Δεν το πείμενα ποτέ πως τώρα πια στα -ήντα
θα ένιωθα την μοναξιά την θύρα να μου κρούει
μ' ένα αρπακτικό ρυθμό σκορπίζοντας ομίχλες...
Τα χρόνια που εδούλευα κι ήταν οι κόρες σπίτι,
το μόνο που σκεπτόμουνα ήταν να μεγαλώσω
σωστά τις θυγατέρες μου, να μην τους λείψει κάτι
και στο σχολειό μου πήγαινα μιά χαρωπή δασκάλα...
Μα κάποτε παντρεύτηκαν τα δυό μου τα κορίτσια...
Δεν το κατάλαβα ποτέ πως διάβηκεν ο χρόνος...
Εκεί που μπρος μου άνθιζαν οι μαθητές της τάξης,
εκεί πού 'τρεχα σίφουνας τα πάντα να προφτάσω,
ξάφνου εγγόνια μού 'ρχονται, αγγελικές φατσούλες
και το χαρτί της σύνταξης στην χούφτα μου φωλιάζει...
Ουδέποτε μου πέρασε να φτιάξω κάποια σχέση...
Με γέμιζαν ολόκληρη οι κόρες κι η δουλειά μου.
Δεν μού 'μενε ελεύθερη στιγμή να συλλογιέμαι
ερωτικά σκιρτήματα και τ' αύριο που θά' ρθει...
Ώσπου μιά μέρα έμεινα μονάχη μες στο σπίτι.
Εκείνα πού 'χα αγκιστρωθεί επάνω τους με ζέση,
είχαν πετάξει μακριά στον εδικό τους κόσμο.
Εφτιάξαν οικογένεια οι δυό μου θυγατέρες
κι ο χρόνος μ' αποτράβηξε απ' του σχολειού την δράση...
Όλα ωραία, φυσικά και τέλεια είχαν γίνει...
Αυτός ο κύκλος της ζωής είναι και το γνωρίζω.
Μήπως δεν έφυγα κι εγώ από τους δυό γονείς μου;
Μήπως δεν έρχετ' η στιγμή την σύνταξη να πάρεις;
Το γνώριζα μα, δεν περίμενα ποτέ πως θα πονέσω τόσο...
Κι η ώρα ήρθε ειρωνική να σιγομουρμουρίσει
πως, μόνη μου επέλεξα της μοναξιάς τον δρόμο
και τώρα ουδέ παράπονο στα χείλη να μην έβγει...
Τώρα είναι αργά να σκέφτεσαι του σύντροφου την έγνοια.
Ας είχα πράξει αλλιώτικα, τι τώρα μουρμουράω;;
Σαν πέρασε της σύνταξης το πρώτο το χαστούκι,
κατάθλιψη μού χτύπησε την πόρτα ανταριασμένη...
Σκληρά την επολέμησα και ήρθε η γαλήνη,
όμως μιά θλίψη ευγενική πλανιέται στον αέρα...
Και τότε αποζήτησα του σύντροφου το χέρι.
Θά 'ταν ωραία να ρωτά κάποιος για σένα μόνο.
Χέρι με χέρι να διαβούν τον δρόμο για το δείλι
κι αγκαλιασμένοι να θωρούν το τρυφερό ιντερμέντζο...
Όμως εγώ αλλιώτικα προχώρησα στην ζήση.
Την τύχη σφυρηλάτησα μ' αλλιώτικες ιδέες.
Εν γνώσει μου διέγραψα μία μονήρη μοίρα
και δεν μου πρέπει τώρα πια, παράπονο να βγάζω.
Βλέπεις, δεν το περίμενα πόσο βαριά θε νά 'ναι
η έλλειψη μιάς συντροφιάς στου λιόγερμα την όψη.
Τότε δεν το σκεφτόμουνα ή το περιγελούσα
μα, λάθος μ' έβγαλε απλά το πλήρωμα του χρόνου.
Από την άλλη σκέφτομαι πόσο υπέροχα ήταν
τα χρόνια που διαβήκανε και μου χαρίσαν τόσα...
Έφτιαξα κόρες ικανές, υπέροχες γυναίκες
και στο σχολειό με λάτρευαν γονείς και μαθητάδες...
Και τώρα που το σκέπτομαι δεν θ' άλλαζα έναν πόντο
από εκείνη την ζωή την ωριοστεφανωμένη.
Ο χαρακτήρας μου αυτός ποτέ του δεν θ' αλλάξει
κι άμα ξαναγεννιόμουνα, τα ίδια θά ' χα κάμει!!
Σαν είσαι νιος δεν αγροικάς τα χρόνια που θα 'ρθούνε
κι όλον τον κόσμο τον θαρρείς ότι δικός σου είναι...
Τα -ήντα λες πως βρίσκονται στα πέρατα του χρόνου,
κάτι τελείως μακρινό π' ούτε το συλλαμβάνεις...
Αν πρώτη είχαμε που λεν, την γνώση την στερνή μας,
μπορεί ν' αλλάζανε πολλά, να λείπανε τα λάθη...
Όμως ο κύκλος της ζωής δικές του έχει ορμήνειες...
Ασίγαστα κι ανέμελα τα νιάτα πάντα θά 'ναι
και θα φωτίζουν την ζωή μ' ονείρατα κι ελπίδες...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου