Εμφανιζόμενη ανάρτηση

Τρίτη 30 Ιουλίου 2019

9ο] Η ΚΑΤΑΠΤΩΣΗ

                    Η Πασχαλίνα γύριζε από την δουλειά της... Τι μέρα κι αυτή... Έβρεχε συνέχεια από το  πρωί... ''Όπως πάει, θα βρέχει όλη νύχτα... Μουλιάσαμε πια. Έκλεισε βιαστικά την ομπρέλα της, γιατί μια ριπή του ανέμου της την γύρισε ανάποδα. Παρ'ολίγο να την πάρει απ'τα χέρια της. Ευτυχώς που φορούσε αδιάβροχο.Ίσιωσε την κουκούλα και άνοιξε το βήμα της .Πήγαινε στο σπίτι της .Η βάρδια στο ζαχαροπλαστείο-καφενείο τους, είχε τελειώσει. Οικογενειακή επιχείρηση. Όλοι δούλευαν εκεί, γονείς, αδέρφια κι αυτή. Η μάνα έφτιαχνε καρυδόπιτες, αμυγδαλόπιτες, παντεσπάνι και από το Αργοστόλι ερχόντουσαν οι πάστες. Σέρβιραν και μεζεδάκια με ρομπόλα, έβγαζαν και εισιτήρια για το φέρυ- μποτ. Δραστήρια οικογένεια. Μπορεί να κουραζόντουσαν, αλλά οι κόποι τους πάντα αμείβονταν.Θα έφτιαχε κάτι γρήγορο, μια στραπατσάδα να πούμε, γιατί με την δουλειά δεν εύρισκε ώρα να φάει σαν άνθρωπος, μόνον τσιμπολογούσε πότε-πότε...

                      Επιτάχυνε το βήμα της, όταν το μάτι της είδε έναν μαύρο μπόγο στο πεζούλι του αγάλματος. Σακούλα ήταν; Έβρεχε και δεν μπορούσε να διακρίνει καλά, όταν ο μαύρος μπόγος κινήθηκε και γύρισε από την άλλη πλευρά. ''Μνήσθητί μου Κύριε!!! Άλλο και τούτο!! Λες να είναι άνθρωπος;'' Πλησίασε κοντά και έκπληκτη είδε λευκά μαλλιά να μουσκεύουν ένα πρόσωπο...''Κυρία; Τι κάνετε μες στην βροχή;;'' Το λευκό κεφάλι σηκώθηκε και μια υπόκοφη φωνή τραύλισε:  ΄΄Κρυώνω... Κρυώνω πολύ..'' Και τότε την αναγνώρισε... ''Κυρία Άννα;; Τι κάνετε μέσα σ' αυτόν τον χαμό;; Τι σας συνέβη; Είστε μούσκεμα!! Θα πάθετε καμιά πνευμονία.. Ελάτε να σας πάω στο σπίτι σας!!''' Η Άννα χωρίς να σηκώσει κεφάλι ψιθύρισε:  ''Όχι!! Όχι σπίτι μου!!!''   Η Πασχαλίνα την ρώτησε έλπληκτη:  ''Τι είπατε κυρία Άννα; Σας παρακαλώ μιλήστε πιο δυνατα,δεν κατάλαβα τι είπατε...''  Φώναζε, γιατί με τ'αστραπόβροντα δεν μπορούσε να συννενοηθεί κανονικά...Και δεν πίστευε στ'αυτιά της αυτό που είχε ξεστομίσει η Αννούλα...'' 'Οχι στο σπίτι μου... Πασχαλίνα εσύ είσαι; Πάμε στο δικό σου σπίτι;'' Τα 'χασε η κοπέλα.. Δεν γινόταν όμως και να αρχίσει διαλογική συζήτηση μεσα στο κατακλυσμό.. Και τουρτούριζε απ' το κρύο. Φύσαγε παγωμένος βοριάς. Χωρίς να το πολυσκεφτεί,βοήθησε την γυναίκα να σηκωθεί και άνοιξε πάλι την ομπρέλα της μπας και την προστατέψει  λιγάκι από το μπουρίνι..Την έπιασε αγκαζέ για να την στηρίξει και κούτσα -κούτσα, μές στην κοσμοχαλασιά, ου δυο γυναίκες μ'ενάντια το άνεμο που ξύριζε πραγματικά, έφτασν στο σπίτι της Πασχαλίνας.
                               Έβαλε την Άννα σε ένα δωμάτιο, της έδωσε ρούχα και πετσέτες και μέχρι να ετοιμαστεί, κρέμασε το αδιάβροχο,φόρεσε  μια ζεστή ζακέτα, παντόφλες κι 'εβαλε να φτιάξει  το φαγητό. Καθώς χτυπούσε τ' αυγά,  μπήκε στην κουζίνα η Άννα. ''Μπορεί να μην είναι στα μέτρα σου τα ρούχα κυρία Άννα, είναι όμως ζεστά. Έλα κοντά στην σόμπα. Αν δεν πουντιάσεις σήμερα, θα 'χεις τύχη βουνό... Να τριφτείς με οινόπνευμα προτού κοιμηθείς, μπας και γλυτώσεις το κρυολόγημα. Σου αρέσει η στραπατσάδα; Την τρως;  Σου φτιάχνω τσά'ι', να το πιεις να συνέλθεις.... Κάτσε να ρίξω τ'αυγά και θα στο σερβίρω...'' ''Ολα τα τρώω Πασχαλίνα μου. Ο Άγιος Γεράσιμος σ'έφερε να με βρεις. Χίλια ευχαριστώ είναι λίγα. Αχ...Ωραίο το τσά'ι'. Η σόμπα είναι αυτή που διαφημίζει η τηλεόραση;; Καλή φαίνεται. Βγάζει πολλή ζέστη...'' Το τρέμουλο της Αννούλας πέρασε κοντά στα μεσάνυχτα... Πόσο τυχερή ήταν που την βρήκε η Πασχαλίνα... Διαφορετικά τι θα 'χε απογίνει μες στον κατακλυσμό;

                         Η Παχαλίνα φέρθηκε υπέροχα στην Αννούλα. Την κράτησε στο σπίτι της σχεδόν μήνα. Τηλεφώνησε και στην Νανά για το τι θα γίνει, η οποία της τόνισε, ότι αφού ο ψυχίατρος είπε ότι μπορεί να μείνει σπίτι της, αυτή δεν μπορούσε να κάνει κάτι... Υπήρχαν πολλοί συγγενείς, αλλά κανένας τόσο κοντινός που να αναλάβει την ευθύνη να την βάλει σε ένα ίδρυμα, όπου τουλάχιστον θα φρόντιζαν την φαρμακευτική αγωγή της.. Μόνον η κόρη τής Βενετίας μπορεί να έπαιρνε μια τέτοια απόφαση, αλλά ήταν στην Αμερική και δεν προβλεπόταν να έρθει Ελλάδα. Οπότε η Άννα θα έπρεπε να ξαναγυρίσει πάλι στο σπίτι της... Έτσι κι έγινε. Μια μέρα η Πασχαλίνα ευγενικά είπε στην Αννούλα ότι χρειάζεται το δωμάτιο και πρέπει να επιστρέψει  σπίτι της. Αν ήθελε κάτι, μπορούσε να της τηλεφωνήσει και να της ζητήσει το οτιδήποτε... Έτσι η Άννα ξαναβρέθηκε στο σπιτικό της... Ο γάτος της είχε από καιρό πεθάνει.... Τον θυμόταν καθόλου ή μόνον όταν το μυαλό της ήταν καθαρό του κατέβαζε φα'ί';... Ποιος ξέρει. Μαρτυρική ζωή πέρασε το δύστυχο ζωάκι... Τουλάχιστον πέθανε για να μην υποφέρει πια....
                          Η Άννα το πήρε απόφαση ότι δεν μπορούσε να πάει σε κανένα άλλο σπίτι... Όλοι κάποια στιγμή ευγενικά της έδειχναν την πόρτα.. Άσε και που ήταν μεγάλη ευθύνη μην πάθει τίποτε στα χέρια τους...Λένε ότι τελικά η Άννα είχε παρανο'ι'κή σχιζοφρένεια, κάτι που αν το είχαν διαγνώσει ενωρίς και έπαιρνε συστηματικά τα φάρμακά της, θα μπορούσε να ζήσει ευπρεπώς... Όμως ο γιατρός του ψυχιατρείου της Τριπόλεως και ο δεύτερος που την είδε σπίτι της είχαν βγάλει, απ' ό,τι φαίνεται, λάθος διάγνωση. Ιδίως ο δεύτερος θα πρέπει να είχε παραπλανηθεί από την εξαίρετη συμπεριφορά που επέδειξε η Άννα...Το θέμα είναι ότι αυτή η γυναίκα πήγε άδικα. Επιστρέφοντας σπίτι της,μετά την Πασχαλίνα, άλλαξε τελείως συμπεριφορά. Εκεί που άλλοτε δεν άνοιγε παράθυρο για παράθυρο, τώρα τα είχε όλα τέντα, ανοιχτά, πρωί -βράδυ, βρέξει -χιονίσει... Και οι Σαμικοί έβλεπαν έκπληκτοι το άλλοτε κατάκλειστο σπίτι ολάνοιχτο... Έβρεχε και ο αέρας ανέμιζε τις κουρτίνες σαν παντιέρες; Ανοιχτό... Τουρτούριζες από το κρύο κι επέφταν κεραυνοί; Ανοιχτό...Είχε ήλιο; Ανοιχτό. Έσκαγε ο τζίτζικας από την ζέστη; Ανοιχτό...

                       Τι είχε αλλάξει; Απλά η Άννα δεν άντεχε πλέον το σκοτάδι και την μοναξιά... Αφήνοντας τα πάντα ανοιχτά, είχε την αίσθηση πως ερχόταν πιο κοντά στους ανθρώπους και δεν ήταν μόνη. Αν έκλεινε τα παντζούρια, φοβόταν ότι οι σκιές θα ερχόντουσαν απαιτητικές να αλώσουν το μυαλό της με μεγαλύτερη ορμή και κακία... Τώρα και τα βράδια, έχοντας όλα τα φώτα αναμμένα και τις μπαλκονόπορτες διάπλατες, θα το σκεφτόντουσαν δυο φορέ να ρθούν να την ενοχλήσουν. Για το πρωί δεν γεννάται ζήτημα... Ο ήλιος έδιωχνε κάθε σκιά μπαίνοντας με όλο το καυτερό του, ολόφωτο μεγαλείο στις κάμαρες μέσα. Κι αν τύχαινε να βρέξει ή έκανε παγωνιά, ντυνότανε γερά,κι  άφηνε το αγιάζι να μπει μέσα και να τρομάξει τις μορφές που σέρνονταν αθόρυβα πάνω στους τοίχους...
                               Ο κόσμος που τα έβλεπε αυτά, έλεγε πως η Ιακωβάτισσα θα πλευριτώσει σίγουρα κι ότι της έχει στρίψει για τα καλά... Τι μπορούσαν όμως να κάνουν ; Συζητιόταν ότι  πλέον έστελνε κάποιον για ψώνια αριά και πού και ότι διατρέφετο μόνον με γάλα και τις αγαπημένες της μπανάνες.Άλλοι έλεγαν πως σε όποιον της έκανε κάποια χάρη και την εξυπηρετούσε, αντί για χαρζηλίκι , του έδινε πολύτιμα πράγματα από το σπίτι της, μέχρι και κοσμήματα έλεγαν μερικοί...Αλήθεια, ψέματα, φουσκωμένες φήμες; Ποιος το ξέρει;Το θέμα ήταν πως η Αννούλα είχε πάρει την κάτω βόλτα...Η έλλειψη φαρμάκων, καθόρισε την κάθετη πτώση της πνευματικής της υγείας... Καημένη Άννα. Όταν ένιωθε πως δεν μπορούσε να ανασάνει, πήγαινε δίπλα στην μπαλκονόπορτα... Και καθώς φυσούσε ο αέρας την κουρτίνα σαν πανί ιστιοφόρου, το λεπτό ύφασμα την σκέπαζε ολόκληρη κι έμοιαζε με μια τεράστια πεταλούδα που αγωνιζόταν να βγει απ' το μεταξωτό, διάφανο, πάλευκο  κουκούλι της . Στην πραγματικότητα η Άννα είχε βυθιστεί μέσα σε ένα απόρθητο κουκούλι που της ρουφούσε την ζωή, κάθε μέρα που πέρναγε, όλο και πιο πολύ...Και τι κρίμα...Δεν θα μεταμορφωνόταν ποτέ σε ελεύθερη πεταλούδα, όσο κι αν προσπαθούσε να ξορκίσει το κακό... Η ξανθιά πεταλούδα είχε χαθεί κάπου στα περασμένα , ταραγμένα χρόνια, στην αρχή του δικού της δειλινού, του δικού της ηλιοβασιλέματος...

8ο] ΟΤΑΝ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΑΤΩΝΕΙ...

                     Όλα όσα είχαν συμβεί, κλωθογύριζαν στο μυαλό της Αννούλας σαν πύρινη σφαίρα... Σε όποιο δωμάτιο κι αν πήγαινε, έβλεπε τα φαντάσματα των δικών της. Την κάμαρα των γονιών της δεν την πλησίαζε... Η φιγούρα του πατέρα της σκυμμένου πάνω σε χαρτιά, η φιγουρα της μάνας της να την φωνάζει για κάποια δουλειά, στοίχειωναν τα μέρη του σπιτιού. Εκεί όμως που δεν μπορούσε να καθίσει στιγμή, ήταν το καθιστικό... Η μορφή της αδερφής της το είχε στοιχειώσει για τα καλά...Νόμιζε ότι άκουγε τις φωνές τους, και κάποιες φορές ένιωθε ένα ελαφρό αεράκι δίπλα της, σαν κάποιος να είχε διαβεί από μπροστά της...''Η φαντασία μου οργιάζει, ψιθύρισε ένα απόγευμα... Το ρεύμα που κάνουν τα ανοιχτά τζάμια είναι, κι εγώ νομίζω ότι κάποιος με ακουμπά... Θα μου στρίψει τελικά εδώ μέσα. Μόνο στο δωμάτιό μου και στο σαλόνι βρίσκω λίγη ησυχία... Μα να μην μπορώ να περάσω από το χωλ; Σύνελθε Αννούλα!! Θα σε ξανακλείσουν στο τρελάδικο!!''  Από την ώρα όμως που άρχιζε να νυχτώνει, ξεκινούσε το μαρτύριό της... Οι ίσκιοι πλήθαιναν, μεγάλωναν... Την κοιτούσαν απειλητικά λες κι ήθελαν να την καταπιούν...Οι σκέψεις ερχόντουσαν αμείλικτες και καταλάμβαναν το μεγαλύτερο μέρος του μυαλού της... Τα γεγονόταν μεγεθύνονταν κι ένιωθε σιγά-σιγά τον πανικό να έρχεται πορφυρός και απειλητικός... Και τότε ξεκινούσε τον μονόλογο και το ασταμάτητο περπάτημα... 
                        Στήριξη δεν είχε καμία, γιατί τα φάρμακά της τα είχε παραμελήσει ολοσχερώς...Κι η κατάθλιψη βρήκε προσοδοφόρο έδαφος και θέριεψε ανεξέλεγκτη... Ο ένας πανικός διαδεχόταν τον άλλον και η Άννα οχυρωνόταν πίσω από τις κλειστές πόρτες και τα παραθύρια. Το σπίτι την έδιωχνε... Της φώναζε με σειρικτή φωνή ''Φύγε μακριά!!! Φύγε!! Εδώ μέσα θα σε καταπιώ!!'' Αυτό ήθελε κι αυτή... Να φύγει... Μα πού να πάει; Μία-μία οι πόρτες που είχε κτυπήσει, έκλειναν ερμητικά... Βλέπεις, ο καθένας θέλει την ηρεμία του... Μ' αυτήν θα ασχολιόνταν; Δεν φτάνουν τα προβλήματα που είχε ο κάθε νοικοκύρης, θα έβαζε κι άλλο ένα στο τσερβέλο του; Οπότε, τι της έμενε να κάνει;; Συλλογιζόταν τη παλιά της ζωή και δάκρυα ανέβαιναν στα μάτια της.. Κοιταζόταν στον καθρέφτη και απέστρεφε το βλέμμα της αμέσως... Δεν μπορούσε να βλέπει τα κατάλευκα μαλλιά της... Και το πρόσωπό της... Πού είναι η σφριγηλότητα που είχε άλλοτε; Σαν να είχαν κρεμάσει τα μάγουλα και τα μάτια της είχαν χάσει την σπιρτάδα τους... Επομένως, γιατί να καθρεφτίζεται; Για να στεναχωριέται περισσότερο; Η όμορφη ξανθιά εντυπωσιακή κοπέλα είχε χαθεί για πάντα. Είχε πάει να κατοικήσει σε μια σκοτεινή γωνιά της καρδιάς της Αννούλας, τρομαγμένη, κουλουριασμένη για όσα ανείπωτα γινόντουσαν στον άνθρωπο που είχε μεταμορφωθεί τώρα... Κι αυτήν την νεανική λαμπερή μορφή, η Άννα την φύλαγε σαν φυλαχτό στα κατάβαθα του είναι της, έτσι για να μην ξεχάσει ποια ήταν στην πραγματικότητα. Γιατί το σώμα της μορεί να είχε αλλάξει, όμως η ψυχή της έστω και λαβωμένη έμενε πάντα νέα,έστω κι αν περιτριγυριζόταν από τον φράκτη του φόβου...
                       Εκείνη την χειμωνιάτικη ημέρα έβρεχε από το πρωί. Η μελαγχολία σρογγυλοκάθισε στην καρδιά της Αννούλας... Όταν είναι ήλιος όλα τα βλέπεις διαφορετικά, πιο αισιόδοξα, ενώ με την συννεφιά τα ίδια προβλήματα μεγεθύνονται και σε αγχώνουν πολύ... Κάτι τέτοιο έγινε και με την Άννα... Όσο δυνάμωνε η βροχή, τόσο το σφίξιμο στο στήθος της γινόταν εντονότερο... Σε λίγο δεν θα μπορούσε ν'ανασάνει... Κυκλοφορούσε σαν την άδικη κατάρα μέσα στα δωμάτια. Στάθηκε πίσω από τις μπαλκονόπορτες τής μπροστινής βεράντας και κοίταζε από τις γρίλλιες την θυμωμένη βροχή που έπεφτε καταρρακτωδώς... ''Όταν αρχίσει να βρέχει στην Κεφαλονιά, ξεχνάει να σταματήσει'' ψιθύρισε, σφίγγοντας πάνω της την ζακέτα που φορούσε... Η σκέψη αυτή την τρόμαξε.. Τι θα έκανε αν κι αύριο συνεχιζόταν το μπουρίνι; Δεν θ' άντεχε μόνη της... Η εύθραυστη ψυχική της υγεία κλονίστηκε περισσότερο. ''Θεέ μου, τι θα κάμω;'' βόγγηξε νοερά.. Έξω η βροχή έδερνε αλύπητα τα δέντρα και τα κύματα της θάλασσας ερχόντουσα πανύψηλα, με μανία, σκάζοντας με δύναμη στην προβλήτα και φτάνοντας ίσα με τα παγκάκια, στον δρόμο επάνω... Οι κεραυνοί τράνταζαν το σύμπαν και οι αστραπές, όμοια με πύρινα φίδια, ξέσχιζαν τα μαύρα, βαριά σύννεφα... Η Αννούλα ανατρίχιασε σύγκορμη. Όχι τόσο από την ψύχρα, όσο από έναν αδιόρατο τρόμο που λεπτό με λεπτό, θέριευε, φούντωνε μέσα της... ''Σκοτείνιασε κι είναι μόλις τρεις το μεσημέρι... Ν' ανάψω τα φώτα.. Κοίτα μαυρίλα και κακό έξω... Ψυχή δεν περνά...Κι αυτός ο αέρας, πώς λυσσομανά... Θεέ μου!!! Ποπο!!! Κοίτα πως τινάζουν τα κύματα τις βάρκες!!! Λίγο ακόμα και θα τις πετάξουν στον γιαλό...'' Ο αέρας ούρλιαζε με μανία, δέρνοντας ανελέητα ό,τι εύρισκε μπροστά του, παρασέρνοντας κάθε τι που στεκόταν στο διάβα του...Ήταν μια άγρια χειμωνιάτικη μέρα, που η Κεφαλονιά την αντιμετώπιζε ατάραχη, γιατί γνώριζε καλά τον θυμό του χειμώνα και την μανία της νερένιας κόρης του, της βροχής...Η Άννα όμως δεν το άντεχε.
                     Κατά τις τέσσερις το απόγευμα, όλη  εκείνη η πλημμύρα άρχισε να κοπάζει. Σε λίγο σταμάτησε εντελώς.  '' Τώρα είναι ευκαιρία, που δεν βρέχει'' ψιθύρισε η Άννα. Ξαφνικά ενεργοποιήθηκε... Άρπαξε το παλτό της φόρεσε τα παπούτσια της και κατέβηκε τρέχοντας την σκάλα. Το είχε πάρει απόφαση. Τέτοια νύχτα μόνη της δεν θα περνούσε. Γιατί σίγουρα θα ξανάρχιζε να βρέχει. Σήκωσε τα μάτια στον ουρανό και είδε μαύρα σύννεφα να έχουν σκεπάσει τις κορφές των γύρω βουνών... Η καρδιά της πήγε να σπάσει. Η βροχή θα ερχόταν πολύ σύντομα. Ήξερε πως όταν μαζεύονται πολλά μαύρα σύννεφα, φέρνει βροχή.. Το θέμα ήταν πού θα αποφάσιζε να πάει. Στάθηκε αναποφάσιστη στο πεζοδρόμιο κοιτώντας δεξιά- αριστερά.. Ένα-ένα όνομα που ερχόταν στο μυαλό της το απέρριπτε ασυζητητί.. Όχι. Όχι.. Οι συγκεκριμένοι δεν θα την δεχόντουσαν. Κι έπρεπε  να αποφασίσει γρήγορα, γιατί η μπόρα δεν θ' αργούσε να ξεσπάσει. Χωρίς να ξέρει γιατί σκεφτηκε να πάει δεξιά, προς το Λιμεναρχείο. Πίσω του ήταν το διώροφο της Τζούλιας, μόνον που ήταν κλεισμένο, γιατί ήταν χειμώνας και έρχονταν οικογενειακώς μόνον τα καλοκαίρια... ΄Α! Η Τζούλια!!Τι να κάνει τώρα στην Αθήνα!! Την πήρε προχθές τηλέφωνο και την άκουσε μια χαρά! Στην σκέψη της ξαδέλφης της χαμογέλασε τρυφερά.. Μόνον αυτήν έπαιρνε πλέον τηλέφωνο. Δεν μιλούσε με κανέναν άλλον.
                       
                         Κουράστηκε. Νόμισε ότι ένιωσε μια σταλαγματιά στο μέτωπό της... Παναγία μου! Λες ν'αρχιζε να βρέχει από τα τώρα;  Και κοίτα να δεις... Πάνω στην βιασύνη της ξέχασε να πάρει ομπρέλα!!! Έπρεπε να βιαστεί... Μούσκεμα θα γινόταν αν άρχιζε πάλι ο μεσημεριανός κατακλυσμός... Τρέκλισε από σαστιμάρα και φόβο... Να βιαστεί και να πάει πού;;; Και ξαφνικά άνοιξαν οι κρουνοί του ουρανού... Αυτό δεν ήταν νεροποντή... Οι καταρράκτες του Νιαγάρα ήταν. Άρχισε να τρέχει στον άδειο δρόμο σαν πληγωμένη ελαφίνα. Μέσα σε πέντε λεπτά είχε γίνει ολόκληρη μουσκίδι... Έτρεξε κάτω από ένα υπόστεγο, μα ο αέρας φύσαγε πλαγιαστά , όρμησε θρασύτατα κάτω απ'το στέγαστρο που δημιουργούσε το διώροφο και έλουσε την Άννα με το παγωμένο νερό της αδελφής του, βροχής. Όλα τα σπίτια κατά μήκος της παραλίας είναι διώροφα και η Άννα έτρεχε να προφυλαχτεί κάτω από τα μπαλκόνια τους. Άδικος όμως κόπος. Ο αέρας κι η βροχή την έβρισκαν όπου πήγαινε να φωλιάσει. Ο άνεμος μάλιστα ήταν τόσο μανιασμένος που θαρρούσες ότι θα συνέτριβε τα πλεούμενα πάνω στον μόλο. 

                         Το φως είχε χαθεί από ώρα.Και να μην έβρεχε θα είχε σκοτεινιάσει, μιας κι ήτανε χειμώνας. Η Άννα δεν ήξερε τι να κάνει. Ένιωθε τα ρούχα βαριά επάνω της και παγωμένα, έτσι που ήταν μούσκεμα ως το κόκαλο. Εξακολουθούσε να προχωράει μέσα στην θεομηνία και κάποια στιγμή, χωρίς να το καταλάβει βρέθηκε να περπατά καταμεσίς του δρόμου...Τα σπίτια ερμητικά κλειστά..Αριστερά η θάλασσα μούγκριζε σαν μανιασμένο θηρίο που όρμούσε να καταπιεί την στεριά. Βαρκούλες χοροπηδούσαν πάνω στα αγριεμένα άλογα του Ποσειδώνα, τα αφρισμένα τεράστια κύματα που φωσφόριζαν από τις χρυσοπράσινες αστραπές που έσκιζαν το στερέωμα... Μαύρος ο ουρανός, σκοτεινός,ο αέρας έδερνε κατά ριπές   τον λιμενοβραχίονα, τα βουνά, τα δέντρα και χωρίς συναίσθημα τα λύγιζε για να υποκλιθούν στο πέρασμά του. Κι η βροχή μαστίγωνε αλύπητα την πλάση όλη με τέτοιο μένος λες και της ξεπλήρωνε μια παλιά ματωβαμμένη βεντέτα. Η Αννούλα, μέσα σε όλη αυτήν την νεροποντή, βάδιζε τρεκλίζοντας στην μέση του πλημμυρισμένου δρόμου. Το νερό είχε μπει στα παπούτσια της, έσταζε από τα μαλλιά της, από τα καταμουσκεμένα ρούχα της. Έτρεμε από το κρύο. Ήταν βρεγμένη ως το κόκαλο. Ο αέρας ανακάτωνε τα μαλλιά της σε ένα τρελό σχεδιασμό. Η βροχή έτσι που έπεφτε, την χαστούκιζε στο πρόσωπο κι ένιωθε το υγρό της μαστίγωμα να τσούζει το πρόσωπό της και χιλιάδες τσιμπήματα να τρυπούν τα μάγουλά της...Η φούστα της κολλούσε στα πόδια της εμποδίζοντάς την να βαδίσει και το παλτό το ένιωθε ασήκωτο στους ώμους της καθώς είχε ρουφήξει όλο το νερό και έχε γίνει τρεις φορές πιο βαρύ...Το οργισμένο φύσημα του αέρα την έσπρωχνε μια από δω, μια από κει κι αν την έβλεπε κανείς θα νόμιζε πως είναι μια σπασμένη μαριονέττα που την κινεί άσπλαχνα ο άνεμος και θα περίμενες μέσα στο ουρλιαχτό του ν' ακούσεις κι ένα μοχθηρό, σαρδώνιο, σατανικό γέλιο για το άσπλαχνο κατόρθωμά του...Κάποια στιγμή, η Άννα τελείως εξαντλημένη, είδε ότι είχε φτάσει στο ύψος του Λιμεναρχείου... Μπροστά της ορθωνόταν το άγαλμα ενός στρατηγού... Θεέ μου!! Ήταν τόσο κουρασμένη... Να κάτσει... Κάπου να καθίσει... Δεν την ένιαζε που έβρεχε... Να ξεκουραστεί... Αυτό ήθελε... Έκανε ξερικά  κουράγιο κι έφτασε στο άγαλμα. 
                           Άφησε τον εαυτό της να πέσει κυριολεκτικά σαν σακί στο πεζούλι που κύκλωνε τον χώρο του αγάλματος. Τα φώτα είχαν ανάψει στα γύρω σπίτια μιας κι είχε σκοτεινιάσει από ώρα για τα καλά.. Έριχναν τον  χλωμό τους φωτισμό στον μπροστινό τους δρόμο, σχίζοντας δειλά το πυκνό σκοτάδι. Η Άννα κουλουριάστηκε στην θέση της Δεν την ένοιαζε πια αν έβρεχε.. Ίσως και να μην είχε πλέον συνείδηση αυτού που βίωνε...Τα μαλλιά της-άσπρα βρεγμένα πλοκάμια- έκρυβαν το πρόσωπό της... Κι έκανε τόσο κρύο...Άρχισε να τρέμει... Η τρεματούρα ξεκίνησε με ρίγη από τους ώμους και το τρέμουλο εξαπλώθηκε μέχρι τις άκρες των ποδιών της. 'Εμοιαζε με μια καμπουριαστή σκιά με φόντο το μάρμαρο του στρατηγού ,μουσική υπόκρουση το μούγκρισμα της θάλασσας, ένα ανθρώπινο ρετάλι, έρμαιο στα στοιχειά της φύσης, ενώ πάνω της έπεφταν χείμαρροι τα ουράνια δάκρυα...Δεν έβλεπες γύρω ούτε ένα αδέσποτο σκυλάκι, ούτε μα αδέσποτη γατούλα. Όλα είχαν φροντίσει να προφυλαχτούν από την κοσμοχαλασιά. Το μόνο αδέσποτο μέσα σε όλη αυτήν την ακατάπαυστη καταιγίδα, ήταν ένα ανθρώπινο ον: Η Αννούλα Ιακωβάτου...

Δευτέρα 29 Ιουλίου 2019

7ο] ΠΟΝΟΣ

                           Η Βασιλική βρήκε την Άννα να την περιμένει καθισμένη έξω στην αυλή.Μόλις της είπε τον λόγο της επισκέψεώς της,τής ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι... Νόμιζε ότι θα την έπιανε κόλπος...Αν έλεγε ''Όχι'' θα βρίσκονταν κάποιοι καλοθελητές που θα λέγανε: ''Άνθρωπος της εκκλησίας κι ένα καλό δεν μπορεί να κάνει; Και της έχει και υποχρέωση. Για ψωροδεκάρες πήρε το κτήμα. Και μετά σου λένε συγγγενείς...''  Τα 'ξερε αυτά η Βασιλική και δεν ήθελε να μπει στο στόμα των Σαμικών... ''Αχ,κυρία Αλίσια τι μου έκανες!!! Ορίστε τώρα!! Θα την φορτωθώ εγώ!! Μη σε βλαστημήσω εκεί πέρα που 'σαι...''. Έσφιξε τα δόντια και είπε το ''Ναι''. Την έβαλε σε ένα από τα δωμάτια που περίσσευαν στο σπιτικό της, γιατί κάποτε νοίκιαζε δωμάτια , της έβαλε να φάει κι έφυγε να πάει στις φιλενάδες της να τους ανακοινώσει το κακό που την βρήκε... ''Τι πάει να πει, ο γιατρός είπε να την πάρουμε και ότι η γυναίκα δεν χρειάζεται να μείνει πλέον στο ψυχιατρείο;Αφού δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα μόνη της... Έλα εδώ κυρά μου να την φροντίζεις εσύ αν έχεις τα κότσια... Και μην μου τσαμπουνάς για Κοινωνική Μέριμνα και κουραφέξαλα.... Ούτε και να της βάλουμε γυναίκα... Αφού δεν θέλει κανέναν... Κοίτα τι μου ξημέρωσε της κατακαημένης...''   Άναψε και βρόντησε κι από κοντά σιγοντάρανε οι φιλενέδες...Δεν ήταν πάντα έτσι η Βασιλική...Σαν νέα ήταν μια όμορφη κοπέλα, που αγαπούσε πολύ τους δικούς της. Την παντρέψανε όμως μ' έναν άντρα που δεν αγάπησε ποτέ και μια ζωή πέρασε δουλεύοντας και προσφέροντας στην οικογένειά της.Έτρεχε πάνω κάτω κι η διασκέδασή της ήταν τα πρόσφορα και τα μνημόσυνα... Έτσι όμως μεγάλωσε και σπούδασε τα παιδιά της και τα προίκισε και με το παραπάνω. Τα χρόνια άλλαξαν τον χαρακτήρα, η προσωπική της ζωή την σκλήρυνε ,όπως σκλήρυνε και την γλώσσα.
                    Παρ' όλα αυτά, η εκκλησία-εκκλησία. Ίσως ούτε και η ίδια να μην καταλάβαινε τι σημαίνει πραγματικά το ''Αγαπάτε Αλλήλους''. Συγγενής του αντρός της ήταν η Αννούλα, αυτή τι έφταιγε να πληρώνει αμαρτίες αλλονών; Και κάπου εδώ χανόταν και το πνεύμα του προσφέρειν και του συμπονώ...Ποτέ δεν σκέφτηκε τα λόγια του ψυχιάτρου: ''Η γυναίκα πρέπει να γυρίσει σπίτι της. Να φροντίσει κάποιος την φαρμακευτική αγωγή της''... Ούτε σκέφτηκε αν έπρεπε η Αλίσια να ξενιτευτεί; '' Γιατί θεία; Συγγενείς για πρώτο χέρι βοηθείας υπήρχαν στην Σάμη... Δεν φτάνει η ταλαιπωρία που τράβηξε το κορίτσι και τα έξοδα που έκαμε;   ΄Αχ, βρε μάνα, γιατί να σε ακούσουμε; Ας έμενε στο τρελάδικο... Αλλά και πάλι, όταν την είδαμε και αφού μας μίλησε ο γιατρός, δεν μας έκανε καρδιά να μην την πάρουμε μαζί μας... Ξέρεις πόσο μας στοίχισε συνολικά το ταξίδι στην Κεφαλονιά; Και ψυχικά και οικονομικά... Αλλά δεν πειράζει... Εμείς κάναμε ό,τι έλεγε η συνείδησή μας... Άσε  τους άλλους να λένε... Όχι ότι δεν μας κόστισε... Ιδιαίτερα το πώς μας μίλησε η θειά...''  Τελικά, αν κάποιος ήθελε να βρίσει, έπρεπε να βρίσει την Πολυάνθη κι όχι τα παιδιά της...Κάτι που θεωρείς καλό, κάποιοι στο  γυρίζουν μπούμεραγκ... Εναντίον σου...Μήπως είχε δίκιο η Τζούλια και να την είχαν αφήσει στην Τρίπολη;;;Άγνωστο...

                        Και μία μέρα, η Βασιλική  είπε στην Αννούλα ότι πρέπει να φύγει γιατί είχε κάποιες υποχρεώσεις...Η Άννα με σφιγμένη την καρδιά γύρισε σπίτι της...Με το που μπήκε ένιωσε πάλι να πνίγεται... Δεν της έφτανε ο αέρας...Στάθηκε ώρες αμίλητη στο σαλόνι της κοιτάζοντας χωρίς να τους βλέπει τους κεντητούς με σταυροβελονιά πίνακες που είχε κεντήσει και καδράρει... Το φως του ήλιου έμπαινε λιανό από τα κλειστά παντζούρια και το αεράκι την δρόσιζε από τις ανοικτές τζαμόπορτες... Δεν ξέρει πόσες ώρες καθόταν ακίνητη σαν άγαλμα... Τι μέλει γενέσθαι; Άκου να της πουν να φύγει... Μα, δεν έκανε τίποτε... Καθόταν ήσυχη και παρατηρούσε...Πού θα πήγαινε λέει; Εκδρομή με τις κυρίες της ενορίας και τον παπά; Ε, και; Τι πείραζε... Θα την περίμενε να γυρίσει... Μα η ξαδέλφη δεν ήθελε και ο ξάδελφος τσιμουδιά... Τι θα έκανε από δω και μπρος; Θα γύριζε και θα χτύπαγε τις πόρτες να την φιλοξενήσουν, αυτή, η κόρη του Ιακωβάτου; Κάτι τέτοιο κατάντια δεν το λες; Και πώς θα δικαιολογιόταν; Αφού είχε σπιταρώνα, τι θα τους έλεγε; Πως φοβόταν να μείνει μόνη της; Την έπιασε απελπισία... Οι επόμενες μέρες κύλησαν πανομοιότυπες... Σουλάτσο το βράδυ μέσα στις κάμαρες και βραδινός μονόλογος που άλλοτε υψωνόταν κι έμπαινε στα διπλανά σπίτια κι άλλοτε σιγανός σαν ένα ακατάλληπτο παραμιλητό...
                           Ώσπου μια μέρα χτύπησε επίμονα και δυνατά το κουδούνι. Κατέβηκε δύσθυμη ν' ανοίξει... Μπροστά της στεκόταν ένας σοβαρός, ευγενικός κύριος, ένας Αστυνομικός και μια κυρία που κρατούσε έναν ντοσιέ. Από κεκτημένη κοκεταρία, η Άννα σήκωσε το χέρι και έστρωσε τα μαλλιά της. Της εξήγησαν ότι έπρεπε να της μιλήσουν και εάν συνεργάζετο, δεν θα την απασχολούσαν πολύ. Θες ο τόνος που ειπώθηκαν τα λόγια, θες οι ευγενικές αλλά αποφασιστικές φυσιογνωμίες, η Αννούλα κατάλαβε πως δεν την έπαιρνε να αρνηθεί. Χαμογελώντας ευγενικά τους συνόδεψε στην σκάλα και τους έμπασε στο καλό σαλόνι. Το μόνο παράφωνο ήταν τα κλειστά παντζούρια, ώρα 11 το πρωί, αλλά η Αννα άνοιξε όλα τα φώτα συν τον πολυέλαιο. Της εξήγησαν ότι συγγενείς και φίλοι είχαν ζητήσει την γνωμάτευση εμπειρογνώμονος ψυχιάτρου, για την δική της και μόνον ασφάλεια,εφ' όσον έμενε και μόνη της .Ήθελαν να διαπιστώσουν την πνευματική της κατάσταση και αν θα ήτο καλόν δια την ιδία να μένει μόνη της ή να υπάρχει η αναγκαιότητα μίας ειδικευμένης παρουσίας στο πλευρό της. Ο ευγενικός και συμπαθητικός κύριος που ήταν ο ψυχίατρος, άρχισε τις ερωτήσεις Η συζήτηση κράτησε αρκετή ώρα και η κυρία με το ντοσιέ, όλο κάτι σημείωνε. Ο Αστυνομικός δεν έβγαλε κιχ.Η Άννα θυμήθηκε τον παλιό, καλό εαυτό της... Μέχρι και αν θέλουν να τους τρατάρει, ρώτησε... Στάθηκε μια ευγενέστατη, χαριτωμένη οικοδέσποινα. Απαντούσε σε ό,τι την ρωτούσαν με ευγένεια και καθαρότητα λόγου. Βέβαια η μελαγχολία έγινε αντιληπτή, αλλά ως εδώ... Όταν τελείωσαν η Άννα τους ξεπροβόδισε ωσάν σωστή κυρία, που ήταν εξ άλλου και ομολόγησε κλείνοντας απαλά την πόρτα ότι είχε ευχαριστηθεί την συζήτηση... Και πόσο τζέντλεμαν ο γιατρός!! Στην ψυχή της μπήκε... Σε λίγες ημέρες οι ενδιαφερόμενοι ένθεν κι ένθεν συγγενείς πήραν την απάντηση του ψυχιάτρου, όστις απεφάνθη ότι η δεσποινίς Αννούλα Ιακωβάτου ήτο ψυχικώς υγιής, εκτός από μία κατάθλιψη, η οποία θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί με την κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή...

                     Για πολλές μέρες, κάποια στόματα έκλεισαν... Ποιος θα επέβλεπε όμως αν έπαιρνε τα φάρμακα; Η προχωρημένη κατάθλιψη είναι ασθένεια με απρόβλεπτες και πολύ σοβαρές επιπτώσεις. Δεν μπορούσαν να κάνουν όμως τίποτε άλλο... Ό,τι έπρεπε να γίνει και επιστημονικά, έγινε. Τώρα πια έμενε στην μοίρα της... Αυτοί είχαν πράξει τα δέοντα... Από δω και πέρα, ας έβαζε και ο Θεός το χέρι του... Η Κοινωνική Λειτουργός πέρασε από το σπίτι της Άννας, για να δει πρώτα-πρώτα πώς πάει η ασθενής και αν παίρνει τα φάρμακά της.. Πήγε κι άλλη μια φορά. Ήταν η τελευταία. Η Άννα δεν ξανάνοιξε ούτε σε αυτήν, αλλά ούτε και σε κανέναν άλλον. Η Πολυάνθη την έπαιρνε τηλέφωνο και την άκουσε να της παραπονιέται πως κάποιοι της κάνουν τηλεφωνικές φάρσες... Τι κρίμα... Όταν δεν συμπονάς τον συνάνθρωπό σου και δη τον ταλαιπωρημένον, δεν μπορείς να λέγεσαι άνθρωπος. Είσαι υπάνθρωπος... Τηλεφωνούσε στην Άννα όμως και η ξαδέλφη τους η Πηγή. Κι όταν πήγε στην Σάμη, κτύπησε στην Άννα. Άνοιξε το παραθυράκι της εξώπορτας . Την χαιρέτησε χαμογελαστή, την ρώτησε τι κάνει, αλλά είχε κόσμο πάνω και θα τα έλεγαν μιαν άλλη φορά. Η Πηγή κατάλαβε... Ξαναπέρασε, αλλά δεν αποκρίθηκε κανείς. Από το τηλέφωνο κάλεσε την Άννα να πάει στην Πάτρα και να την φιλοξενήσει σπίτι της. Μάλιστα αν πήγαινε την Αποκριά, θα περνούσαν αξέχαστα στο Πατρινό Καρναβάλι. Η Αννούλα της είπε ''Ναι'', αλλά δεν πήγε... Όσες φορές και αν την κάλεσε η Πηγή σπίτι της, η Αννούλα αρνιόταν.''Πολυάνθη φοβάμαι... Τι θα γίνει η Άννα; Πόσο θ'αντέξει κλεισμένη σε κείνο το σπίτι;'' της είπε στο τηλέφωνο.  ''Κι εγώ φοβάμαι , Πηγή μου. Δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι....Ο ψυχίατρος την βρήκε ψυχικά υγιή...Δεν είναι όμως στην σφαίρα του ψυχολογικού και η κατάθλιψη;''  ΄΄Συζητούσαν οι δυο ξαδέλφες για το θέμα της Άννας και άκρη δεν έβρισκαν... Από την μια οι περισσότεροι έχουν κατάθλιψη, από την άλλη σε τι βαθμό κατάθλιψης μπορούσες να  κατατάξεις  την Άννα;  Και μια μέρα η Πολυάνθη είχε ένα απρόσμενο τηλεφώνημα...
                        Την πήρε μια συμπαθέστατη συμπατριώτισσά της .Νεαρή στην ηλικία και κόρη πολύ αγαπητής οικογένειας. Την μητέρα της, τον πατέρα της, τ'αδέρφια της και την ίδια, τους εκτιμούσαν πολύ για την εργατικότητά τους, οι γονείς της Πολυάνθης και της Αντζέλας. ''Άκου Πολυάνθη... Θέλω να σου πω κάτι που συνέβη... Όταν η Αννούλα ήταν στο ψυχιατρείο, η Αστυνομία είχε σφραγίσει όλο το σπίτι, το ξέρεις Δεν μπορούσε λοιπόν να μπει κανείς μέσα... Ένα βράδυ λοπόν, γυρίζοντας σπίτι μου, είδα ένα φως στο δωμάτιο της γωνίας. Τα έχασα... Παρακολούθησα και είδα το φως να κινείται στο διπλανό δωμάτιο. Σιγουρεύτηκα... Κάποιος ήταν μέσα. Είχε μπει κρυφά... Πώς όμως μπήκε; Την άλλη ημέρα πήγα κι έκανα καταγγελία στην Αστυνομία. Μου είπαν πως θα το ερευνήσουν το θέμα. Πέρασε όμως τόσος καιρός και δεν έχω λάβει απάντηση καμία...''   ''Ω, Θεέ μου!! Θα μπήκαν να κλέψουν!! Η Αννούλα είχε και λεφτά, αλλά και πολλά χρυσαφικά!!''    ''Ποια χρυσαφικά; Το βράδυ που βρήκαν την νεκρή, είπαν ότι δεν υπήρχε τίποτε αξίας μέσα στο σπίτι!!''   ''Τι λες κορίτσι μου; Η ίδια η Αννούλα μου είχε δείξει τα χρυσαφικά της!!! Τα είδα ιδίοις όμμασι! Κι ήταν πολλά καλή μου, αξίας κομμάτια, βαριά και ξεχωριστά!! Δεν μπορεί να εξα'υ'λώθηκαν! Κάποιο χέρι τ' άρπαξε!! Και από χρήματα μηδέν;; Είχε και λίρες χρυσές!!''   ''Τίποτα δεν βρέθηκε Πολυάνθη... Τ ί π ο τ α!!!Εγώ έκαμα αυτό που μου υπαγόρευσε  η συνείδησή μου. . Την Αννούλα λυπάμαι.. Έχει τραβήξει τόσα αυτό το κορίτσι. Και ακούω ότι έχει απομονωθεί τελείως... Δεν πάει καλά... Την γδύσανε την γυναίκα... Ο Θεός να την φυλάει...''   
                     Η Πολυάνθη ευχαρίστησε την κοπέλα και σκέφτηκε πόσο καλό πλάσμα είναι. Σκέφτηκε και πόσο επικίνδυνο πλάσμα είναι ο άνθρωπος ... Ενώ μπορεί να γίνει υπερήφανος αετός και να πετά ψηλά προς τον ήλιο, προτιμά κατά 80 τοις εκατό να σέρνεται σαν σιχαμερό ερπετό και να συμπεριφέρεται σαν πτωματοφάγος ύαινα ακόμα και πάνω από γνωστούς του συνανθρώπους...Κάποιοι, μέσα από την απίστευτη τραγωδία των αδελφών Ιακωβάτου, με την μία νεκρή και την άλλη να τρέμει στο πεζοδρόμιο καθώς την έπαιρναν για το ψυχιατρείο, βρήκαν την ευκαιρία ν' απλώσουν το ρυπαρό τους χέρι και να κλέψουν, ν' αρπάξουν... Και όχι... Δεν είναι σαν τις άλλες κλεψιές... Είτε πραγματοποιήθηκε την ώρα της τραγωδίας είτε αργότερα, όταν το δράμα βρισκόταν σε εξέλιξη, είναι εκατονταπλάσια πιο αποτρόπαια πράξη, γιατί ενώ ακόμα μυρίζει θάνατος και το βάσανο κάποιου πλανάται,εσύ σέρνεσαι και αρπάζεις προς ιδίον όφελος, ξένα τιμαλφή από ανθρώπους που μέχρι χτες τους έλεγες καλημέρα, τους έμπαζες στο σπίτι σου, τους έδινες μια μερίδα φαγητό, γελοιοποιώντας έτσι την εμπιστοσύνη που σου είχαν δείξει.. Ντροπή σου...Δείγμα βδελυρό  ανθρώπου... Που το παίζεις άνετα πολιτισμένος... Υπάνθρωπε...

6ο] ΜΑΝΙΑ ΚΑΤΑΔΙΩΞΗΣ

                      Η Άννα άνοιξε τα μάτια της. Αμέσως ένιωσε  ένα απέραντο κενό μέσα της...Έτριψε το χέρι της που είχε μουδιάσει και πονούσε. Της πήρε πέντε λεπτά μέχρι να συνειδητοποιήσει πού βρισκόταν.. Α... Στο σπίτι της.. Επιτέλους. Σηκώθηκε αργά, στρώνοντας με το χέρι της την τσαλακωμένη από τον ύπνο φούστα της... Πόσο καιρό είχε να την αλλάξει; Δεν θυμόταν... Τι σημασία είχε... Βολεύτηκε με δαύτην...Σέρνοντας τις παντόφλες της, πήγε στην κουζίνα και έφτιαξε γάλα.. Το έβαλε στον δίσκο μαζί με μία φέτα ψωμί... Της άρεσε να το κόβει μπουκιές και να τις ρίχνει στο γευστικό υγρό, ψαρεύοντάς τες με το κουτάλι.. Κάθισε στο περιβόητο καθιστικό. Άνοιξε την μπαλκονόπορτα που έβγαζε ακριβώς στην βεράντα του σπιτιού του συχωρεμένου θείου Μεμά, μιας κι ήταν κτισμένο τσίμα-τσίμα με το δικό τους. Η σκεπή του, έφτανε στο ύψος του δικού τους δεύτερου ορόφου.... Το άρωμα από το ψηλό φουντωτό γιασεμί της γειτόνισσας που τους χώριζε μόνον ένας τοίχος, πλημμύρισε την ατμόσφαιρα και μπήκε ευρπόσδεκτα και στον δικό της χώρο... Ανάσανε βαθιά. Καθώς έτρωγε, προσπαθούσε να θυμηθεί πώς έπεσε για ύπνο... Και κείνα τα όνειρα, την αποσυντόνιζαν... Μακάρι να γινόταν να μην κοιμόταν ποτέ... Την βασάνιζαν οι σκέψεις όλη μέρα, ερχόντουσαν και το βράδυ μπερδεμένες σε περίεργους συνδυασμούς και την αποτελείωναν. Ούτε στον ύπνο της δεν μπορούσε να βρει λίγη γαλήνη... Γι'αυτό και ξύπναγε κουρασμένη το πρωί.. Ένα ψυχικό ράκος.Να, όπως χτες την νύχτα...Ονειρεύτηκε πως πονούσε το δικό της πόδι και πως η  Βενετία άνοιξε την πόρτα σε κάτι ανθρώπους που την πήραν σηκωτή και την πέταξαν  σ' ένα στενό δωμάτιο με μαύρους μπογιατισμένους τοίχους Το μόνο φως που υπήρχε, ήταν μια λεπτή αχτίδα ήλιου που έμπαινε από κάποιο γδάρσιμο στο βαμμένο κι αυτό με μαύρο χρώμα παραθύρι. Έκλαιγε, φώναζε να την βγάλουν από κει, αλλά κανείς δεν την άκουγε. Κάτι της φάνηκε πως κινήθηκε μες στο σοτάδι κι έβαλε πάλι τις φωνές... Και τώρα πονούσε και το χέρι της...Θεέ μου πώς πονούσε... Ξύπνησε αλαφιασμένη και κατάλαβε ότι στον ύπνο της είχε πλακώσει το δεξί της χέρι που είχε μουδιάσει ολόκληρο. Προσπάθησε να εξηγήσει το όνειρό της. Κάποια σημεία ήταν τόσο προφανή που καταδείκνυαν από μακριά το άγχος το οποίο την κατέτρωγε... Τώρα το κλάμα όλοι έλεγαν ότι προμηνύει κάτι καλό... Λες σήμερα να της συνέβαινε κάτι ευχάριστο;; Είδε πάνω στο τραπέζι κάποια φάρμακά της και τα πήρε. Ο γιατρός τής είπε να τα παίρνει τακτικότατα, να μην τα διακόπτει και τα ξαναρχίζει, γιατί δεν θα κατάφερναν τίποτε και η θεραπεία της θα πήγαινε πίσω... Εύκολο όμως το 'χεις να τα θυμάται καθημερινώς;
                      Το βλέμμα της καρφώθηκε απέναντι, στον κενό χώρο που άφησε η καρέκλα που έλειπε... Αμέσως σκοτείνιασε... Να μην μπορεί να νιώσει άνετα ούτε μέσα στο ίδιο της το σπίτι; Ορίστε...Τραντάχθηκε πάλι ο νους της..Ωραία! Της κόπηκε τώρα κι η όρεξη.. Έσπρωξε την κούπα της παραπέρα... Αλλίμονο αν άρχιζε από το πρωί να θυμάται τα γεγονότα εκείνα που της μαύρισαν την καρδιά και της ταρακούνησαν τον νου... 

                 Σηκώθηκε όρθια.. Τούτο το μπαλκόνι έβλεπε στο πίσω μέρος. Πέρασε στην ταράτσα τού θείου της -ένα βήμα ήταν από το καθιστικό- μιας και από το δωμάτιο έβγαιναν κατευθείαν στην ίσια σκεπή του κολλητού μ' αυτούς οικήματος.Να είναι καλά ο θειος της... Το είχε γράψει στο όνομά της . Εν καιρώ, θα έβλεπε τι θα έκανε και μ'αυτό... Το τελευταίο οικόπεδο το είχε πουλήσει στην οικογένεια της Βασιλικής, η αλήθεια είναι σε πολύ χαμηλή τιμή. Ήθελε όμως τα χρήματα άμεσα. Με αυτά πορευόταν τον τελευταίο χρόνο και γι' αυτό δεν είχε ασχοληθεί με τις συντάξεις και τα τοιαύτα... Κοίταξε απέναντι... Τι όμορφη θέα!!! Αντίκρυζε το βουνό τους Άγιους Φανέντες πέρα ως πέρα και όλο τον δρόμο με τις γαζίες κατά μήκος του.Στην άκρη προς το λιμάνι, ήταν το σπίτι της Τζούλιας. Δίπλα ακριβώς στην θάλασσα, πίσω απ' το λιμεναρχείο. Προχτές την πήρε τηλέφωνο και την ρώτησε αν θα ερχόταν στην Κεφαλονιά... Ωραία θα ήταν να ερχόταν.. Περνούσε πολύ όμορφα  σπίτι της... Ανάσανε βαθιά φρέσκο αέρα και μπήκε μέσα. Όταν γύριζε  προς τον τοίχο, έβλεπε την Βενετία να την κοιτάζει μ'εκείνο το απλανές βλέμμα της, αρρωστημένα ακίνητη  και να σιγανογκρινιάζει εκνευριστικά για το πληγιασμένο πόδι της...Δεν άντεχε να την ακούει.. Πήρε τον δίσκο και πήγε στο δωμάτιό της. Τον άφησε αφηρημένα πάνω στο φυστικί κουβέρ-λι και κοίταξε την τουαλέττα της.    Πάνω στην γυάλινη επιφάνεια με τα προσωπικά της είδη μακιγιάζ  και τα μπιμπελό, βρισκόταν ανοιχτό το όμορφο κουτί που έβαζε τα κοσμήματά της...Πρόσεξε έκπληκτη ότι ήταν άδειο. Δυο-τρία μικρά δαχτυλίδια κοίτονταν στο βάθος του... '' Μα, πού πήγαν τα χρυσαφικά μου;;;Τι έγιναν; Τα έχω φυλάξει πουθενά και δεν το θυμάμαι; Εντάξει, χάρισα κάποια σε κείνη την κυρία... Τα άλλα όμως;'' Μήπως τα είχε καταχωνιάσει πουθενά και δεν το θυμόταν;Τελευταία ξέχναγε πολύ συχνά, αλλά τα χρυσαφικά της βρίσκονταν όλα εδώ όταν την έβαλαν στο ψυχιατρείο... Ψυχιατρείο.... Μόλις το σκέφτηκε, το μυαλό της έκανε ξανά μιαν επικίνδυνη τούμπα που θόλωσε την διαύγεια του νου....Ωχ, και τι θυμήθηκε τώρα!!Πήρε τον δίσκο απότομα και σχεδόν τον πέταξε στο τραπέζι της κουζίνας..

                  ''Αυτή φταίει για όλα!!! Πέθανε και ξέγνοιασε... Ρωτάς όμως κυρία μου τι τραβάω εγώ που έμεινα πίσω;; Κατάντησα να μην με σηκώνει ούτε το ίδιο μου το σπίτι...Ωραία!!Δεν μπορώ να μείνω άλλο εδώ μέσα! Μου φαίνεται ότι θα πέσουν οι τοίχοι και θα με πλακώσουν! Έφυγες και μαζί σου πήρες και τον αέρα! Δεν μπορώ να αναπνεύσω!!! Κάτι βαρύ μου πλακώνει το στέρνο... Τι θα κάμω; Πού θα πάω;'' Δεν ήξερε πού θα πάει... Εκείνο όμως που ήξερε είναι ότι έπρεπε τάχιστα να φύγει από κει μέσα...Άνοιξε την ντουλάπα της και κοίταξε αδιάφορη τα πανέμορφα ρούχα που είχε φτιαξει η ίδια με τα επιδέξια χέρια  της Διάλεξε μία απλή φούστα και ένα αδιάφορο μπλουζάκι που τα είχε άλλοτε για μέσα στο σπίτι.Χτένισε βιαστικά τα μαλλιά της και σαν να τη κυνηγούσαν χιλιάδες ερινύες, κατάβηκε γρήγορα τα σκαλιά και αριβάρισε κατευθείαν για το σπίτι της Βασιλικής.Θα την θερμοπαρακαλούσε, στην ανάγκη θα έπεφτε στα πόδια της, να την δεχτεί λίγες ημέρες κοντά τους. Με αναπτερωμένο ηθικό βγήκε στον δρόμο, τραβώντας πίσω της με δύναμη την εξώπορτα.....                                                                                                                                                  

Κυριακή 28 Ιουλίου 2019

5ο] ΕΡΙΝΥΕΣ

                  Την Άννα την πήγαν στο ψυχιατρείο της Τριπόλεως...Ο ιατρός απεφάνθη ισχυρό ψυχωσικό σοκ και χορήγηση των κατάλληλων φαρμάκων...Όταν η Πολυάνθη πήρε τηλέφωνο, τα έχασε ακούγοντας την φωνή της Αννούλας.Λες και ερχόταν από μακριά, βραχνή, μακρυνή, απόκοσμη... Από τα φάρμακα.. Ευτυχώς σε λίγες σχετικά ημέρες η φωνή της άρχισε να παίρνει την αρχική της χροιά. Και  κάποια ημέρα, ο θεράπων ιατρός απεφάνθη ότι η δεσποινίς Ιακωβάτου, θα μπορούσε να επιστρέψει στο σπίτι της... Η ξαδέλφη της Πολυάνθης, η  Τζούλια, η όμορφη θερινή συντροφιά των νιάτων της, είχε γίνει αναισθησιολόγος και της είπε ότι δεν είναι φρόνιμο να βγει τώρα η Αννα από το ψυχιατρείο...Ποιος θα την φρόντιζε; Ποιος θα είχε την ευθύνη της;Πέρασε ισχυρό σοκ, δεν θα έχει αναλάβει εκατό τοις εκατό... Αργότερα θα μπορούσε να βγει. Τώρα δεν ενδείκνυτο η έξοδός της...Σωστά, σοβαρά λόγια.. Όμως η Πολυάνθη ήταν πολύ εκρηκτική και σκεφτόταν πολύ συναισθηματικά..Για πότε οριοθετείτο εκείνο το ''αργότερα'';Το  έβλεπαν στο απώτερο ή στο εγγύς μέλλον; Και στο κάτω- κάτω της γραφής, αφού ο γιατρός τούς έλεγε ότι μπορεί να φύγει, ας πήγαινε στο σπίτι της κι ας πέθαινε μέσα στον δικό της χώρο κι όχι μόνη κι έρημη να ζει σ'ένα ξένο γι'αυτήν μέρος...Συμφωνούσε με τα λόγια της Τζούλιας, αλλά επέμενε   ότι αφού το ιατρικό προσωπικό έδιναν εξιτήριο στην Άννα, γιατί να μην γυρίσει στην Σάμη;
             Δεν μπορούσε ο νους της να χωρέσει ότι η Άννα θα έμενε εκεί εγκαταλελειμένη... Γιατί ποιος θα πήγαινε να την δει; Όλοι οι στενοί συγγενείς της έμεναν στην Αθήνα και η Λου'ί'ζα, η κόρη της θανούσης, η ανιψιά της,  δεν μπορούσε να έρθει από την Αμερική, ένεκα κάποιων προβλημάτων... Ξανασκέφτηκε κάτι πολύ σοβαρό: Αφού θα έμενε πάλι μόνη  η Αννούλα, θα έπαιρνε τα φάρμακά της;Όταν κάποια στιγμή τής πέρασε αυτό απ' το μυαλό, απάντησε στον εαυτό της να ειδοποιηθεί η Κοινωνική Μέριμνα, να περνάει από το σπίτι της μια γυναίκα, να της δίνει τα φάρμακα και να της πηγαίνει και φαγητό...Δεν αφήνει μια Κοινότητα ένα μέλος της τελείως αβοήθητο... Ίσως να έπρεπε να πάει να της μιλήσει και ο παπα-Χρυσόστομος...Το ότι η Αννούλα μπορεί να μην τους άνοιγε, το απέρριπτε με την σκέψη ότι πρώτον: έναν άνθρωπο δεν τον αφήνουμε στο ψυχιατρείο επειδή μένει μόνος και δεύτερον πίστευε ότι η Κοινωνική Υπηρεσία θα μετέρχετο όλους τους τρόπους προστασίας ενός συμπολίτη, που έχει περάσει μαλιστα και τέτοια τραγωδία... Γι' αυτό΄κι όταν ο γιατρός ξανάπε ''Ελάτε να την πάρετε'', παρακάλεσε την μικρή της κόρη που έμενε με τον άντρα της κοντά στην Τρίπολη, να πάνε να την παραλάβουν και μετά να την πάνε στην Κεφαλονιά.
                    Τα παιδιά έκαναν όπως τους είπε η μητέρα τους... Η χαρά της Αννούλας όταν τους είδε, μεγάλη. Την πήραν σπίτι τους και μετά από πολύωρη συζήτηση για χίλια δυο άσχετα θέματα,η Άννα έπεσε να κοιμηθεί με τον γατούλη του σπιτιού αγκαλιά... Σε δυο μέρες, ταξίδεψαν για Κεφαλονιά. Φτάνοντας, νοίκιασαν δωμάτιο γι'αυτούς και για την Άννα, διότι δεν το διανοείτο κανείς τους, να την αφήσουν να γυρίσει σπίτι της, μόλις πάτησε το πόδι της στην Σάμη. Άσε που το είχε σφραγίσει η Αστυνομία...Έτσι τα παιδιά, έμειναν για χάρη της αρκετές  μέρες.Τα βράδια πήγαινε στο δωμάτιό τους για παρέα. Πολλές φορές, ανοίγοντας τα μάτια της η Αλίσια, έβλεπε την Άννα να κόβει βόλτες πέρα-δώθε μες στο δωμάτιο... Σκιαχτικό λίγο, αλλά δεν μιλούσε γιατί φανταζόταν το πόσο ταραγμένη θα ήταν η σχεδόν κατάλευκη πια,  άλλοτε ξανθιά γυναίκα...Τους έλεγε να μην φύγουν, να πάνε στο σπίτι της να κάτσουν όλοι μαζί, αλλά τα παιδιά, παρ'ότι πονούσαν που την άκουγαν, της εξήγησαν ότι έχουν τις δουλειές τους και κάποια μέρα θα έπρεπε να γυρίσουν πίσω... Οι μέρες περνούσαν και η Άννα αρνήθηκε την πρόταση των παιδιών να της νοικιάσουν ένα δωμάτιο και στο σπίτι της να πάει  μόνον όταν αυτή ένιωθε έτοιμη... Το αρνήθηκε, λέγοντας πως θα πήγαινε μόλις φύγουν τα παιδιά, γιατί ένιωθε ήδη καλύτερα... Κι οι μέρες περνούσαν χωρίς καμία πρόοδο.
               
.                     Στο διώροφο η Αστυνομία είχε βάλει λουκέτο και για να νοικιαστεί δωμάτιο, ούτε λόγος . ''Φυγέτε εσείς κι εγώ θα τα καταφέρω...''  Πώς να φύγουν; Κι ο καιρός μάκραινε...Κι ένα μεσημέρι η Πολυάνθη είχε ένα τηλεφώνημα από έναν Σαμικό-καλή του η ώρα- που της είπε: ''Πήρα το τηλέφωνό σας από τα παιδιά σας... Ακούστε τι έγινε... Περνούσα κάτω από το Ιακωβατέ'ι'κο και είδα την Αννούλα να χτυπάει με μια πέτρα το λουκέτο της Αστυνομίας... ''Θέλω να μπω σπίτι μου!! Γιατί το κλείδωσαν!!!! Πρέπει να δω αν έχει νερό και φα'ί' ο γάτος μου!!! Δεν μπορώ ν'ανοίξω!!!''  Τι να σας πω... Μου σπάραξε την καρδίά... Η κόρη του Πίπη σ' αυτά τα χάλια; Σήκωσα που λες κι εγώ την μαγγούρα μου κι έσπασα το λουκέτο!! Περνούσε από κει ένας Αστυνομικός και μου είπε ότι δεν έπρεπε να είχα ανοίξει και να περάσω από την Αστυνομία. Κάλεσαν και την κόρη σου και τον γαμπρό σου κυρία Πολυάνθη, αλλά ο εισαγγελέας ήταν καλός και μας άφησε...''   Κεραυνός στην Πολυάνθη... Γιατί; Τι έφταιγαν τα παιδιά της; '' Φταίτε!!! φώναξε έξαλλη μέσα στο αστυνομικό τμήμα  η γυναίκα ενός θείου τους, που εκτελούσε χρέη νεωκόρισσας. Φταίτε!!!!! Ποιος σας είπε να την βγάλετε από το τρελοκομείο;;;Ε;;; Σε μένα θα έρθει!!!! Που να μην σώσετε, εγώ θα την φορτωθώ πάλι!!!! Ου, να μου χαθείτε!!!!!''  Ράκος η Αλίσια από αυτήν την αντιμετώπιση γνωστού της ατόμου...Μα το άσχημο ήταν πως και άλλοι της είπαν πως δεν έπρεπε να την βγάλουν από το ψυχιατρείο....''Μα ο γιατρός παράγγειλε να πάμε να την πάρουμε!!''  Τίποτα... Δεν καταλάβαιναν... Όλοι φοβόντουσαν μήπως πάει και τους φορτωθεί η Άννα....Τι τράβηξαν τα παιδιά της!... Και την πήραν από το νοσοκομείο και την είχαν να κοιμάται μαζί τους τόσες μέρες και τις δουλειές τους είχαν αφήσει και τόσα έξοδα είχαν κάνει...Νοίκι, φαγητό, είχαν ξεπαραδιαστεί κανονικά... Και μια καλή κουβέντα δεν άκουσαν...Τελικά η Πολυάνθη ένιωσε τρομερές τύψεις...Αφού δεν μπορούσε η ίδια, γιατί άφησε να μπουν τα παιδιά της σε τέτοια ταλαιπωρία;; Καλό πήγαν να κάμουν και τ' άκουσαν κι από πάνω...Τι ήθελε κι άνοιγε το στόμα της;;; Κάποια ημέρα, ο Εισαγγελέας επέτρεψε στην  Άννα να πάει σπίτι της και τότε μόνον τα παιδιά έφυγαν από την Κεφαλονιά, ήσυχα, ότι είχαν κάνει ό,τι μπορούσαν...Να έχουν την ευχή της...

                  Η Πολυάνθη τηλεφωνιόταν με την γειτόνισσα της Αννούλας και την κυρία που είχε εστιατόριο στο ισόγειο... Της έλεγαν ότι τους επισκεπτόταν καθημερινά, ιδίως στο εστιατόριο δεν ξεκολλούσε αν δεν νύχτωνε για τα καλά...Την καταλάβαινε... Απομάκρυνε όσο μπορούσε την ώρα που θα έπρεπε να γυρίσει στον τόπο της τραγωδίας... Της είπαν ακόμη ότι το βράδυ ανάβει όλα τα φώτα και σεργιανάει συνέχεια μέσα -έξω...Κάποια στιγμή, μετά από μέρες, ένιωσε μιαν ψυχρότητα στα τηλεφωνήματα... Είχαν και δουλειές... Δεν έχουν χρόνο για κουβεντολό'ι'.... Και η Πολυάνθη κατάλαβε ότι οι άνθρωποι αυτοί είχαν βαρεθεί την παρουσία της Αννούλας που σίγουρα δεν ήταν και η πλέον ευχάριστη... Το κατάλαβε και η Άννα που αναγκαστικά μαζευόταν ενωρίτερα στο σπίτι της...
                      Τι κάψιμο στην καρδιά ένιωθε ανεβαίνοντας τις σκάλες... Χμ... Οι πεταλούδες της στέκουν τόσο ωραία επάνω στα ψεύτικα λουλούδια!... Ωχ... Τωρα ανοίγει την πόρτα και μπαίνει στο καθιστικό... Δεν θα κοιτάξει δεξιά... Εκεί καθόταν η πεθαμένη αδελφή της... Ευτυχώς πήραν μαζί και την καρέκλα... Τι; Να την άφηναν; Χάλια θα είχε γίνει από τα υγρά της νεκρής ... Την γλίτωσαν από τον κόπο να την πετάξει η ίδια... Λοιπόν ανοίγουμε όλα τα φώτα και τρώμε ζαχαρούχο γάλα!!Τι ωραίο που είναι παγωμένο από το ψυγείο!! Μα και βραστό,μια  χαρά!!Τώρα σειρά έχει η μπανάνα... Ευτυχώς. έχει μπόλικες... Και τώρα; Να δει τηλεόραση!  Μα το μυαλό ξεστράτιζε και δεν συγκεντρωνόταν πουθενά...Άλλαζε τα κανάλια και σε κανένα δεν στεκόταν...Κάποιος της είπε σήμερα να έχει το νου της στους λογαριασμούς του νερού και της ΔΕΗ...Ένας άλλος την ρώτησε αν παίρνει σύνταξη από τους γονείς της.....Λογαριασμοί... Συντάξεις... Δεν ήταν γι' αυτά τώρα... Άλλο την απασχολούσε... 'Ενιωθε κουρασμένη και δεν μπορούσε να κοιμηθεί... Μόλις έκλεινε τα μάτια της, τσαφ!! ξεπηδούσε μπροστά της η μορφή της αδερφής της... Όχι ωραία,αλλά ταλαιπωρημένη όπως ήταν τις τελευταίες μέρες που το έπαιζε πεθαμένη... Μα τι λέει; Όντως ήταν πεθαμένη!! Και κείνη η μυρωδιά Θεέ μου, ακόμα την θυμάται και αναγουλιάζει το είναι της, λες και ποτίστηκε ολόκληρη με δαύτην... Ευτυχώς που βρήκε τα παντζούρια κλειστά, αλλά τα τζάμια ανοιχτά, για να ξεβρωμίσει ο τόπος... Θα πάει να πάρει μια ασπιρίνη... Άρχισε ο πονοκέφαλος... Α! Τώρα που το θυμάται, να πάρει και τα χάπια της... Πού στην ευχή τα έχει βάλει; Στο καλό! Δεν θα κάθεται βραδιάτικα να ψάχνει... Θα τα πάρει αύριο... Της είπαν να μην τα ξεχνά...Καλά...Και τι θα πάθει αν δεν τα πάρει μια φορά;  Μία;;Χμ.... Νομίζει ότι ούτε χτες τα πήρε....Ή μήπως τα πήρε;;;Οχού!!!

                          Εκνευρίστηκε τώρα...Πάλι όρθια θα την βγάλει όλο το βράδυ!! Θα βηματίζει πέρα-δώθε μέχρι να σκάψει χαντάκι στο πάτωμα....Είδες η κυρά γειτόνισσα; Δεν είχε όρεξη σήμερα για κουβέντες. Θα πήγαινε λέει στην αδελφή της και στο όρθιο είπαν μια καλημέρα... Μα και η ταβερνιάρισσα; Να, κάτι μούτρα!!! Τους έπιανε τον χώρο βλέπεις ... Αυτή φταίει που τους είχε φερθεί τόσο εξηγημένα.... Δεν θα ξαναπατούσε στο εστιατόριό τους!! Ποπό!! Και τι να κάνει ως το πρωί;  Είναι μόνον δύο... Πώς θα περάσει η ώρα της μέχρι να ξημερώσει;;; Και ξαφνικά κοντοστάθηκε και έβαλε τα γέλια!! Ο καθρέφτης της,έδειχνε μια γυναίκα που προχωρούσε πάνω κάτω, κουνώντας τα χέρια και μιλώντας!! Καλέ!! Είναι αυτή!!Τόση ώρα μονολογούσε, λέγοντας τις σκέψεις της δυνατά!!Βρε, κοίτα τι παθαίνει ο άνθρωπος!!!! Να την ακούσει η διπλανή της και να της βγει το όνομα πως παραμιλάει μοναχή της... Ψέματα το  'χεις να την πουν και τρελή;; Ιδίως μετά την ταλαιπωρία που πέρασε με την αδελφή της... Αυτή φταίει για όλα... Την αποδιοργάνωσε τελείως...
                   Ο ύπνος την βρήκε στις πέντε το πρωί. Όυτε το κατάλαβε πώς βρέθηκε στην κρεβατοκάμαρα... Σωριάστηκε με τα ρούχα και τα πόδια της να κρέμονται απ' το κρεβάτι. Η αριστερή παντόφλα, έφυγε από την φτέρνα της σε λίγο κι έπεσε πάνω στην δίδυμή της... Μέσα στο βύθισμα του αρρωστημένου ύπνου της, νόμισε ότι άκουσε ένα νιαούρισμα κια μια σκέψη γοργοπέρασε απ'το υποσεινήδητό της... Ο γάτος της... Του πήγε φα'ί' σήμερα;;;Και μια κίτρινη αστραπή ψιθύρισε :''Του πήγα... Μάλλον...''

Σάββατο 27 Ιουλίου 2019

4ο] Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ

                      Το τηλεφώνημα ήταν λιτό, περιεκτικό και απίστευτο...'' Πολυάνθη, η αστυνομία άνοιξε το σπίτι της Άννας. Μπόχα αναδυόταν από κει μέσα κι έβγαινε έξω.. Στα σκαλοπάτια κυλούσαν υγρά που μοίριζαν πτωμα'ί'νη... Και στο χωλ καθισμένη σε μια καρέκλα, βρήκαν νεκρή την Βενετία... Δεκαπέντε ημέρες η Αννούλα ζούσε με την νεκρή αδελφή της... Την πήραν και την έστειλαν στο ψυχιατρείο της Τριπολης... Γίνεται χαμός...''  Σοκ.. Σαν ηλεκτρική εκκένωση κάτι διαπέρασε το σώμα της Πολυάνθης...Αυτό ήταν αληθινή τραγωδία... Κάτι που δεν το χωρούσε ο ανθρώπινος νους... Η Αννούλα; Αυτήν που δεν την είχε χορτάσει το φως του ήλιου; Η αρχοντοπούλα που ξένιζαν τους πάντες οι δικοί της με την συμπεριφορά τους και την μύτη που την είχαν πάντα ψηλά; Θυμήθηκε τις παλιές φωτογραφίες των δύο γυναικών, όταν ήταν ακόμα νεαρές δεσποινίδες.. Σαν να έβλεπε γόησσες του Χόλυγουντ.. Και μετά τον σεισμό, όταν είχαν έρθει οι Αμερικάνοι και έφτιαξαν τις βάσεις στο μεγάλο βουνό τον Αίνο, είχαν στην Σάμη φτιάξει και ένα Τολ, αυτά τα κυλινδρικά αλουμινένια κατασκευάσματα για τον στρατό. Σε μια δεξίωση λοιπόν αποκριάτικη που είχαν δώσει οι στρατιωτικοί, η Άννα φωτογραφήθηκε με ένα τυρολέζικο μακρύ φόρεμα, κούκλα σωστή. Και στην εφταετία της Χούντας του 1967, ο πατέρας της βγήκε πρόεδρος αδιαφορώντας για το τι έλεγαν πίσω από την πλάτη του .Τα Σαβατοκύριακα η μάνα και οι κόρες βολτάρανε ανέμελες στην παραλία και η Άννα ντυμένη πάντα με πλούσια φορέματα, όπως μια κίτρινη οργαντίνα, προκαλούσε πάντα την προσοχή. Τα διάφορα σχόλια για την πολιτική τοποθέτηση του σιορ Πίπη δεν την άγγιζαν, ίσως να μην είχε καν καταλάβει και το τι συνέβαινε. Όπως δεν απασχολούσε και την λοιπή οικογένεια. Κλεισμένοι στο κάστρο τους, είχαν κλείσει και τ' αυτιά τους στις κουβέντες των συγχωριανών. Την Άννα την ενδιέφερε το περιοδικό ΓΥΝΑΙΚΑ που είχε αφιερώσει εκτενέστατο άρθρο και πλήθος φωτογραφιών για τον βασιλέα Κωνσταντίνο και την πανέμορφη βασίλισσα Άννα- Μαρία στο παλάτι τους το Τατό'ι'.Κι όταν έφυγε ο βασιλιάς παρακολουθούσε την ζωή του βασιλικού ζεύγους στο εξωτερικό, θαυμάζοντας τις τουαλέτες που φορούσε η τότε νεαρή βασίλισσα.

                  Έτσι έβλεπε την ζωή. Ξώφαλτσα. Δεν εισχωρούσε στο βάθος των γεγονότων. Ούτε την ένοιαζε τι έλεγε το πόπολο. Γνώριζε όμως ποια παντρεύτηκε ποιον, την οικονομική τους κατάσταση και κάποιες πιπεράτες ιστορίες που αναμασούσε η Σάμη, έφταναν αμέσως στο απόρθητο σπιτικό τους...Κύλησε η ζωή της σαν πολύχρωμη πομφόλυγα, πάνω στα φτερά του αέρα. Στην πραγματικότητα, όπως αποδείχτηκε, άβουλη, μπροστά σους μητρικούς κανόνες που την ισοπέδωσαν κυριολεκτικά, όταν κλείστηκε τελείως στο σπιτικό της, φροντίζοντας τους δυο γέρους γονείς της, αποδεχόμενη την μοίρα της. Το να φροντίζεις τους γονείς σου στα γεράματά τους, είναι θείος άγραφος νόμος και μπράβο της... Θα μπορούσε όμως να έχει την δική της οικογένεια, μία προσωπική υγιή ζωή και συνάμα να κοιτάζει τους γέρους. Έτσι δεν κάνουν οι περισσότεροι φυσιολογικοί άνθρωποι; Στην περίπτωσή της όμως κάτι δεν ήταν υγιές, φυσιολογικό... Πιάστηκε σαν πεταλούδα στα δίχτυα μιας αράχνης. Και ο ψυχισμός της συμβιβάστηκε με την αιχμαλωσία, για να μην πούμε ότι έτσι ένιωθε και σιγουριά, γιατί αυτό είχε μάθει να βιώνει μια ολόκληρη ζωή... Και το μυαλό κάπου σάλεψε... Κάπου ταρακουνήθηκε... Αφέθηκε σε ένα τέλμα που κάθε μέρα την ρουφούσε όλο και πιο πολύ...
                 Έτσι, όταν ήρθε η ώρα να συγκατοικήσει με την αδελφή της, η προσωπικότητα της Άννας είχε αλλάξει κατά 300 μοίρες... Μάλλον ο ψυχισμός της είχε δεχτεί ένα μη αναστρέψιμο πλήγμα...Ήσυχη η Βενετία, αλλά με τον δικό της απροσδιορίστου υφής χαρακτήρα. Δύσκολη η συμβίωση μαζί της .Ένα πλάσμα άβουλο, με εμμονές και δύσκολη η επικοινωνία μαζί της.Κρίμα στην ομορφιά της... Η Άννα είχε γιατροπορέψει τους γονείς της . Τώρα έπρεπε να γιατροπορέψει και την μεγάλη της αδελφή... Δεν εύρισκε λεπτό να ασχοληθεί με τον εαυτό της. Δεν έβρισκε στιγμή να ξεφύγει το μυαλό της από τις αρρώστιες και τις έγνοιες. Η κατάθλιψη που την κατάτρωγε και την βύθιζε στα ύπουλα νερά της, θέριεψε...Έπρεπε να πει χίλιες φορές την ίδια κουβέντα για να την κατανοήσει η αδελφή της. Αυτό τής ανέβαζε το αίμα στο κεφάλι και οι φωνές της, ιδίως τα βράδια που έχει ησυχία, ακούγονταν στα γειτονικά σπίτια.Πουθενά δεν σύγκαναν... Όλοι καταλάβαιναν ότι κάτι δεν πάει καλά, ότι κάτι τρέχει στο Ιακωβατέ'ι'κο, αλλά δεν ήξεραν τι να κάνουν... Και η πληγή στο πόδι της Βενετίας χειροτέρευε... Της άλλαζε τις γάζες η Αννούλα, έβαζε το φάρμοκο που έπρεπε επάνω, αλλά το σκοτισμένο μυαλό της, δεν της είπε να φωνάξει γιατρό... Εξ άλλου την είχε δει γιατρός στο Αργοστόλι. Έκαναν αυτά που είχε πει, τι τον ήθελαν τώρα τον άλλον γιατρό; Έτσι σκεφτόταν πιθανόν και η Βενετία, γι' αυτό και δεν σήκωσε το τηλέφωνο να καλέσει κάποιον να δει πώς πάει το πόδι..Η πληγή όμως μεγάλωσε και σε λίγο βγήκαν κι άλλες που μύριζαν κι έτρεχαν πύον... Λες και σάπιζε ζωντανή... Κι η μυρωδιά μέρα με την μέρα γινόταν όλο και πιο βαριά...

                 Η επικοινωνία μεταξύ των δυο αδελφων χειροτέρευε.. Η Βενετία δεν πολυκαταλάβαινε τι της έλεγε η Αννούλα κι εκείνη ένιωθε μια έκρηξη στο κεφάλι της μέσα, και ξεσπούσε σε φωνές... Ώσπου ένα πρωινό, βρήκε την Βενετία να κάθεται στην καρέκλα στο δωμάτιο που είχαν για καθιστικό, δίπλα στην πόρτα . Της μίλησε, μα δεν έλαβε απάντηση. Της φώναξε από την κουζίνα που ήταν, τίποτε. Εκνευρισμένη μπήκε στο δωμάτιο:'' Μπορείς να μου πεις γιατί δεν απαντάς; Μ' έχεις σκάσει, το ξέρεις;;'' Η Βενετία τσιμουδιά.. Την κοίταζε μ'ένα απλανές βλέμμα... Πήγε κοντά της,  την σκούντησε.. Το κεφάλι έγειρε απαλά δεξιά. Της έπιασε το χέρι.. Μάταια. Έπεσε μονοκόματο πάνω στα γόνατά της . ''Βενετίααα!!!'' φώναξε δυνατά. Τίποτα.. Κατάλαβε... Η αδελφή της είχε πεθάνει.. Και τότε το μυαλό της Άννας έκανε ένα θανάσιμο μακροβούτι ως τα έγκατα του είναι της.Εκεί πάλεψε με κόκκινες ρουφήχτρες, μαύρες χαράδρες, σκοτεινές σπηλιές, αφυκτικά ερέβη. Κι όταν ξαναεπανήλθε στην θέση του, εγκατέστησε στα ματια της Άννας ένα βλέμμα πιο απλανές από της νεκρής και μια θολούρα γκριζωπή που σκέπασε κάθε ίνα του νευρικού της συστήματος... Σηκώθηκε, όρθια, ίσιωσε την ράχη της, έφτιαξε τα μαλλιά της αδελφής της και είπε με ήρεμη φωνή:''Αν θέλεις κάτι, εδώ γύρω θα είμαι. Πάω στην κουζίνα να φτιάξω καφέ... Θα το φέρω να τον πιούμε μαζί... Μετά θα μαγειρέψω κάτι ελαφρύ για το μεσημέρι...'' Κι όλα έγιναν όπως τα είπε. Έφερε τον καφέ της και κάθισε απέναντι.  '' Τα μαλλιά σου νομίζω θέλουν λίγο κρεπάρισμα.. Αργότερα. Θα τηλεφωνήσω στην Κατερίνα που μας φέρνει τα ψώνια, να μας φέρει λίγες μπανάνες. Αν και έχουμε κάποιες στο ψυγείο'' Αφού τελείωσε τον καφέ της, πήγε και έκλεισε τις μπαλκονόπορτες.
                     Φυσικά δεν τηλεφώνησε στην κυρά Κατερίνα.. Έτσι κι αλλιώς είχε κόψει από καιρό τις παραγγελίες. Τα πλέον απαραίτητα στριμώχνονταν να μπουν είτε από το παράθυρο της εξώπορτας είτε από την στενή χαρμάδα που άνοιγε τσίμα- τσίμα για να πάρει ό,τι είχε παραγγείλει...Έκανε τις δουλειές του σπιτιού, σαν να μην συνέβη τίποτε... Να ειδοποιήσει κάποιον, ούτε της πέρασε από το μυαλό... Εξ άλλου τι έλεγε η μαμά;''Όταν αρρωσταίνουμε δεν είναι ανάγκη να το μαθαίνει ο κόσμος''. Βέβαια τώρα δεν γινόταν λόγος για σύγριση καμία, το μικρόβιο όμως είχε αφήσει τον απόηχό του, που το μυαλό της δεν μπορούσε να μετρήσει την τεράστια διαφορά... Το μεσημέρι ξάπλωσε λίγο.. ''Αν θέλεις τίποτε μου λες'' είπε περνώντας από το μικρό σαλόνι. Όχι το καλό. Αυτό έμενε κλειστό για τις ξεχωριστές περιπτώσεις. Άνοιξε την τηλεόραση μάλλον από συνήθεια . Το μυαλό της το 'νιωθε σκόρπιο και δεν μπορούσε να εστιάσει. Και το βράδυ ο ύπνος δεν ήρθε χαλαρωτικός. Άναψε όλα τα φώτα του σπιτιού. Κατέβηκε να δει αν έχει τροφή ο κατακαημένος γάτος της και αναγκαστικά πέρασε μπρος από την Βενετία. Άρχισε να κόβει βόλτες... Το εσωτερικό τρέμουλο  πυροδότησε μια ανεξέλεγκτη οργή. Άρχισε να φωνάζει: '' Μου φάγατε την ζωή... Όλοι σας!!! Δεν μ' αφήσατε να ζήσω!!! Κι εσύ τώρα δεν με σκέφτηκες καθόλου!! Δεν έφταναν όσα τράβηξα με τους γέρους. ήρθες κι εσύ με το ποδάρι σου.... Πρέπει να σου πω τριακόσιες φορές την ίδια κουβέντα για να την καταλάβεις... Γιατί δεν έμενες στο σπίτι σου;; Έχω τόσες έγνοιες κι εσύ δεν βοηθάς καθόλου!!! Τι θα κάνω τώρα με σένα;;; Ε;;;Πες μου τι;;;;''

                 Άκουγαν οι γείτονες τις φωνές μέσα στην ησυχία της νύχτας κι έλεγαν: ''Πάλι τσακώνονται οι δυο αδερφές!! Αυτές παιδί μου, θα φαγωθούν, να μου το θυμηθείς... Δεν τις βλέπω καθόλου καλά...'' Κατά το χάραμα την πήρε ο ύπνος εξαντλημένη από τα χιλιόμετρα που είχε διανύσει ολονυχτίς... Σηκώθηκε βαρύθυμη,έριξε μια ματιά στο καθιστικό και πήγε να φτιάξει καφέ. Τον ήπιε στο δωμάτιό της  Δεν είχε όρεξη να βλέπει πρωί-πρωί τα μούτρα της αδελφής της. Κάποια στιγμή που ξαστέρωσε το μυαλό της στάθηκε απέναντί της με τρόμο:  ''Θεέ μου! Η Βενετία πέθανε!!!! Τι θα κάμωωωωω;;;;;''' Η πραγματικότητα την διαπέρασε σαν πιστολιά... Το μυαλό της δεν άντεχε την αλήθεια. Γι' αυτό, γύρισε την πλάτη και πήγε στο δωμάτιό της... Πεινούσε. Έφαγε μια μπανάνα και με το μεγάλο κουτάλι, έφαγε μπόλικο ζαχαρούχο γάλα...'' Δεν με φτάνουν οι έγνοιες μου, έχω και το πόδι της Βενετίας. Αύριο θα πάω στο Αργοστόλι.. Δεν αντέχω άλλο κλεισμένη εδώ μέσα... Θα μου στρίψει στο τέλος.. Θα ντυθώ καλά και θα πάρω αγκαζέ το ταξί του Αυγερινού να πάω Αργοστόλι.. Αν θέλει, ας έρθει μαζί μου... Δεν θα την παρακαλέσω κι όλας... Καλύτερα μόνη, να ξεφύγω από όλον τούτον τον μπελά...''
                     Ζούσε σε μια παραζάλη... Μπέρδευε το φανταστικό με την οδυνηρή πραγματικότητα... Το βράδυ ξανάρχισε το πηγαιν' έλα και τις φωνές   '' Εσύ καλά κάθεσαι ευτού που είσαι... Ρωτάς κι εμένα τι τραβάω;;; Όλοι πάνω μου πέσατε... Αννούλα το ένα...Αννούλα το άλλο... Δεν αντέχω άλλο... Παρατάτε με πια!!'' Κι επειδή ακούγονταν φωνές, πού να υποψιαστούν οι γείτονες το μακάβριο θέατρο του παραλόγου που ξετυλιγόταν ακριβώς δίπλα τους.... Και ο κεραυνός που την συγκλόνισε και της έπληξε το μυαλό, την έκανε ν' αντέξει πολλές μέρες τούτη την τρέλα... Ζώντας μ'ένα πτώμα, περνούσε τις μέρες της μέσα σε μια ομίχλη. Όταν η θολούρα αραίωνε κι έβλεπε την πραγματικότητα, ο νούς της δεν μπορούσε να την αντέξει... Ξανάκανε βουτιά κι ερχόταν  ο περίεργος κόσμος να την κρατήσει όρθια στα πόδια της και να μην καταρρεύσει σωματικά. Γιατί ψυχικά είχε γίνει κουρέλι...

                  Ήταν κατακαλόκαιρο. Η ζέστη πολλή. Και το σώμα της Βενετίας άρχισε να αποσυντίθεται... ''Μα, τι μυρίζει; Πολύ  άσχημη μυρωδιά... Εσύ δεν την νιώθεις; Μα τι λέω... Από σένα θα είναι... Τα κατάφερες.. Πέθανες... Πάω ν'ανοίξω κανένα τζάμι να ξεβρωμίσουμε... Εσύ καλά κάθεσαι εκεί..Δεν θ'αργήσω...Ά! Θα έρθω και να σε πλύνω.... Βρωμοκοπάς...''  Πήρε το λάστιχο του ποτίσματος και γύρισε στο καθιστικό...Δεν μπορούσε να την αγγίξει με τόσες πληγές που είχε...Σιχαινόταν.Κι αν κόλλαγε κάτι; Όλα τα 'χει η Μαριωρή, αυτό της έλειπε τώρα... Άνοιξε τη βρύση και το νερό έπεσε ορμητικό πάνω στην νεκρή. Αφού θεώρησε ότι την είχε πλύνει καλά, έκλεισε την βρύση, μάζεψε το λάστιχο και το 'βαλε στην θέση του, ψιθυρίζοντας:  ''Πάει κι αυτό...''  Δεν σκέφτηκε ότι τα νερά θα κατρακυλούσαν στην σκάλα και θα έβγαιναν στον δρόμο. Έτσι, δεν τα μάζεψε.  'Εντωμεταξύ, η μυρωδιά είχε αρχίσει να φτάνει ως έξω...Από μέρες το κουβέντιαζαν: ''Σου μυρίζει τίποτε κυρά Κλεονίκη; Τι μπόχα είναι αυτή... Δεν σ'ενοχλεί;''   ''Αν μ'ενοχλεί λέει; Τις τελευταίες μέρες έχει γίνει αφόρητη... Από πού λες να 'ρχεται;;'' ''Από κάπου εδώ κοντά να σε χαρώ... Δεν μπορώ να καταλάβω...'' Και όταν είδαν κάτι  περίεργα νερά  να ξεμυτίζουν  κάτω από την εξώπορτα  του Ιακωβάτου και να μην σταματούν, αναστατώθηκαν....Τι ήταν τούτο πάλι;; Τα συνδύασαν όλα... Κάτι αφύσικο γινόταν...Η μπόχα έβγαινε σίγουρα απ'το Ιακωβατέ'ι'κο... Κτύπησαν το κουδούνι πολλές φορές  Τίποτα. Ειδοποίησαν την Αστυνομία... ''Μέσα είναι κυρ Αστυνόμε... Χθες βράδυ ακούγαμε πάλι φωνές.. Μπας κι έχουν πάθει τίποτε; Κι αυτή η μυρωδιά είναι ανυπόφορη....''  Ο Αστυνόμος άνοιξε και έφριξε... Πάνω στα σκαλοπάτια που έφερναν στον πρώτο όροφο, ένα υγρό βρωμερό μόλυνε την ατμόσφαιρα..  Απαγορεύτηκε η είσοδος στους περίεργους που είχαν αρχίσει να μαζεύονται. Οι Αστυνομικοί ανέβηκαν την σκάλα με τις πεταλούδες, χτύπησαν την πόρτα και πάγωσαν κυριολεκτικά...
                    Μια γυναίκα με αλλόκοτη ηρεμία τους άνοιξε. Ήταν η Αννούλα που τους κοίταζε με ένα βλέμμα απόμακρο, θολό, απλανές... Στα δεξιά τους,δίπλα στην πόρτα, πάνω σε μια καρέκλα, βρισκόταν καθιστό το πτώμα μιας γυναίκας... Η μπόχα τούς έκοψε την ανάσα και κάτω, τα υγρά από το πτώμα που είχε αρχίσει να σαπίζει, λίμναζαν  στο μωσα'ι'κό του πατώματος και χύνονταν σιγά-σιγά προς τα σκαλοπάτια... Οι επόμενες στιγμές κύλησαν σαν μια ταινία σε τρομερά γρήγορη κίνηση.  Απέκλεισαν το κτήριο και κατέβασαν την Άννα που τους ακολούθησε ήρεμα, τελείως άβουλα. Την έβαλαν να καθίσει σε μια καρέκλα, μπροστά στο ισόγειο του σπιτιού της. Εν τω μεταξύ πλήθος κόσμου είχε συγκεντρωθεί ολόγυρα σιγοψιθυρίζοντας:  '' Η μυρωδιά ήταν από την πεθαμένη... Λένε ότι η αδελφή της ζούσε με το πτώμα μέρες τώρα...'' ''Ω. Μεγαλοδύναμε!! Τι τραγωδία είναι αυτή!!''  ''Την δύστυχη.. Θα της έστριψε φαίνεται! Πού έχει ξανακουστεί τέτοιο πράγμα;''  ''Κυρ Αστυνόμε τι έγινε;''' ''Άσ'τε να κάνουμε την δουλειά μας... Η γυναίκα έμενε με ένα πτώμα πάνω από 10 μέρες! Σκέτη τραγωδία!''

             Το συνεργείο της Αστυνομίας έπραξε τα δέοντα ... Το πτώμα απομακρύνθηκε, την Άννα την πήγαν στο νοσοκομείο. Όλη αυτήν την ώρα καθόταν ακίνητη... Άχνα δεν έβγαλε. Κοιτούσε κάπου μακριά, σαν να μην έβλεπε , σαν να μην άκουγε τον θόρυβο από τους περίεργους που τώρα είχαν πληθύνει. Ο βόμβος  από τις κουβέντες, η μεταφορά της νεκρής,το τρεχαλητό των αστυνομικών,  λες και δεν την άγγιζαν... Το μυαλό της βρισκόταν σε κάποιες σπηλιές σκοτεινές και ήσυχες που χέρι ανθρώπου δεν φτάνει... Ακολούθησε πειθήνεια τον γιατρό και τον αστυνομικό... Ούτε ρώτησε πού την πάνε... Πίσω έμειναν οι περίεργοι και κάποιοι που πραγματικά ταράχτηκαν και πόνεσαν... Το διόροφο κλείστηκε με την κίτρινη ταινία της αστυνομίας. Αύριο θα ερχόταν συνεργείο για απολύμανση... Ήταν και τα τυπικά... Να σταλεί το πτώμα στην Πάτρα για νεκροψία, να συζητήσουν με την Άννα, να ειδοποιηθούν οι συγγενείς και η κόρη της αποθανούσης στην Αμερική...

                Εκείνο το βράδυ, μια φίλη της Πολυάνθης την πήρε τηλέφωνο και της είπε τα φριχτά μαντάτα....Όλη η Σάμη είχε αναστατωθεί...Θα αργούσε να περάσει ο απόηχος ενός τέτοιου γεγονότος... Την άλλη μέρα έμαθε η Πολυάνθη, ότι την Αννούλα την έστειλαν στο ψυχιατρείο της Τρίπολης. Ένιωσε δυνατή συγκίνηση . Την πήραν τα κλάματα... Η Αννούλα;  Τέτοια τύχη; Με την νεκρή αδελφή της τόσες ημέρες; Και τώρα στο ψυχιατρείο;  Αυτό ήταν κατάρα.. Ούτε αρχαία τραγωδία να ήταν...Πού πήγε το άλλοτε γελαστό κορίτσι; Απλούστατα... Είχε φύγει πριν καιρό από την χώρα των ψυχικά υγιών ατόμων...Μόνον που οι πολλοί δεν το είχαν καταλάβει...Κάποιοι είχαν προείδει μια άσχημη κατάληξη, όχι όμως και μέχρι αυτού του σημείου...Η μοίρα όμως δεν είχε πει ακόμη την τελευταία της λέξη... Επεφύλασσε με χαιρεκάκια άλλο ένα δύσκολο κεφάλαιο... Τι σου είναι οι θεοί τέλος πάντων, όταν θέλουν να παίξουν με τις τύχες των ανθρώπων....Αδυσώπητοι...

Παρασκευή 26 Ιουλίου 2019

3ο] Η ΠΑΡΑΚΜΗ

                       Στα χρόνια που ακολούθησαν,παντρεύτηκε κι η Αντζέλα και κάποιες φορές πήγαν για διακοπές στην Κεφαλονιά. Ήταν δύσκολα όμως τα πράγματα... Να νοικιάζεις στον τόπο που γεννήθηκες; Και οικονομικά τα πράγματα ήταν δύσκολα, γιατί τα κορίτσια πήγαιναν με τις οικογένειές τους και το ποσόν ανέβαινε πολύ. Σε μια τέτοια εξόρμηση, η Πολυάνθη επισκέφθηκε το σπίτι της Αννούλας... Κτύπησε, ξαναχτύπησε, τίποτε... Την άλλη μέρα πήρε πρώτα τηλέφωνο. Έτσι, με ραντεβού τους επισκέφθηκε.. Δεν τους παρεξηγούσε, ίσως γιατί αποτελούσαν ένα κομμάτι της παιδικής της ηλικίας.Τυπικότατος ο θείος Πίπης την ρώτησε ευγενικά για την ζωή της κι ύστερα αποσύρθηκε αθόρυβα στο γραφείο του. Η θεία Κάτε λαλίστατη και η Αννούλα χαρούμενη και όμορφη παρά τα χρόνια που είχαν περάσει. Μια τρίτη προσπάθεια της Πολυάνθης, πήγε στον βρόντο. Περνούσε βραδάκι και κοίταξε το μπαλκόνι. ''Έχουν σβηστά τα φώτα για να μην φαίνονται'' της είπαν. Κτύπησε το κουδούνι, τίποτε...Επέμενε, μα και πάλι μηδέν εις το πηλίκον... Γνώριζε τις ιδιοτρπίες τους, όπως το ότι δεν έλεγαν πουθενά αν αρρώσταιναν, ακόμα κι από ένα απλό κρυολόγημα. Της είπαν ότι άνοιγαν τσίμα-τσίμα την πόρτα για να πάρουν τα ψώνια που τους έφερναν και δεν  δέχονταν κανέναν...Η Άννα έβγαινε πλέον μόνον για να πάει στο Αργοστόλι.
     
                                        Στεναχωρέθηκε... Έβλεπε ότι αυτή η οικογένεια δεν πήγαινε καλά... Στεναχωρέθηκε όμως πιο πολύ όταν στο επόμενο ταξίδι τούς ξαναεπισκέφθηκε...Ανεβαίνοντας την εσωτερική σκάλα που έφερνε στον πρώτο όροφο,είδε κάτι που έβλεπε και πριν 30 χρόνια: σε κάθε σκαλοπάτι μία γλαστρούλα με μία ψεύτικη πεταλούδα επάνω.... Σφίχτηκε η καρδιά της..Τίποτα δεν είχε αλλάξει...Μια κατάπτωση, ένας μαρασμός αναδυόταν σε κάθε της βήμα... Κι όταν είδε την Αννούλα, κέρωσε.. Έκανε προσπάθεια για να δείξει χαρούμενη, αλέγρα, ζωηρή... Μπροστά της στεκόταν μια ξανθιά γυναίκα με το παμπάλαιο τσάρλεστον μαλλί, με ολόλευκο δέρμα, μάγουλα ροζ που είχαν κρεμάσει κι ίσως αν την καλοκοίταζες σου έφερνε λιγάκι στον νου την άλλοτε εκρηκτική όλο ζωντάνια κοπέλα... Μόνον τα δάχτυλά της παρέμεναν τα ίδια, κρινένια και μακριά... Έπαθε σοκ... Δεν μπορούσε να το ξεπεράσει... Οι δυο γονείς της  Άννας είχαν πεθάνει,οπότε θα μπορούσε , ελεύθερη πια, να βγει έξω, να πάει ένα ταξίδι, να ξαλεγράρει... Το κακό όμως είχε συντελεστεί... Γηροκόμησε και τους δυο γονείς της, κλείστηκε μέσα για χάρη τους, έγινε η προσωπική τους νοσοκόμα, και κάπου εκεί έχασε και τον εαυτό της ...Έχασε την Άννα... Η γυναίκα που της μιλούσε τώρα, ήταν η καρικατούρα του παλιού εαυτού της... Μα δεν καταλάβαινε ότι δεν έπρεπε να χτενίζεται έτσι; Και το τόσο έντονο κόκκινο κραγιόν στο χείλος που έγερνε ελαφρά;;  Κάτι δεν έδενε... Κάτι δεν κολλούσε... Ανατρίχιασε κι ας ήταν κατακαλόκαιρο... Νόμιζε ότι έβλεπε μια ξανθιά μίσις Χάβισαμ από τις ΜΕΓΑΛΕΣ ΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ του Κάρολου Ντίκενς., Και πόνεσε πολύ...
                       Μπροστά της στεκόταν το χρωματισμένο κέλυφος μιας αδικοχαμένης ζωής... Της έδειξε πάλι τα κοσμήματά της... Της Πολυάνθης της ήρθε να φωνάξει... Αυτό είναι που λένε ντε κα τανς; ''Έχει έρθει από την Αμερική η αδελφή μου η Βενετία. Κάτι έχει στο πόδι της. Δερματικό... Πήγε στο Αργοστόλι να την δουν οι γιατροί. Θα πάει μετά στο χωριό του άντρα της και έπειτα θα έρθει να κάτσουμε εδώ, μαζί...Α, την Πολυάνθη μας!! Η μαμά σου; Η Αντζέλα; Τι κάνουν; Εκείνος ο Ηρακλήςο άντρας σου,  τι κάνει;  Θα μείνετε καιρό εδώ; Νοικιάσατε πάλι στης κυράς Βασιλικής,ε;''  Παρακμή... Όλο το περιβάλλον μύριζε, φώναζε: παρακμή και εγκατάλειψη. Εδώ μέσα, δεν υπήρχε ζωή... Το είχε σκάσει από κάποιο ανοικτό μπαλκόνι ποιος ξέρει πόσα χρόνια πριν... Αυτό ήταν ένα έργο που δεν είχε τελεστεί ξαφνικά... Αυτή η κατρακύλα έγινε σιγά-σιγά, βήμα-βήμα... Γονείς που στα γεράματα γίνονται εγωιστές, εαυτούληδες και θέλουν μόνον το δικό τους... Δεν ήταν σίγουρα έτσι στην αρχή... Ο σπόρος όμως του δεσποτισμού προ'υ'πήρχε και με την πάροδο του χρόνου θέριεψε και στραγγάλιασε τα νιάτα και το γέλιο της άβουλης Αννούλας...

                  Φταίει κι αυτή... Ποτέ δεν σήκωσε κεφάλι και ασπαζόταν με θρησκευτική ευλάβεια τα λόγια της μητρός της...Καλά, αυτή η κοπέλα δεν λαχτάρησε ποτέ αντρικό φιλί; Δεν πόθησε ποτέ χάδια από αντρικά χέρια;; Πώς άφησε να της λιώσουν την όρεξη για ζωή; Πώς δεν επαναστάτησε; Εκτός κι αν οι ιδέες της συνέπλεαν μ'εκείνες της μάνας της...Δεν γεννάς το παιδί σου για να σε γηροκομήσει... Το γεννάς για να ευτυχήσει...Της πέρασε ποτέ απ' το μυαλό της Κάτες τι θα γίνει η κόρη της μόλις εκείνη πεθάνει;;; Δεν νομίζω... Κι αν της πέρασε θα ήταν στιγμιαία, μπροστά στον φόβο των δικών της  γηρατειών που έπρεπε να προστατευτούν.. Καημένη ΄Αννα...Η Πολυάνθη έφυγε άρρωστη από εκεί μέσα.Δεν μπορούσε να συνδέσει την απότομη αλλαγή που είδε μπροστά της... Και οι πεταλούδες στην σκάλα την αρρώσταιναν πιο πολύ...Έμαθε ότι η Άννα τελευταία διατρεφόταν με ζαχαρούχο γάλα και μπανάνες. Μια ξαδέλφη,η Πηγή, που της χτύπησε πολλή ώρα το κουδούνι, της είπε ότι άνοιξε το παράθυρο της εξώπορτας και της ανήγγειλε ότι δεν μπορεί να περάσει, γιατί έχει κόσμο τώρα επάνω... Ψέματα δηλαδή..Έμαθε ακόμη ότι και ο παπάς της κοινότητάς τους επεχείρησε να πάει, καθώς και κάποιες κυρίες από την Κοινωνική Μέριμνα, αλλά τους αρνιόταν την είσοδο... Όλοι έλεγαν ότι η Αννούλα δεν θα είχε καλό τέλος...Στο πρώην γραφείο του πατέρα της, είχε έναν γάτο  με πολύ νερό και πολλή τροφή.Πάντα αγαπούσε τις γάτες. Στις καλές εποχές, στα νιάτα της, η Αννούλα είχε μια πανέμορφη τιγρέ γάτα την Τζούλια, την οποίαν την είχαν μαζί τους, μέσα στο σπίτι τους, όχι απομονωμένη...Πολλές φορές ρώτησε η Πολυάνθη διάφορους γι' αυτό το γατί, δεν λάβαινε όμως ποτέ μια συγκεκριμένη απάντηση...

                   Γυρίζοντας στην Αθήνα, εφάρμοσε να παίρνει τακτικά την Αννούλα τηλέφωνο. Στην αρχή ήταν όλα νορμάλ. Κάποια μέρα της είπε πως έχει συγκέντρωση στο σπίτι της και δεν μπορούσε να μιλήσει για πολλή ώρα. Μιαν άλλη φορά της είπε πως κάποιοι την παίρνουν τηλέφωνο και την ενοχλούν.  Αυτό επαναλήφθηκε κι άλλες φορές, μέχρι που η Πολυάνθη σκέφτηκε μήπως κάποιοι θρασύτατοι της κάνουν φάρσα...Έχουν εντοπίσει την Αννούλα,γνωρίζουν την ιδιορυθμία της, ξέρουν ότι ζει μόνη με την αδελφή της που γύρισε από το χωριό και θέλουν να σπάσουν πλάκα...Άλλοι έλεγαν πως τα βράδια ακούνε φωνές και πως μάλλον οι δύο αδελφές δεν τα πάνε καλά...Ποιος ξέρει τι προβλήματα είχαν να χωρίσουν μεταξύ τους.. Δεν ήταν όμως πάντοτε έτσι... Συζητιόταν ότι η Άννα δεν ήθελε επ' ουδενί την αδελφή της. Έγινε φασαρία και μόνο με χαρτί του Εισαγγελέα μπόρεσε η Βενετία να γυρίσει στο πατρικό της σπίτι. Η Βενετία ήταν πάντα χαμηλών τόνων και δεν μπορούσε κανείς να την επαινέσει για την ευφυ'ί'α της. Πίσω στην Αμερική έμεινε η κούκλα και πανέξυπνη κόρη της, που πήρε όλα τα χαρίσματα του πατέρα της.Η μοίρα τα έφερε έτσι, ώστε οι δύο πρώην όμορφες αδελφές Ιακωβάτου, να συγκατοικήσουν και να βαδίσουν μαζί τον τελευταίο δρόμο της ζωής τους...Ώσπου μια μέρα έλαβε η Πολυάνθη ένα τηλεφώνημα....

Πέμπτη 25 Ιουλίου 2019

2ο] ΑΝΕΜΟΣΤΡΟΒΙΛΟΣ

                  Συνοικέσιο τους έκαμε και η μητέρα της Πολυάνθης, η Αλίκη, με έναν εξαίρετο κύριο συνεργάτη του άντρα της από το Αργοστόλι. Η συνάντηση πήγε θαύμα, αλλά η απάντηση ήταν πάλι αρνητική... Τι έψαχναν τέλος πάντων αυτές οι γυναίκες;Ευγενική κατά τ' άλλα η θεία Κάτε, επισκεπτόταν το σπίτι του Κωστάκη και έδειξε πραγματικό ενδιαφέρον με την ιλαρά που ταλαιπώρησε την Πολυάνθη στην ηλικία του Γυμνασίου. Τα καλοκαιρινά βραδινά, καθόντουσαν όλοι έξω από το όμορφο μαγαζί του Κωστάκη που είχε την Αντιπροσωπεία ΙΖΟΛΑ ΚΑΙ ΚΕΛΒΙΝΕ'Ι'ΤΟΡ. Τότε έρχονταν από την Αθήνα  οι περισσότεροι συγγενείς.Από την αδελφή της μητέρας του, της θείας, Βασιλικής, ερχόταν η κόρη της η Λίτσα με τον ευγενέστατο άντρα της τον θείο Παύλο και την αγαπημένη κόρη τους, την εξαδέλφη  Τζούλια. Καθόντουσαν έξω από το μαγαζί, παίρνοντας καρέκλες από το διπλανό ζαχαροπλαστείο, του κυρ Παναγή και της κυρίας Αγγλα'ί'ας, από όπου παράγγελναν τις πάστες τους, τους λουκουμάδες και την αμυγδαλόπιτά τους. Κ ι όσο οι μεγάλοι συζητούσαν, η Τζούλια, η Πολυάνθη και η μικρή Αντζέλα βολτάρανε στον παραλιακό δρόμο, ανάμεσα στο πλήθος που χαιρόταν την βραδινή δροσιά... Τύχαινε δε, συχνά, Ιταλοί τουρίστες να βολτάρουν, τραγουδώντας δυνατά κάτω απ' το σεληνόφως.
                        Στις 6 Αυγούστου που ήταν τα γενέθλια της Τζούλιας, η θεία Λίτσα έφτιαχνε την καταπληκτική της τούρτα, ενώ η Αντζέλα με την παιδική της αθωότητα χόρευε τραγούδια του σινεμά,εξ ου κι η προσωνυμία της-'οσο ήταν μικρή- Αλίκη Βουγιουκλάκη!!!!!Η μαμά Αλίκη θυσία γινόταν για όλους. Έκανε τραπέζι στους Αθηναίους συγγενείς και οι μικρές δεν έλεγαν να χορτάσουν τα τραγούδια της θείας Αντζολίνας, της θείας Αρτεμούλας και της θείας Φώφης εξ Αφρικής , μετά το μεσημεριανό γεύμα στο σπιτικό τους!!! Ολοι χαρούμενοι, η γάτα η Μπιρμπίλω στο πρεβάζι και ο σκυλάκος τους ο Ντικ φωτογραφιζόταν χαρωπός με τις αφεντικίνες του και την ξαδέλφη Φιόνα Λιβιεράτου, κι αυτή εξ Αθηνών. Αξέχαστο το καλοκαίρι που είχε έρθει από την Αμερική η αδελφή της γιαγιάς Πολυάνθης και νονά της εγγονής που έφερε το όνομά της!! Πόσο ωραία είχαν περάσει τότε!! Φιλοξενούσαν την νονά σπίτι τους και το κλάμα που έριξε η Πολυάνθη όταν έφυγε η νονά της, δεν περιγράφεται!!!Αλληλογραφούσαν, μέχρι τον θάνατο της θείας -νονάς Ρεγγίνας...Τι  όμορφα χρόνια, ανέμελα, ασυννέφιαστα...

                       Και πάντα στο επίκεντρο η Αννούλα... Μια μέρα, στο σαλόνι του Κωστάκη, χόρεψε και τραγούδησε για τα κορίτσια! Ήταν όλο σκέρτσο και νάζι... Κρίμα που δεν χάρηκε κανείς τις τόσες χάρες της.....Και ο καιρός κυλούσε... Και ήρθε μια σκοτεινή ημέρα... Πέθανε ο Κωστάκης, αυτός ο τόσο δοτικός άνθρωπος,ο τόσο τίμιος και υποδειγματικός πατέρας...Όσο γιατροπορευόταν, έμενε στηνΑθήνα, στο διαμέρισμα που είχε νοικιάσει η κόρη του Πολυάνθη με τον άντρα της.Όταν πέθανε, τον έφεραν να τον θάψουν στην αγαπημένη του Σάμη... Και η μια στεναχώρια έφερε την άλλη... Η πρώτη κόρη,η παντρεμένη, έπρεπε να γυρίσει στην Αθήνα. Μαζί της έμενε και η αδελφή της  η Αντζέλα, που σπούδαζε νηπιαγωγός.   Τον Ντικ τον πήρε στο χωριό η γιαγιά Αικατερίνη, η μητέρα  της συζύγου του Κωστάκη. Πέθανε στον μήνα επάνω από μαρασμό... Κάτι που για χρόνια έτρωγε την Πολυάνθη... Και η μάνα έμεινε πίσω, να αδειάσει το σπίτι, γιατί το είχαν πουλήσει... Ο Κωστάκης αθώος είχε υπογράψει τριτεγγυητής  καλόπιστα σε έναν νεαρό συμπολίτη του από καλή οικογένεια... Εκείνος όμως δεν πλήρωσε και η τράπεζα κυνήγησε τον Κωστάκη... Κι αυτός, για να έχει το μέτωπο ψηλά,πούλησε το σπίτι του, αφού πρώτα ζήτησε βοήθεια από τον πατέρα του, ο οποιος είχε φτιάξει νέα οικογένεια... Η απάντηση ήταν ψυχρά αρνητική.. Και ο Κώστας το πούλησε... Κι η Αλίκη, έχασε τον νεαρότατο άντρα της, έχασε και το σπίτι της...

                  Την ημέρα που έπρεπε να το αδειάσει, ήταν γι'αυτήν δεύτερος θάνατος...Παρακάλεσε την θεία Κάτε να πάει τα πράγματά της στο μισοτελειωμένο σπίτι του θείου Μεμά, που είχε από  χρόνια πεθάνει. Της είπαν  ''Φέρ'τα, αλλά για λίγο καιρό''..Κι ένα ολόκληρο νοικοκυριό μπήκε σε κούτες και φυλάχτηκε σ' ένα μισοφτιαγμένο σπίτι... Η Αλίκη δεν φιλοξενήθηκε από κανέναν συγγενή... Νοίκιασε σε μια καλή γειτόνισσα. 45 χρονών χήρα. Αυτήν που την λάτρευε ο άντρας της... Που πέθαινε και της έλεγε :'' Να προσέχεις τον εαυτό σου Αλίκη μου... Να φορείς γαλάζια γιατί σου πάνε. Και μην ξεχνάς να βάφεις ξανθά τα όμορφα μαλλιά σου...''  Και της κρατούσε το χέρι σφιχτά ως την τελευταία στιγμή... Έτσι τους βρήκε η Πολυάνθη που τους είχε σπίτι της εκείνες τις δύσκολες μέρες. Είχε μισοκλείσει τα μάτια στο διπλανό ντιβάνι όταν ένιωσε ότι πνίγεται... Άνοιξε τα μάτια κι εκείνη την στιγμή ξεψυχούσε ο πατέρας της... Λιανοψιχάλα έπεφτε στο μπαλκόνι και σκέφτηκε : ''Κοίτα! Ακόμα κι ο ουρανός κλαίει που έφυγε ο μπαμπάς''. Την ίδια στιγμή στην Σάμη, ο Ντικ αλληχτούσε με σπαραγμό... Η μάνα έζησε, οι κόρες ζήσανε, ο Ντικ πέθανε μέσα στον μήνα....Κι  έπρεπε η Αλίκη να μείνει  στην Κεφαλονιά για να ξεστελιάσει ένα ολόκληρο σπιτικό φτιαγμένο με αγάπη και τόσες αναμνήσεις.... Αυτό κι αν ήταν δεύτερος θάνατος...Και πριν περάσει καλα-καλά ο μήνας, η θεία Κάτε της παραγγέλνει ότι πρέπει να αδειάσει τον χώρο που κρατούσε στο μισοφτιαγμένο σπίτι του θείου Μεμά.... Πώς άντεξε η καρδιά της; Πώς άντεξε η Αννούλα να βλέπει τέτοιον σπαραγμό;;;
                    Την Αλίκη την έπιασε κάτι σαν τρέλα... Άρχισε να πετάει 'ο,τι εύρισκε μπροστά της .... Τετράδια των κοριτσιών της, βιβλία, ρούχα, είδη ηλεκτρικά, διότι ο άντρας της είχε τελειώσει την Σιβιτανείδιο και εκτός από το μαγαζί ασχολείτο με μεγάλες ηλεκτρικές εγκαταστάσεις....Κράτησε ελάχιστα πράγματα. Τα υπόλοιπα πετάχτηκαν... Μόνο το ποδήλατο του Κώστα το πήρε ο αδελφός του. Κατόπιν της είπαν ότι με τα τετράδια των εκθέσεων της πρώτης της κόρης, κάποια νεαρή τα πήρε και έγραφε τις εκθέσεις της στο Γυμνάσιο.... Ε, και; Εδώ άνθρωπος πέθανε... Εδώ νοικοκυριό διαλύθηκε... Εδώ σκυλάκος αυτοκτόνησε...Αλλά έτσι τα λέμε, από παράπονο... Σκεφτείτε... Η Πολυάνθη είναι γιαγιά τώρα κι όμως πολλές φορές στον ύπνο της βλέπει το πατρικό της σπίτι... Με τον σκυλάκο της, την γατούλα της, τον πανέμορφο ανθόκηπό της, το μποστάνι με τα κηπευτικά από την πίσω μεριά, το κοτέτσι, την βερυκοκιά που μπόλιασε ο πατέρας, την ακακία και τις μαργαρίτες, το καμάρι της μάνας της.Τους καλούς τους γείτονες, την κυρά- Αγγελική και τον κουμπάρο Βαγγέλη. Κουμπάρο τον λέγανε επειδή είχαν έρθει πολύ κοντά οι δύο οικογένειες... Κι απόμειναν  οι αναμνήσεις,άλλες πικρές, χολή κι άλλες γλυκές, σερπέτι....

ΑΝΝΑ - ΑΠΟ ΤΟ ΦΩΣ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ

      
1ο]  Α Ν Ν Α 

     Την βάφτισαν Άννα, οι περισσότεροι όμως την φώναζαν Αννούλα, μέχρι τα τελευταία της.   Πολύ όμορφη κοπέλα που είχε υιοθετήσει το στυλ τσάρλεστον στα μαλλιά της, όπως η Αλίκη Βουγιουκλάκη σε πολλά έργα της... Γόνος γνωστής ευκατάστατης και απόμακρης οικογενείας... Η δυναστεία των Ιωακωβαταίων τέλειωσε με τον σεισμό του 1953, όμως η οικογένεια του Πίπη,του δεύτερου γιου, δεν θέλησε να το καταλάβει ποτέ..Προσεισμικά έμπαινες στο σπίτι τους , σήκωνες το κεφάλι και θαύμαζες το ζωγραφισμένο από Ιταλό τεχνίτη ταβάνι του... Έμπορος δαιμόνιος ο  παππούς. Η σταφίδα του απέφερε πολλά και το κατώι του ήταν γεμάτο μπαούλα με βελούδα και δαντέλες...Όμως οι γιοι ακολούθησαν άλλον δρόμο... Γιατρός φυματιολόγος ο Μεμάς, διευθυντής στο Τζάνειο Νοσοκομείο στον Πειραιά, παντρεύτηκε την Αντζολίνα, κόρη του εφοπλιστή Γιαννουλάτου με τα καράβια τον Πολικό που έδενε στην Σάμη και τον γαλλομαθή Πίπη που παντρεύτηκε την Κάτε που ποτέ δεν προσγειώθηκε στην πραγματικότητα.Νόμιζε πάντα ότι ζούσε στους παλιούς καιρούς της χρηματικής ευφορίας και της κοινωνικής υπεροχής που φέρνει το χρήμα. Κορίτσια μπόλικα είχε ο παππούς, εφτά τον αριθμό, που τα καλοπάντρεψε όμως αποβλέποντας στην οικονομική ευμάρεια του γαμπρού, αδιαφορώντας αν η τάδε κόρη του θα έπρεπε να ζήσει στην Αφρική... Αρκεί που καλοπαντρεύτηκε... Ή αν ο γαμπρός ήταν κοινωνικά κατώτερος, αρκεί που είχε χρήμα... Έτσι πήγε χαμένη η κόρη του Πολυάνθη... Εκεί που έκανε παρέα με αρχοντοπούλες, έπαιζε πιάνο, έγραφε ποιήματα, βρέθηκε μ΄ 'εναν μονόχνωτο λατινιέρη και έφυγε από  τούτη την ζωή νεότατη, αφήνοντας δύο βρέφη πίσω της...

               Η μεγάλη οικογένεια, όσο κι αν μακριά απλώθηκε, πρόκοψε... Και ο Πίπης που έμεινε στην Σάμη, διατηρούσε εκδοτήριο εισιτηρίων για πλοία,αντιπροσωπία τραπέζης  με το ύφος 15 καρδιναλίων... Δεν το έκανε επίτηδες.. Το είχε μέσα στο αίμα του... Έβλεπε τον κόσμο, με το ίδιο μάτι που το έβλεπε κι η κυρά του: πόπολο... Αυτοί ήταν από άλλη ράτσα.. Δεν είχε πολλά-πολλά με κανέναν... Λιγομίλητος απόμακρος, λεπτός πολύ, σου έφερνε στον νου, φιγούρα του Κάρολου Ντίκενς... Το φράνκο του έλειπε... ''Κυρ Πίπη να σου πω ...'' Ο απλός λαός χρησιμοποιούσε τον ενικό της προσέγγισης που συνηθίζει το πόπολο στους αφεντάδες, και δεν στερείτο τίποτε από τον πληθυντικό της μεγαλοπρεπείας... Είχε και την συμβία του που δεν παρέλειπε να τονίζει καθημερινά στις κόρες της την ξεχωριστή καταγωγή τους, απαγορεύοντάς τους να μιλούν στον όποιον κι όποιον... Η Βενετία, η πρώτη, ήταν κι αυτή όμορφη,αλλά τελείως άβουλη... Τουλάχιστον η Άννα είχε ένα μπρίο που ξεχείλιζε στα νιάτα της και ξέφευγε από τους περιορισμούς της μάνας της... Από έναν όμως δεν μπόρεσε να ξεφύγει καμιά τους!! Να κολυμπήσουν στην θάλασσα... Στην θάλασσα που ήταν δυο βήματα από το σπιτικό τους, μιας και το διόροφό τους ήταν επί του παραλιακού δρόμου... Να κολυμπήσουν οι κόρες του Πίπη και της Κάτες;;; Στα ίδια νερά που κολυμπάει κι ο λαουντζίκος;;; Ποτέ!!!! Αυτήν την απαγόρευση δεν μπόρεσαν να την παρακάμψουν τα κορίτσια, ούτε κι όταν έγιναν γυναίκες σωστές... Ίσως γιατί με το πες πες της μάνας τους, πιθανότα  κάπου το είχαν πιστέψει κι οι ίδιες... Αλλιώς δεν εξηγείται... Κορίτσια ωραία, σαν τα κρύα τα νερά και να μην έχουν βρέξει ποτέ τα δάχτυλά τους στο θαλασσινό νερό;;; Ίσως αυτό να ήταν ένα σημάδι που το ντύσανε οι απ' έξω με το ρούχο της παραξενιάς, ενώ στην πραγματικότητα ήταν κάτι πολύ σοβαρό... Ένας έξυπνος παρατηρητής, ίσως να διέβλεπε τα πρώτα ανησυχητικά σημάδια που πολλά χράνια μετά θα χτυπούσαν σαν κεραυνός την καλά περιχαρακωμένη οικογένεια του σιορ Πίπη...

                     Ο άλλος αδελφός, ο Μεμάς, γιατρός ονομαστός στην Αθήνα, άκληρος, είχε άλλη νοοτροπία. Στα σαλόνια του σύχναζαν άνθρωποι μορφωμένοι, πολυταξιδεμένοι κι αν ερχόταν στο Τζάνειο κάποιος Κεφαλονίτης, τον πρόσεχε σαν αδελφό, τον βοηθούσε και οικονομικά... Γι' αυτό, κι όταν πέθανε και τον έφεραν να ταφεί στην Σάμη, έγινε πανκεφαλληνιακό προσκύνημα στον άνθρωπο ιατρό Γεράσιμο Φλαμιάτο που τόσο είχε βοηθήσει τους συμπατριώτες του Κεφαλονίτες...
Στο σπίτι της σιόρας Κάτες, τα ψώνια τα έφερνε μια γυναίκα που είχαν γι' αυτές τις δουλειές... Να κατεβεί κάποιος από την οικογένεια για τέτοιου είδους ψώνια; Απαράδεκτο!!! Έβγαιναν να ψωνίσουν μόνον υφάσματα, είδη ένδυσης, υπόδησης, αν και προτιμούσαν να πάρουν αγκαζέ ταξί και να πάνε στην πρωτεύουσα το Αργοστόλι και να αγοράσουν ό,τι ήθελαν...Τα χρυσαφικά τους μόνον από το Αργοστόλι ή την Αθήνα τα έπαιρναν. Συνήθως καθόντουσαν στο μπροστινό μπαλκόνι και χάζευαν τους Σαμικούς που το βραδάκι έκαναν την περαντζάδα τους στην παραλία. Από τον λιμενοβραχίονα μέχρι του οδοντογιατρού και πάλι πίσω απ' την αρχή. Όμως στα νιάτα της επάνω, η Αννούλα είχε ακόμη πολύ τσαγανό μέσα της και επαναστατούσε: ''Θα πάμε βόλτα!'' ή ''Θα πάμε σινεμά!!Σήμερα είναι Παρασκευή και θα πάμε στην πρεμιέρα!!!'''  Κι έβγαιναν οικογενειακώς. Ο πατέρας καθόταν στο γραφείο του που ήταν ο κάτω όροφος του σπιτιού τους, με τον πιστό βοηθό του, τον κύριο Διονύσιο, μία φιγούρα βγαλμένη κι αυτή από τον Ντίκενς: Ευγενέστατος τόσο, που δεν πήγαινε άλλο, αμίλητος αν δεν του απηύθυνες κουβέντα, προθυμότατος και λίαν εξυπηρετικός. Ο τέλειος υπάλληλος δηλαδή... Κύριος σε όλα του... Το άλτερ έγκο του εργοδότη του...
   
               Η Αννούλα όταν ντυνόταν για την βόλτα τους , πρόσεχε τα πάντα. Επειδή από μικρές οι δύο κόρες δεν έδειξαν ιδιαίτερη κλίση στα γράμματα, η μεν Βενετία προσπάθησε να μάθει Γαλλικά, η δε Άννα μετέβη στην Αθήνα όπου και ενεγράφη στην φημισμένη Σχολή του ΤΣΟΠΑΝΕΛΗ.
Φορούσε λοιπόν πανέμορφα φορέματα,τα οποία έραβε η ίδια, έφτιαχνε τσάρλεστον τα ξανθά πλούσια μαλλιά της, έριχνε στους ώμους της την όμοια με αφρό λευκή εσάρπα της και απ' όπου περνούσε έκανε αίσθηση!!! Το γνώριζε και το χαιρόταν!! Καθόντουσαν στο ζαχαροπλαστείο δίπλα στην θάλασσα και το γάργαρο γέλιο της έκανε τους περαστικούς να την κοιτούν με ενδιαφέρον κι ένα χαμόγελο! Ήταν χάρμα οφθαλμών και πηγή ανέμελης χαράς!! Οι προτάσεις για συνοικέσια έρχονταν βροχή, όμως σκόνταφταν πάνω στο ''Όχι'' της μεγαλοπιασμένης κυρίας Κάτες.... ''Αυτός δεν είναι για μας!! Εσύ, από τέτοια οικογένεια, θα πάρεις αυτόν; Να μας λείπει!!! Θα βρούμε άλλον!!! Πολύ καλύτερον!!''' Και η Αννούλα περίμενε... Μα όποιος ερχόταν έπεφτε πάνω στην μητρική άρνηση... Και τα χρόνια περνούσαν... Περιμένοντας και απορρίπτοντας... Παντρεύτηκε η Βενετία με συνοικέσιο. Ελληνοαμερικάνο, πανέξυπνο, άντρα σωστό... Κούκλα νύφη. Κούκλα και η παράνυμφος η Άννα και το μικρό παρανυφάκι η Αντζέλα, η μικρή κόρη του Κωστάκη, του γιου της αδικοχαμένης Πολυάνθης. Πολύ χαμηλών τόνων η Βενετία...Κάποιοι την είπαν ολιγοφρενή. Δεν έλεγε ποτέ όχι. Δεν είπε και τώρα. Την πήρε νιόπαντρη ο άντρας της και την πήγε με το υπερωκεάνειο   ''Φρειδερίκη'' στην Αμερική. Εκεί γέννησαν ένα τρισχαριτωμένο πλάσμα, την Αθηνά.

                      Η άλλη κόρη του Κωστάκη,η Πολυάνθη, που είχε το όνομα της γιαγιάς της, μετά τον υποχρεωτικό Κυριακάτικο εκκλησιασμό, περνούσε για επίσκεψη από το σπίτι του θείου του Πίπη.''Να δεις Πολυάνθη  τις φωτογραφίες που λάβαμε από την Αμερική!!'' Και η πιτσιρίκα Πολυάνθη θαύμαζε το θεαματικό χριστουγεννιάτικο δέντρο της Βενετίας που της θύμιζε Χριστούγεννα από παλιές ταινίες του Χόλυγουντ!!!Της άρεσε και η κραεβατοκάμαρα της Αννούλας με το λακαρισμένο κρεβάτι, το πλούσιο κουβέρ-λι και την όμορφη τουαλέτα με το σατέν σουρωτό ύφασμα, τον στρογγυλό καθρέφτη και τα ένα σωρό διακοσμητικά και αγαλματάκια πάνω στην γυάλινη επιφάνεια της τουαλέττας με τα αρώματα και τις κολώνιες. Μετά η Άννα της έδειχνε την ντουλάπα της.''' Να, αυτό το πράσινο φόρεμα, Πολυάνθη μου, το κέντησα μόνη μου με αυτές τις χάντρες που μοιάζουν με δάκρυα!!! Έφτιαξα και ασορτί τσάντα!Κι αυτό το κόκκκινο φόρεμα!! Δες! Έστειλα ίδιο ύφασμα στο Αργοστόλι και μου έφτιαξαν αυτές τις ασορτί γόβες!!''   ''Μπράβο Άννα μου!!! Γεια   στα χέρια σου!!!!! Εσύ κορίτσι μου πρέπει να ανοίξεις κατάστημα στην Αθήνα!!!! Το σκέφτηκες;;''  Κι εκείνη χαρούμενη συνέχιζε:  ''Έλα τώρα να σου δείξω τα κοσμήματά μου!!!!''   Κι άνοιγε τις κασετίνες με τα χρυσαφικά της... '' Βλέπεις αυτό το βραχιόλι; Τα κρεμαστά που κρέμονται από πάνω του, τα ζωγράφισα εγώ!!! Τα έδωσα στον χρυσοχόο τον Τζανετάτο και μου τα έφτιαξε!!!
                 Αυτό το δαχτυλίδι σε σχήμα ρόμβου η ουρανί πέτρα του, περιτριγυρίζεται από μπριγιαντάκια!!!!''    ''Βρε Άννα μου!!!Πόσες φορές θα στο πω!!! Πήγαινε στην Αθήνα!!! Έχεις μεγάλο ταλέντο!!! Εκεί θα θριαμβεύσεις!!!''  ''Να σου δείξω και το κάδρο που κέντησα!!!
Το κρεμάσαμε στο σαλόνι!!! Έλα να στο δείξω, γιατί ξέρεις το σαλόνι το ανοίγουμε στις βεγγέρες μόνο!!''' Και άνοιγαν το κλειστό σαλόνι και θαύμαζαν  τον πίνακα και οι παραινέσεις της μικρής ξαδέλφης πήγαιναν στον βρόντο!!  Άλλα λόγια ν'αγαπιόμαστε!! Και η ερώτηση έμενε αναπάντητη.... Καλά... Αυτοί οι γονείς δεν βλέπουν ότι έτσι χάνεται μια ευκαιρία για την κόρη τους; Οι συγγενείς στην Αθήνα πολλοί και ευκατάστατοι μέχρι να τακτοποιηθεί η Άννα θα την συντρέχανε σιγουρότατα.  Και καλά... Ο πατέρας ήταν, πες ,πολύ απασχολημένος με την δουλειά του... Η μάνα; Δεν έβλεπε; Δεν έπρεπε να δραστηριοποιηθεί; Δυστυχώς δεν έβλεπε...Ή δεν ήθελε να δει... Ανάτρεφε μία μελλοντική υπεύθυνη για τα γηρατειά της...Κακιά δεν μπορούσες να την πεις... Χαιρόταν με τους επαίνους για την κόρη της, όμως μάλλον το μυαλό της δεν είχε την απαιτούμενη εμβέλεια.... Ευγενική, προσεχτική , τυπική και πολύ-πολύ απόμακρη... Και δεν ηρεμούσε αν δεν χάλαγε και το καινούριο συνοικέσιο για την Αννούλα!!!

                Τι όμορφη κοπέλα η Αννούλα!!! Με τα ξανθά μαλλιά της, το κατάλευκο δέρμα της που δεν το είχε χορτάσει ποτέ το φως του ήλιου, με μακριά κρινένια δάχτυλα και ένα κεφάλι γεμάτο όνειρα... Κάποιες φορές πήγαινε να της πούνε το φλυτζάνι...Κρυφά... Μα τίποτε δεν στέριευε... ''Θα συναντήσεις κάποιον που...'' Μα ο κάποιος έπεφτε πάνω στο ΟΧΙ της μητέρας, που κανέναν δεν έβρισκε άξιο για την κόρη της... Και η Άννα μεγάλωνε.. Πάντα όμορφη και προσεγμένη... Ήταν 28η Οκτωβρίου και το οχτωτάξιο Γυμνάσιο ήταν παρατεταγμένο έξω από την παλιά εκκλησία  της Ζωοδόχου Πηγής, όταν εμφανίστηκε η Άννα. Έκανε αίσθηση ο ερχομός της και καθώς περνούσε αεράτη ακούστηκαν πολλά σφυρίγματα από τους τελειόφοιτους που περίμεναν την λήξη της Δοξολογίας... Η Πολυάνθη ένιωσε υπερηφάνεια που άρεσε η ξαδέλφη της, μα συνάμα και μια μελαγχολία λες και ήξερε πως αυτή η ομορφιά θα πήγαινε χαμένη...Όταν την έβλεπε να αριβάρει με το μπλε ελεκτρικ ταγιέρ της , το στολισμένο στον λαιμό και στους καρπούς των χεριών με την φαρδιά λευκή γούνα, νόμιζε ότι ένα μανεκέν ανηφόριζε την στράτα...Κι όταν έκαναν οι δυο τους σουλάτσο από τον πίσω δρόμο του σπιτιού της Άννας με τις μοσχοβολιστές γαζίες κι εκείνη σιγοτραγουδούσε, ένιωθε μεγάλη χαρά για την δροσερή και σπιρτόζα ξαδέλφη της.... 

Παρασκευή 12 Ιουλίου 2019

ΕΓΩ, Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ

                 Με λένε Κωνσταντίνο...Ούτε Κώστα, ούτε Κώτσο... Κωνσταντίνο και με έμφαση στο ενδιάμεσο  νι  .
         Είμαι το πιο μικρό εγγόνι της γιαγιάς Πολυάνθης, ο δεύτερος από την δεύτερη κόρη της την Αλίσια.  Αλίκη αν προτιμάτε. Την είπε όμως Αλίσια, γιατί στα χρόνια της ήταν ξετρελαμένη με μία τηλεοπτική σειρά - ομολογουμένως  υπέροχη - ''Το μικρό σπίτι στο λιβάδι'' και ένα κοριτσάκι που έπαιζε το έλεγαν Αλίσια...
                Λοιπόν έχω ένα πρόβλημα: Δεν ξέρω πού να κατατάξω τον εαυτό μου.... Κατά την γιαγιά, ο Μιχαήλ-Άγγελος είναι η επιτομή της ομορφιάς... Ο Ηρακλής - Φωτεινός το ξανθό σκερτσόζικο Ιρλανδέζικο ξωτικό...Ο Δημήτρης ο ηθοποιός της οικογενείας που πρωτοστατεί στον χορό και στα θεατρικά... Κι εγώ; Πού μπαίνω; Ποιο χαρακτηριστικό μου θα με σηματοδοτούσε; Ο καθρέφτης δείχνει ένα λεπτό αγοράκι μετρίου αναστήματος, με καταγάλανα μάτια, λευκό δέρμα και χρυσαφένια μαλλιά. Τόσο ξανθά που νομίζουν ότι είμαι Σουηδός!

             Λατρεύω τον αδελφό μου τον Δημήτρη, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι πάνω στο παιχνίδι δεν του σπάω τα νεύρα ή δεν τσακωνόμαστε! Πάντα όμως με κάποιο μέτρο, αν και η μαμά λέει ότι είμαι εγωιστής και αν και μια σταλιά, ο εγωισμός μου ξεπερνάει το μπό'ι' μου!!! Δεν το καταλαβαίνω.. Είναι κακό που θέλω πάντα να έχω την τελευταία κουβέντα; Η μαμά λέει,  ναι... Αχ αυτή η μαμά!! Μεγάλος έρωτας! Το ομολογώ! Με φωνάζει -και είμαι- μαμαδόπαιδο!!! Δεν κάνω στιγμή μακριά της, εκτός βέβαια από τις ώρες που πάω σχολείο. Εκεί είμαι σωστός κύριος, υπάκουος και προσεχτικός. Φέτος θα πάω στην Α΄Δημοτικού. Δεν μου πολυαρέσει που βλέπω τον Δημήτρη να διαβάζει. Χαλάει χρόνο απ' το παιχνίδι μας! Έρχεται απ' το σχολείο, τρώει, κάνει τα μαθήματά του κι έχει όλο το απόγευμα ελεύθερο για διάφορες δραστηριότητες.Σκέφτομαι πώς θα γίνει να συγκεντρωθώ και να στρωθώ κι εγώ στο διάβασμα... Είναι απαραίτητο; Αφού θα πηγαίνω πέντε ώρες το πρωί σχολείο... Τι το θέλουν και μας βάζουν εργασίες για το σπίτι; Θα το προσπαθήσω όμως, γιατί δεν θέλω ο Δημήτρης να πηγαίνει για στίβο κι εγώ ακόμα να διαβάζω.. Τέλος πάντων... Θα δούμε...

               Την περασμένη εβδομάδα ανεβήκαμε στην Αθήνα. Η γιαγιά, μάς λέει ξενιτεμένους, επειδή μένουμε Καλαμάτα.Πήγαμε πρώτα στα εξαδέλφια μας, τα παιδιά της θείας Ελπίδας,κάτσαμε λίγες ημέρες και μετά μείναμε στην γιαγιά. Μου αρέσει πολύ εδώ, γιατί το σπίτι της γιαγιάς είναι γεμάτο... να δεις πώς το λένε!!Α! Διακοσμητικά κι εγώ τρελαίνομαι να τα πειράζω! Αν και αμέσως αρχίζει η γιαγιά: ''Πρόσεξε Κωνσταντίνε μου! Είναι εύθραυστο! Θα σπάσει!'' Το αφήνω με την σκέψη ότι κάποια στιγμή θα το εξερευνήσω σίγουρα! Να! Όπως τα δίδυμα γυάλινα μικρά σκυλάκια! Πόσο όμορφα! Ώσπου τσουφ!Την ώρα που τα έβαλα να χαιρετιούνται, έπεσε η κρυστάλλινη μυτούλα του ενός!! Έκανα τον τελείως αδιάφορο! Έβαλα το ένα να κοιτάζει το άλλο, την μύτη ανάμεσά τους κι ούτε γάτα ούτε ζημιά! Η γιαγιά θα το ανακαλύψει βέβαια, όταν φεύγοντας εμείς ξαναβάλει τα διακοσμητικά της, στην προτέρα θέση τους και σίγουρα θα βρει έναν τρόπο να κολλήσει την γυάλλινη μυτούλα!
            Μου αρέσουν πολύ και οι καμπανούλες της! Ο ήχος της μιας μου θυμίζει το κουδούνι του σχολείου κι όλο την κουνάω  '' 'Ασ' την Κωνσταντίνε! Μας πήρες τ' αυτιά!Δεν είπαμε δεν πειράζουμε τα πράγματα της γιαγιάκας;''  ''Καλά μαμά, την αφήνω!''  Και πιάνω τις άλλες δυο με τον χαμηλότερο ήχο. Είχα όμως μια μικρή ατυχία...''Γιαγιά, κοίτα! Μου έφυγε αυτό που κτυπάει! Όχι από την καλή! Από την άλλη...''  ''Μ' αφού παιδάκι μου την κτυπούσες με τόση δύναμη, έφυγε το γλωσσίδι της... Εκτός κι αν το τράβηξες... Άσ' το! Θα δω τι θα κάνω αργότερα!...''
             Φτηνά την γλίτωσα! Πήρα την πράσινη σαυρούλα κι άρχισα να παίζω στο δωμάτιό μου.Αυτήν την σαύρα την έχω βάλει στο μάτι... Η γιαγιά λέει ότι της θυμίζει την σαύρα στον ανθόκηπό της στην Κεφαλονιά, που όταν έβγαινε να λιαστεί, η γιαγιά την έπιανε απαλά  κι αυτή καθόταν μ' ευχαρίστηση στο χέρι της!!! Χμ!! Τώρα που το σκέφτομαι, δεν έβαλα την σαύρα πίσω στην θέση της. Πιθανόν μου έπεσε κάπου μέσα στο δωμάτιό μου...Ε, όταν η γιαγιά θα ΄ρθει να συμμαζέψει αφού φύγουμε, θα την βρει σίγουρα! Όπως θα βρει και το καπέλο μου και το ρολό'ι' μου που ξέχασα να τα πάρω!

          Μέγα πρόβλημα ο ύπνος! Για να κοιμηθώ θέλω την μαμά κοντά μου. Μας διαβάζει παραμύθια και αποκοιμιόμαστε. Υπάρχουν όμως φορές, όπως τώρα που είμαστε στην Αθήνα, που μένει στο σαλόνι με την μαμά της και κουβεντιάζουν... Κι εμένα, άντε να με πάρει ο ύπνος... Σηκώνομαι χίλιες φορές απ' το κρεβάτι κι όλο κάτι βρίσκω να πηγαίνω στο σαλόνι...''Γιατί ήρθες Κωνσταντίνε; Δεν είπαμε να κοιμηθείτε γιατί καθίσατε ως αργά;''  ''Έλα μέσα μαζί μου!...''   ''Δεν μπορώ μάτια μου. Θα έρθω σε λίγο. Τώρα μιλάω με την μαμά μου.. Έχω καιρό να την δω.... Όπως εσύ θέλεις την δική σου, έτσι κι εγώ θέλω την δική μου...Άντε πήγαινε να κοιμηθείς σαν καλό παιδί...'''
             Πάω και ανοίγω τα φώτα. ''Μαμάαα! Ο Κωνσταντίνος δν με αφήνει να κοιμηθώ! Κάνει βλακείες! Πες του κάτι!!!''  '' Εντάξει Δημήτρη μου! Κωνσταντίνε! Σβήσε το φως και ξάπλωσε αμέσως!''   Τα φώτα τα σβήνω και...τρέχω στο σαλόνι!  ''Τι θέλεις Κωνσταντίνε; Να θυμώσω; Γιατί είσαι πάλι εδώ;''   ''Θέλω νερό!''  ''Πιες και γρήγορα στο κρεβάτι!''  ''Όχι! θέλω κοντά  σου!'' και πηδάω στην αγκαλιά της μαμάς που είναι ιδιαιτέρως μαλακή, μεγάλη και ζεστή σαν φωλιά...Της ζουλάω τα δυο μάγουλα με τις παλαμίτσες μου και της δίνω σκαστά φιλιά...  ''  Έλα αγάπη μου... Δεν περάσαμε ωραία σήμερα; Σου είπα, σε λίγο θα έρθω κι εγώ στο δωμάτιο...''  ''ΟΧΙΙΙΙ!!! Δεν πάω! Δεν πάω!''   ''Ε, σιγά! Είναι  11 η ώρα! Τι τσιρίζεις; Ο κόσμος κοιμάται δίπλα... Θέλεις να θυμώσω; Έτσι κάνουν τα καλά παιδιά; Για κάνε μου την χάρη...''
              Πηγαίνω προς το δωμάτιο και η άκρη του ματιού της γιαγιάς με αντιλαμβάνεται όρθιο στο χωλ! Με βλέπει όμως κι η μαμά!  ''Αυτό ήταν! Αύριο δεν έχει βόλτα!''   '''Όχι! Έχει! Έχει! Έχειειεει!''  ''Μαμά, πες του κάτι!!! Δεν με αφήνει να κοιμηθώ!!!! Πάψε επιτέλους!!!!''   ''Όχι! Δεν παύω! Έλα μέσα μαμά!!!'''  ''Θέλεις να σου πω ότι είσαι κακό παιδί; Ξύπνησες τον αδελφό σου. Τι φωνάζεις τέτοια ώρα; Τι σου ζήτησα; Να κάτσω λίγο με την μαμά μου και θα έρθω σε λιγάκι. Τρέχα στο κρεβατάκι σου!''    Έτρεξα και....ξαναγύρισα!! Το μάτι της μαμάς αγρίεψε! Σκούρα τα πράγματα!  '''Παντολέων!!!! Μίλησα!!! Έτσι και δεν πας να κοιμηθείς, ξέχνα την βόλτα αύριο!''   Όταν με φωνάζει με το επίθετό μου, πάει να πει ότι έχει θυμώσει για τα καλά... Έπρεπε όμως να της πω κάτι που με πλήγωσε.... Πήδηξα στην αγκαλιά της βουρκωμένος και άρχισα:

                 ''Δεν είμαι κακό παιδί! Δεν είμαι παλιόπαιδο!!! Δεν είμαι!!!''   ''Ποιος σε είπε παλιόπαιδο; Εγώ είπα: Θέλεις να σου πω ότι είσαι κακό παιδί;'''    ''Ό...Ό...Όχι!!!.... Εννοείς ότι είμαι κακό παιδί αφού δεν σε ακούω!!!!Και με έχουν πει και παλιόπαιδο!...''    ''Έλα φως μου! Δεν ακούμε τις βλακείες που μας λένε! Πάψε να κλαις! Και φυσικά δεν είσαι παλιόπαιδο! Είσαι ένα χρυσό παιδί, λίγο αταχτούλης, που πολλές φορές όμως, παραγίνεσαι αταχτούλης... Να, τώρα ξύπνησες τον αδελφό σου και δεν ακούς με τίποτε που σου λέω να πας να πλαγιάσεις...Έλα, δώσε μου μια μεγάλη αγκαλιά! Μπράβο το παιδί μου! Πάμε μαζί να σε βάλω στο κρεβατάκι σου! Έλα παιδί μου! ''     Και καθώς φεύγαμε προς την κρεβατοκάμαρα, είδα την γιαγιά να μας κοιτάζει προβληματισμένη... Αργότερα, κάνοντας τον κοιμισμένο, την άκουσα να λέει στην μαμά:  ''' Δεν ξέρω πώς να χαρακτηρίσω τον Κωνσταντίνο, Αλίσια... Είναι συνέχεια παιχνιδιάρης, σκανταλιάρης, πείσμων, δεν δείχνει όμως τον εσωτερικό του κόσμο... Σημερα με προβλημάτισε... Είδες πόσο του στοίχισε μια κουβέντα; Είδες πώς έκλαιγε λέγοντας:  ''Δεν είμαι κακό παιδί; Δεν είμαι παλιόπαιδο;...''    ''Είναι πολύ ευαίσθητος μαμά, απλά δεν θέλει να το δείχνει... Λατρεύει τον αδελφό του, είναι όμως λίγο εγωιστής και κρύβεται... Πληγώνεται πολύ εύκολα... Βέβαια είναι ζιζάνιο και όπως όλα τα παιδιά θέλει όρια. Μαζί μου έχει κόλλημα. Τον είδες; Μου έβγαλε την πίστη μέχρι να πέσει για ύπνο. Κι αν τελικά δεν πήγαινα μαζί του, ακόμα ξύπνιος θα ήταν... Κι αυτό γιατί βγήκαμε από τα καθιερωμένα, από την σειρά μας... Στο σπίτι μας κάθομαι στα κρεβάτια τους, συζητάμε, τους λέω παραμύθια... Κι αυτό τούτες τις μέρες του έλειψε και βγάζει αντίδραση. Είναι όμως ψυχούλα...'''
              Κι έμεινε η γιαγιά να αναλογίζεται ένα λεπτό ξανθό αγοράκι να λέει με λυγμούς:'' ''Δεν είμαι παλιόπαιδο ... Δεν είμαι...''  Καλά, η γιαγιά φτιάχνει ολόκληρα σενάρια! Δώσ' της μια αφορμή και σου φτιάχνει δακρύβρεχτη ιστορία!!!

            Μόλις φύγουμε, έχει μπόλικη δουλειά!! Πρώτα- πρώτα να μαζέψει από τις πιο απίθανες γωνιές τα παιδικά Ντι Βι Ντί! Να βρει και τα εξώφυλλά τους και να τα ξανατακτοποιήσει στην θέση τους. Κι αυτό, διότι εγώ το πρώτο που κάνω με την είσοδό μου εις την οικία της, είναι να ανεβώ στην καρέκλα και από μια βιβλιοθήκη να κατεβάσω του κόσμου τα Ντι Βι  Ντί. Μετά τρέχω στο μηχάνημα και βάζω να δούμε παιδικά! Ξέρω να χειρίζομαι το μηχάνημα, από πολύ μικρός. Το μόνο που δεν κάνω είναι να μαζέψω μετά τα δισκάκια και να τα βάλω στην θέση τους! Αυτό το αφήνω, για να απασχοληθεί η γιαγιάκα! Και αυτή θα βρει το ένα κάτω από το τραπέζι του σαλονιού, το άλλο κάτω από τον καναπέ και δυο-τρία σπαρμένα κάτω απ' το κρεβάτι μας! Εκεί που θα πάθει την πλάκα της είναι το χαρτί με το μανόν!
               Δηλαδή, την άλλη φορά που είχαμε έρθει, γράψαμε ένα γράμμα της αλφαβήτας  σε ένα μικρό κομμάτι χαρτί και το κολλήσαμε πάνω απ' το κομοδίνο της να το βλέπει και να μας θυμάται! Τώρα είδα ότι η μαμά πήρε από την τουαλέτα ένα μανόν με όμορφο πράσινο χρώμα και έβαψε τα νύχια της. Έμπνευση!!!! Πήραμε το μανόν κι ο Δημήτρης έβαψε το χαρτάκι με το ωραίο πράσινο χρώμα!!!! Ήθελα κι εγώ, οπότε πρόσθεσα μερικές πινελιές. Όμως, ούπς!!! Μου έπεσε λίγο μανόν πάνω στον τοίχο! Το κοίταξα και αποφάσισα ότι αυτή η πινελιά που έμοιαζε με στενό λεπτό δάκρυ, έδινε μια άλλη αισθητική προοπτική στο όλο έργο μας!! Έτσι ησύχασα! Και όταν τη δει η γιαγιά, αν δεν της αρέσει, κάτι μπορεί να σκαρφιστεί!

                  Σας είπα, ότι όταν δεν περνάει το δικό μου θυμώνω. Αλλά ενώ εγώ τσιρίζω, οι άλλοι κρυφοχαμογελούν!!!!  ''Κοίτα ένα λιανό νερα'ι'δάκι που ωρύετα!!'' είπε μια μέρα η γιαγιά και συμπλήρωσε: '' Ωραία, να το θυμώσεις! Και πού θα βρει χώρο η παρατήρηση να φωλιάσει;;''   Φαίνεται, το όλο μου στυλ δεν παραπέμπει σε σοβαρές καταστάσεις, οπότε η αντιμετώπισή μου θέλει μία κάποια ευρύτερη αναζήτηση....Άσε που είμαι και χαδιάρης! Να δείτε παιχνίδια που κάνουμε με τον μακρυμάλλη σκυλάκο μας, τον Άρη!!! Α, ο Άρης! Είναι η λατρεία μας! Κοιμάται στα κρεβάτια ολονών μας! Περνάει την νύχτα του επισκεπτόμενος όλους μας! Έχουμε μια φωτογραφία που κοιμάται φαρδύς-πλατύς στο προσκέφαλο του Δημήτρη, ο οποίος έχει απλώσει το χέρι του και τον αγκαλιάζει απ' την μέση!
              Τον αδελφό μου τον Δημήτρη τον θαυμάζω!Παίζει και στα θεατρικά της γιαγιάς και τον κοιτάζω με μεγάλο καμάρι! Είναι ο καλύτερος αδελφός του κόσμου!Πέφτει και καμιά ανάποδη, αλλά τι να κάνουμε! Παιδιά είμαστε! Όχι ρομπότ!!! Παιδιά με αναζητήσεις, εκρήξεις, αγάπες, χαρές, φυσιολογικά παιδιά δηλαδή. Και πάνω από όλα, α γ α π ι ό μ α σ τ ε!!!!!!

         Εκείνο που αποσυντονίζει τελείως την γιαγιά όταν την επισκεπτόμαστε, είναι που γυρίζουμε ξυπόλητα!!!  ''Τις παντόφλες σου Δημήτρη! Τις παντόφλες σου Κωνσταντίνε! Τιιιιιιιιιιιι;Περπατάτε ξυπόλητα και τώρα ανεβαίνετε στον καναπέ;;;  Μηηηηηη!!! Όχι στον δικό μου καναπέ!!! Στον δικό σας καθίστε!!!!!!''   ''Μα γιαγιά και ο γατούλης σου ο Ερμής, δεν ανεβαίνει στον καναπέ σου;''   ''Άλλο ο Ερμής! Εσείς τώρα στην θέση σας!''   Βέβαια καθόμαστε δίπλα στην γιαγιά-άλλο που δεν θέλει η καημένη- με την συμφωνία όμως τα πόδια μας να είναι κάτω. Ξαπλώνει ο Δημήτρης δίπλα της, τον αγκαλιάζει, το καμαρώνει και κάπου εκεί στριμώχνομαι κι εγώ!!! Η χαρά μας είναι να ξεγελάμε την γιαγιά και ν' ανεβαίνουμε ξυπόλητοι στον καναπέ  της!! Η μαμά σύμμαχός μας αναφωνεί πειραχτικά:  ''  Θα πεις στα εγγόνια σου να μην καθίσουν πλά'ι' σου;''   ''Δεν είπα τέτοιο πράγμα!!!! Είπα να μην ανεβάζουν τις πατούσες τους στα καθίσματα! Και φυσικά να έρθουν, αλλά οι πατούσες κάτω!!'''    ''Έχεις κολλήματα, ε, μαμά;''  ''Έχω!  Ανεχτείτε τα !  Δεν μπορείτε να σεβαστείτε την ιδιοτροπία μου; Ξαπλώνετε κάτω, περπατάτε χωρίς σαγιονάρες, δεν γίνετε  να καταλάβετε ότι πιέζομαι πολύ, όταν ξαπλάρετε στον καναπέ μου; Βρε παιδιά!! Σας παρακαλώ!!!''
               Μας παρακαλεί, μας ξεπαρακαλεί, εμείς στο τέλος ανεβαίνουμε, την στριμώχνουμε, την πειράζουμε και άντε να ξεφύγει!!!!Αποτέλεσμα; Ανακωχή! Βαριαστενάζει, αλλά υποχωρεί!  ''Τελικά δεν με καταλαβαίνετε!''   Τελικά δεν την καταλαβαίνουμε!!!! Μας αρέσει ο δικός της καναπές γιατί στριμωχνόμαστε δίπλα της και μας χα'ι'δεύει όμορφα στα μαλλάκια μας και στην πλατούλα μας!! Τον Ερμή τον αφήνει να κοιμάται δίπλα της κι ας βαδίζει ξυπόλυτος!!!! Λοιπόν η γιαγιά πρέπει να έχει ένα είδος ελεγχόμενης μικροβιοφοβίας. Εμείς το έχουμε αποδεχτεί! Εκείνη δεν το ξέρει και πιέζεται... Αλλά τι λέει ο σοφός λαός; '' Αγάπα τον φίλο σου με τα ελαττώματά του!'' Πόσο περισσότερο λοιπόν την γιαγιά σου!!! Εγώ δε, ως ζαβολιάρης που είμαι, ανεβαίνω σιγά-σιγά από το μπράτσο του καναπέ και βρίσκομαι στο κεφαλάρι χορεύοντας τον ινδιάνικο χορό της βροχής!!!!   ''Μπράβο Κωνσταντίνε! Ήρθες ξυπόλητος, εκεί που ακουμπάω το κεφάλι μου!''  ''Είσαι φωναξιάρα!!!! Μην φωνάζεις!!! Το πάτωμα είναι καθαρό! Κοίτα γιαγιά! Χοροπηδάω!!!''   Ε, και κάποια στιγμή η γιαγιά παραδίνεται!!!

          Πού να σας περιγράψω το τι γίνεται όταν έρθει η ώρα να γυρίσουμε στην Καλαμάτα! Αφού αγκαλιαζόμαστε, φιλιόμαστε, αφού φωνάξω: ''Δεν θέλω να φύγω!!!! Θέλω να μείνουμε στην γιαγιάαααααα!!!!!!'', αφού μας συνοδέψει, μας σταυρώσει, μας ξεπροβοδίσει, αφού το ταξί φορτώσει τα πράγματά μας και πάμε στον σταθμό για την επιστροφή, η γιαγιά ανεβαίνει στο διαμέρισμά της και ανάλογα με τα κέφια της, ξεκουράζεται ή αρχίζει την επιχείρηση  ''παλινόρθωση ''της οικίας της την ίδια μέρα ή την άλλη... Γερό σκούπισμα. τα μπιμπελό στην θέση τους, ανακάλυψη μικροτραυματισμών τους [!], αλλάζει ριχτάρια στους καναπέδες - φεύγουν τα γυμνοπατουσοπατημένα -  και μετά φτιάχνει έναν γερό σκέτο ελληνικο καφέ και κάαααααθεται με τον Ερμάκο αγκαλιά. Από τόσα γατιά της έμεινε ο Ερμής και τον έχει φως και μάτια!

               Όταν κάνω φασαρία πολύ, η μαμά με ;φωνάζει -όπως ξαναείπα- με το επίθετό μου, για να κάνει την αυστηρή και να φοβηθώ: ''Παντολέων! Πάψε να  τρέχεις γύρω- γύρω, θα ζαλιστείς και θα χτυπήσεις! Παντολέων! Μην ανοίγεις πάλι την τηλεόραση! Χαμήλωσέ την παιδί μου! Και τέρμα τα παιδικά για σημερα! Μας έχετε μουρλάνει!!''   Κι  εγώ, στέκομαι προσοχή, χτυπάω το πόδι μου σαν φαντάρος, χαιρετώ στρατιωτικά  και φωνάζω δυνατά:  ''Εντάξει αρχηγέ!! Εντάξει!!! Διαταγές!!!!''' Και βλέπω στο αναψοκοκκινισμένο πρόσωπο της μαμάς να τρεμοπαίζει ένα χαμόγελο που άδικα προσπαθεί να κρύψει!!!!  Οργίζομαι, φωνάζω, θυμώνω, εκείνοι μισοχαμογελούν λες και η οργή δεν μπορεί να συνυπάρχει μ'ένα κατάξανθο, γαλανομάτικο κλαράκι...Θυμώνουν, ωρύονται, με απειλούν, μόλις τους απαντήσω ή  τσιρίξω, ξαναμισοχαμογελούν λες και οι απαντήσεις μου δεν συνάδουν με την ένταση της επίπληξής τους...  ''Δεν ξέρει κανείς πώς να φερθεί σε τούτο το παιδί'' είχε πει ο παππούς. ''   ''Την βγάζει καθαρή με την ομορφιά του και τα καμώματά του!!!''
        'Ομορφος όμως είναι και ο αδερφός μου ο Δημήτρης και τα ξαδέρφια μου! Με μέναν μόνον σηκώνουν τα χέρια ψηλά! Κάπου τους μπερδεύω! Έχω μια μυστηριώδη προσωπικότητα!!! Η  θεία η Ελπίδα λέει πως μοιάζω με ψεύτικο κουκλί! Η γιαγιά με λέει ηλιαχτίδα! Άρα αυτοπροσδιορίζομαι  ως ο χρυσόμαλλος σκανταλιάρης - κατά την ελληνική μυθολογία μας- Ερμής με τα θαλασσιά μου μάτια και την γεμάτη πείσμα και αγάπη, καρδιά!!!!!
                                   Υπογραφή: Κωνσταντίνος Παντολέων!!!!