Όταν υψώθηκε θεριό της θάλασσας το κύμα
κι όταν ταρακουνήθηκε συθέμελα το Ιόνιο,
ήμουνα μιά σταλιά παιδί, τρίχρονο κοριτσάκι.
Η μνήμη λεν τριών χρονών αρχίζει στους ανθρώπους
και η δικιά μου άρχισε με τρομερές εικόνες.
Σεισμός μες στα Εφτάνησα συντάραξε την πλάση
και ξετυλίχτηκαν σκηνές που πάγωναν το αίμα.
Ήταν θαρρώ απόγευμα σαν γύρισε ο πατέρας
κατάκοπος απ' την δουλειά και ζήτησε της μάνας
να του ανοίξει ν' ανεβεί στο δώμα να πλαγιάσει.
Μα εκείνη αντιστάθηκε και τού' πε τρομαγμένη:
''Δεν σου το δίνω το κλειδί, μέγας σεισμός εγίνη...
Θα κοιμηθούμε και οι τρεις έξω, εδώ στον κήπο.
Λένε πως κάτι έρχεται κακό πολύ μεγάλο.
Πάρε κοντά σου το παιδί Κώστα μου και ξαπλώσου,
απόψε όλοι οι γείτονες έξω θα κοιμηθούνε.''
Κι ήταν της μάνας η άρνηση που γλίτωσ' ο πατέρας...
Δεν ξέρω τι ώρα ήτανε σαν άνοιξα τα μάτια
και κοίταζα σαν όνειρο αυτό που εξελισσόταν...
Μία βουή απαίσια εσκέπασε τα πάντα...
Τα σπίτια όλα πέσανε με κουρνιαχτό κι αντάρα...
Κοτρώνες βίλες γίνανε, η γης ταρακουνιόταν
και μιά ομίχλη σκέπασε τα πάντα στο νησί μου...
Ήταν η σκόνη κι ο αχός που σ' έπνιγαν στο στόμα,
καθώς το βιός μας γίνηκε θρύψαλα ματωμένα
κι ανέβαινε, σε τύλιγε τόσο πυκνός σαν στάχτη,
που σ' έκανε να μην μπορείς να δεις στο ένα βήμα...
- Μην πας Κωστάκη μ' από κεί, θα πέσεις στο πηγάδι!!!!
εφώναξε η μάνα μου κι έπιασε τον πατέρα
που, ζαλισμένος τρίκλιζε, τυφλός από την σκόνη,
ενώ τριγύρω άκουγες σπασμωδικές ανάσες,
χωρίς κανέναν να θωρείς, τον έκρυβε η αντάρα...
Κάτι πλεχτό και κόκκινο τύλιγε ένα αγόρι
οπού στεκόταν δίπλα μας και φώναζε: ''Χαρίκλεια!!''
Θε νά'ταν 12 χρονών, κοντά μας είχε έρθει
και φώναζε την θεία του, την σπιτονοικοκυρά μας...
Το κλάμα είχε στην φωνή ο πονεμένος νέος
Κόκκινη η εσάρπα του και κόκκινο το πόδι.
Είχε χτυπήσει κι έτρεχε στην γάμπα του το αίμα.
Αυτή η εικόνα στοίχειωνε συχνά τα όνειρά μου,
τα χρόνια τα κατοπινά, με γεύση από φόβο.
Ο φόντος μαύρος κι άραχνος. Θολούρα, δυσφορία...
Η μάνα μου να με κρατεί, σκοντάφτει ο πατέρας.
Ν' ακούω μοναχά φωνές, κανέναν να μην βλέπω
πάρεξ εμάς τους τέσσερις τους κατατρομαγμένους
και μες στην σκόνη το παιδί, κόκκινο να φωνάζει,
μία φιγούρα τραγική, γέννημα της αντάρας
κι όλα να καταρρέουνε, να γίνονται συντρίμμια...
Αργότερα που λέγαμε κείνα τα γεγονότα,
έμαθα πως ο νεαρός την θειά του αναζητούσε.
Όμως εκείνη ανέβηκε το φάρμακο να δώσει
στην αδελφή της πού 'τανε κατάκοιτη στο σπίτι
κι εκεί την βρήκε ο σεισμός κι εσβήστη η ζωή της...
Χρόνια πολλά περάσανε και η ζωή ξανάρθε
ήρεμη στην Κεφαλονιά κι όλα γινήκαν μνήμες...
Τα σπίτια αντισεισμικά μάς δίναν εγγυήσεις
για ένα μέλλον ήσυχο και όμορφο συνάμα.
Ήμουνα στο Γυμνάσιο κι αφού είχα σχολάσει,
επήγα από το μαγαζί που είχαν οι γονείς μου.
Είδα την μάνα χαρωπή και μού 'πε πως συνέβη
κάτι π' ούτε θα τό 'βρισκα, μα θά 'νιωθα ωραία,
όπως ωραία ένιωσε κι αυτή πριν λίγη ώρα...
''Ενόμιζα πως ήθελε ψυγείο ν' αγοράσει
η κοπελιά που το πρωί εδιάβηκε την πόρτα.
Βιβλία όμως πούλαγε κι επιάσαμε κουβέντα.
Μου είπε ότι ήτανε κι αυτή απ' το νησί μας,
μα τώρα πια εμένανε κάπου κοντά στην Πάτρα.
Ξέρεις ποια ήταν κόρη μου η κοπελιά ετούτη;
Θυμάσαι κείνο το παιδί που φώναζε ''Χαρίκλεια''
τότε που εγίνη ο σεισμός και στ' όνειρό σου μπαίνει;
Λοιπόν!! Ο νιός εσώθηκε!!! Εγίνη καπετάνιος
και το κορίτσι μάτια μου, είναι η αδελφή του
και μένουνε όλη μαζί στων Πατρινών την πόλη!!!''
Ενόμισα πως άνοιξαν οι ουρανοί και βγήκε
χρυσός ο ήλιος κι έλουσε μ' αχτίδες την ψυχή μου!
Ώστε ο νιος του όνειρου, εσώθηκε, εζούσε!!
Θεέ μου τι ανακούφιση!!! Κι εγίνη καπετάνιος!!!
Το μαύρο πέπλο άρπαξε το άλικο το αίμα
κι ουδέποτε το όνειρο ξανάδα στην ζωή μου!
Η έγνοια εξατμίστηκε, ηρέμησε η καρδιά μου
που τόσα χρόνια πόναγε για κείνο τ' αγοράκι...
Από τριών χρονών παιδί μες στ' ασυνείδητό μου,
υπήρχε η αγωνία μου τι τάχα νά 'χε γίνει
ο ματωμένος νεαρός που φώναζε την θειά του,
μέσα σε τρόμου σκηνικό που μ' είχε σημαδέψει...
Και τώρα πού 'μαθα πως ζει και είναι ευτυχισμένος,
γαλήνεψε το μέσα μου, εγέλασ' η καρδιά μου.
Οι εφιάλτες έκτοτε οριστικά χαθήκαν.
Ο ύπνος με αγκάλιαζε ανέμελος με γλύκα,
γιατί η ψυχή μου ηρέμησε, ο φόβος είχε φύγει...
Ευτυχισμένοι όλοι αυτοί που η μνήμη τους ξυπνάει
με φωτεινές αναλαμπές κι αγάπης μελωδίες...
Ο Άγιος Γεράσιμος όλους να μας φυλάει
και στα χρυσά Εφτάνησα, να σπέρνει ευλογίες....
----------------------------------------------------------
κι όταν ταρακουνήθηκε συθέμελα το Ιόνιο,
ήμουνα μιά σταλιά παιδί, τρίχρονο κοριτσάκι.
Η μνήμη λεν τριών χρονών αρχίζει στους ανθρώπους
και η δικιά μου άρχισε με τρομερές εικόνες.
Σεισμός μες στα Εφτάνησα συντάραξε την πλάση
και ξετυλίχτηκαν σκηνές που πάγωναν το αίμα.
κατάκοπος απ' την δουλειά και ζήτησε της μάνας
να του ανοίξει ν' ανεβεί στο δώμα να πλαγιάσει.
Μα εκείνη αντιστάθηκε και τού' πε τρομαγμένη:
''Δεν σου το δίνω το κλειδί, μέγας σεισμός εγίνη...
Θα κοιμηθούμε και οι τρεις έξω, εδώ στον κήπο.
Λένε πως κάτι έρχεται κακό πολύ μεγάλο.
Πάρε κοντά σου το παιδί Κώστα μου και ξαπλώσου,
απόψε όλοι οι γείτονες έξω θα κοιμηθούνε.''
Δεν ξέρω τι ώρα ήτανε σαν άνοιξα τα μάτια
και κοίταζα σαν όνειρο αυτό που εξελισσόταν...
Μία βουή απαίσια εσκέπασε τα πάντα...
Τα σπίτια όλα πέσανε με κουρνιαχτό κι αντάρα...
Κοτρώνες βίλες γίνανε, η γης ταρακουνιόταν
και μιά ομίχλη σκέπασε τα πάντα στο νησί μου...
Ήταν η σκόνη κι ο αχός που σ' έπνιγαν στο στόμα,
καθώς το βιός μας γίνηκε θρύψαλα ματωμένα
κι ανέβαινε, σε τύλιγε τόσο πυκνός σαν στάχτη,
που σ' έκανε να μην μπορείς να δεις στο ένα βήμα...
εφώναξε η μάνα μου κι έπιασε τον πατέρα
που, ζαλισμένος τρίκλιζε, τυφλός από την σκόνη,
ενώ τριγύρω άκουγες σπασμωδικές ανάσες,
χωρίς κανέναν να θωρείς, τον έκρυβε η αντάρα...
οπού στεκόταν δίπλα μας και φώναζε: ''Χαρίκλεια!!''
Θε νά'ταν 12 χρονών, κοντά μας είχε έρθει
και φώναζε την θεία του, την σπιτονοικοκυρά μας...
Κόκκινη η εσάρπα του και κόκκινο το πόδι.
Είχε χτυπήσει κι έτρεχε στην γάμπα του το αίμα.
Αυτή η εικόνα στοίχειωνε συχνά τα όνειρά μου,
τα χρόνια τα κατοπινά, με γεύση από φόβο.
Ο φόντος μαύρος κι άραχνος. Θολούρα, δυσφορία...
Η μάνα μου να με κρατεί, σκοντάφτει ο πατέρας.
Ν' ακούω μοναχά φωνές, κανέναν να μην βλέπω
πάρεξ εμάς τους τέσσερις τους κατατρομαγμένους
και μες στην σκόνη το παιδί, κόκκινο να φωνάζει,
μία φιγούρα τραγική, γέννημα της αντάρας
κι όλα να καταρρέουνε, να γίνονται συντρίμμια...
έμαθα πως ο νεαρός την θειά του αναζητούσε.
Όμως εκείνη ανέβηκε το φάρμακο να δώσει
στην αδελφή της πού 'τανε κατάκοιτη στο σπίτι
κι εκεί την βρήκε ο σεισμός κι εσβήστη η ζωή της...
ήρεμη στην Κεφαλονιά κι όλα γινήκαν μνήμες...
Τα σπίτια αντισεισμικά μάς δίναν εγγυήσεις
για ένα μέλλον ήσυχο και όμορφο συνάμα.
επήγα από το μαγαζί που είχαν οι γονείς μου.
Είδα την μάνα χαρωπή και μού 'πε πως συνέβη
κάτι π' ούτε θα τό 'βρισκα, μα θά 'νιωθα ωραία,
όπως ωραία ένιωσε κι αυτή πριν λίγη ώρα...
η κοπελιά που το πρωί εδιάβηκε την πόρτα.
Βιβλία όμως πούλαγε κι επιάσαμε κουβέντα.
Μου είπε ότι ήτανε κι αυτή απ' το νησί μας,
μα τώρα πια εμένανε κάπου κοντά στην Πάτρα.
Ξέρεις ποια ήταν κόρη μου η κοπελιά ετούτη;
Θυμάσαι κείνο το παιδί που φώναζε ''Χαρίκλεια''
τότε που εγίνη ο σεισμός και στ' όνειρό σου μπαίνει;
Λοιπόν!! Ο νιός εσώθηκε!!! Εγίνη καπετάνιος
και το κορίτσι μάτια μου, είναι η αδελφή του
και μένουνε όλη μαζί στων Πατρινών την πόλη!!!''
χρυσός ο ήλιος κι έλουσε μ' αχτίδες την ψυχή μου!
Ώστε ο νιος του όνειρου, εσώθηκε, εζούσε!!
Θεέ μου τι ανακούφιση!!! Κι εγίνη καπετάνιος!!!
Το μαύρο πέπλο άρπαξε το άλικο το αίμα
κι ουδέποτε το όνειρο ξανάδα στην ζωή μου!
Η έγνοια εξατμίστηκε, ηρέμησε η καρδιά μου
που τόσα χρόνια πόναγε για κείνο τ' αγοράκι...
υπήρχε η αγωνία μου τι τάχα νά 'χε γίνει
ο ματωμένος νεαρός που φώναζε την θειά του,
μέσα σε τρόμου σκηνικό που μ' είχε σημαδέψει...
Και τώρα πού 'μαθα πως ζει και είναι ευτυχισμένος,
γαλήνεψε το μέσα μου, εγέλασ' η καρδιά μου.
Οι εφιάλτες έκτοτε οριστικά χαθήκαν.
Ο ύπνος με αγκάλιαζε ανέμελος με γλύκα,
γιατί η ψυχή μου ηρέμησε, ο φόβος είχε φύγει...
με φωτεινές αναλαμπές κι αγάπης μελωδίες...
Ο Άγιος Γεράσιμος όλους να μας φυλάει
και στα χρυσά Εφτάνησα, να σπέρνει ευλογίες....
Υ.Γ Θολές εικόνες έχω από τον μεγάλο σεισμό. Σε αυτό το
μέρος ΕΙΚΟΝΑ ΠΡΩΤΗ, θυμάμαι την μάνα στον κήπο να αρνείται να δώσει στον πατέρα
τα κλειδιά κι εγώ να της κρατώ το χέρι σφιχτά. Αργότερα μία βοή και τις λέξεις
''Κώστα, πηγάδι!!'', και το ότι δεν έβλεπα μπροστά μου από μια ξαφνική θολούρα,
από ένα ξαφνικό σκοτάδι που μας έπνιγε... Μια φλόγα φωτιάς και ένα παιδί δίπλα
μας με ματωμένο πόδι και με κάτι κόκκινο ριχτό στους ώμους του, να φωνάζει
''Χαρίκλεια''... Αυτά γράφτηκαν μέσα μου για πάντα. Τις λεπτομέρειες τις έμαθα
αργότερα από τους γονιούς μου...
Στην ΕΙΚΟΝΑ ΔΕΥΤΕΡΗ που θα ακολουθήσει, έχω στην μνήμη μου κι άλλες θολές σκηνές από εκείνες τις τρομερές ημέρες...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου