Τι
εποχή έχουμε τώρα; Καλοκαίρι; Ποιο καλοκαίρι; Αυτή δεν το κατάλαβε καθόλου.
Ούτε βόλτες στα μαγαζιά με μαγιό, ούτε πέρασμα από μαγαζιά με καλοκαιρινά
ρούχα, ούτε διακοπές, ούτε θερινά σινεμά... Και ο καύσωνας που δηλώνει
καλοκαίρι; Α! Ναι! Ο καύσωνας! Τον πέρασε αγκαλιά με το κλιματιστικό... Ας
πούμε ότι ήταν ένα τυχαίο καιρικό φαινόμενο. Εκείνες τις ημέρες δεν βγήκε
καθόλου έξω. Πεταγόταν μόνο πρωί-πρωί για να πάρει τα αναγκαία από τον φούρνο
και το Μίνι Μάρκετ. Αν έβγαινε αργότερα, δεινοπαθούσε από την ζέστη. Μετά
γρήγορα μέσα και Άγιος ο Θεός!! Άρα μπορείς να πεις ότι προφυλαγμένη μέσα στο
διαμέρισμα, διένυε μιαν άλλη εποχή...
Εκείνη ήξερε διαφορετικά τα καλοκαίρια... Θυμάται
ότι μες στο κατακαλόκαιρο, κατέβαινε στο κέντρο της Αθήνας με τις δυο της θυγατέρες,
όταν πήγαιναν ακόμα σχολείο. Βγαίνοντας από το ταξί στην Σταδίου, ξεκινούσαν
ορεξάτες το κυνήγι αγοράς. Η Αλίσια ήταν η εύκολη της υπόθεσης. Δεν την κούραζε
καθόλου το μικρό της. Άπαξ κι έλεγε: ''Αυτό μου αρέσει μαμά!'' αυτό ήταν!! Διάλεγε
αμέσως το ζευγάρι παπούτσια που της άρεσε και δεν ήθελε να κοιτάξει τίποτε
άλλο. Άκρως αντίθετη με την Ελπίδα. Αρχίζανε βλέποντας βιτρίνες από την Σταδίου
- ας πούμε ότι είχε ξεχωρίσει ένα ζευγάρι παπούτσια στου ''Μπουρνάζου'',
φθάνανε στο Σύνταγμα, κατέβαιναν όλη την Ερμού από την μία πλευρά, μετά την
ανέβαιναν όλη από την άλλη μεριά και, πολύ πιθανόν να κατέληγαν στο πρώτο
μαγαζί που είχαν δει στην Σταδίου!!!! ''Μούγερ'', ''Μάρος'', 'Βαβουλάς'',
''Μπουρνάζος'', ''Σεβαστάκης'', ''Καλογήρου'', ''Χαραλάς'', ''Τσακίρης'', όλα
είχαν ξεσκονιστεί από την Ελπίδα!! Και έκαναν και μία στάση στην ''Ρούλα'' στην
Ερμού'' για ρούχα νεανικά. Για φο-μπιζού άλλη στάση στην ''Έρα'' και στην
''Βόγκ''. Και σε όλον αυτόν τον ποδαρόδρομο, αν και καταφορτωμένες, δεν ένιωθε
καμία απόγνωση από την ζέστη κι ας ήταν κατακαλόκαιρο!!!
Μα και τα βράδια πηγαίνανε άνετα στα
''Παναθήναια''- τέρμα σχεδόν Αλεξάνδρας - σε ένα ωραίο εστιατόριο, χωρίς να
έχουν την αίσθηση της πνιγηρής ατμόσφαιρας. Παράγγελναν μανιτάρια α λα κρεμ -
σπεσιαλιτέ του καταστήματος - κι εκείνη στο τέλος έπαιρνε έναν φραπέ που της
τον έφερναν όπως τον είχε παραγγείλει: Πάρα πολύ καλά χτυπημένος, ώστε το
ποτήρι να είναι φίσκα ως επάνω, όλο κρέμα! Τόσο πηχτός!! Ή τρώγανε πίτσα
σπέσιαλ με διπλά μανιτάρια, στην πιτσαρία ''Μάμα Μία'' που την είχαν τα αδέλφια
Διγαλέτου, συμπατριώτες Κεφαλονίτες, υπεράξιοι επιχειρηματίες! Η αλήθεια είναι,
ότι σαν την δική τους πίτσα, δύσκολα εύρισκαν πια... Τόσο επιτυχημένη ήταν!! Μπαμπάτσικη,
πεντανόστιμη, πληθωρική!!! Εκεί γνώρισαν και την αδελφή τους Μέμα, επιτυχημένη
καθηγήτρια και θαυμάσιος άνθρωπος… Καθόντουσαν στα τραπεζάκια έξω και έβλεπαν
τον κόσμο που πήγαινε δίπλα στο θέατρο ''Λαμπέτη''… Κρίμα που έκλεισε... Και
όσο μένανε στην πιτσαρία, δεν έτρεχε ο ιδρώτας από πάνω τους, ίσα-ίσα, νιώθανε
ευχάριστα!!!
Άλλοτε
πήγαιναν στα θερινά σινεμά της περιοχής τους. Ή στην ''Δήμητρα'' στην Ραγκαβή ή
στην ''Άρπα'' γωνία Μομφεράτου, εκεί που σήμερα βρίσκεται το 40ο Δημοτικό
Σχολείο Αθηνών. Ούτε στο σινεμά ένιωσε ποτέ αφόρητη ζέστη. Μια φορά θυμάται
είχαν πάει στην ''Άρπα''. Παιζόταν μιά ταινία πολύ διασκεδαστική που τώρα όμως
δεν της έρχεται στο μυαλό ο τίτλος της... ''Ένας τρελός-τρελός κόσμος''; Μάλλον
όχι... ''Τρελοί πιλότοι''; ''Μία τρελή πτήση'';... Τέλος πάντων... Άσ' το... Κάθισαν
και οι τρεις τους στα μπροστινά καθίσματα. Η Αλίσια ήταν τότε πολύ μικρή, Η
Ελπίδα στην Ε΄ ή στην ΣΤ΄ Δημοτικού. Σε κάποια στιγμή, η πρωταγωνίστρια έτρεχε
να ξεφύγει από τους διώκτες της. Ανέβηκε στην σκηνή του θεάτρου που χόρευαν
μπαλέτο και χωρίς να κόψει την ορμή της, ξέφυγε τρέχοντας κανονικά πάνω στα... υπερμεγέθη
μόρια των αντρών χορευτών που στέκονταν παρατεταγμένοι στην σειρά, ντυμένοι με
τα κατάλευκα κολάν τους!!
''Πού πατάει η κοπέλα μαμά; Τι είναι
αυτά;'' ακούστηκε δυνατά η ανέμελη παιδική φωνή της Αλίσιας, μέσα στην ηρεμία. Ευτυχώς
που κάποιοι γελούσαν. Έντρομη εκείνη, χαμηλόφωνα της απάντησε: ''Σκαλοπατάκια
είναι χρυσό μου!'' Από πίσω τους καθόταν μια παρέα νεαρών. Βάλανε τα γέλια και
ένας από αυτούς φώναξε χαρωπά: ''Όρθια στυλιάρια κοριτσάκι!! Άσε την μαμά!!''
Στην στιγμή όλη η υπαίθρια αίθουσα ξέσπασε σε γέλια και από τα πίσω καθίσματα
ακούστηκαν και κάποια σφυρίγματα!!! Ευτυχώς ως το τέλος της ταινίας η Αλίσια
δεν είχε άλλες απορίες. Φύγανε ανάλαφρες και γύρισαν σπίτι τους χωρίς το
αίσθημα του καύσωνα να καίει το κορμί τους.
Θα μου πεις ότι τότε ήταν πάνω στα νιάτα
της... Ήταν και άλλες εποχές... Λένε ότι έχει αλλάξει το κλίμα... Τώρα αν βγεις
έξω, γυρίζεις τρέχοντας, πετώντας τα ρούχα σου και μπαίνοντας κάτω από την ντουζιέρα
να δροσιστείς... Τότε ήταν αλλιώς... Σκέφτεται όμως και πόσα πλέον κλιματιστικά
υπάρχουν στην Αθήνα, που τότε δεν υπήρχαν... 5.000.000 κάτοικοι; Το λιγότερο 10.000.000
κλιματιστικά... Βγαίνει στην βεράντα της έχοντας ανοίξει το αιρ κοντίσιον και
την ζεματάει ο καυτός αέρας που ξερνάει έξω το κλιματιστικό... Φαντάσου τόσα
αιρ κοντίσιον αναμμένα... Σε κόλαση έχουν μετατρέψει τον αέρα της Αττικής...
Και παντού πολυκατοικίες, πουθενά πράσινο... Τσιμέντο παντού, που βράζει... Πώς
επιτρέψανε να γίνει τέτοιο τερατούργημα;;; Οπότε λίγο το ένα, λίγο το άλλο, να
γιατί δεν αντέχει πλέον τα καλοκαίρια... Καλά λέει... Δεν είναι η όμορφη εποχή
που ήταν άλλοτε... Οι μέρες έγιναν καυτερές, ανυπόφορες... Και τις πυρκαγιές,
πού τις βάζεις;;; Μόλις αρχίσει η ζέστη και φυσήξει λίγο, κατακαίγεται η Ελλάδα
με πλήθος απωλειών... Όχι. Δεν της λείπει καθόλου αυτή η εποχή. Ακούει
''καλοκαίρι'' και σκέφτεται ποιο ακόμα μέρος της πατρίδος της θα παραδοθεί στις
φλόγες... Κρίμα... Γιατί πολλές, υπέροχες αναμνήσεις της, έχει από κάποια
μακρινά, παλιά καλοκαίρια, αξέχαστα, ονειρικά...
Τώρα εδώ. Στην Αθήνα. Δέσμια. Αν δεν
λυθούν κάποια πράγματα, δεν ξεκουνάει. Έχει λοιπόν προσαρμόσει το περιβάλλον
της ανάλογα με τις σωματικές της αντοχές. Το έχει αποδεχθεί πλήρως και δεν την
νοιάζει. Αρκεί να έχει δροσιά το διαμέρισμα. Αν βγει έξω την ώρα που ο ήλιος
μεσουρανεί, γυρίζει τρέχοντας, αλλάζει ρούχα, βρέχει το κεφάλι της, παίρνει ένα
μπουκάλι παγωμένο νερό και ρίχνεται στον καναπέ έχοντας ανοίξει ανεμιστήρα και
αιρ κοντίσιον μαζί.
Και να σκεφτείς, ότι πριν 25 χρόνια που
είχε πάει στο νησί της, όσο οι κόρες της τριγύριζαν στην Σάμη, αυτή καθόταν
στου ''Κάπτεν Τζίμη'' γράφοντας και απολαμβάνοντας το μελτεμάκι, χωρίς να
βγάζει αφρούς από την ζέστη. Και τα βράδια που βολτάρανε στην παραλία ή έτρωγαν
κοντά στην θάλασσα, γύριζαν ανάλαφρες στο σπίτι της κυρίας Βασιλικής Αντωνάτου
που είχαν νοικιάσει και που βρισκόταν στην άλλη άκρη πέρα, προς την πλευρά του
Βαλέττα. Και κοιμόντουσαν άνετα, χωρίς ανεμιστήρα και με τα παράθυρα κλειστά...
Άλλαξε τόσο το κλίμα;; Μεγάλωσε τόσο η ίδια;; Το αποτέλεσμα είναι πως δεν της
καίγεται καρφί για διακοπές.
Αν όμως κάποια πράγματα ήταν διαφορετικά;;
Αν υπήρχε το πατρικό της σπίτι, το ίδιο θα έλεγε;; Ή θα βρισκόταν από το Πάσχα
κιόλας στην Κεφαλονιά;;;...
Το καλοκαίρι εκείνο πριν 25 χρόνια, μία
νύχτα, άφησε τις θυγατέρες της με την παρέα τους και έκανε κάτι που το
απόδιωχνε από το μυαλό της όλες τις μέρες εκείνων των διακοπών. Την επομένη θα
γύριζαν στην Αθήνα. Ήταν το τελευταίο βράδυ στο νησί της… Αποφάσισε ξαφνικά να
πάει να δει το πατρικό της σπίτι... Πέρασε μπρος από το σπίτι της δασκάλας της
της Γεωργίας Σκιαδαρέση. Ανέβηκε τον δρόμο σιγά - σιγά... Πέρασε μπρος από το
σπίτι της συμμαθήτριάς της Πηγής Ζαχαράτου, από το σπίτι του συμμαθητή της
Νιόνιου Κάραλη. Από το κουκλίστικο σπίτι της κυρίας Τασίας, έφτασε στο γεμάτο
ντάλιες σπίτι της Μάνθης. Δεξιότερα το σπίτι της θείας Λάμπρως. Αριστερά της
φίλης της Σούλας Μανωλάτου. Έξω από το σπίτι της Πόπης Σπαθή που τώρα μένει η
νύφη της Ρεγγίνα, ένιωσε τα γόνατά της να λυγίζουν. Και στρίβοντας στην γωνία
δεξιά, αντάμωσε το πατρικό της. Φάντασμα του παλιού εαυτού του. Λουλούδια,
δέντρα, πουθενά... Παντέρημο και κατάκλειστο. Ο κόμπος στον λαιμό της την
έπνιξε και ξέσπασε σε κλάματα... Ένα κλάμα γεμάτο βουβά αναφιλητά... Εικόνες
από το παρελθόν την βομβάρδισαν ανακατεμένες, προκαλώντας της ανυπόφορο πόνο...
Ο Ντικ να τρέχει χαρούμενος γύρω από το σπίτι. Η Μπιρμπίλω να ξεντώνεται
νωχελικά στην βεράντα. Το ποδήλατο του πατέρα στον τοίχο. Οι άσπρες
τριανταφυλλιές και οι εντυπωσιακές ροζαμάπες να σκαρφαλώνουν στο παράθυρό τους.
Η κυρία Αγγελική, η καλή γειτόνισσα, κάτι λέει στην μητέρα της, στο μεσότοιχο
που χωρίζει τους κήπους τους... Ο πατέρας της να κλαίει την ημέρα των αρραβώνων
της, έξω στον κήπο, δίπλα στην ολάνθιστη νυφούλα. Η αδελφή της η Αντζέλα
έρχεται μαζί με τι φίλες της, την Ιουλία Μανωλάτου και την Ρούλα Φλωράτου. Η
ίδια μικρούλα στο πλάι του σπιτιού, να φτιάχνει με πέτρες διώροφο σπιτάκι που
το στολίζει με μικρά κομματάκια από πιάτα που βρίσκει στο χώμα, απομεινάρια του
μεγάλου, μακρινού πια σεισμού. Να, ένα θραύσμα λευκό, στολισμένο με κομμάτι από
γαλάζια γιρλάντα. Θα ήταν κάποτε ένα ωραίο σερβίτσιο. Τώρα γίνεται σερβίτσιο
στο παιχνίδι της για να κεράσει τις νεράιδες που θα έρθουν να κοιμηθούν εδώ. Ο
υπερήφανος κατακόκκινος κόκοράς τους, να σεργιανάει στην αποκάτω αυλή. Η
μυρωδιά της κοκκινιστής πατσάς με το μπόλικο ξύδι που φτιάχνει η μάνα της,
ερεθίζει ευχάριστα τα ρουθούνια και φθάνει ως τον δρόμο. Και παντού άνθη... Φιόρα,
φιόρα και ευωδιές παντού...
Νόμισε ότι θα λιποθυμήσει. Έφυγε σαν να
την κυνηγούσαν. Τα φαντάσματα του παρελθόντος ζωντάνεψαν συνθλίβοντας την
καρδιά της με την χαμένη αθωότητά τους. Άφηνε πίσω της το φάντασμα του άλλοτε
ολοζώντανου, λουλουδοτριγυρισμένου, χαρούμενου σπιτιού της. Αυτό που είδε ήταν
η σκιά του. Γυμνή, μόνη, ξεχασμένη, παρατημένη... Έκλαιγε σε όλον τον δρόμο του
γυρισμού. Αχ, τι έχασαν Θεέ μου... Αχ, τι έχασαν... Νόμισε ότι η καρδιά της θα
σπάσει. Δεν φανταζόταν ποτέ ότι κουβαλούσε τόσο πόνο μέσα της... Για χρόνια
ολόκληρα, αφού είχε εγκατασταθεί στην Αθήνα, ξυπνούσε με την αίσθηση ότι
βρισκόταν στο σπίτι της στην Σάμη. Η νύχτα είχε πέσει και ευτυχώς δεν συνάντησε
κανέναν γνωστό στον γυρισμό. Τι θα τού 'λεγε;; Αν την έβλεπαν να κλαίει σαν
μικρό παιδί καταμεσής του μοναχικού δρόμου, τι θα υπέθεταν; Πάλι καλά που τα
κορίτσια της ήταν ακόμα με την παρέα τους, στο μικρό μπαρ ''Μέι Ντέι'' με την
όμορφη μουσική και την χαρούμενη νεολαία. Φτάνοντας στης κυρίας Βασιλικής,
πέρασε απέναντι και στάθηκε κάτω από έναν ευκάλυπτο, αρκετά μακριά από τις
γελαστές παρέες. Προσπάθησε να ηρεμήσει. Είχε κλάψει με την ψυχή της. Σκούπισε
τα μάγουλά της που ήταν μούσκεμα από τα δάκρυα. Δεν έπρεπε να την δουν έτσι τα
παιδιά της... Και τα κατάφερε. Δεν την είδαν. Ούτε τους είπε πού είχε πάει εκείνο
το βράδυ.
Πάντως το πατρικό της, το έβλεπε χρόνια
στα όνειρά της... Τώρα δεν το βλέπει τόσο συχνά... Όμως πολλές φορές έρχεται
στον ύπνο της και όταν ξυπνά, ξυπνά με την αίσθηση μιας μεγάλης απώλειας,
αγκαλιασμένης με ένα παιδιάστικο παράπονο...
Αν... Αν λοιπόν υπήρχε το σπίτι, θα ήταν
όλα πολύ διαφορετικά. Και τα καλοκαίρια της σίγουρα θα είχαν άλλο χρώμα και
άλλη μορφή. Δεν αξιώθηκε ν' αφήσει στις κόρες της κάτι να έχουν στο νησί που
τόσο έχουν αγαπήσει και οι δυο τους, από μικρές...
Όμως προσαρμοζόμαστε με τα όσα μας φέρνει η ζωή. Αυτό κάνει κι εκείνη. Το προσπαθεί πάρα πολύ. Κάνει τίμιες προσπάθειες να αποδεχθεί κάτι που χάθηκε οριστικά... Έχει πατάξει πολλά ''θέλω'' και έχει αρκεστεί στο ''ως έχειν''... Και Δόξα τω Θεώ, περπατά λεβέντικα στο δικό της μονοπάτι... Και τώρα, μέσα Αυγούστου έχει φτιάξει το δικό της μικροκλίμα, μες στο διαμέρισμα που νοικιάζει. Εδώ μέσα κυριαρχεί μια ευχάριστη εποχή. Φθινόπωρο; Όχι... Δεν θα τό 'λεγα… Άνοιξη; Χμ... Μάλλον... Καλοκαιράκι;; Ναι, με προϋποθέσεις όμως!!! Να γυρίζει ο ανεμιστήρας, να λειτουργεί το κλιματιστικό, έτσι ώστε να δημιουργείται η αίσθηση ενός όχι βάναυσου και καυτερού καλοκαιριού στην πρωτεύουσα, που τα τσιμέντα των πολυκατοικιών ανάβουν και εκπέμπουν αφόρητη ζέστη. Μέσα εδώ δημιουργείται η αίσθηση ενός καλοκαιριού ανάλαφρου, ανεκτού, που την κάνει να νιώθει όμορφα στο ομορφοστολισμένο μικρό τριάρι και την βοηθά να σκεφθεί, να αναλογισθεί και να γράψει όλα όσα πλημμυρίζουν την καρδιά και το είναι της...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου