«Μην καθυστερείς παιδί μου κοιτάζοντας τις βιτρίνες. Θ’ αργήσουμε και πρέπει να γυρίσουμε ενωρίς σπίτι. Είναι η δεύτερη μέρα που χιονίζει, κρατάτε με γερά απ’ το χέρι και προσέχετε πού πατάτε».
Η Πολυάνθη άνοιξε το βήμα της για να το συντονίσει μ’ εκείνο της μητέρας της και της αδερφής της, της Αντζέλας. Περνούσε πέντε χρόνια την αδελφούλα της και τη θαύμαζε για την τσαχπινιά της. Η Νονά η Ρεγγίνα, στα δέματα που έστελνε από την Αμερική, έβαζε πάντα και κοριτσίστικα φορέματα. Την τελευταία φορά, ένα φουστανάκι ταίριαζε απόλυτα στην μικρή. Μπλε οργαντίνα με λευκό τελείωμα στα κοντά μανίκια και λευκή ζώνη στην μέση. Με το κεντητό γιακαδάκι και με τα μαλλιά αλογοουρά, η Αντζέλα ήταν ένα τρισχαριτωμένο πλάσμα. Χόρευε, τραγούδαγε και την φώναζαν στ’ αστεία, «Αλίκη Βουγιουκλάκη»! Και η Πολυάνθη καμάρωνε για το σουξέ της αδελφής της.
Πήγαιναν επίσκεψη στο σπίτι της εξαδέλφης Άννας, από την μεριά του πατέρα τους. Εκεί όλα φαίνονταν παράξενα στα δύο κορίτσια. Πρώτα πρώτα η θεία Κάτε και ο θείος Πίπης που εξακολουθούσαν να ζουν αρτηριοσκληρωτικά, τελευταία απομεινάρια μιας άλλοτε ξεχωριστής φατρίας. Η Πολυάνθη έφριττε όταν η θάλασσα ήταν ακριβώς δίπλα τους και η Άννα, υπακούοντας στον παραλογισμό των δικών της ότι «Μια κόρη Φλαμιάτου δεν επιτρεπόταν να λούεται με τους πτωχούς ποπολάρους. Της αρκεί η μπανιέρα του σπιτιού της!»,δεν αντιδρούσε Και το παράξενο στην υπόθεση, ήταν ότι η Άννα υπάκουε αδιαμαρτύρητα. Τόσο αδιαμαρτύρητα που αυτή η ξανθιά, πάλλευκη κομψή, χρυσοχέρα κοπέλα έγινε θυσία στο ασφυκτικό οικογενειακό της περιβάλλον. Το ίδιο και η αδελφή της η Κορίνα που, αδιαμαρτύρητα πήγε Αμερική με το υπερωκεάνιο «Φρειδερίκη» παντρεμένη με συνοικέσιο, έναν καλό άντρα ευτυχώς. Η επίσκεψη κι αυτή την φορά ακολούθησε το ίδιο τελετουργικό. Ευγενική υποδοχή, είσοδος στο σαλόνι το οποίο ανοιγόταν μόνον σε μέρες γιορταστικές, κέρασμα σοκολατάκι, λικέρ κατόπι για τους μεγάλους και τέλος το βασικό γλυκό. Μετά από το τελευταίο κέρασμα, ανάλογα στην ατμόσφαιρα, αποφάσιζες εσύ πότε θα φύγεις. Η μαμά είπε να μην καθυστερήσει άλλο τους θείους, αλλά οι δυο κόρες της ακολούθησαν την Αννούλα στο δωμάτιό της.
Στα μάτια των κοριτσιών το περιβάλλον ήταν χάρμα οφθαλμών. Στους τοίχους κάδρα με κεντήματα από την ίδια. Λάκα πράσινη το κρεβάτι, κουρτίνες όλο βολάν, δύο τουαλέτες με κάλυμμα ως κάτω σουρωτό σατέν ροζ παλ και αχνό πράσινο, ένα σωρό μπιμπελό, κοσμήματα που τα σχεδίαζε η Άννα και τα παράγγελνε στο καλύτερο κοσμηματοπωλείο του Αργοστολίου και... φορέματα! Θεέ μου! Πόσα φορέματα! Κι όλα ραμμένα από την ίδια. «Άστε την να πάει στην ΣΧΟΛΗ ΤΣΟΠΑΝΕΛΗ στην Αθήνα», παρότρυναν οι Αθηναίοι και οι Κεφαλλονίτες συγγενείς. «Το κορίτσι έχει μεγάλο ταλέντο. Μην της κόβετε την τύχη». Μα η τύχη της καημένης όμορφης, αλλά άτολμης Άννας, δυστυχώς είχε προδιαγραφεί. Για την ώρα η Πολυάνθη θαύμαζε ένα πράσινο φόρεμα κεντημένο με πέρλες δάκρυα και η Αντζέλα μία αφράτη κατάλευκη, χιονένια εσάρπα. Και όλα τα αξεσουάρ, ασορτί με τα φορέματα. Κόκκινο με άσπρα πουά το φουστάνι; Κόκκινα με άσπρα πουά - πάντα από το ίδιο ύφασμα - τα παπούτσια και οι τσάντες! Πράσινο το φόρεμα με πέρλες; Πράσινα με πέρλες τα παπούτσια και η τσάντα! «Να, βλέπεις Αντζέλα; Αυτό το δακτυλίδι με το γαλάζιο τοπάζι σε σχήμα ρόμβου, με τα διαμαντάκια γύρω γύρω, εγώ το σχεδίασα! Και αυτό το βραχιόλι Πολυάνθη, εγώ είπα στον χρυσοχόο τι να κρεμάσει από την αλυσίδα του... Καραβάκι, δελφίνι, τιμόνι, λίρα, όλα μικρά μπρελόκ και από μασίφ χρυσάφι! Ωραία δεν είναι;».
Χαιρόταν σαν παιδί η Άννα δείχνοντας τα «έχει» της κι όταν έφευγαν η Πολυάνθη ένιωθε μια ελαφρά θλίψη να την σκεπάζει, γιατί κάτι την μελαγχολούσε σχετικά με την Άννα... Αυτή η υποταγή της... Αυτή η αυστηρότητα των γονιών της... Αυτή η χαμένη καλλιτεχνία της... Αυτό το να μην μπορεί να αντιδράσει... Άραγε τα δεχόταν ή τα πίστευε και η ίδια; Δεν μπορούσε να καταλάβει, πώς δεν βουτούσε από το μπαλκόνι της κατευθείαν στη θάλασσα ή μήπως πίστευε και αυτή ότι δεν επιτρεπόταν η φύτρα της να συναλλάσσεται με ποπολάρους;
«Τι σκέφτεσαι Πολυάνθη;» ρώτησε η μητέρα της καθώς έπαιρναν τον δρόμο του γυρισμού. «Κάτι δεν σου πήγε;» «Ξέρεις μαμά, μάλλον λυπάμαι την Αννούλα... Έχει τόσα χαρίσματα, δεν το βλέπουν οι δικοί της; Δεν σου φαίνεται ότι την καταδυναστεύουν; Λες και την έχουν κλείσει σ’ ένα κάστρο. Της προσφέρουν τα πάντα, αλλά...».
«Αλλά της στερούν τον αληθινό αέρα. Δεν την προσγειώνουν στην σημερινή εποχή. Κι αφού η Άννα δεν αντιδρά, θα μείνει στην χρυσή φυλακή της και ο Θεός να την λυπηθεί».
«Μαμά, κοίτα! Κοίτα ένα περίεργο μπαλόνι στο βιβλιοπωλείο!». Η πρωτότοκη ως παιδί γρήγορα μεταπήδησε από το ένα θέμα στο άλλο. «Πάμε μέσα να το δούμε από κοντά;». Και πήγαν. Ήταν ένα μεγάλο πράσινο μπαλόνι σε σχήμα παχουλού παπαγάλου που στηριζόταν, επειδή στερεωνόταν στο κάτω μέρος με ένα χαρτόνι σε σχήμα παπουτσιού. «Πόσο μεγάλο είναι!» φώναξε η μικρή. Να το πάρουμε μανούλα;».
«Θα το πεις του μπαμπά σου, να το πει στον Άγιο Βασίλη και ίσως στο φέρει μαζί με τα άλλα που ζήτησες στο γράμμα σου».
Η Πολυάνθη κοιτούσε τώρα μια ωραία έκδοση ενός έργου του Ιουλίου Βερν. «Ο Δεκαπενταετής Πλοίαρχος» και την Πρωτοχρονιά μαζί με όλα τ’ άλλα ήρθε και το μπαλόνι παπαγάλος που η μικρή το έβγαλε να παίξει στην αυλή και το βιβλίο με μια ιδιόχειρη αφιέρωση από τον μπαμπά. Όταν έφτιαξε δικό της νοικοκυριό, η Πολυάνθη είχε τον «Δεκαπενταετή Πλοίαρχο» πρώτη θέση στην βιβλιοθήκη της και πάντα με ιδιαίτερη συγκίνηση έβλεπε τον γραφικό χαρακτήρα του πατέρα της και τα τρυφερά του λόγια. Ωραίες θύμησες...
Για την ώρα, προχωρούσαν με μεγάλη προσοχή στο παγωμένο κράσπεδο του δρόμου. Φίλοι, γνωστοί περνούσαν δίπλα τους φορτωμένοι δώρα και φαγώσιμα και όλοι με χαμόγελο αντάλλασσαν ευχές.
«Χρόνια Πολλά κυρία Αλίκη! Να σου ζήσουν οι κουκλίτσες σου!».
«Χρόνια Πολλά κυρία Ολυμπία! Χαιρετισμούς στ’ αδέλφια σου».
«Χρόνια Πολλά κυρίες μου! Χαίρομαι που σας συναντώ!».
«Χρόνια Πολλά κύριε Διονύσιε. Ό,τι ποθείτε!»
Ο σιορ Διονύσιος ήταν υπάλληλος του θείου Πίπη και πουθενά αλλού δεν θα εύρισκες υπάλληλο να ταιριάζει τόσο με το αφεντικό του. Όμοιοι σε όλα! Εκπληκτικά δείγματα μιας άλλης εποχής. Δογματικοί, με μία δόση υπεροψίας, γλωσσομαθείς, λιγομίλητοι, αυστηροί, τάλε κουάλε σε όλα! Επίγνωση της ιεραρχίας εξαιρετική και ευγένεια στον υπερθετικό βαθμό.
«Ο θείος σας και ο κύριος Διονύσης θα έπρεπε να είναι αδέλφια! Είναι δίδυμες ψυχές!» είπε η Αλίκη και γέλασαν και οι τρεις τους.
«Αλήθεια άφησες την Μπιρμπίλω μέσα μαμά;»
«Ναι, με τέτοιο κρύο αν της έρθει η όρεξη για εξερεύνηση θα ξεπαγιάσει, Αντζέλα».
«Τον Ντικ όμως τον έδεσες στην βεράντα».
«Πολυάνθη, φαντάζεσαι να τους είχα και τους δύο μέσα; Από το σκρεμίδεμα θα μας είχαν φέρει τα πάνω κάτω! Μόλις όμως φτάσουμε, θα τον μπάσω κι αυτόν μέσα, όπως κι εχθές. Όταν είμαστε μπροστά, οι ζημιές προλαβαίνονται».
Τα δυο κορίτσια έσφιξαν το χέρι της μητέρας που κρατούσαν, θαυμάζοντας συνάμα τις στολισμένες βιτρίνες. Τι ωραία που φάνταζαν! Και τι ωραία που τις στόλιζε το χιόνι καθώς είχε φωλιάσει στα πλαίσια των τζαμιών τους! Έμοιαζαν ακριβώς με τις όμορφες ζωγραφιές στα παραμύθια τους.
«Κρίμα που του μπαμπά δεν του πολυαρέσει το χιόνι».
«Του αρέσει Ιφιγένειά μου, απλά σας έχει εξηγήσει τι σκέφτεται για τα πλάσματα του Θεού που θα ξεπαγιάζουν τέτοιον καιρό...».
«Κι εγώ τα σκέφτομαι μαμά, αλλά πειράζει που τα ξεχνάω μόλις κυληστώ στο χιόνι και παίξω με την φίλη μου την Ιουλία χιονοπόλεμο;».
«Και βέβαια όχι χρυσό μου! Αρκεί που το ξέρεις. Θα έρθει η εποχή που θα μεγαλώσεις και θα ’χεις να σκεφτείς πολλά! Για την ώρα κοίτα να χαρείς την φύση γύρω σου!».
Ανακουφίστηκε και η Πολυάνθη ακούγοντας αυτά τα λόγια. Λυπόταν για τους αδύναμους και τα ζωάκια, αλλά πώς να μη μαγευτεί με την κρυστάλλινη πανδαισία του χιονιού;
Τούτη τη στιγμή δεν ήθελε να συλλογιέται τι σκεφτόταν ο πατέρας της. Τούτη τη στιγμή δεν ήθελε να ρωτήσει αν τα συμμεριζόταν και η μητέρα της - που όπως φαίνεται συμφωνούσε όπως πάντα με τον αγαπημένο της σύζυγο.
Τούτη τη στιγμή δεν ήθελε να σκέφτεται τι κρυβόταν κάτω από το αφράτο πάπλωμα του χιονιού. Έστω κι αν ένιωθε ότι ζούσαν προφυλαγμένες μέσα σε ένα μεταξένιο κουκούλι παιδικής ανεμελιάς.
«Να, κοίτα! Ξανάρχισε να χιονίζει!»
«Θα έλεγα πως οι πρώτες χιονονιφάδες μοιάζουν με δειλές μπαλαρινούλες που έρχονται να ιχνηλατήσουν στον γήινο κόσμο. Φαίνεται τους αρέσουμε, γι’ αυτό οι επόμενες έρχονται όλο και πιο ορμητικές, στροβιλίζονται σ’ έναν ονειρεμένο χορό ώσπου κουρασμένες ξαπλώνουν κάπου να ξεκουραστούν! Κοίτα μαμά! Γέμισαν τα μαλλιά σου νιφάδες! Τι όμορφες που είναι! Λάμπουν σαν διαμαντάκια!».
«Εγώ έπιασα δύο αλλά μου έλιωσαν! Θα πιάσω κι άλλες!».
«Λοιπόν εσύ Πολυάνθη μου είσαι έτοιμη να γράψεις μια ωραία έκθεση για το χιόνι κι εσύ Αντζέλα, άδικα προσπαθείς να αιχμαλωτίσεις μία μία χιονονιφάδα! Περίμενε να πάμε σπίτι. Ώσπου να φτάσουμε, θα έχουν πέσει τόσες χιονονιφάδες που θα μπορείς να τις κάνεις μπαλάκια και να παίζεις με την αδελφή σου. Όχι! Όχι! Μην σκύβεις τώρα να πιάσεις απ’ τον δρόμο! Κάνε υπομονή! Φτάνουμε σπίτι! Δεν ακούτε τον Ντικ που γαυγίζει; Μας μύρισε και άρχισε το καλωσόρισμα!».
Μπαίνοντας στο σπιτικό, αφού τίναξαν τα μπουφάν τους απ’ το χιόνι, άρχισαν να παίζουν με τον σκυλάκο και την γατούλα τους. Επειδή πλησίαζε μεσημέρι και όπου να ήταν θα ερχόταν ο μπαμπάς, η μαμά πήγε να ρίξει κριθαράκι στο ήδη έτοιμο από το πρωί βρασμένο βοδινό. Το έβαλε με μια κουτάλα σε πιατέλα, το σκέπασε κι ύστερα έριξε το ζυμαρικό στον ζωμό. Ήταν ένα φαγητό ό, τι έπρεπε για μια τόσα κρύα μέρα. Σούπα κόκκινη, ζεματιστή με χοντρό κριθαράκι, πατάτες, σέλινο, κρεμμύδι και καρότο. Είχαν και το βρασμένο τρυφερό βοδινό. Πανδαισία δηλαδή! Της Πολυάνθης της άρεσε που το βράδυ αυτή έφτιαχνε το δικό της πιάτο. Κάτι σαν σαλάτα. Έβαζε δηλαδή κρέας, πατάτες, λίγο λάδι, λίγο ξύδι και το έπαιρνε στο τραπέζι με το πράσινο τραπεζομάντηλο, στην κάμαρη των γονιών της. Εκεί άκουγε από το ραδιόφωνο τις «Αστυνομικές Ιστορίες με τον Νίκο Φώσκολο» και παράλληλα ζωγράφιζε βλέποντας τα πρωτότυπα από τα «Κλασικά Εικονογραφημένα». Τώρα αγωνιζόταν να ζωγραφίσει του Ηρακλή με το λιοντάρι της Νεμέας, ακριβώς όπως το είχε εξώφυλλο το αγαπημένο της έντυπο. Δεν θα ξεχνούσε ποτέ την χαρά που ένιωσε όταν το τελείωσε. Το ανακοίνωσε στους δικούς της με την χαρά της δημιουργού, λες κι είχε γεννήσει ένα σπουδαίο έργο. Δικό της κατόρθωμα! Αυτοδίδακτη! Το συγκεκριμένο σχέδιο, χρόνια αργότερα, βρισκόταν με πολλά άλλα σχέδιά της, που τα χρησιμοποιούσε ως δασκάλα στο μάθημα της ΓΛΩΣΣΑΣ και της ΙΣΤΟΡΙΑΣ.
Το μεσημεριανό γεύμα κύλησε ήρεμα και κατά το απόγευμα, ο πατέρας τους, ζήτησε τσάι. Αμέσως τα κορίτσια συμφώνησαν ενθουσιασμένα και η μαμά ανακοίνωσε:
«Λοιπόν, νομίζω ότι θα φτιάξω μαύρο τσάι για όλους μας!».
Όταν ο δίσκος ήρθε, πήρε έκαστος το φλιτζάνι του. Η μητέρα είχε ρίξει για τον καθένα δύο κουταλιές ζάχαρη και λεμόνι. Με τον χυμό λεμονιού, το σκούρο υγρό μεταμορφωνόταν σε γλυκό ροδακινί. Δίπλα υπήρχαν φέτες ψωμιού, αλειμμένες με βιτάμ και μέλι. Την ώρα που βουτούσαν την φέτα στο τσάι και τα υλικά έλιωναν ένας αναστεναγμός απόλαυσης ξέφυγε από όλους!
«Έτσι πίνουν οι Άγγλοι το τσάι τους, κυρίως το πρωί. Το απόγευμα το συνοδεύουν με πολλά μικρά γλυκά».
«Μπαμπά, εσύ δεν μας είπες ότι οι Άγγλοι τρώνε τη σοκολάτα μαζί με το ψωμί; Εμείς την τρώμε συχνά και μπουκώνει το στόμα μου από τον ωραιότατο συνδυασμό! Ψωμί και σοκολάτα! Μμμ! Μούρλια!
«Βλέπω Αντζελάκι μου ότι τα θυμάσαι όλα!»
«Μου φαίνεται όμως μπαμπά περίεργο, όταν σε βλέπω να τρως αυγό μελάτο! Μπλιαξ!».
«Δεν το μπορώ καθόλου έτσι, αλλά μου αρέσει που η μαμά κόβει με το μαχαίρι τη φέτα σε ισόπαχα μπαστουνάκια κι εσύ βουτάς ένα ένα στον κρόκο!».
«Εσύ Πολυάνθη μου τρελαίνεσαι γι’ αυγό χτυπητό! Όλα τα είδη μαγειρικής των αυγών αρέσουν και σε μένα! Εκτός από αυγό χτυπητό!».
«Γιατί Αντζέλα; Ξέρεις τι καλό είναι αν το χτυπήσεις και με λίγο καφέ; Παίρνει ωραίο άρωμα!».
«Καλύτερα απ’ όλα αδελφή μου εμένα μου αρέσει η φέτα το ψωμί που μας δίνει η μαμά τα απογεύματα!».
«Ποιο; Με το ξύδι ή με την ζάχαρη;»
«Με την ζάχαρη!» ξεφώνισε η μικρή.
Τ’ απογεύματα η μαμά είτε έψηνε ψωμί και το βουτούσαν σε πετιμέζι είτε έκοβε φέτες και τις πρόσφερε με λάδι και ξύδι ή με λάδι και ζάχαρη. Με το κότο και την ζάχαρη, ήταν το καλύτερό τους. Η μητέρα προτιμούσε την ριγανάδα. Έβρεχε λίγο μισή φραντζόλα ψωμί, έριχνε αλάτι, λάδι, ρίγανη, έστυβε ντομάτα, πρόσθετε τυρί φέτα - αν υπήρχε - και έφτιαχνε ένα ξεχωριστό έδεσμα! Στο σχολείο οι κόρες της έπαιρναν δυο φέτες ψωμί που ανάμεσα είχε σπιτικό γλυκό κυδώνι ή μαρμελάδα βερίκοκο, σπιτικιά.
«Τι θα κάνουμε τώρα μαμά;»
«Εγώ με τον μπαμπά θα ξαπλώσουμε λίγο για μεσημέρι κι εσείς ασχοληθείτε με χαρτοκοπτική! Το απόγευμα, σας έχουμε μία έκπληξη! Κοιτάτε μόνον μην κυνηγάτε τον σκύλο και την γάτα και τα κάνετε όλα λίμπα!».
Η Αντζέλα έφυγε τρέχοντας να φέρει το πακέτο με τα περιοδικά που δεν τα χρειάζονταν πια οι γονείς τους. Ντόμινό, Θησαυρός, Ρομάντζο, Φαντασία, Πρώτο.
Η Πολυάνθη ως καλή κόρη διάβαζε μόνον όσα της είχε σημειώσει ο πατέρας της ότι επιτρεπόταν να διαβάσει. Ίσως η εμπιστοσύνη που της έδειχνε, την έκανε όντως, να μην παραβαίνει τις υποδείξεις του.
Κόβανε προσεχτικά με τα παιδικά ψαλίδια τους, έναν ολόκληρο χάρτινο ονειρικό κόσμο... Κομψές κυρίες με πουά κλος φούστα και μεγάλο καπέλο. Στιλάτες κυρίες με μαλλιά κυματιστά όπως της Ρίτας Χέϊγουορθ. Όμορφους στητούς νεαρούς με ονειροπόλο βλέμμα και απόμακρη έκφραση. Ζωάκια όλων των ειδών, τοπία ξωτικά, ως και έπιπλα ξεχωριστά. Η απασχόληση αυτή τις συνέπαιρνε, γιατί πολλές φορές κόβοντας σκαρώνανε και από μια ιστορία:
«Αυτή είναι μία Γόησσα. Θα την βγάλουμε Λορέλα. Αυτός θα είναι ο Πειρατής που θα την κλέψει. Να, εδώ το Δελφίνι που θα την ταξιδέψει μακριά. Αυτή είναι η Μάγισσα από την Ωραία Κοιμωμένη. Θα είναι η Αρχόντισσα του Κάστρου που δεν θα θέλει την Λορέλα. Όμως ο Πειρατής γιός της, θα πάρει την Γόησσα και θα την πάει σ’ αυτό το παλάτι! Για στάσου... Τι παλάτι είναι αυτό εδώ;». Ήταν της Ντίσνεϊλαντ. Σκέφτηκαν ότι ήταν ό,τι έπρεπε και αποφάσισαν οι γάμοι να γίνουν εκεί!
Έχοντας την Μπιρμπίλω να παίρνει τα άχρηστα χαρτιά και να παίζει χαρούμενη μαζί τους με ολόρθη την ουρά και τον Ντικ να είναι ξαπλωμένος στην μέση της Ισιδώρας, η ώρα κύλησε χωρίς να το καταλάβουν. Στο μυαλό όμως της μεγάλης κόρης κάτι είχε καρφωθεί. Φεύγοντας οι γονείς τους για ύπνο, είχαν κλείσει την πόρτα... Καμπανάκι σήμανε συναγερμό στο μυαλό της πρωτότοκης... Κλείδωσαν την πόρτα; Ώστε θα συνέχιζαν ό, τι δεν έκαμαν χτες βράδυ; Ξύπνια ήταν και άκουσε την μαμά Αλίκη να λέει: «Έπρεπε να μου το πεις να κλείσω την πόρτα πριν ξαπλώσουμε. Τώρα τι θα πω στα κορίτσια αν με ρωτήσουν;» Και μετά ο μπαμπάς: «Μίλα σιγά... Εντάξει αύριο... Έλα πιο κοντά να σε ζεστάνω... Αλλά μη νομίσεις πως θα το ξεχάσω! Αύριο Αλικάκι!...».
Το αύριο όμως ήταν το σήμερα... Την έπιασαν εξ απήνης! Νόμιζε ότι μιλούσαν για βράδυ, αλλά οι γονείς έκλεισαν την πόρτα μεσημεριάτικα... Και με τόση φασαρία γύρω της - Μπιρμπίλω, ροχαλητό Ντικ, φλυαρίες Αντζέλας, χρατς χρουτς απ’ το ψαλίδι - πού να ακούσει το παραμικρό... Είπαμε... Κάτι είχε υποπτευθεί... Αλλά εκτός από φιλιά, τι άλλο μπορεί να έκανε ένας μπαμπάς και μία μαμά στο κρεβάτι; Απ’ την τσαντίλα της έκοψε τελείως λάθος την επόμενη φιγούρα που την έκανε μπαλάκι και την πέταξε στην Μπιρμπίλω. Εκεί να δεις παιχνίδι! Η γάτα τους ήταν άσος στο ποδόσφαιρο! Κυνηγούσε την χάρτινη μπαλίτσα πίσω απ’ τις καρέκλες, την έψαχνε κάτω από το σώμα του Ντικ σπρώχνοντας αναιδέστατα το κεφάλι της στα πλευρά του μέχρι να τα ανασηκώσει και να την βρει, την πετούσε ψηλά και κάποια στιγμή έκανε θεαματικό μπλοζόμ πάνω στο τραπέζι, συμπαρασύροντας τραπεζομάντιλο, τασάκια, μπιμπελό.
Στο τσακ πρόλαβαν τα δύο κορίτσια και απέτρεψαν το γενικό σπάσιμο, αλλά τις έπιασε νευρικό γέλιο καθώς ταχτοποιούσαν το τραπέζι, γιατί τους φάνηκε πολύ αστείο το τσούλισμα της μικρής, τριχωτής αταχτούλας!
«Αν έσπαγε κάτι θα λέγαμε ότι το κάναμε εμείς, για να μην θυμώσουν την Μπιρμπίλω, συμφωνείς Αντζέλα;»
«Φυσικά και συμφωνώ! Εμείς το κάμαμε, εάν το κάναμε, Πολυάνθη μου!» Κι ο Ντικ ούτε που κουνήθηκε. Μισάνοιξε το ένα του μάτι, θεώρησε γελοίο το συμβάν και βολεύτηκε καλύτερα πίσω από τις πλάτες των κοριτσιών. Ώσπου η Αντζέλα είπε:
«Νομίζω ότι ο μπαμπάς και η μαμά ξύπνησαν. Άκουσα θόρυβο».
Ξύπνησαν; Α μάλιστα! Εδώ είμαστε! Η Πολυάνθη σκέφτηκε αστραπιαία την επόμενη κίνησή της. Η πόρτα άνοιξε και μια μαμά φρέσκια φρέσκια και ζωηρή ρώτησε:
«Πως πέρασαν τα αγαπημένα μου πλάσματα; Δίποδα και... τετράποδα;»
Δίπλα της ο πατέρας γελαστός έτριβε τα χέρια του καταχαρούμενος.
«Βλέπω κόψατε θησαυρό από εικόνες. Θα φτιάξετε άλμπουμ ιστοριών;»
Μιλούσε σ’ αυτές αλλά κοιτούσε - μάλλον περίεργα - την γυναίκα του. Της έδωσε μια τσιμπιά κι εκείνη γέλασε:
«Παιδιά, ο πατέρας σας έχει όρεξη! Πέστε του να μη με τσιμπάει! Θα μου αφήσει μελανιές!»
«Μα έχεις ήδη μία μελανιά στον λαιμό μαμά! Χτύπησες ή σε τσίμπησε ο μπαμπάς;»
Τα μάτια της Αλίκης άνοιξαν διάπλατα προς στιγμή, τα τσίνορα πετάρισαν, αλλά όταν μίλησε είπε αδιάφορα, ψάχνοντας τον λαιμό της, μια δεξιά, μια αριστερά!
«Χτύπησα στον αγκώνα του πατέρα σας! Ξέρετε δα πόσο άτσαλα κοιμάται! Σε ποιο σημείο είναι η μελανιά;»
«Δεξιά χρυσή μου! είπε μελιστάλαχτα ο Κώστας και δίνοντάς της μια ξυλιά στον ποπό, πήγε προς την κουζίνα γεμάτος κέφι και χαρά!
«Θεέ μου, πόσο μεγάλη είναι! έκανε η μαμά καθώς κοιταζόταν στον καθρέφτη, ενώ ένα όμορφο ροζ χρώμα απλωνόταν στο πρόσωπό της. «Θα πρέπει να βρω ένα ωραίο μαντίλι να δέσω στον λαιμό μου, γιατί δεν μπορώ να βγω έτσι έξω. Τι θα πει ο κόσμος;»
«Τι θα μπορούσε να πει ο κόσμος μαμά;»
«Απάντα στην Ισιδώρα Αλικάκι! ακούστηκε να λέει γελώντας απ’ την κουζίνα ο Κωστής.
«Ε, ότι είμαι... απρόσεχτη. Τι άλλο θα μπορούσε να πει;»
«Κι αυτό είναι κακό μαμά;»
«Όλο γι’ αυτό θα ασχολούμαστε τώρα Πολυάνθη μου; Έχουμε πολλά ωραία να κάνουμε όλοι μαζί...».
«Και η πόρτα; Γιατί κλειδώσατε την πόρτα;»
Η θυγατέρα έκανε την ερώτηση ήρεμα, όμως ένιωσε μια παιχνιδιάρικη χαρά όταν είδε την μητέρα της να στέκει σύξυλη και τον πατέρα να έρχεται γρήγορα. Τους κοίταξε όλους κι ύστερα αποφάσισε να παραστήσει την στήλη άλατος δίπλα στη συμβία του.
Η Αντζέλα κοιτούσε χωρίς να πολυκαταλαβαίνει. Ο Ντικ χασμουριόταν αναιδώς και η Μπιρμπίλω έκανε κουλούρες στο πάτωμα, πάνω στο χαλί!
Στιγμιαία ησυχία και μετά πάλι η Πολυάνθη ξαναρώτησε:
«Θα μου πει κάποιος απ’ τους δυο σας, γιατί πολλές φορές κλείνετε την πόρτα όταν πάτε να κοιμηθείτε; Έχω στήσει αυτί όταν ακούω το κρεβάτι να τρίζει, αλλά δεν καταλαβαίνω τι ακριβώς κάνετε. Χοροπηδάτε στο στρώμα; Και γιατί; Εεεε;»
Κεραυνός. Ανάσα βαθιά την ίδια στιγμή και από τον πατέρα και απ’ την μητέρα. Πρώτος μίλησε ο πάτερ Φαμίλιας.
«Πρώτον, δεν επιτρέπεται να στήνεις αυτί... Δεύτερον, κλείνουμε την πόρτα, επειδή είναι ο προσωπικός μας χώρος, είμαστε μεγάλοι και κοιμόμαστε στο ίδιο κρεβάτι. Κανένας δεν επιτρέπεται να μπαίνει στο δωμάτιο τού άλλου αν δεν χτυπά. Πρέπει να σεβόμαστε την ατομικότητά του. Τα έχουμε ξαναπεί αυτά πολλές φορές. Φαίνεται όμως ότι μεγάλωσες αρκετά Ισιδώρα και δεν σε ικανοποιούν οι μέχρι τώρα απαντήσεις μας. Τι ακριβώς θέλεις να μάθεις παιδί μου;»
«Γιατί τρίζει το κρεβάτι σας;»
«Εσύ όταν παίζεις δεν τρίζει το δικό σου;»
«Ναι, αλλά το δικό σας τρίζει πολύ!»
«Είναι πιο παλιό απ’ το δικό σου και...»
«Και τι κάνετε στο κρεβάτι; Σας έχω δει αγκαλιά...»
«Κι είναι κακό αυτό; Εσύ δεν αγκαλιάζεις την κούκλα σου επειδή την αγαπάς;»
«Δεν την φιλάω όμως στο στόμα!»
«Αφού μας είδες, τι να κρυβόμαστε άλλωστε; Υπάρχουν πολλών ειδών αγάπες παιδί μου. Η αδελφική, η φιλική, η συζυγική. Στη συζυγική αγάπη οι δυο γονείς επιτρέπεται να φιλιούνται και στο στόμα και μην ξεχνάς ότι από ένα ξεχωριστό δυνατό σφιχταγκάλιασμα γεννηθήκατε κι εσείς... Αλλά μην ξεχνάτε επίσης, ότι δεν μπαίνουμε στο δωμάτιο του άλλου χωρίς να χτυπήσουμε. Βέβαια, αν καμιά φορά αφαιρεθούμε και δεν χτυπήσουμε, δεν έγινε και τίποτε. Την άλλη φορά θα είμαστε πιο προσεχτικοί. Και σε παρακαλώ αν κάποτε θελήσεις να ρωτήσεις κάτι που σε απασχολεί, να έρθεις να ρωτήσεις κατευθείαν την μαμά σου».
Η Αλίκη έσκυψε και χά'ι'δεψε τρυφερά το κεφαλάκι της θυγατέρας της. «Πόσο γρήγορα μεγαλώνουν τα παιδιά!» σκέφτηκε και ένα αχνό δάκρυ έκανε τα μάτια της πιο λαμπερά.
Προτού καταλάβουν αν το θέμα έληξε, ο Ντικ όρμησε μ’ ένα τεράστιο άλμα στην κοιλιά του πατέρα, ενώ η Μπιρμπίλω ξαφνιασμένη, πήδηξε στο τραπέζι με τις τρίχες της όρθιες, νιαουρίζοντας υστερικά.
Καλύτερη λύση στην ένταση της στιγμής δεν υπήρχε. Ο Από Μηχανής Θεός που αλάφρυνε την κατάσταση, ήρθε την πιο κατάλληλη ώρα και ήταν η εκτόξευση του Ντικ όστις έξαλλος από χαρά είχε στριμώξει στον καναπέ τον Κώστα και του έγλειφε το πρόσωπο και τ’ αυτιά πλένοντάς τον κανονικά, με την πλατιά γλώσσα του!
Ένας πανζουρλισμός από γέλια ακολούθησε!
«Κι ήθελες να πας στον Ωριλά, Κώστα, για τ’ αυτιά σου! Δεν έχεις παράπονο! Στα ξεβούλωσε ο Ντικ!». Η Αλίκη γελούσε δυνατά, δοξάζοντας τον Θεό που η δύσκολη ώρα είχε περάσει. Η Ιφιγένεια έκλαιγε από τα γέλια, βλέποντας την Μπιρμπίλω να τσιρίζει έξαλλη, σκαρφαλωμένη τώρα στο πάνω ράφι της εταζέρας. Και η Ισιδώρα σκέφτηκε ότι για την ώρα μάλλον είχε καλυφθεί κατά 40%. Για τα άλλα 60% λυπόταν λιγάκι για την αμηχανία που είχε φέρει ιδίως την μαμά. Την καημενούλα! Τώρα, επειδή τις έμειναν κάποιες απορίες, θα ρωτούσε την μαμά μόλις εύρισκε ευκαιρία κι αν δεν την ικανοποιούσαν οι απαντήσεις της, αναλογίστηκε ότι ίσως καλό θα ήταν να έριχνε και καμιά ματιά όχι στην παιδική - αλλά στην μεγάλη εγκυκλοπαίδεια του ΗΛΙΟΥ, που στόλιζε τα πιο ψηλά ράφια της βιβλιοθήκης. Για την ώρα, έσκυψε χαχανίζοντας κι αυτή και μάζεψε τις φιγούρες που το σάλτο του Ντικ τις είχε διασκορπίσει στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα.
Όταν επανήλθε η ηρεμία, οι γονείς πήγαν να ντυθούν, γιατί σε λίγο θα τους έλεγαν την έκπληξη. Οι μικρές έτρεξαν κι αυτές να φορέσουν τα πιο ζεστά τους ρούχα. Σαν ξαναντάμωσαν, η μαμά φορούσε ένα ωραίο μαντίλι στο λαιμό, δεμένο με χάρη στο πλάι. Ο πατέρας χαμογέλασε σαν την είδε και της είπε: «Λοιπόν Αλίκη, το γαλάζιο ταγέρ, σού πάει υπέροχα και μου αρέσει πολύ αυτό το ξανθό χρώμα στα μαλλιά σου! Και η φούστα όχι πιο μακριά! Εκεί που πρέπει! Ως το γόνατο. Τι λέτε κορίτσια; Η μαμά δεν έχει ωραιότατες γάμπες;»
«Ναι, μπαμπά! Και τις πάνε πολύ οι μεταξωτές κάλτσες που της αγόρασες! Ίσιωσε μαμά την πίσω ραφή τους. Έτσι μπράβο! Τώρα είσαι τέλεια!».
Η Πολυάνθη χαιρόταν που ήταν τόσο ταιριαστό ζευγάρι οι γονείς της, αλλά και τόσο ωραίοι. Και πόσο αγαπιόντουσαν! Χάρηκε που η μαμά φορούσε από μέσα την κίτρινη μπλούζα που της είχαν χαρίσει μαζί με την αδελφούλα της τα περασμένα Χριστούγεννα. Την είχαν αγοράσει με το χαρτζιλίκι τους απ’ τον «ΚΛΑΟΥΔΑΤΟ» στο Αργοστόλι και στον πατέρα είχαν χαρίσει ένα ωραίο πράσινο κασκόλ. Το τι είχε φέρει σ’ αυτές ο Άγιος Βασίλης; Πού να τα λέμε τώρα! Σωστό θησαυρό! Από ρούχα ως βιβλία κι από παπούτσια ως παιχνίδια και ιδίως πανέμορφες κούκλες! Μπορούσες λοιπόν να μην αγαπάς τέτοιους... Αγιοβασιλιάτικους γονείς;
Η Μπιρμπίλω ήρεμη τώρα κοιμόταν τεντωμένη στο χαλί. Ήταν ένα ιδιαίτερο χαλί. Από χοντρό ύφασμα στο χρώμα της άμμου, ήταν κεντημένο όλο από την μητέρα Αλίκη! Τετράγωνο, μεγάλο, είχε δυο παράλληλες μπορντούρες σε όλες τις πλευρές στο μωβ χρώμα. Και μέσα στις μπορντούρες, η μαμά είχε κεντήσει με χοντρή βελόνα και χοντρό νήμα σε σταυροβελονιά, λουλούδια και φύλλα. Τα μεγαλύτερα άνθη τα κέντησε στις τέσσερις γωνίες. Και στο κέντρο είχε κεντήσει έναν μεγάλο ρόμβο με πράσινη περίμετρο. Στο κέντρο του ρόμβου φάνταζαν κόκκινα, κίτρινα και λιλά άνθη.
Η Πολυάνθη όποτε το έβλεπε, θυμόταν την μητέρα της να κεντά σκυφτή στην καρέκλα, ενώ το τεράστιο, σαν λινό ύφασμα, κρεμόταν ολόγυρα. Της φάνηκε απίστευτο ότι μια μέρα τελείωσε. Και όταν το άπλωσαν στο πάτωμα, η Δέσποινα του σπιτιού δέχθηκε τα ΜΠΡΑΒΟ, τις αγκαλιές και τα φιλιά απ’ όλους, αληθινά συγκινημένη και ειλικρινά υπερήφανη για το κατόρθωμά της!
«Τελικά, ποια είναι η έκπληξη μπαμπά;» ρώτησε όλο αδημονία η Ιφιγένεια.
«Ήρθε ένας κινηματογράφος στην πόλη μας. Θα μείνει και αύριο. Λέω να πάμε να δούμε το έργο που θα προβάλλει».
«Ναι! Ναι! Ναι! Ναιαιαι! Τι έργο παίζει»;
«Ένα με την Καρέζη. Είστε έτοιμες;»
«Πανέτοιμες!»
Αυτή τη φορά ένεκα αυξημένου κρύου, άφησαν μέσα και τα δύο ζωάκια.
Το έργο προβαλλόταν στη μεγάλη αίθουσα του Γυμνασίου. Κόσμο να δουν τα μάτια σου! Τους υποδέχθηκε από το μεγάφωνο το τραγούδι ''Άλφα-βήτα στο ρορό, ήρθε πάλι ζωηρό, θέλω τσάρλεστον χορό!», με τη φωνή της Σούλης Σαμπάχ, το οποίο είχε πρωτακούσει στο κατάστημα του πατέρα. Το βρήκε μέσα στους νιοφερμένους δίσκους και το άκουσε από ένα προς πώληση πικ-απ. Η Ισιδώρα το ξεχώρισε για την γρήγορη και χαρούμενη μουσική του. Ευτυχώς βρήκαν καλές θέσεις και το γενικό χειροκρότημα μόλις έσβησαν τα φώτα, σηματοδοτούσε την χαρούμενη προσμονή των συντοπιτών τους.
Το έργο λεγόταν «Ταξίδι με τον Έρωτα». Πρωταγωνιστούσε η Τζένη Καρέζη, ο Κώστας Κακαβάς, ο Λάμπρος Κωνσταντάρας, η Αλέκα Κατσέλη και ο Δημήτρης Μυράτ. Όμορφη ταινία, ασπρόμαυρη, του παλιού, καλού ελληνικού κινηματογράφου.
Πέρασαν δύο χαρούμενες ώρες και στον γυρισμό έκαναν στάση στον κυρ Παναγή για ζεστούς, πετυχημένους λουκουμάδες. Το ζαχαροπλαστείο του το δούλευε ο ίδιος μαζί με τη γυναίκα του, τη κυρία Αγλαΐα και ήταν ακριβώς δίπλα στο κατάστημα του μπαμπά, στον παραλιακό δρόμο. Πόσο ωραίο φάνταζε το μαγαζί τους με τις θαυμάσιες ηλεκτρικές διακοσμήσεις του πατέρα! Απ’ έξω μια φωτεινή κόκκινη επιγραφή που έγραφε «ΙΖΟΛΑ» ενώ μια άλλη μεγάλη, κυκλική επιγραφή με πράσινες, κίτρινες και κόκκινες ακτίνες, έγραφε στο κέντρο «ΚΕΛΒΙΝΕΪΤΟΡ».
«Κωστάκη, το πρώτο πράγμα που βλέπουμε μακριά ερχόμενοι με το φέρυ-μποτ του Στρείντζη, Άγιος Γεράσιμος ή το Κεφαλονιά, είναι οι φωτεινές επιγραφές του καταστήματος σου! Μπράβο! Είναι πολύ ωραίες!»
Και όλη η οικογένεια, όχι μόνο ο Κωστάκης, χαιρόντουσαν απίστευτα ακούγοντας αυτά τα λόγια και ένιωθαν μέσα τους μεγάλη ικανοποίηση.
Η αλήθεια είναι ότι του πάτερ-φαμίλια του άρεσε το ωραίο και συνήθιζε να λέει: «Η λεπτομέρεια έχει μεγάλη σημασία, η τελευταία πινελιά μάλιστα, μπορεί να προσδώσει ακόμη μεγαλύτερη ολοκλήρωση στη προσπάθειά σου. Η λεπτομέρεια είναι το παν, είναι αυτό που κάνει ένα έργο να ζωντανεύει και να είναι καλύτερο από ένα άλλο...».
«Όσες φορές και να βλέπω τις διαφημιστικές επιγραφές μας μπαμπά, δεν τις χορταίνω! Είναι θαυμάσιες!».
«Εμένα μου αρέσει πολύ αυτή με τις ακτίνες, που γυρίζει γύρω γύρω!» είπε η Ιφιγένεια.
Τραβώντας πειρακτικά τις κοτσίδες της κόρης του, ο πατέρας σηκώθηκε να πληρώσει. Σε λίγο, κουκουλωμένοι σαν Εσκιμώοι, τράβηξαν για το σπίτι τους.
Γάτα και σκυλάκος είχαν καθίσει ευγενέστατα. Μπράβο τους! Κουλουριασμένοι και οι δύο πάνω στο χαλί, τούς κοίταζαν νυσταγμένα, καθώς τίναζαν τα πανωφόρια τους από τις λευκές νιφάδες. Μετά τεντώθηκαν, χασμουρήθηκαν μεγαλοπρεπώς και σηκώθηκαν ζητώντας επίμονα τα απαραίτητα χάδια.
Ικανοποιημένοι όλοι μετά από λίγο βρέθηκαν στο σαλόνι με τη σόμπα στη μέση. Η Αλίκη φορούσε τώρα ένα άλλο μαντιλάκι στο λαιμό της, πιο απλό και άνοιξε την τηλεόραση. Τελευταία είχε αποδειχθεί μεγάλη φίλαθλος γιατί παρακολουθούσε με μανία τους ποδοσφαιρικούς αγώνες και δη του Ολυμπιακού. Την πείραζαν για την ξαφνική αγάπη της, την οποία όμως έκτοτε, δεν την εγκατέλειψε ποτέ!
Ο Κώστας έβαλε τα γυαλιά του με τον ασημί σκελετό και άνοιξε το βιβλίο που κρατούσε. Ήταν ιστορικό, από αυτά που ξεχώριζε. Συγκεκριμένα «Ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος» του Ουίνστον Τσόρτσιλ. Βρισκόταν τώρα στον δεύτερο τόμο.
Οι κόρες του κοιτούσαν μαγεμένες τους πίνακες ζωγραφικής από το επίτομο έργο: «Εγκυκλοπαίδεια της Τέχνης» εκδόσεις Φυτράκη που είχε παραγγείλει η Πολυάνθη ταχυδρομικώς. Έδειχνε στην αδερφή της τον πίνακα του Λεονάρντο Ντα Βίντσι «Η Παναγία των Βράχων» και της έφερε το τετράδιο Θρησκευτικών της, να της δείξει που είχε ζωγραφίσει την δική της «Παναγία των Ρόδων» (!), εμπνευσμένη από το συγκεκριμένο έργο. Στο τετράδιο αυτό έγραφαν καθ' υπόδειξη του αγαπητού καθηγητού τους κύριου Καρούσου, το Συμπέρασμα και το Ηθικό Δίδαγμα από το ανάλογο κεφάλαιο που είχαν για διάβασμα και όποιος ήθελε, ζωγράφιζε κάτι. Η Πολυάνθη το είχε γεμίσει με ζωγραφιές, προσεχτικά σχεδιασμένες και χρωματισμένες από ξυλομπογιές, πάντα σε συνάρτηση με το εκάστοτε προς μελέτη κείμενο. Εξελισσόταν σιγά σιγά στο σχέδιο η πρωτότοκη και γενικά μαγευόταν από τη ζωγραφική. Αυτό που δεν μπόρεσε ποτέ να χωνέψει ήταν ο κυβισμός και η τελευταία περίοδος του Πάμπλο Πικάσο, όπως και όποιον συνέχισε στο ίδιο στυλ.
Η μικρή αδερφή της τής ζήτησε να βάλουν στο πικ-καπ τον τελευταίο δίσκο που αγόρασαν τριαντατριών στροφών, τα «Αργεντίνικα Τανγκό» και να της χορογραφήσει ένα.
«Αυτό το κάνουμε όταν είμαστε μόνες Αντζέλα! Τώρα δεν γίνεται. Είμαστε όλοι μαζεμένοι και δεν θα έχουμε χώρο να κινηθούμε».
«Μήπως να βάλουμε ένα του Πρίσλεϋ;»
«Δεν είναι το ποιό θα βάλουμε. Αύριο θα χορογραφήσουμε όποιο θες. Τώρα όμως, δες και μόνη σου, πού θα σταθούμε;»
«Έχεις δίκιο... Ας το αφήσουμε για αύριο και τώρα ας δούμε το υπόλοιπο βιβλίο...».
Καθώς είχαν ξαπλώσει μπρούμυτα στο χαλί ξεφυλλίζοντας την εγκυκλοπαίδεια, ο Ντικ ήρθε και ακούμπησε το κεφάλι του στην πλάτη της μικρής λες και ήταν μαξιλάρι. Και η Μπιρμπίλω, ανέβηκε στη μέση της Ισιδώρας, βόλταρε από το λαιμό ως τους αστραγάλους της και μετά αποφάσισε να θρονιαστεί στη μέση της. Άπλωσε μάλιστα τα μπροστινά ποδαράκια της ως τις ρίζες των μαλλιών της μεγάλης, ρουθουνίζοντας τρισευτυχισμένη.
«Μη με κουνάς Αντζέλα! Θα φύγει το γατί, αν παλαντζάρω! Και είναι τόσο ωραία! Μου έκανε τέλειο μασάζ και τώρα ζεσταίνει τη μέση μου σαν φούρνος! Γύρνα εσύ τη σελίδα, για να μην κουνηθώ καθόλου!».
«Έξω εξακολουθεί να χιονίζει... Είδες Κώστα; Κάτασπρες έγιναν οι ακακίες μας και το χρυσό δέντρο!Όμοια με χριστουγεννιάτικα δεντράκια!».
«Δεν θα πω πάλι τι κρύβει το χιόνι για να μη σας το χαλάσω! Δεν λέω πως δεν κάνει καλό... Αλλά, τέλος πάντων... Λοιπόν! Από αύριο λέει η ΕΜΥ ότι ο καιρός θα αλλάξει. Θα ανέβει η θερμοκρασία και ίσως ως μεθαύριο το χιόνι να έχει λιώσει τελείως... Πρωτοφανές πάντως που χιόνισε στο νησί μας και κράτησε πάνω από μισή ώρα! Εδώ μας έχει συνηθίσει να βρέχει μια βδομάδα με το τουλούμι συνέχεια και όχι να χιονίζει...».
