Γίνομαι έξαλλος -η, με σας που διαγράψατε από το λεξιλόγιό σας τις λέξεις:
Πώς καταντήσατε τον τόπο που επέλεξα να μεγαλώσω τα παιδιά μου;
Ποιοι είστε εσείς που νομίζετε ΕΓΩ θα μπορέσω συνέχεια να ξεχνώ;
Και πως τολμάτε ο καθένας σας, ΕΜΕΝΑ, ν’ αντικρίζει;
Και να υπόσχεται ξανά - για πέστε μου - σαν, τι;
Είμαι μονάδα και κανείς σας δεν αναγνωρίζει τη δύναμη που ’χω κρυμμένη μέσα στην ψυχή...
Κι άλλος κανένας...
Μια μοναξιά...
Μια σκοτεινιά...
Κι όμως μπορώ...
Μπορώ:
Να βγω μέσα από τα πύρινα εγκλήματά σας...
Αθήνα καρβουνόπληχτη
της γης τ' αποκαΐδι...
Κλάμα βαθύ, γοερό...
Οργή βαθιά, συνεχής...
Κάψατε τα βουνά μας...
Κάψατε τα ζώα, ένα σωρό πουλιά, λουλούδια, τετράποδα αθώα, όλα στάχτη...
Τις οιμωγές της γης μας;
Λαμπάδιασαν φωτιές φρικτές και κάψαν τις ψυχές μας, την ομορφιά, τα σπίτια μας, αθώους πυροσβέστες...
Κάψατε τις ελπίδες μας... Το λίγο οξυγόνο...
Κάψατε και την απαντοχή μαζί, αυτού του τόπου...
Τσίπα, φιλότιμο, ντροπή, δεν ξέρετε τι είναι;
Εσείς ποτέ δεν καίγεστε, δεν λιώνετε απ’ τη ζέστη...
Εσάς καμιά φωτιά τρανή ποτέ δεν σας φοβίζει...
Και το χειμώνα έχετε τον τρόπο να σωθείτε...
Τα σπίτια σας δεν γίνονται βάρκες πλημμυρισμένες...
Κι ούτε πεθαίνετε, γιατί δεν έχετε τα φράγκα να τα ξαναφτιάξετε εξ αρχής, όσα η λάσπη πήρε...
Και τα παιδιά σας έχουνε να πάνε να σπουδάσουν, χωρίς ο έρημος γονιός πουλήσει τα χωράφια...
Κατηγορώ λοιπόν ΕΣΕ όπου δεν έχεις μπέσα...
Είτε σε λένε βουλευτή ή υπουργό ό,τι είσαι, αλλά - μην το ξεχνάς ποτέ - εβγήκες από ΜΕΝΑ...
Κατηγορώ όλους εσάς που συστηματικά ξεχνάτε όλες τις υποσχέσεις σας που δώσατε, προτού το χρίσμα πάρτε...
Κατηγορώ εσάς που μόνο η αδιαφορία διέπει τη ζωούλα σας και τον πολύτιμο εαυτό σας...
Κατηγορώ εσάς που δεν μας υπολογίζετε - σαν πιόνια στη σκακιέρα — και φτιάχνετε το μέλλον μας χωρίς να μας ρωτήστε...
Λοιπόν θέλω πίσω τον τόπο μου...
Όπως τον ήξερα πριν λίγα χρόνια...
Χωρίς νέφος... Με γερά κτίρια... Με μπόλικο πράσινο... Με το δικαίωμα να αποφασίζω ΕΓΏ για τη ζωή μου και τη ζωή των παιδιών μου... Με χρήμα που να ’χει αξία και ίσες ευκαιρίες για όλους... Με αληθινούς δασκάλους και σωστά βιβλία...
Με σεβασμό στα ζώα, τα μόνα αγνά πια πλάσματα του πλανήτη μας...
Με σεβασμό σε κάθε φυτό...
Μια πόλη με Αληθινούς Ανθρώπους...
Με συμπόνια...
Σεβασμό... Αλήθεια...
Α ν θ ρ ω π ι ά...
Δεν θέλω να με περνάς χαζό...
Δεν θέλω να με περνάς χαζή...
Εσύ;
Μπορείς;
Να με κοιτάς στα μάτια εννοώ...
Μπορείς;
Κι αν μπορώ εγώ ακόμα και ονειρεύομαι, πάνω στα αποκαΐδια των βουνών μας.
Κι αν μπορώ ακόμα και ονειρεύομαι πάνω στα πνιγμένα σπιτικά μας,
Κι αν μπορώ ακόμα κι ονειρεύομαι πάνω στις έγνοιες και τις αγωνίες των παροπλισμένων μαθητών μας,
Κι αν μπορώ ακόμα κι ονειρεύομαι πάνω από τους τάφους των αδικοχαμένων δικών μας.
Το κάνω γιατί έχω μέσα μου την ακατάλυτη ελληνική ψυχή...
Εγώ ο ένας...
Εγώ η μία...
Ο ΛΑΟΣ..
Μόνο, άστε μου μια χαραμάδα ουρανού καθαρού για να συνεχίσω να ελπίζω...
Κι ΕΣΥ ήρθε ο καιρός να με ακούσεις...
Αφουγκράσου τι σου λέω τόσον καιρό...
Η δύναμή μου μεγάλη...
Καμιά φορά κι εγώ ξεχνάω τι μπορώ να κατορθώσω
Και χτίζω...
Μπορώ να χτίσω...
Μπορώ και ν’ αναγεννηθώ...
Εγώ... Ο ΛΑΟΣ...
Μην το ξεχνάς...
Όσο τις τελευταίες μέρες...
Ταΰγετος και Πάρνωνας...
Μεσσήνη, Λακωνία...
Ζαχάρω... Όμορφα χωριά...
ΟΛΑ... κατεστραμμένα...
Τ’ αφάνισε ο ΔΡΑΚΟΝΤΑΣ της πυρκαγιάς το τέρας...
Κλείνω την τηλεόραση...
Δεν θέλω να ιδώ άλλο...
Γιατί τέτοια θυσία αφύσικη;
Κι όσο περνούν οι ώρες ένα μόνο συναίσθημα φριχτό με κατακλύζει...
Μόνος... Μόνη..
Έρημος... Έρημη...
Βοήθεια πια από ΠΟΥΘΕΝΑ δεν πρέπει να προσμένω...
Καράβι ακυβέρνητο η χώρα μου η έρμη,
ΚΑΙΓΟΜΑΣΤΕ..
.
ΚΑΗΚΑΜΕ...
Πότε θα κάντε κάτι
Ανάθεμα σε κείνονε όπου μπορεί, αλλά δεν κάνει...
Ανάθεμα σε κείνονε όπου γραμμένον μ’ έχει...
Η πιο ωραία εποχή κόλαση μου φαντάζει...
Κάθε κατακαλόκαιρο η Ελλάδα θα μικραίνει;
Πως ήσυχοι κοιμάστε;
Και θα ξανάβγει ο υπουργός να πει απ’ την οθόνη:
Ε, και;...
Αυτός μας έσωσε; Ξανάζησε ο φίλος, που κάηκε αβοήθητος,
ΚΑΙ ΠΟΙΑ
ΚΑΙ ΠΩΣ η προστασία;
Και ως πότε θα καραδοκεί τόση αναλγησία;
Μια τραγωδία κάματε εφέτος την Ελλάδα...
Το καλοκαίρι ο φονιάς;
Οι άνεμοι ο εχθρός μας;
Να τρέμουμε αν πιο πολύ φυσήξει ο αγέρας;
Πώς ξεπηδάνε φονικές οι φλόγες του διαβόλου;
Ποιο χέρι ασυλλόγιστα τελειώνει τις ζωές μας;
Πώς εμφανίζεται ξανά ο πύρινος εφιάλτης;
Θέλω τον φίλο που ’κάψε η λαίλαπα το βράδυ...
Θέλω τα ζώα τα ήμερα όπου θυσία εγίναν...
Θέλω τα ζώα τα άγρια που η πυρά τα πήρε...
Θέλω τα δάση τα έμμορφα που γέλασαν στον ήλιο...
Θέλω το σπίτι μου, αυτό που το ’χτιζα με αίμα...
Θέλω - όσο φτωχά κι αν ήτανε - εκείνα που ’χα μέσα,
που δούλεψα μια ζωή τίμια να τ’ αποκτήσω
Ο!
Προς που να στρέψω να το πω;
Και ποιόνε να ρωτήσω;
Γιατί αφήσατε τη χώρα μες στις φλόγες;
Τέτοια θυσία φοβερή,
Τέτοια εκατόμβη τρομερή, σεισμό δεν έχει φέρει;
Εκτός κι αν δεν το νιώθετε, γιατί δεν σας αγγίζει.,.
Και μην θυμώστε...
Αν θέλατε ΑΛΗΘΙΝΑ, λίγο να προστατέψτε,
Εγώ στέλνω τ’ ΑΝΑΘΕΜΑ σε όποιον έχει φταίξει...
Κι αλίμονο...
Πες μου, τι να προσμένω;
Τι να γροικώ, πατρίδα μου καημένη;
Μόνη και απροστάτευτη πλες και, όπου σε βγάλει...
Μόνο «κουράγιο» σήμερα δεν πρόκειται ν’ αρθρώσω...
Γιατί οργή έχω μέσα μου και θρήνο... Θρήνο βαρύ, ατελείωτο
Ακούω της γης το κλάμα...
Έπεσε η νύχτα...
Η φωτιά κατακαίει τα πάντα...
Τα ελικόπτερα έπαψαν να πετούν...
Οι πυροσβέστες σταμάτησαν τις αντλίες...
Έπεσε η νύχτα...
Αύριο πάλι στον ίδιο φοβερό, άνισο αγώνα...
Κι ό,τι περισωθεί...
Όμως η φωτιά θα εξακολουθήσει να καίει...
Όλη τη νύχτα...
Όταν εμείς κοιμόμαστε,
ΑΥΤΗ θα συνεχίσει το φρικαλέο έργο της...
Έχω μιάν απορία...
Ποιος θα μπορέσει ήσυχος να πέσει στο κρεβάτι,
όταν οι φλόγες θα εξακολουθούν όλα να ρημάζουν;
Έπεσε η νύχτα...
Θρασομανά η φλόγα...
Πλαγιές, αγροί κατακαίγονται...
Η κόλαση του Δάντη...
Η γη απλά δέχεται της πυρκαγιάς τη φρίκη...
Και θυσιάζει αναγκαστικά ό,τι ψυχούλα έχει...
Έπεσε η νύχτα...
Δεν πέφτω στο κρεβάτι...
Τα μάτια μου διάπλατα...
Το χάος μ' αγκαλιάζει...
Δαγκάνες πύρινες, αιματηρές, φλόγες καταραμένες...
Κι έρχεται μέσα στην ψυχή,
της γης μου η φωνούλα...
Κλάμα απ' τα φύλλα...
Κλάμα απ' τις ρίζες, απ' τους κορμούς, απ' τ' αφανισμένα δάση...
Άκου...Ο θρήνος του ελαφιού...
Του σαλιγκαριού η ανάσα...
Το βόγγηγμα του κότσυφα...
Του κορυδαλλού το κλάμα...
Αλεπουδίτσα άμοιρη, νυφίτσα μου καημένη...
Όλα στο κέντρο μιας πυράς...
Μες στον κλοιό της φλόγας ...
Άδικα απλώνει η πέρδικα φτερούγες,
να σώσει τα παιδάκια της...
Μαζί θε να καούνε...
Άδικα τα λυκόπουλα κουρνιάζουν
στην αγκαλιά της μάνας τους...
Αμίλητη η λύκαινα στριμώχνει τα μωρά της
και πέφτει από πάνω τους για να καεί αυτή πρώτη,
πρώτη απ' τα λυκόπουλα...
Μαζί στον θάνατό τους...
Έντρομα μάτια...Πανικός... Παγιδευτήκαν όλα...
Πνίγονται... Χάνονται...Βογγούν...
Ολοφυρμοί...Αντάρα...
ΠΟΙΟΣ ΦΤΑΙΕΙ;;;
Κι αυτά σε τι εφταίξανε και πρέπει να πεθάνουν
με τον πιο εφιαλτικό τρόπο φρικτού θανάτου;;
Βλέπω τα πανικόβλητα και έντρομά τους μάτια...
Μέσα στις κόρες τους τρελές χορεύουν φλόγες...
Έπεσε η νύχτα...
Ακούω...
Γρήγορες ανάσες φοβισμένες...
Ακούω βλέφαρα που τρεμοπαίζουν...
Κλάμα που δεν τελειώνει...
Η φύση κλαίει... Οδύρεται...
Κλαίει για τα παιδιά της που θα χαθούν αβοήθητα
σε μιά τρελή θυσία...
Έπεσε η νύχτα...
Έπεσε η νύχτα και ορμά και μέσα στην ψυχή μου...
Πώς ντρέπομαι Θεούλη μου,
που γι' άνθρωπος λογιέμαι...
Έστω κι αν ούτε μιά φωτιά δεν άναψα στην πλάση...
Εγώ... Εμείς...
Όμως οι άλλοι;;
Ντρέπομαι γιατί κάποιοι συνάνθρωποί μου,
δολοφονούν ανεξέλεγκτα κάθε ζωή στην φύση,
και μένουν ατιμώρητοι...
Έπεσε η νύχτα
κι η φωτιά, την φύση ξεκληρίζει...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου