Εμφανιζόμενη ανάρτηση

Δευτέρα 31 Αυγούστου 2020

ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟ ΔΕΙΛΙΝΟ

Μιά σιγαλιά θρονιάστηκε τριγύρω στο τοπίο...

Μηδέ πουλιού γροικάς λαλιά χωμένο στ' ακροκλώνια.

Στο σπιτικό μέσα καλά, τα πάντα φροντισμένα

Το ραδιάκι τ' ανοιχτό, περνιέται για παρέα.

Οι επισκέψεις λιγοστές, η πόρτα δεν ανοίγει.

Τα πάντα είναι στην θέση τους, κανένας δεν τ' αγγίζει...

Στολίδια παντού κρέμονται, το σπίτι ομορφαίνουν,

που περιμένει σιωπηλό τον επισκέπτη νά 'ρθει...


Σαν μιά θεατρική σκηνή ανοίγεται το δώμα.

Κάθε γωνιά λεπτοδουλειά, στιγμούλες αναδεύει

κι όλο μαζί να μαρτυρά φευγάτο παραμύθι...


Κάποτε γέλια και φωνές πλημμύριζαν το σπίτι...

Τότε ήταν άλλες εποχές και τα παιδιά βομβούσαν,

ένα μελίσσι από χαρές, τρεχαλητά, παιχνίδια...

Ήταν τα χρόνια που η φωλιά γεμάτη, τραγουδούσε

κι αντιλαλούσε από φωνές το σπιτικό μας όλο...


Ώσπου τα χρόνια πέρασαν, οι νεοσσοί τρανέψαν...

Ανοίξαν τις φτερούγες τους και πέταξαν στον ήλιο...

Κάστρο δικό τους κτίσανε με ρόδα και γαλήνη.

Ώσπου μικρά κλωσσόπουλα στο στέκι τους φανήκαν...

Με μαεστρία πλέξανε τονε δικό τους κόσμο...

Χαρούμενο, πολύβουο, χιλιοευλογημένο...


Κι απόμεινε το πατρικό μονάχο του να μένει...

Σωστό, ομορφοστόλιστο, σαν κάρτα γενεθλίων...

Κοιτάζει η κυρά του γύρω της, στην σιωπή δοσμένη.

Ωραία γύρω τα 'φτιαξε, να λεν μιά ιστορία,

τα πράγματα ολόγυρα, μνήμες χρυσοραμμένες.

Αερικό θαρρείς περνά απ' τα δωμάτια μέσα...

Κι όπου κοιτάξει ξεπηδά μι' ανάμνηση δροσάτη.

Στον καναπέ της κάθεται και πιάνει το μολύβι,

να 'ξιστορήσει στο χαρτί ιδέες και τραγούδια...


Στο τρίτο κεφαλόσκαλο βαδίζει τώρα πλέον...

Απ' όλα όσα ήθελε, τι πρόλαβε να κάμει;

Υπάρχουν κάποια αγίνωτα σχέδια που προέχει

να δώσει λύση γρήγορα και τον καιρό ν' αδράξει...

Ούτε κατάλαβε το πώς τα χρόνια προσπεράσαν

και κύλησαν ωσάν νερό μέσ' απ' τα δάχτυλά της...


Την παρασέρνει η σιωπή κι η τόση ηρεμία.

Αφήνεται και χάνεται στο κύλισμα της ώρας...

Όλα τριγύρω ταχτικά, στην τρίχα γραμμωμένα.

Τώρα θροούν από ζωή σαν έρχονται τα εγγόνια

και ξαναχύνεται η χαρά πολύβουη και ζώσα.


Κι όταν στο σπίτι τους γυρνούν τ' αθώα της βλαστάρια,

ξανασκεπάζει η σιωπή με πέπλο τις καμάρες

κι η τηλεόραση αρχινά να παίζει για παρέα,

γιατί πολύ αντιπαθεί την πλέρια ησυχία...


Πώς έφτασε για πέστε μου, στο τρίτο σκαλοπάτι;

Ούτε που το κατάλαβε πώς διάβηκαν τα χρόνια...

Ο δρόμος προς το δειλινό, πιο κοντινός φαντάζει...

Δεν θέλει να το σκέφτεται... Μέσα της κοπελούδα

ορθώνεται το είναι της... Αγέραστη η καρδιά της...


Έχει πολλά να ευχαριστεί τον Ύψιστο Πατέρα.

Ζουμπούλια είναι γύρω της, παιδιά, γαμπροί, εγγόνια...

Όμως η πατρική φωλιά μονάχη της κουρνιάζει...

Μα, έτσι είναι του Θεού το πλήρωμα το μέγα...

Και έτσι φυσιολογικό της μοίρας μας ο κύκλος...

Μήπως και τούτη κάποτε απ' την φωλιά δεν βγήκε

κι άφησε πίσω μοναχό το πατρικό της σπίτι,

για να γεμίσει με χαρές καινούριο καστροπύργι;


Μα έλα μου, που το μυαλό κάνει δικούς του κύκλους...

                     Το ξέρει: 

Έτσι 'ναι φίλε μου η ζωή και έτσι θε να 'ναι πάντα...

Στην θέση  τώρα βρίσκεται των εδικών γονιών της,

σαν άνοιξε τα φτέρουγα γι' αλλούθε να σαλπάρει...

Γι' αυτό και θα τ' αποδεχτεί αυτά που θε να 'ρθούνε.

Την μοναξιά πρωταρχικά ας την καλωσορίσει...

Φίλες θα γίνουν γκαρδιακές, αχώριστες κυράδες...

Και κείνο κει το δειλινό των -ήντα και πιο πάνω,

ας το χαρεί από καρδιάς χωρίς πια να λογιέται

πόσο μακριά ή και κοντά της πρέπει να το φτάσει...


Αυτά ορίζει η Κλωθώ  στο τρίτο σκαλοπάτι...

Χαμένη μες στα χρώματα πορτοκαλιάς ομίχλης

που άλλοτε λικνίζεται σε ασημένιο κύμα

και άλλοτε χρυσίζουσα φωτά το μονοπάτι.

Τα πάντα στέκουν απαλά, γκριζάρουν οι γωνίες..


Κι ο πόνος απ' τα γόνατα, την μέση ή τα χέρια, 

στέλνει μωβέ τις πινελιές στου χρόνου την παλέτα,

μα είναι μόνον πταίσματα, ''είναι της ηλικίας''

και ως εκεί Θεούλη μου, μην δώσεις κάτι άλλο...

Αν έχεις την υγεία σου, τα πάντα ξεπερνιούνται.

Το να 'σαι ορθός και να μπορείς ν' αυτοεξυπηρετείσαι,

είναι ευχή ολόθερμη που βγαίνει απ' την ψυχή μας...

Βάρος ποτέ μη γίνουμε, ολόρθοι να σταθούμε...


Και τότε ίσως όμορφο το δειλινό θωρούμε...

Τότε θα νιώσουμε βαθιά τον στεναγμό της πείρας.

Ένα σαρκίο ώριμο με πλούτο από γνώσεις...

Πολύτιμο το άτομο και πολυαγαπημένο

που 'χει σοφία στο μυαλό να μεταλαμπαδεύσει....


Το σπίτι μου σαν νά 'γινε καράβι π' αρμενίζει...

Κροκόπεπλος η Αθηνά στα μύρα το τυλίγει.

Χρυσά ποτάμια, ρουμπινί, μενεξελιά κι ασήμια

το δειλινό του χάρισε, να πλέει βλογημένο.

Η πίστη είναι στο πανί, η πείρα στο τιμόνι...

Λεπτή η θλίψη κάθεται στην πλώρη κι αγναντεύει...

Τα χρώματα της ίριδας τριγύρω στραφταλίζουν

κι αέρι μελαγχολικό, γλυκό σ' αποκοιμίζει...


Το ξέρω: Να συμφιλιωθώ πως πρέπει με τον χρόνο...

Να μην του εναντιώνομαι, σιμά να περπατάμε...

Ουδέ το ηλιοβασίλεμα με φόβο να κοιτάω...

Να χαίρομαι την κάθε μιά στιγμή οπού διαβαίνει..

Να χαίρομαι τις ευμορφιές του χρόνου που 'μαι τώρα...

Ν' απολαμβάνω ευωδιές, ακούσματα, φεγγάρια...

Να ζω με μιά βαθιά χαρά τις ώρες που περνάνε...


Και τότε ήρεμη θα ζω στη γονική φωλιά μου... 

Ένα ταξίδι μαγικό στα χρώματα της δύσης,

πορφύρας ηλιοστάλαγμα και φέγγος της σελήνης...

Κι εγώ καραβοκύρισσα των χρόνων που παρήλθαν,

θε ν' ατενίζω τ' αύριο μ' ολόρθο το κεφάλι

κι ένα μεγάλο ''ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ'' για όλα αυτά που ζούμε...


Κυριακή 9 Αυγούστου 2020

ΚΕΦΑΛΟΝΙΤΙΚΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ --ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ

    Δεκαετίες του '60 και του '70 στην Κεφαλονιά... Το καλοκαίρι ερχόταν χαρωπό, φορτωμένο μούρα, βασιλικά σύκα, αχλάδια κοντούλες και φρέσκα ζαρζαβατικά από τον κήπο σου... Οι διακοπές ήταν απόλυτα συνυφασμένες με το νησί μας. Εδώ θα μέναμε όλο το θέρος, κάτι το αυτονόητο και το τελείως φυσικό για μας τους ντόπιους. Μικρά κορίτσια τότε η αδελφή μου και εγώ, χαιρόμαστε την θάλασσα, τα παγωτά και τον θερινό σινεμά... Αξέχαστες οι βραδινές βόλτες μας στην παραλία... Μόλις νύχτωνε, όλη η Σάμη χυνόταν για σουλάτσο στον παραλιακό δρόμο... Τα καφενεία, τα ζαχαροπλαστεία και τα εστιατόρια, έβγαζαν έξω τα τραπεζάκια τους που πλημμύριζαν από Σαμικούς και τουρίστες, για έναν καφέ, μία πάστα σεράνο ή φρέσκα καλαμαράκια και κυρίως την πεντανόστιμη κεφαλλονίτικη κρεατόπιτα... Τα τραπεζάκια απλωνόντουσαν ως και πάνω στο κύμα, φίσκα από επισκέπτες, ένθεν κι ένθεν του δρόμου, όπου βολτάριζαν ζευγάρια, νέοι, ολόκληρες οικογένειες και ανέμελες παρέες... Μια χαρούμενη ανθρώπινη μάζωξη, κάτω από τον πιο έναστρο ουρανό του κόσμου και δίπλα στην θάλασσα που απλωνόταν ακύμαντη, μυστηριώδης, καθρεφτίζοντας όλα τα αστέρινα διαμάντια τ' ουρανού και τα λαμπερά φωτεινά περιδέραια από τα πυροφάνια... Νύχτες μαγικές και αξέχαστες... Και το κυριότερο: Ήμασταν όλοι εκεί  α κ ό μ α... Παρόντες...

    Για όλους τους ντόπιους, σπουδαίο γεγονός η έλευση των συγγενών από την Αθήνα. Στην οικογένειά μας χαιρόμαστε μόλις ερχόντουσαν τα παιδιά και τα εγγόνια της γλυκύτατης θείας Λάμπρως, γιατί παίζαμε με την Αγγελικούλα την κόρη της καλοσυνάτης θείας Αθηνάς, τον Πέτρο που μας έμαθε τουΐστ και χαζεύαμε την πανέμορφη Ευτυχούλα, την κόρη της εξίσου όμορφης θείας Χριστίνας... Τα σπίτια μας γειτόνευαν και με την Αγγελικούλα βλεπόμαστε καθημερινά...Χαιρόμασταν και για την έλευση των συγγενών από το Φλαμιατέϊκο σόι...της θείας Αντζολίνας, του θείου Μεμά του γιατρού και της οικογένειας της αγέραστης θείας Βασιλικής, αδελφής της γιαγιάς Πολυάνθης... Οι τελευταίοι έμεναν στο σπίτι τους, διώροφο, πίσω από το Λιμεναρχείο, κολλητό με το σπίτι του εξέχαστου συμμαθητή μου Τζέρρυ Στεφανάτου, δίπλα στην θάλασσα ακριβώς, και φυσικά έφερναν μαζί τους την μεγαλύτερη αιτία της προσμονής μας, την εξαδέλφη μας Νανά, εγγονή της θείας Βασιλικής και κόρη της θείας Κικίτσας που την ξεχώριζα για την λεπτότητα και την ευγένειά της.

    Εκεί να δεις χαρές όταν κατέφθανε η Νανά!! Πηγαίναμε σπίτι της, ερχόταν στο δικό μας και τα βράδια, μέσα στο πλήθος που βολτάριζε, βολτάραμε κι εμείς. όλο κέφι και ανεμελιά... ''Εσύ Πολυάνθη και η Νανά, σαν μεγαλύτερες πηγαίνατε πιο γρήγορα κι εγώ έτρεχα πίσω σας να σας προλάβω!!'' μου είπε μετά από χρόνια η Αντζέλα μας, το μικρό της παρέας... Δίπλα μας περνούσαν Ιταλοί που τραγουδούσαν κι εμείς πηγαίναμε στο λιμάνι και θαυμάζαμε τα κότερα που λικνιζόντουσαν με χάρη στα γαλήνια νερά του Ιονίου... Ο πατέρας μας ο Κώστας, είχε βγάλει καρέκλες έξω από το κατάστημα ΙΖΟΛΑ που ήταν αντιπρόσωπος και καθόταν εκεί συνήθως οι συγενείς μας, παραγγέλνοντας από τον κύριο Παναγιώτη ακριβώς δίπλα, τους λουκουμάδες τους ή την πάστα τους... Η μαμά μας έλαμπε με τα ξανθά μαλλιά της και το γαλάζιο ταγιέρ, μέσα στους συγγενείς που όλοι αντιλαμβανόντουσαν την αγάπη που πλανιόταν ανάμεσα στον Κωστάκη και στην Αλίκη... Πολύτιμες στιγμές, μονάκριβες, ανεπανάληπτες... Εκεί και η πάντα αλέγκρα Αννούλα, ανύποπτη για το τι θα της επεφύλασσε η μοίρα μετά από χρόνια... Εκεί και οι φίλοι της θειας Αντζολίνας, αρχόντισσες σωστές. ''Κοιτάξτε την Πολυάνθη!'' είπε η κυρία Κοττάκη, βλέποντάς με. ''Είναι ίδια με την ηθοποιό στην ταινία Η ΚΥΡΙΑ ΜΕ ΤΟ ΣΚΥΛΑΚΙ!! Τί πρόσωπο! Τι δέρμα!'' Η ταινία ήταν ρώσικη, την έπαιζε ο θερινός κινηματογράφος του Τζανετάτου, αλλά δεν την είδα, αν και λάτρης της ρώσικης κουλτούρας... Είδα όμως ''ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΠΑΝΙΑ'', μια ωραιότατη ρώσικη μεταφορά του έργου του συγγραφέα Αλεξάντρ Γκριν [ο σωστός τίτλος ΤΑ ΠΟΡΦΥΡΑ ΠΑΝΙΑ το οποίο πρόπερσι έψαξα και το βρήκα σε βιβλίο] και το όνομα της πρωταγωνίστριας στην ταινία ''Ασόλ'' το έδωσα σε μια κούκλα μου, για να μην το ξεχάσω ποτέ...

    Βολτάραμε πάνω-κάτω στην παραλία και κάναμε στάση στο στέκι του πατέρα μου με όλους τους καλεσμένους και η Νανά έτρεχε και χάϊδευε τρυφερά τον σβέρκο του δικού της πατέρα, γουργουρίζοντάς του τρυφερά λογάκια... Του είχε πάντα τρομερή αδυναμία και δικαιολογημένα, διότι ο θείος Πέτρος ήταν ένας ιδιαίτερα αξιόλογος άνθρωπος... Μετά, συνεχίζαμε την βόλτα μας ως την άκρη του λιμενοβραχίονα, ξαποσταίνοντας στο κομμάτι με τους μεγάλους βράχους... Τι θυμάμαι σαν εικόνα; Ένα χαρούμενο ανθρώπινο μελίσσι στους δρόμους, μια απέραντη βελουδένια μάγισσα θάλασσα και μια χρυσή φεγγαροστράτα που ξεκινούσε από τον μυριοστόλιστο βραδινό ουρανό και χυνόταν στην θάλασσα ως την άκρια του λιμανιού μας... Και πάνω απ' όλα πληρότητα και σιγουριά... Γιατί ήμαστε ΟΛΟΙ εκεί... Δεν έλειπε κανένας...

    Το κλου των διακοπών ήταν τα γενέθλια της Νανάς, από απόψεως....γαστριμαργικής ευωχίας!! Του Σωτήρος 6 Αυγούστου, πηγαίναμε στο σπίτι της θείας Κικίτσας... Τι λεπτός άνθρωπος... Θυμάμαι ένα βράδυ που ήμουν στο κατάστημα και ζωγράφιζα στο γραφείο του μπαμπά, μπήκε μέσα και μόλις είδε το έργο μου, είπε με θαυμασμό: ''Πολυάνθη μου, τι όμορφα που ζωγραφίζεις!! Εσύ παιδί μου έχεις ταλέντο!! Τι πανέμορφη Κινέζα!! Υπέροχο πορτρέτο!! Να συνεχίσεις! Μην αφήσεις αυτήν την κλίση σου!!!'' Έγινα δασκάλα και η κλίση μου στο σχέδιο έκαναν πολλές φορές τα μάτια των μαθητών μου να λάμπουν, οσάκις τους έδινα τις απαραίτητες και προσεγμένες φωτοτυπίες με μια ζωγραφιά μου από πίσω να την χρωματίσουν! Ζωγράφος έγινε η πρώτη κόρη!! Το γονίδιο ξεκίνησε από την γιαγιά Πολυάνθη που στο λεύκωμά της το οποίο έχω, βλέπω την κλίση της και στην ποίηση. Το γονίδιο αυτό πέρασε σε μένα, αλλά εδραιώθηκε στην κόρη μου!!!

    Λοιπόν. Το βράδυ των γενεθλίων της Νανάς, πηγαίναμε στο σπίτι της. Η μαμά της μας κερνούσε την λαχταριστή της τούρτα, που έκανε αυτήν την ημέρα, ιδιαίτερα ξεχωριστή, ειδικά για μένα την λιχούδα!!! Ήταν ένα όνειρο, με επικάλυψη φίνας σοκολάτας και μιας υπέροχης λευκής κρέμας για γέμιση!! Ένα γλυκό που δεν σε λίγωνε, αλλά σου άφηνε μια λεπτή γεύση στο στόμα που σε έκανε να θες να φας κι άλλη! Ποτέ όμως δεν τόλμησα να ζητήσω ένα δεύτερο κομμάτι, ειδικά όταν στην οικογένεια της εξαδέλφης μου, η κόρη μιλούσε στην μητέρα της, στον πληθυντικό! Αργότερα παντρεμένη, ζήτησα την συνταγή από την θεία Κικίτσα, αλλά την έγραψα πάνω στο βιβλίο μαγειρικής τον ΤΣΕΛΕΜΕΝΤΕ, που με τις μετακομίσεις, κάποια στιγμή τον έχασα. Σε μια φωτογραφία βρισκόμαστε στο σαλόνι της Νανάς, σε μιαν άλλη είναι η αδελφούλα μου η Αντζέλα με τον αδικοχαμένο γιο της Άννας και του Φίλιππα, τον Αλέξανδρο, χαρούμενοι και γελαστοί, ανύποπτοι για το τι ύφαινε για το μέλλον τους, η μοίρα η Κλωθώ...

    Εκείνα τα γενέθλια, θα τα θυμάμαι πάντα, γιατί πρωτοστατούσε η αδελφή μου η Αντζέλα... Θα πήγαινε Τετάρτη Δημοτικού, άρα εγώ θα ήμουν Τρίτη Γυμνασίου ή Πρώτη Λυκείου [ή Τετάρτη Γυμνασίου όπως λέγαμε τότε], καθ' όσον την περνούσα πέντε χρόνια και η Νανά στην μέση σχεδόν. Η μαμά μας, φόρεσε στην Αντζέλα ένα πανέμορφο μπλε φουστάνι με μικρά λευκά πουά, άσπρη ζώνη στην μέση που έδενε πίσω με φιόγκο, φούσκα μανικάκι μικρό στους ώμους με άσπρη φάσα και τα μελιά μαλλιά της τραβηγμένα πίσω και ψηλά σε αλογοουρά που την κρατούσε ένας λευκός φιόγκος. Το φόρεμα μάς το είχε στείλει σε δέμα η νουνά μου και θεία Ρεγγίνα, αδελφή της γιαγιάς Πολυάνθης, που έμενε στην Αμερική, μια χρυσή γυναίκα. Καθίσαμε όλες οι κυρίες στο μπαλκόνι και η Αντζέλα έμεινε στην αυλή, κάτω από τον αναμμένο στύλο της ΔΕΗ και άρχισε...να μας τραγουδά και να χορεύει, δικαιώνοντας τον τίτλο της ''Αλίκη Βουγιουκλάκη'' που την φώναζαν χαϊδευτικά!! Πόση υπερηφάνεια ένιωσα ακούγοντας και βλέποντας την αγαπημένη μου αδελφή! Ήταν ένα χάρμα οφθαλμών, χαιρόσουν να αντικρύζεις ένα τόσο ξεχωριστό και ταλαντούχο παιδί!! Η θάλασσα που μουρμούριζε σιγανά στην ακτή, το φως που έφεγγε σαν άστρο, η μελωδία και οι χαριτωμένες κινήσεις της αδελφούλας μου, έμειναν για πάντα ανεξίτηλα χαραγμένες στο μυαλό μου, κάνοντας εκείνη την νύχτα των γενεθλίων, αξέχαστη... Η Αντζέλα όλα τα ταλέντα της τα ξεδίπλωσε αργότερα ως Νηπιαγωγός στην ΙΟΝΙΟ ΣΧΟΛΗ και η φήμη της είναι ακόμα ολοζώντανη, και θα είναι για παρα πολύ ακόμη!

    Η Νανά έγινε γιατρός και παραμένει όμορφη, όπως ήταν και τότε!!Ατελείωτα πόδια και λυγερή κορμοστασιά! Δεν έχουμε χαθεί... Μπορεί να μην βλεπόμαστε συχνά, η αγάπη όμως υπάρχει... Καθώς και οι κοινές αναμνήσεις... Αυτές οι αναμνήσεις που θα νανουρίζουν πάντα την καρδιά μας με το βελούδινο θαλασσινό τους χάδι, την μοσχοβολιά της γαζίας και του αγιοκλήματος, την ανεμελιά των παιδικών χρόνων, την μαγεία του ολόχρυσου φεγγαριού και τις μορφές αγαπημένων ανθρώπων, πολυαγαπημένων... Σαν μια καρτ-ποστάλ από τα παλιά.... Πασπαλισμένη με άφθονη αστερόσκονη και με όλους τους αγαπημένους μας παρόντες...Ζωντανούς... Έτσι, όπως τους φυλάξαμε στην καρδιά μας, μέσα σε αδαμάντινη κορνίζα, στεφανωμένη με τον απόηχο ευτυχισμένων και αλησμόνητων στιγμών, μέσα στην αγκαλιά του Κεφαλονίτικου ανασασμού...