Εμφανιζόμενη ανάρτηση

Κυριακή 3 Μαΐου 2020

ΑΔΕΛΦΗ ΜΟΥ...

       Όλη την ημέρα είσαι δίπλα μου... Σαν να μην έχεις φύγει ποτέ...Με τον πρωινό καφέ, σού κουβεντιάζω τα νέα που συνέβησαν χθες...'' Με πήρε τηλέφωνο η κυρία Ελένη, η παλιά μου μαμά από το σχολείο... Τι ξεχωριστός άνθρωπος αυτή η γυναίκα!... Τι θα μαγειρέψεις; Για πότε προγραμμάτισες τις ιατρικές σου εξετάσεις; Θα ζωγραφίσεις σήμερα;;Έχεις εξελλιχθεί πολύ Αντζέλα με το είδος αυτό ζωγραφικής... Με μανόν!!! Τι έμπνευση!! Πώς το σκέφτηκες!!Κάνεις ωραιότατα πράγματα!!! Η αδυναμία σου καταλαβαίνω, η Κεφαλονιά, η Κρήτη, καλοκαιρινά στιγμιότυπα κι εκεί που δίνεις ρέστα, στα χριστουγεννιάτικα θέματα!!!! Τι; δεν είχες ύπνο και σηκώθηκες στις τρεις το πρωί και χωγράφιζες; Α, κατα τις έξι το χάραμα έπεσες για δυο ωρίτσες...''   ''Μου έχουν μείνει δύο πιάτα. Πρέπει να πάω να πάρω πέντ' -'εξι, για να μην ξεμείνω... Προτιμώ να ζωγραφίζω σε ρηχά  ή του φρούτου. Αν δεις τι ωραία που γίνονται!!! Μία κυρία από την εκκλησία του Αγίου Κοσμά, μου είπε να τα πάω στην αίθουσα του Ναού που γίνονται οι συγκεντρώσεις... Η Σάντρα που τα είδε, ενθουσιάστηκε! Έλα να διαλέξεις όποιο θέλεις!!!''   ''Στα χριστουγεννιάτικα, βάζεις και χρυσόσκονη;'' ''Ου!!! Και από πέρυσι που σου είχα δώσει, έχω εξελλιχθεί πολύ!!! Τα δελφίνια, η Κεφαλονιά,τα ελαφάκια,ο Άγιος Βασίλης, είναι τα αγαπημένα μου σχέδια και τα ζωγραφίζω με μεγάλη ευκολία!!  Έχω βρει πλέον τον τρόπο και έχω βρει κι ένα κατάστημα, που έχει μεγάλη ποικιλία μανόν και τα κορίτσια μ'εξυπηρετούν πολύ! Ενθουσιάστηκαν όταν  πήγα σε δύο, δυο ζωγραφισμένα πιάτα!!!''  ''Ωραία χειρονομία... Μπράβο που το σκέφτηκες!Τώρα σε αφήνω κυρία μου,να πιω τον καφέ μου!!!''
           Γύρω στις έντεκα το πρωί ξαναμιλάμε... ''Τι θα μαγειρέψεις σήμερα, Πολυάνθη;''  ''Να βάλω κατσαρόλα για ένα άτομο; Θα δω...''  ''Τι θα δεις; Σήκω και φτιάξε μια μακαρονάδα...Πάλι με σπανακόπιτα απ' τον φούρνο θα την βγάλεις;''
            12 η ώρα το μεσημέρι...'' Σ' έπαιρνα, αλλά δεν το σήκωνες... Να σου έλεγα για την μαμά... Της ανέβηκε πάλι το ζάχαρο και την έπιασε πανικός... Δεν ακούει.. Μία τρώει γλυκά, μία δεν βάζει μπουκιά στο στόμα της...Να δω τι θα κάνουν εδώ μέσα, αν πάθω τίποτα...''  ''Μην λες τέτοια λόγια... Η μαμά έχει περάσει τόσα, φοβάται για σένα και έχει φτάσει σε μιαν ηλικία που ας μη το λέει, την τρομάζει η ιδέα του θανάτου... Εσύ πώς είσαι Αντζέλα;''
        Δύο το μεσημέρι.... ''Με πήρε η Σάντρα... Θα πάνε εκπαιδευτικό ταξίδι οι Σχολικοί Σύμβουλοι...Ο γιος της έχει γίνει ένας λεβέντης πανέμορφος. Σπουδάζει στην Σπάρτη. Είναι πολύ καλό παιδί. Τι θα κάνεις τώρα;'' ''Θα πέσω μπρούμητα στο κρεβάτι γιατί η μέση μου δεν υποφέρεται και θα λύσω κανένα σταυρόλεξο... Στην κρεβατοκάμαρα, δεν ακούγεται το τηλέφωνο, έχουν χαλάσει τα ηχεία, οπότε αν με πάρεις δεν θα σε ακούσω...''
             Τέσσερις η ώρα...''Πολυάνθη, δες αυτό στην τηλεόραση... Στο είπα ότι στο Μαρούσι βρίσκεις φθηνά παπούτσια...''    'Εξι η ώρα...  '' Πονάω πολύ... Άκουσε τα βογγητά ο Νίκος και ανέβηκε τρέχοντας επάνω... Και από πίσω, η ουρά του, η Ρόξυ!!Τελείωσες το εφετινό σου θεατρικό; Πώς είναι η ομάδα σου;''  '' Αντζέλα, δεν σκέφτεσαι να σε δει κι άλλος γιατρός; Να πάρεις μια δεύτερη γνώμη...'' ''Ξέρω τι θα μου πουν.. Άστε με... Εδώ μέσα, μού έχουν βάλει περιορισμό και στα τσιγάρα...''  '' Και καλά κάνουν... Δεν θα έπρεπε να το βάζεις στο στόμα σου...''
          Οχτώ η ώρα...'' Άρχισα να στολίζω το σπίτι... Όμως τι να σου πω... Το κάνω με δόσεις... Κουράζομαι πάρα πολύ...Δεν με βλέπω καλά...Θα το παλέψω... Τα υπόλοιπα ας τα κάνει ο Νίκος... ''           10 η ώρα το βράδυ...''Τι κάνεις;..''   ''Αντζέλα! Δεν έχεις κοιμηθεί ακόμα; Δεν πήρες τα χάπια σου; Πονάς;''  ''Έχει μια ωραία ταινία στο ΣΤΑΡ. Να την δεις. Θα σου αρέσει. Αυτήν θα δω...Πέρασα πολύ δύσκολα το απόγευμα...Πονούσα πολύ.. Εξαντλήθηκα... Στόλισα όσο μπόρεσα... Τα υπόλοιπα αύριο...''   ''Και βέβαια θα συνεχίσεις αύριο... Αν θέλεις τίποτε, ξαναπάρε... Καλό σου ξημέρωμα...''

           Είναι δυνατόν να συνηθίσω τώρα χωρίς τα τηλέφωνα της Αντζέλας; Είχαμε διαρκή επικοινωνία, ακόμα και για τα πιο ασήμαντα πράγματα... Έτσι περνούσε η ημέρα μας...  Και μάλιστα παραπονιόταν όταν αργούσα να την πάρω... '' Τι έκανες και χάθηκες; Δεν ξέρεις ότι έχω ανάγκη να ξέρω ότι οι δικοί μου άνθρωποι με σκέφτονται; ''   Α, και πού να ήξερε ότι όταν με έπαιρνε καμιά φορά εφτά το πρωί, της έλεγα:  '' Τρέχω τουαλέτα!! Θα σε πάρω!'' και έτρεχα  να φτιάξω τον πρωινό μου καφέ και να τον πιω ήσυχα, καθ' όσον όταν πίνω καφέ θέλω να τον πίνω χωρίς να μιλάω καθόλου, μέσα σε απόλυτη ηρεμία, βλέποντας ένα ανάλαφρο τηλεοπτικό πρόγραμμα, ακόμα και ένα πρόγραμμα παιδικό του Ντίσνε'ι'!! Ε, πόσο κρατάει ένας καφές; Μισή ώρα το πολύ!! Άρα για μισή ώρα έλεγα άλλα αντ' άλλων στην αδερφή μου!! Όλες τις άλλες στιγμές ήμουνα τ' απίκω!!!!! Οπότε συγχωρεμένη!!
                    Με τέτοια επαφή, νομίζω ότι έχω την Αντζέλα συνέχεια δίπλα μου... Περπατάω και είναι στο πλά'ι' μου... Δεν νομίζω ότι θα το ξεπεράσω... Βλέπω κάτι που ξέρω ότι θα την ενδιέφερε; Αμέσως την φέρνω στο νου μου και το μοιράζομαι μαζί της... Τώρα, δεν χρειάζονται λόγια, απλά την  σκέφτομαι αυτόματα... Το μόνο που λείπει, είναι να αρχίσουμε συζήτηση... Εγώ όμως το νιώθω τόσο έντονα, που ώρες-ώρες μου έρχεται ν' ανοίξω διάλογο φωναχτά μαζί της... Ό,τι και να συμβαίνει, αναφέρομαι σε αυτήν... Λες και είναι πλά'ι' μου, λες και δεν έφυγε ποτέ... Λες και δεν άφησε τον θνητό μας κόσμο και δεν πέταξε στον κόσμο των αγγέλων...

         Την τελευταία φορά που πήγα σπίτι τους, ο χρόνος είχε σταματήσει στις γιορτές των Χριστουγέννων... Άνοιξη και το σπίτι ήταν στολισμένο χριστουγεννιάτικα... 'Οπως το είχε αφήσει η Αντζέλα... Με το καταστόλιστο τραπέζι, το χριστουγεννιάτικο δέντρο, τα γιορταστικά πετσετάκια... Δεν υπήρχε η αντοχή το σπίτι να ξεστολιστεί... Επιτακτική η ανάγκη να μείνουν όλα όπως τα άφησε η Αντζέλα...  Και το Πάσχα η πληγωμένη μάνα σιόρα Αλίκη, κατάπεσε... '' Ω, Θεέ μου, τι έφτιαχνε τέτοιες μέρες η κόρη μου...Πού είσαι Αντζέλα μου;; Πού είσαι παιδάκι μου;; Σαν σήμερα έπλαθε τα τσουρέκια, σαν χθες τα κουλούρια, σαν αύριο έβαφε τα αυγά... Έπαιρνε το κατσικάκι, ετοίμαζε του κόσμου τα καλούδια, τώρα;;;; Τώρα τίποτα!!! Μια μούγκα... Αχ, το παιδάκι της, τι στεναχώρια τραβάει... Έχει κι εμένα να προσέχει ο λεβέντης μου... Αχ, Θεέ μου, τι συμφορά μας βρήκε!!...''                     Ευτυχώς τα λέει όχι παρουσία του Νίκου... Μπροστά του κάνει την δυνατή, όσο μπορεί...''Δίνεις δύναμη στον Νίκο, μαμά... Στηρίζεται επάνω σου... Μεγάλο κακό σε βρήκε, το χειρότερο, αλλά κάνε κουράγιο γι' αυτό το παιδί που σε κοιτάει στα μάτια...''  Και προσπαθεί όσο μπορεί,  η άλλοτε υπερδραστήρια Αλίκη, που σήκωσαν τόσα βάρη οι πλάτες της με περηφάνεια και τώρα κάτω από το βάρος των χρόνων της και του κακού που την βρήκε, αδυνάτισε κι έγινε μια χουφτίτσα... Ένα πληγωμένο πουλάκι... Και τρώει και σαν πουλάκι... Μακάρι ο Θεός να της χαρίζει χρόνια, για να στέκει στον αγαπημένο της εγγονό...Χριστουγεννιάτικες μέρες έχασε τον πατέρα του, τις ίδιες μέρες έχασε και την μανούλα του... Τι πόνο κουβαλάει μέσα του αυτό το παλληκάρι... Ο Θεός να του δίνει δύναμη και άμετρο κουράγιο...

       Η ζωή κυλάει, δεν σταματά... Παρασέρνει όλα στο διάβα της και απαλύνει πόνους σουβλερούς...Όποιος όμως αγάπησε, δεν ξεχνά...Ναι, θα φάει, θα πιει, θα γελάσει, θα προχωρήσει μπροστά... Θα γλυκάνει το πυρωμένο σίδερο της απώλειας...Μα δεν θα ξεχάσει ποτέ... Μακάρι να μην έρχονταν έτσι τα πράγματα... Μακάρι αυτούς που έφυγαν να τους είχαμε πάντα μαζί μας... Αφού όμως οι άνθρωποι ήταν γραφτό να πιουν τούτο το πικρό ποτήριον ,  πρέπει να συνεχίσουν, να συνεχίσουμε... Με τρομάζει αυτό που έγινε με την αδελφή μου... Σήμερα ήταν ανάμεσά μας, την άλλη μέρα έφυγε... Θεέ μου... Μια δρασκελιά χωρίζει την ζωή από τον θάνατο... Και νιώθεις τελείως ανίσχυρος, γιατί δεν μπορείς να κάμεις τίποτα... Δεν μπορείς να το χωνέψεις ότι μια ζωή γλίστρησε μέσα από τα χέρια σου σαν νερό... Τούτη την στιγμή κρατούσα το χέρι της Αντζέλας και την άλλη η ζωή είχε πετάξει μακριά... Σου έρχεται να τρελαθείς μπροστά στο τετελεσμένο του πράγματος... Και νιώθεις ανήμπορος, μικρός, ένα τίποτα μπροστά στους νόμους της ζωής...Τώρα υπάρχεις, σε δυο λεπτά δεν υπάρχεις... Σου έρχεται να τρελαθείς...

             Αχ, Αντζέλα, δεν προλάβαμε να πάμε στο παραμυθένια στολισμένο χριστουγεννιάτικα μαγαζί στου Ψυρρή... Θα πηγαίναμε μόνες και θα φορούσες το μπλε σου δαντελένιο φόρεμα...Θα παράγγελνες, έλεγες, ουίσκυ με πάγο, κάτι που είχες χρόνια να πιεις ή ένα φρέντο καπουτσίνο... Εγώ γλυκό κρεμώδες ή έναν ζεματιστό καπουτσίνο με πηχτό αφρόγαλα...Στον γυρισμό θα πηγαίναμε από του Σπύρου, να βλέπαμε παπούτσια... Αν δεν ήσουν κουρασμένη, θα περνούσαμε από το σπίτι, διαφορετικά θα το αφήναμε για άλλη φορά... Και θα ολοκλήρωνες το πιάτο που ζωγράφιζες τελευταία, με την Κρήτη.Το μπουκάλι με τα γκι, σου είχε βγει υπέροχο...Δεν προλάβαμε τίποτα... Για σένα το αύριο έσβησε αναπάντεχα και τραγικά...Ταρακουνηθήκαμε άγρια... Ο σεισμός του απρόοπτου, δυσβάχτατος...
        Λοιπόν αδελφή, με συντροφεύεις... Καθημερινά...Είναι σαν να έχασα το ζωντανό αυτοκολλητάκι μου...Μπορούσαμε να μοιραστούμε βουβά στιγμές, που σε άλλους θα έπρεπε να εξηγήσουμε... Κι αυτό γιατί εμείς είχαμε τις ίδιες προσλαμβάνουσες και δεν χρειάζονταν πολλές επεξηγήσεις μεταξύ μας...Αυτό είναι... Έχασα το καθρέφτισμά μου...Τώρα θα υπάρχεις μόνον μέσα στην καρδιά μου και θα συννενοούμαστε νοερώς...Ξέρεις πια φωτογραφία μας, έρχεται συνέχεια εμπρός μου; Εκείνη η ασπρόμαυρη με μας τις δύο μικρούλες... Εσύ νήπιο κάθεσαι χαμογελαστή σε μια καρέκλα, με τα ωραία φουστανάκια σου και τα χεράκια σου απλωμένα κι εγώ όρθια στο πλά'ι' της καρέκλας, σού κρατώ τον ώμο, φορώντας εμπριμέ, με τα μαλλάκια μου πλεγμένα κοτσίδες και σου χαμογελάω τρυφερά...Ήμασταν στην αρχή της ζωής, ανέμελες και γεμάτες ζαχαρένια όνειρα και τρυφερά φτερουγίσματα από μικρά αγγελούδια!!! Το ουράνιο τόξο της ζωής, άστραφτε με ιριδίζοντες σελαγισμούς μπροστά μας!! Όλη η αθωότητα σε μια μικρή φωτογραφία!!
        Αδελφή μου...Θα σου κρατώ τον ώμο νοερά... Και θα κάθεσαι στην φωλιά της καρδιάς μου, για πάντα... Αδελφή μου...