«Υγρό κλίμα! Έτσι λέγεται μπαμπά, αυτό που λες!»
«Ακριβώς! Αλλά βλέπω ότι και διαβάζετε μα και ακούτε τι συζητούμε εδώ!».
«Πολυμέρεια μπαμπά και πλατιά αντίληψη! Σαν τον Ναπολέοντα και τον Ιουστινιανό! Έγραφαν, μιλούσαν, άκουγαν, συζητούσαν, σκεφτόντουσαν! Έτσι κι εμείς!».
«Μπράβο μετριοφροσύνη θυγατέρα!»
«Με πειράζεις μπαμπά. Έτσι δεν είναι;...»
«Βέβαια παιδί μου. Αν και ο Σόμερσετ Μωμ λέει ότι «Η μετριοφροσύνη είναι η αρετή των μετρίων!». Ωραίο βιβλίο διάλεξες πάντως Πολυάνθη. Μπράβο!»
Μια δυνατή ριπή αέρα έκανε τα πράσινα παντζούρια να τρίξουν. Η «νυφούλα» έγειρε τα κλαδιά της στο κοντινό της τζάμι που είχαν αφήσει ακάλυπτο οι κάτοικοι του σπιτιού για να βλέπουν το χιόνι και θαύμασε την οικογενειακή σκηνή που αντίκριζε. Η βερικοκιά στον από κάτω κήπο, έγειρε τα κλαριά της σε μια βαθιά υπόκλιση στην παγωμένη ανάσα του χιονιά, ενώ οι δύο λεμονιές νιώθανε προφυλαγμένες από το εφημεριδένιο παλτό με το οποίο είχαν φροντίσει να τις προφυλάξουν τ’ αφεντικά τους. Στο φρεσκοβαμμένο κοτέτσι, οι κότες αναφουφουλιασμένες στριμώχνονταν η μία δίπλα στην άλλη για να εξασφαλίσουν σίγουρη ζεστασιά, ενώ στη φωλιά τους φιλοξενούσαν κιόλας τέσσερα αυγά.
Στις βραγιές με τα λουλούδια, όλα τα ζούδια είχαν εξαφανιστεί. Ακόμα και η όμορφη μικρή πράσινη σαύρα που έπαιρνε η Ισιδώρα προσεκτικά στα χέρια της τα ηλιοφώτιστα πρωινά, είχε χωθεί με τις αδερφές της, κάπου βαθιά για προστασία, μέρες πολλές τώρα. Τα μπαμπακένια σύνολα του ουρανού πλήθυναν και βάρυναν... Οι χιονονιφάδες έπεφταν πυκνότερες πια, γρηγορότερα, μεγαλύτερες. Ένιωθαν πανευτυχείς καθώς σμίγανε με τις αδερφές τους κάτω στη γη! Κάποιες σκάλωναν στα πλαίσια των τζαμιών και κοίταζαν περίεργες στο εσωτερικό του δωματίου. Θαύμασαν τους τρεις ήλιους που κρέμονταν μέσα σε γυάλινες θήκες από το ταβάνι και φώτιζαν τον χώρο με το ηλεκτρικό τους φως. Άλλο τώρα αν αυτές δεν είχαν ιδέα τι σημαίνει «ηλεκτρικό».
Κοίταξαν περίεργα την τρίχρωμη κινητή γούνα κατά μήκος της πλάτης ενός θηλυκού πλάσματος, το μεγάλο κινούμενο μαύρο μαξιλάρι στη μέση ενός μικρότερου θηλυκού με κοτσίδες και χαμογέλασαν στις δύο ανθρώπινες φιγούρες που κρατιόντουσαν χεράκι-χεράκι σ’ έναν γουστόζικο, πράσινο καναπέ.
Ένα μικρό ηφαίστειο έκαιγε στο κέντρο του δωματίου σκορπώντας μια γλυκιά θαλπωρή. Στερεώθηκαν λοιπόν καλύτερα στα ξύλα που έδιναν το σχήμα στο παράθυρο, ορεξάτες, λαμπερές, έτοιμες να ρουφήξουν όλα τα μυστήρια της γης...
Και κάπου μακριά, σ’ έναν ολόφωτο, υπέρλαμπρο χώρο, ο βασιλιάς Απόλλωνας ετοίμαζε σιγά σιγά ό,τι θα έπαιρνε μαζί του οσονούπω. Ναι, αύριο θα ξανάβγαινε στον ουρανό. Αρκετά είχε παραχωρήσει την θέση του στον παγωμένο, ιριδίζοντα, βουερό εξάδελφό του, τον Χιονιά.
Σε κάποιο άλλο σημείο του χάρτη, σίγουρα θα του ξανάδινε τη θέση του, αλλά σε αυτό εδώ το συγκεκριμένο νησί, ο Κυρ Χιονιάς φέτος δεν θα ξαναρχόταν. Αυτά τα είχαν συμφωνήσει απ’ τα πολύ παλιά τα χρόνια, αιώνες πριν: Σ’ αυτήν τη γωνιά της γης, ήπιος χειμώνας, δροσερό καλοκαίρι. Θα κοιμόταν λοιπόν λιγάκι, γιατί σε λίγες ώρες, είχε αποφασίσει να κάνει μια δυναμική επανεμφάνιση στην όμορφη Κεφαλονιά του.
«Ες αύριο λοιπόν τα σπουδαία» ψιθύρισε και αποχώρησε για τα ενδότερα, βασιλικά διαμερίσματά του, εκεί όπου το κρύο, η μιζέρια, το σκοτάδι, η απελπισία και η παγωνιά δεν είχαν και δεν θα έχουν καμία θέση. Εδώ κυριαρχούσε παντοτινά η ζεστασιά, η αισιοδοξία, η καλοσύνη, το φως, η ελπίδα και η ομορφιά.
Με τον Φοίβο είχαν καταφέρει να φτιάξουν την αληθινή χώρα της δυσκολόπιαστης και δυσεύρετης Ουτοπίας...
Ευχή του; Κάποτε όλοι οι θνητοί να εύρισκαν τη δική τους Ουτοπία. Να είναι αληθινή όμως... Αν και γνώριζε ότι κάποιοι είχαν φτιάξει κιόλας τον δικό τους προσωπικό περίγυρο της αγάπης, της απλότητας και της στοργής... Έστω κι αν αυτοί οι ξεχωριστοί ήταν και είναι λίγοι... Παραμένουν όμως πάντα, το αλάτι της γης...
-----------------------------------------------------------------------------------------
Σ.Σ. α) Η Παναγία των Βράχων, Παρίσι, Μουσείο Λούβρου.
β) Χρυσόδεντρο: φυτό, φουντωτό με καταπράσινα πλούσια, γυαλιστερά φύλλα, γερά κλαδιά που φθάνει ως τη μέση ενός ανθρώπου.
γ) Νυφούλα: αναρριχώμενο φυτό, με πράσινο φύλλωμα και πάμπολλα κατάλευκα, ωραιότατα άνθη.
δ) Κότο = πετιμέζι.
ε] Τα γεγονότα είναι αληθινά. Απλά κάποια εξ αυτών έλαβαν χώρα σε διαφορετικές χρονικές στιγμές κι εγώ τα ένωσα. Πρέπει να ήμουν Δημοτικό ή αρχές Γυμνασίου, όταν χιόνισε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου