Χάθηκε το φως του ήλου... Έσβησε το φως του φεγγαριού... Ένα άλλο φως κακόβουλο, πύρινο, σκέπασε το καλοκαίρι μας. Φως ανατριχιαστικό, από μια παμφάγα φλόγα...Όλα τα κατάπιε στο πέρασμά της. Ανθρώπους, ζώα, φυτά, σίδερα και οξυγόνο. Ήρθε ξαφνικά ορμητική, μυριόστομη, αχόρταγη πύρινη λαίλαπα...
Φωτιά! Καίγεται το σύμπαν! Προτού προλάβεις να σκεφτείς, να οργανωθείς,περνούσε κι άρπαζε ό,τι εύρισκε μπροστά της... Κι ήταν τόσο όμορφο εκείνο το ηλιόλουστο απομεσήμερο! Προτού καταλάβουμε τι συνέβαινε, να ο πρώτος νεκρός. Όσες φορές κι αν τα εξιστορήσουμε, δεν μπορούμε να πιστέψουμε ότι συνέβη τέτοιο κακό... Κι όλο τα ξαναλέμε...Πίσω μας,πάνω μας, δίπλα μας, έτρεχε ένα κάστρο φωτιάς πιο γρήγορα κι απ' τον άνεμο. Η πυρωμένη του ανάσα σ' έκαιγε πριν καν σε πλησιάσει... Έκαψε τα πάντα. Αφάνισε δέντρα, έξαέρωσε πεταλούδες, έπνιξε ζούδια, σκότωσε κατοικίδια και αδέσποτα, έλιωσε μέταλλα, κατέφαγε περιουσίες... Όρμησε αστραπιαία και ρούφηξε παιδάκια, γονείς, παππούδες, μωρά...
Τώρα, δέκα μέρες μετά, επικρατεί εκεί μια αβάσταχτη σιωπή... Όποιοι πρόλαβαν- άνθρωποι και ζώα- γλίτωσαν σοκαρισμένοι όλοι, έντρομοι, πανικόβλητοι. Σε κάποιους έμεινε σαν περιουσιακό στοιχείο, μόνον το ρούχο που φορούσαν... Όλα στάχτη... Όρμησαν στην θάλασσα να σωθούν με κύματα πανύψηλα μπροστά τους και δηλητηριασμένον αέρα από πάνω τους που σύρθηκε σαρδώνια βαρύς ως την ακτή... Μετρούν τις πληγές και τελειωμό δεν έχει ο καημός... Κάθε μέρα κι άλλος νεκρός αγαπημένος στον μακρύ κατάλογο των ξαφνιασμένων ψυχών...
Το Μάτι... Εικόνα βομβαρδισμένου τοπίου, σκέλεθρα κι αποκα'ί'δια... Και μια ησυχία εκκωφαντική... Κλείνω τα μάτια και να! Οι δύο δίδυμες αδελφούλες παίζουν στον κήπο, ενώ ο παππούς διαβάζει την εφημερίδα του και η γιαγιά μαγειρεύει γεμιστά... Στον διπλανό κήπο, δυο αδέλφια, αθλητές στην ποδηλασία ετοιμάζονται να πάνε μπάνιο.Περιμένουν τον πατέρα τους που πήγε να φέρει τον σκυλάκο τους. Παρέκει η γιαγιά παρακολουθεί τα εγγόνια της να κάνουν κούνια, καθισμένη δίπλα στον σύζυγο που πονούν τα πόδια του.
Θεέ μου! Ποτέ δεν θα πάψουν ν' ακούγονται παιδικές φωνές σε αυτόν τον τόπο του μαρτυρίου... Φωνές τραγουδιστές από κορίτσια που παίζουν σχοινάκι, από αγόρια που παίζουν μπάλα... Κοίτα! Γατάκια που γουργουρίζουν στο πρεβάζι, σκύλοι που τρέχουν χαρούμενοι δίπλα στο αφεντικό τους...Πουλάκια που τιτιβίζουν κρυμμένα στις φυλλωσιές...
Αυτές οι φιγούρες στοίχειωσαν για πάντα τον τόπο...Δεν το αντέχει ούτε η μάνα γη που καήκανε τόσα παιδιά της...Χριστέ μου! Πώς μπορεί να καεί η αθωότητα; Πώς μπορεί να καρβουνιαστεί το παιδικό γέλιο; Είναι τόσο, μα τόσο άδικο... Ποτίστηκε η γη από την θυσία της νέας ζωής που πνίγηκε ασφυκτιώντας για οξυγόνο μέσα στην πυρά...
Βεβήλωση να γίνει μαύρο, καρβουνιασμένο το ολοζώντανο κορμάκι των παιδιών, γεμάτο χυμούς νεότητας και ανεμελιάς... Φρικίασε η πλάση μπροστά σε τέτοια τραγωδία...Εκεί που έπαιζαν ξέγνοιαστα, κόπηκε ξαφνικά η ανάσα, σταμάτησε το παιχνίδι, έμεινε ορφανή η κούνια να κουνιέται σιγανά, λαμπάδιασεν ο τόπος και το κρινένιο κορμάκι έγινε κάρβουνο δια μιάς...Να! Ακούω τις φωνές, τα ουρλιαχτά, τις κραυγές!
''Μη φοβάσαι Πάνο μου! Βρεγμένη πετσέτα στο πρόσωπο και τρέχα! Τρέχα!'' ''Πάρε τα παιδιά καλή μου και τρέξτε στην παραλία!Εγώ θα μείνω με τον παππού...'' ''Κατεβείτε στην θάλασσα! Γρήγορα! Από δώ!'' Πολλοί χάθηκαν στον δρόμο, εγκλωβίστηκαν σε γκρεμό. Η θάλασσα από κάτω... Αδύνατον να την φτάσουν. Κλαίγοντας με αναφιλητά, σφίγγουν οι μανάδες τα παιδιά τους στο στήθος τους.'' Αγκάλιασέ με Μαράκι μου... Έτσι μπράβο.... Σφιχτά...'' ''Φοβάμαι μαμά... Δεν μπορώ να ανασάνω...'' ''Θα κλείσουμε τα μάτια φως μου, θα μετρήσουμε ως το 10 και μετά όλα θα είναι διαφορετικά... Μην ανοίγεις τα μάτια καρδιά μου... Είμαι εδώ και σε κρατάω... Θα πάμε κάπου μαζί...'' Το δαιμονικό πύρινο στόμα,τούς βρίσκει όλους αγκαλιασμένους και τους καταπίνει αστραπιαία...Γύρω ακούγονται σπαρακτικές κραυγές και κοπετοί...Η μικρή ποδηλάτισσα όρμησε μπροστά να ξεφύγει με το σκυλάκι της αγκαλιά...Η φωτιά την έκαιγε. Δεν άντεχε άλλο. Πήδηξε προς το νερό, μα οι βράχοι, τής πήραν την όμορφη ζωή... Πίσω, σφιχταγκαλιασμένοι ο πατέρας της κι ο αδελφός της, γίνονταν παρανάλωμα του πυρός...Οι ίδιες εικόνες μου έρχονται ξανά και ξανά στο νου και τις αναμασώ συνέχεια, λες και με την επανάληψη κάποια στιγμή θα αποδεχθώ το ζοφερό γεγονός που μας συντάραξε συθέμελα...Σαν κάτι να με τραβάει και γυρίζω στον τόπο θυσίας, όπως ο δολοφόνος στον τόπο του εγκλήματός του... Ένας μαγνήτης οδυνηρός που μου φωνάζει: ''Ξαναδές τα! Ξαναπές τα! Είναι πολύ ενωρίς για να κοιτάξεις αλλού...''
Ποιος από δω κι εμπρός θα κατεβαίνει για μπάνιο στην παραλία και δεν θα λέει:''Εδώ περίμεναν τόσοι άνθρωποι απελπισμένοι μαζί με τα παιδιά τους και τα ζώα τους. Ασφυκτιούσαν από τον καπνό και βασανίζονταν από τα μεγάλα κύματα που ύψωναν κι αυτά επιθετικά την κορυφή τους στους απελπισμένους που έπεσαν στην θάλασσα να σωθούν''. Θα ιστορούν: '' Να, εδώ, ήρθαν τα πρώτα πλοιάρια να σώσουν τους τσακισμένους πυρόπληκτους''. Κι αν στήσουν αυτί , θα ξεχωρίσουν μέσα στον συριγμό του ανέμου διάφορες φράσεις και συνεχόμενα αναφιλητά...
''Κρυώνω μαμά... Δεν ανασαίνω και καλά...'' ''Δεν βρήκα την γατούλα μας μαμά... Τι λες; Θα ζει;'' ''Εγώ θα κολυμπήσω... Αντέχω... Κάποιος ψαράς θα με βρεί...'' Φοβάμαι μπαμπά... Δεν μπορώ άλλο μέσα στο νερό... Κρυώνω πολύ... Τρέμουν τα κόκαλά μου...'' '''Υπομονή Σπύρο μου. Εδώ ανασαίνουμε κάπωςκαλύτερα... Κρατήσου από πάνω μου. Θα έρθει η βάρκα να πάρει κι εμάς...'' ''Γλιστράω! Τα κύματα με σπρώχνουν δυνατά...'' ''Σε κρατάω γερά Σπύρο μου!Μη φοβάσαι, έλα πιο κοντά μου αγόρι μου... Να, δες! Έρχεται ένα φουσκωτό!''
Σε ακτές και δρόμους θα σέρνεται πάντα ο ανείπωτος τρόμος εκατοντάδων ανθρώπων και ο τόπος θα μείνει στοιχειωμένος από την θυσία τόσων αδικοχαμένων ψυχών... Ίσως ξαναχτιστεί πιο προσεχτικά η περιοχή, με δρόμους πλατείς κι ελεύθερη πρόσβαση σε όλες τις παραλίες. Όμως όποιος έζησε τον εφιάλτη, θ' ακούει για χρόνια το πανικόβλητο αλύχτισμα των σκύλων, τα ουρλιαχτά της μάνας, τις κραυγές του πατέρα, τον θρήνο της γιαγιάς, τον ανείπωτο φόβο των παιδιών, το μούγκρισμα της φωτιάς....Και θα περάσει πολύς καιρός για να ξεχάσει την φοβερή μυρωδιά της καμένης σάρκας που μάρκαρε τα ρουθούνια του.
Μια ολόκληρη Ελλάδα ταρακουνήθηκε. Μια ολόκληρη Ελλάδα θρηνεί. Μιας ολόκληρης χώρας μάτωσε η καρδιά της και έπαψε τούτο το καλοκαίρι να είναι φωτεινό...
Πόνος, σπαραγμός, οργή, κλαυθμός και οδυρμός, πλανώνται στην ατμόσφαιρα. ΠΟΙΟΣ θα ζητήσει συγγνώμη;; ΠΟΙΟΣ θα αναλάβει την ευθύνη;; ΠΟΙΟΙ θα προσπαθήσουν ώστε ΠΟΤΕ πια να μην ξανακλάψουμε καμένους και πνιγμένους αδελφούς;;
Το Μάτι και οι άλλες περιοχές θα ξαναπρασινίσουν. Όμως πίσω από τις φυλλωσιές θα μας παρακολουθούν πάντα τα έντρομα αθώα μάτια των παιδιών που χάθηκαν... Θα μας βλέπουν με παράπονο και θα γυρίζουν ολοένα στον δικό τους κήπο να συνεχίσουν το παιχνίδι τους που άφησαν ατέλειωτο προχθές... Έστω κι αν δεν τα βλέπουμε... Κι ίσως κάποτε μας συγχωρήσουν...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου