, γιατί μιλήσαμε...Τότε ασφυκτιούσα, τώρα τα βλέπω πιο ήρεμα, με μεγαλύτερη κατανόηση...Και από το τίποτε φτιάχναμε ιστορίες!!! Και πόσα όνειρα Θεέ μου!!! Αχ, αυτά τα νιάτα!!! Πόσα τερτίπια μες στην εφηβεία!!!΄Ολος ο κόσμος δικός μας , να σπάσουμε τα δεσμά, με γνώμονα όμως τα λόγια του πατέρα: ''Προσέχετε! Θέλω να έχω το μέτωπό μου καθαρό! Να βαδίζω στην κοινωνία με το κεφάλι ψηλά!!'' Και σε κάθε μικρή παρασπονδία, η καρδιά χτυπούσε σαν τρελή!...
        ΑΓΓΕΛΙΚΑ, ΠΟΛΙΚΟΣ, δύο από τα πλοία που άραζαν στην Σάμη... Πόση κίνηση, πόσοι επιβάτες! Πόσο μου άρεσε όλη εκείνη η βαβούρα και η κοσμοσυρροή!Επειδή οι ναύτες του Τελωνείου έκλειναν την είσοδο και ρωτούσαν αν θα ταξίδευες, γιατί μόνον τους ταξιδιώτες άφηναν να μπουν μέχρι να έρθει το πλοίο [μετά, το πέρασμα ήταν ελεύθερο] η μαμά μου, η αδελφή μου κι εγώ πηγαίναμε πολύ πιο ενωρίς εκεί να δούμε το καράβι, έτσι όταν άρχιζε η απαγόρευση, εμείς ήμασταν μέσα!!! Μεγάλη κίνηση τότε στα καφενεία με τους επιβάτες που περίμεναν τα πλοία. Το σκηνικό άλλαξε όταν τα καράβια αντικαταστάθηκαν με τα φέρυ- μποτ.Τα χρόνια πέρασαν και σήμερα, το νέο αίμα της Σάμης, η νέα γενιά με τους μεγαλύτερους που προσαρμόστηκαν στα καινούρια δεδομένα, έχουν κάμει την Σάμη ένα μικρό Παρίσι, αλλά με λιμάνι!! Μπράβο τους!!!



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου