μες στο Ιόνιο πέλαγος, εικόνες μού 'χουν μείνει...
Μετά την κοσμοχλασιά, νεροποντή βρυχιόταν.
Όσοι επήρανε σκηνές καλύφθηκαν στις μπόρες.
Όμως σ' εμάς δεν έδωσαν, τρεις άνθρωποι στον δρόμο...
Είχε ο πατέρας ένα τζιπ κι εμπήκαμ' εκεί μέσα...
Μα, αρρώστησ' ο πατέρας μου, τον έτρωγε η θέρμη.
Στο πίσω κάθισμα εγώ, μικρούλικο παιδάκι
κι η μάνα μου να προσπαθεί τους δυό μας να πορέψει...
Απ' την Αθήνα έφτασε της νόνας μου τ'αδέρφι,
της νόνας μου που πέθανε στην δεύτερη την γέννα
κι ο πάππος μου παντρεύτηκε μιαν άλληνε γυναίκα
και με αυτήνα έκανε μιά φαμελιά καινούργια...
Με τον παππού τσακώθηκε ο θειός μου μόλις ήρθε.
Γιατρός τρανός και δίκαιος, αληθινό διαμάντι..
Τον ρώτησε πώς άντεχε να μην τον ενδιαφέρει
η μοίρα τ' άλλου του παιδιού και πώς το ετολμούσε
να μένει στην τεράστια σκηνή του και να έχει
αμέριμνος και ήσυχος τα τωρινά παιδιά του,
ενώ τ' άλλο ψηνότανε στον πυρετό με ρίγη,
με την γυναίκα, το μωρό, χωρίς καμιά κουβέρτα
μέσα στο τζιπ που θόλωνε το τζάμι απ' το κρύο,
ενώ το ταρακούναγε γερά τ' ανεμοβρόχι...
Απ' όλ' αυτά που έμαθα αργότερα με πίκρα,
το μόνο που μου έρχεται στον νου μου σαν εικόνα,
είναι ο πατέρας μου μπροστά πεσμένος στο τιμόνι
κι εγώ να βλέπω ήρεμη την μανιασμένη μπόρα...
Και ένα βράδυ ξύπνησα απ' την φωνή της μάνας:
''Μην βγαίνεις έξω Κώστα μου, είσαι σε μαύρο χάλι...
Κάθισε σε παρακαλώ πρώτα καλά να γιάνεις
κι ύστερα τράβα όπου θες, τώρα θε να κυλήσεις.''
''Δεν γίνεται Αλίκη μου, δουλειά έχω να κάμω.
Τον Άγιο Γεράσιμο απόψε στ' όνειρό μου
Τον είδα που μου έλεγε να σηκωθώ να τρέξω
στην γκρεμισμένη εκκλησιά και να Τον βρώ που είναι
κάτω απ' ένα συρφετό από γυαλιά και τούβλα,
από κοτρώνες, σίδερα και ξύλιν' αγκωνάρια...
Ο Άγιός μας βρέχεται και είναι πλακωμένος
απ' τα βαριά χαλάσματα, κρυώνει από την μπόρα...
Θα πράξω το καθήκον μου κι άμα Τον βρω, θε νά 'ρθω...''
Και όπως μού 'παν έτρεξε ο Κωνσταντής να ψάξει
εκεί που κάποτε έστεκε η εκκλησιά της Σάμης...
Ολόγυρα τα ερείπια, σε λόφο υψωνόταν...
Βούτηξε μες στα σκέλεθρα, σήκωνε τα δοκάρια
με μόνη έγνοια του να βρει την άγια εικόνα...
Τα χέρια του ματώσανε, γδαρθήκαν οι παλάμες...
Δεν εσταμάτησε στιγμή γιατί 'χε μόνη έγνοια,
να εκτελέσει ταπεινά την πεθυμιά του Άγιου.
Και ξάφνου, μες στα ερείπια, εβρήκε μιάν εικόνα!
Την έβαλε στο στήθος του, κάτω απ' το σακάκι
και γύρισε ανάλαφρος να βρει τους εδικούς του...
Ξάπλωσε πάλι μες στο τζιπ, να χαλαρώσει λίγο.
Τον σκέπασ΄η γυναίκα του μ’ένα πλεχτό στρωσίδι
κι είπε σε μένανε σιγά, να κάνω ησυχία
γιατί ο μπαμπάς κουράστηκε και πρέπει ν'αναρρώσει..
Σε όλους τους σεισμόπληκτους εφτιάξανε παράγγες
να μένουμε, κι αργότερα μας φτιάξανε τα σπίτια
και τότε η κάθε φαμιλιά έστρωσε την ζωή της...
Εμείς πάντοτε είχαμε μαζί μας την εικόνα,
που ο πατέρας έσυρε απ' τα ερείπια μέσα.
Η μάνα την απίθωσε σεμνά στο εικονοστάσι
κι εγώ την εξεχώριζα απ' όλες τις εικόνες
που στέκανε βαρύτιμες και πλουτοστολισμένες...
Η εικόνα αυτή είναι λιτή, χωρίς ένα στολίδι...
Απλούστατη θα τηνε πουν και φτωχική συνάμα...
Ο Άγιος Γεράσιμος ορθώνεται στο κέντρο,
μα γύρω από τα γόνατα και πίσω Του στον φόντο,
μία ομίχλη γλαυκωπή αριά τονε κυκλώνει...
Είν' η υγρασία απ' την βροχή που μάστιζε τον τόπο
αφού επέρασ' ο σεισμός και μούλιασε τα πάντα...
Και στο εικόνισμα έφτασε και τό 'βρεξε κι εκείνο...
Σαν εξατμίστη άφησε το αποτύπωμά της
που μοιάζει λες και σέρνεται μία αχνή ομίχλη
τριγύρω από τον Άγιο και κάτω από το τζάμι.
Αυτήν λοιπόν προτίμησα να πάρω ωσάν νύφη
και στέκει πάντα πιο μπροστά απ' όλους τους αγίους
που έχω, και κοιτώντας την, συγκίνηση με πιάνει...
''Κρυώνω Κωνσταντίνε μου… Έχω βραχεί... Κρυώνω...
Σήκω και έλα να με βρεις και πάρε με μαζί σου...''
Τα λόγια τούτα μιάν νυχτιά που είπε στον πατέρα
ο Άγιος Γεράσιμος, συγκίνηση μου φέρνουν.
Τα άκουσε στον ύπνο του με πυρετό μεγάλο,
αλλά η πίστη του Κωστή πού 'τρεξε να εκπληρώσει
την πεθυμιά του Άγιου με προθυμιά και με πείσμα
παρά του ότι έσκαβε μονάχος με τα χέρια
σ' εκείνον πάνω τον σωρό τον χιλιογκρεμισμένο,
μου φέρνουν συναισθήματα που τρέφουν την ψυχή μου
απ’ την λαμπράδα που σκορπά η πίστη του γονιού μου
και όλο το ανεξήγητο τ’ ονείρατου εκείνου...
--------------------------------------------------
Υ.Γ Ο θείος του ποιήματος, είναι ο ιατρός φυματιολόγος Γεράσιμος [Μεμάς] Φλαμιάτος που υπηρέτησε και ως Διευθυντής στο Τζάνειο Νοσοκομείο, βοηθώντας πλήθος συμπατριωτών του που τον λάτρευαν κυριολεκτικά. Παντρεύτηκε την Αντζολίνα Γιαννουλάτου, της γνωστής οικογένειας εφοπλιστών που ένα από τα καράβια τους ο ΠΟΛΙΚΟΣ έδενε στο λιμάνι της Σάμης.
Ήταν αδελφός της μητέρας του πατέρα μου, της οποίας το όνομα φέρω, της Πολυάνθης. Ο πατέρας της ήταν πλούσιος σταφιδέμπορος τα χρόνια εκείνα. Δυστυχώς πέθανε νεότατη. Γνώριζε πιάνο, γαλλικά, ζωγράφιζε, αλλά δεν της άρμοζε ο γάμος που έκανε. Στο διάβα των χρόνων, ο πατέρας μου αγάπησε την γαλανομάτα ξανθομαλλούσα Αλίκη, απορρίπτοντας την ανηψιά της μητριάς του, προκαλώντας έτσι τον θυμό εκείνης, με αποτέλεσμα να βρεθεί ουσιαστικά μόνον με το σόι της μητέρας του, οι οποίοι τον είχαν και μεγαλώσει από νήπιο.
Από τα υπάρχοντα της γιαγιάς Πολυάνθης, εμείς έχουμε μ ό ν ο ν ένα υπέροχο λεύκωμα ντυμένο με ύφασμα, γεμάτο με ποιήματα και αφιερώσεις από τις κορασίδες της εποχής. Η καλλιγραφία που διακρίνει όλα τα ποιήματα είναι εξαιρετική και δη, της Πολυάνθης. Ο πατέρας μου το λεύκωμα αυτό το είχε σαν θησαυρό, ως μοναδικό εναπομένον αντικείμενο της αγαπημένης μητρός του. Φυσικά είναι στα χέρια μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου