Εμφανιζόμενη ανάρτηση

Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2018

ΤΟ ΑΣΤΕΡΙ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ

Η  μέρα ήρθε γιορτινή, στα κόκκινα ντυμένη...
Γιρλάντες χρυσοπράσινες τα σπίτια μας στολίζουν.
Χριστουγεννιάτικο δεντρί στην σάλα καμαρώνει
και κάλαντα στην πόρτα μας τα σώψυχα γλυκαίνουν...

Θα δω για μυριοστή φορά του Ντίκενς την  νουβέλα,
τον γέρο  Εμπενέζερ Σκρουτζ που τον επισκεφθήκαν
τα τρία χριστουγεννιάτικα πνεύματα και του  'δείξαν
πώς πρέπει τα Χριστούγεννα καθένας να γιορτάζει...

Το ''Μια Υπέροχη Ζωή'' έχει σειρά κατόπιν,
για να γεμίσω με ομορφιά μάτια, καρδιά, στιγμές μου...
Η ελπίδα μ' άδολη χαρά και λαμπερές εικόνες,
θα' ναι τροφή για την ψυχή τις μέρες της αγάπης.

Το σμίξιμο με τα παιδιά θα είναι ευτυχία.
Των εγγονιών μου οι φωνές στο σπίτι θ' αντηχούνε,
θα παίξουνε με τα γατιά και τα λευκά σκυλάκια
και θα γιορτάσουμε μαζί - Το πιο καλό απ'όλα!!!!

Όμως τις ώρες που περνώ μονάχη στο σαλόνι,
δεν γίνεται να μην σκεφτώ και κάποιες εξαιρέσεις,
που δυστυχώς είναι πολλές και γύρω μας υπάρχουν,
γκρίζες σκιές στην σκοτεινιά, μακριά απ' το γιορτάσι...

Σκέφτομαι όσους δεν μπορούν Χριστούγεννα να κάνουν...
Τους άστεγους και τα παιδιά που βλέπω στα φανάρια...
Ανατριχιάζω σαν σκεφτώ τι παγωνιά θα νιώθουν
στου είναι τα κατάβαθα, κυρίως τέτοιες μέρες...

Σκέφτομαι τα αδέσποτα σκυλάκια και γατάκια,
που χέρι άσπλαχνο, βαρύ τα πέταξε στον δρόμο...
Λυγίζω κάθε που θα δω να τουρτουρίζουν έξω,
πλάσματα αθώα, τρυφερά, στης παγωνιάς τα δίχτυα...

Σκέφτομαι όσους ''πέταξαν'' για τ' ουρανού τον δρόμο,
αφήνοντας ξοπίσω τους κενή μιά θέση πάντα
κι όσους στα ξένα βρίσκονται μακριά απ' τους δικούς τους,
για μιά ζωή καλύτερη κι 'ενα πιο στέριο μέλλον...

Και τότε ένα δάγκωμα κλειδώνει την φωνή μου...
Τι δύσκολη πού 'ναι η ζωή σ' αυτήν την κοινωνία...
Τι μοναξιά θα νιώθουνε οι απόκληροι της μοίρας...
Τ' αστέρι δεν τολμά να μπεί στην στράτα την δικιά τους...

Γι' αυτό ας δούμε γύρω μας την όποια άνεσή μας
κι ένα μεγάλο ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ προς τον Θεό να πούμε,
για όσα μας εχάρισε κι η γκρίνια να λακίσει
και στην καρδιά βαθιά να μπει τ' Αστέρι της συμπόνιας...

Ωραία τα Χριστούγεννα  ΑΝ στην ψυχή ανάβει
ανέσπερο της Βηθλεέμ το πιο λαμπρό Αστέρι,
που γράφουν οι ακτίνες του Αγάπη και Συμπόνια
κι Ευγνωμοσύνη αληθινή για όσα ο Θεός σου δίνει...

Αυτές τις μέρες ειδικά άσε να πλημμυρίσει
το δ ό σ ι μ ο και η στοργή προς κάθε πονεμένο...
Για τον γεράκο δίπλα σου που μόνος ζει στο δώμα,
για τον σκυλάκο που πεινά στου δρόμου την γωνία...

Τότε θα νιώσεις μέσα σου το πνεύμα του Χριστού μας,
όταν  π ρ ο σ φ έ ρ ε ι ς  φίλε μου κι απ' το υστέρημά σου...
Το δόσιμο πόση χαρά σαν δώρο θα σου φέρει
και αγαλλίαση γλυκιά θα ζώσει την ψυχή σου...

Δεν είναι τα Χριστούγεννα μονάχα γι' απολαύσεις:
το φαγοπότι, τα έξοδα, τα ψώνια τα περίσσια...
Του πρόβατου είναι η θαλπωρή, η φωτοδότρα φάτνη,
είναι η α π ό κ ρ ι σ η σ'αυτόν που σου ζητά βοήθεια...


Χριστούγεννα μπορείς να ζεις του έτους κάθε μέρα,
ΑΝ γύρω δίνεις την χαρά, το χάδι, την ελπίδα....
Μην περιμένεις μιά φορά να δείξεις την αγάπη...
Και τότε βαθιά μέσα σου θ' αστράψουν πεφταστέρια!!!!!


--------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Και όπως  είπε  ο μικρούλης  Τά'ι'νυ Τιμ  στην ΧΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗ  ΙΣΤΟΡΊΑ του Κάρολου Ντίκενς με τον Εμπενίζερ  Σκρούτζ,   ''Ο Θεός να ευλογεί όλους μας και τον καθένα από εμάς ξεχωριστά!!!! ''
                                     ΧΡΟΝΙΑ ΜΑΣ ΠΟΛΛΑ ΚΑΙ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΑ!!!!!!!
                                      ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΗ Η ΝΕΑ ΧΡΟΝΙΑ!!!!!! 

Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2018

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

Είναι Χριστούγεννα ξανά κι όλα αστράφτουν γιορτινά
κι ας πέφτει γύρω συνεχώς σκληρή η μπόρα...
Τρέχουν για ψώνια γελαστοί, χιλιάδες άνθρωποι μ' ορμή
που δεν τους φτάνει και περίσσια αν έχουν ώρα...

Μα δυό παιδιά κει στην γωνιά, μ' ένα σκυλάκι αγκαλιά,
κρυώνουν, τρέμουν, με τα μάτια δακρυσμένα...
Δες πώς αντέχουν στον βοριά, πώς τρεμουλιάζουν σαν κλαριά
ενώ είναι γύρω τους τα πάντα στολισμένα...

Περνούν διαβάτες βιαστικοί,που ούτε τους νοιάζει ποιοι είναι κει,
φεύγουν γεμάτοι για το σπίτι τους με δώρα...
Κανείς δεν βλέπει τα παιδιά που τουρτουρίζουν στην γωνιά,
τα προσπερνούν μ' αδιαφορία και με φόρα...

Κι αυτά, αθώοι θεατές, κρυμμένα μέσα στις σκιές,
κοιτούν αυτά που δεν τα γεύτηκαν ποτές τους...
Τα χέρια σφίγγουν σιωπηλά, κλείνουν τα μάτια δυνατά,
να πάρουν σάρκα Θέ μου οι πιο κρυφές ευχές τους...

Οι ανθρώποι μες στα σπιτικά, κλείνουν απ' έξω ό,τι πονά,
γλεντούν, χορεύουν και γελούν ευτυχισμένοι...
Όμως ο φόβος μοχθηρά, λίγο πιο πέρα αλυχτά,
και ψιθυρίζει  ειρωνικά,  πως στα κρυφά προσμένει...

Και τα παιδιά μες στον χιονιά, με τον σκυλάκο συντροφιά,
και την ελπίδα φωλιασμένη στην αγκάλη,
πες, πώς αντέχουν στον χιονιά, σαν η καρδούλα σπαρταρά
και ονειρεύονται  το πιο ζεστό μαγκάλι...

Μα για όλους έχει ο Θεός - έτσι πρεσβεύει ο λαός -
που, πίστευε - σου λέει - σ' ένα θαύμα!!
Κ ά π ο ι ο ς  τα βλέπει και π ο ν ά, τα παίρνει απ' την παγωνιά,
τα  σ ώ ζ ε ι  απ' την φτώχεια και το κλάμα!!!!!

Κι έτσι σκυλάκι και παιδιά, ευρήκαν σπίτι, ζεστασιά,
βρήκαν πατέρα,καλοσύνη, προστασία...
Πέταξε πέρα η μοναξιά,η μαυρισμένη απονιά,
εξαφανίστηκε η ζοφερή  απελπισία...

Άδεια πια μένει η γωνιά, κανείς δεν κλαίει στον χιονιά,
 όλα ξεχάστηκαν στου χρόνου την χοάνη...
Δεν έχει θέση η παγωνιά, η κρύα γκρίζα πινελιά...
Μιά ηλιαχτίδα στην ζωή τους πλέον εφάνη!

Θρόνο πια πήρε η χαρά, κι ένα Αστέρι στον χιονιά ,
γεμάτο γέλιο θε να λέει την ιστορία...
Αυτή είναι η αλήθεια στην ζωή: Δώσε Αγάπη και Στοργή
σκόρπα τριγύρω σου στοργή και ευτυχία!!!!

Σκυλάκος και παιδιά μαζί, βρήκαν αγάπη, θαλπωρή,
φροντίδα,γέλιο,χρυσαυγή και σπιτικό ωραίο!
Βρε πώς τα φέρνει ο Θεός!! Αν την καρδιά φωτίζει φως,
θα 'χει την δύναμη ν' αλλάξει το μοιραίο!!!!....



-----------------------------------------------------------------------------------------------------

ΜΑΚΑΡΙ  να αλλάξει για πάντα η ιστορία '' Το Κοριτσάκι Με Τα Σπίρτα''.... ΜΑΚΑΡΙ να μην υπάρχουν παιδιά στον χιονιά και στην εκμετάλλευση... ΜΑΚΑΡΙ να μην υπάρχουν αδέσποτα ζωάκια... ΜΑΚΑΡΙ να μαλακώσει η καρδιά των ανθρώπων και το ΑΣΤΕΡΙ της Βηθλεέμ να φωτίζει πάντα  με το ανέσπερο Φως του τα βήματά μας... ΜΑΚΑΡΙ  Χριστούγεννα να είναι η κάθε ημέρα μας επί της γης.  Ο ΘΕΟΣ  ΝΑ ΕΥΛΟΓΕΙ  ΟΛΟΥΣ ΜΑΣ ΚΑΙ ΤΟΝ ΚΑΘΕΝΑ ΑΠΟ ΕΜΑΣ ΞΕΧΩΡΙΣΤΑ!!!!!!  ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ!!!!

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ

Θέλω  Χριστούγεννα μ' εκείνους π' αγαπώ!
Θέλω Χριστούγεννα μ' εκείνους που λατρεύω.
Γιατί Χριστούγεννα μονάχα είναι αυτό:
ΑΓΑΠΗ γύρω, που για πάντα θα μαζεύω...

Χαρά κερδίζεις όταν δίνεις με στοργή,
όταν προσφέρεις το περίσσιο της καρδιάς σου...
Όταν να κάνεις τους ανθρώπους θες εσύ,
χαρούμενους στο γέλιο της ματιάς σου...

Χριστουγεννιάτικο το πνεύμα κατοικεί,
σ' όσους ανθρώπους δεν ξεχνούν την Ανθρωπιά τους...
Πάντα τ' Αστέρι που αστράφτει εκεί ψηλά,
να οδηγεί σοφά, σωστά τα βήματά τους...

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ - ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

Πόσο χαρούμενος νιώθω απόψε!
Ήρθε η ώρα του γυρισμού!
Χτυπά Χριστούγεννα πια η καμπάνα,
 ο νους μου τώρα με πάει αλλού...

Παίρνω βαλίτσα με αναμνήσεις. 
Γυρνώ στους τόπους τους παιδικούς.
 Θέλω να ζήσω παλιές εικόνες,
 σε άλλα πλάνα κι άλλους καιρούς...

Σπίτι γυρνώ!  Νά 'σου ο πατέρας!!
Μυρίζει πίτα ως την αυλή!!!
Λάμπουν λαμπιόνια στα παραθύρια!
Τρέμει σαν φύλλο, γελά η ψυχή!!!

Γλυκά στο πιάτο, παιδιά στην πόρτα!!!
Κάλαντα λένε. τρέχω μπροστά!!
Ήρθα στο σπίτι, όλα φωτίζουν!!!
Πέφτω στης μάνας μου την αγκαλιά!!!!!

Σάββατο 15 Δεκεμβρίου 2018

ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΑΣ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΔΕΝΤΡΟ

Ο γιος μου τα Χριστούγεννα επήρε από το χέρι
τον Ισμαήλ τον φίλο του και την μικρούλα Μαίρη.
Χριστουγεννιάτικο δεντρί εφτιάξαν στο σαλόνι
και τ΄ όνομα της χώρας τους εγράψαν στο μπαλόνι.

Εκρέμασαν και στα κλαδιά ευχές απ' την ψυχή τους:
'' Να ζήσουν όλα τα παιδιά με γέλιο την ζωή τους...''
Απ' την Ρωσία, Αφρική, συμμαθητές του γιου μου,
 γιορτάσανε αδερφικά στο σπίτι του μικρού μου.

Κι οι άγγελοι επήρανε τα δώρα των παιδιών μας!
Τ' ανέβασαν στον ουρανό, σαν δώρα στον Χριστό μας.
Τα βάλανε στην φάτνη Του - πολύτιμα πετράδια  -
γιατί του τα χαρίσανε παιδιά μαργαριτάρια
που, δεν πιστεύουν σε ψευτιά, διαφθορά, κακία...
Είναι παιδιά όλης της γης και θέλουν ηρεμία...

Και φτιάξανε στον ουρανό το πιο ωραίο δέντρο!
Οι άγγελοι γιορτάζανε, το στήσανε στο κέντρο.
Απ' τα κλαδιά του κρέμεται μιά παιδική ευχούλα,
με σκούρα, άσπρη, κίτρινη στην άκρη της φατσούλα.

Και απ' την φάτνη έλαμψε το πιο τρανό Αστέρι,
για να μας δείχνει πως μπορώ να σου κρατώ το χέρι,
είτε σε λένε Χατιτζέ, είτε σε λένε Μαίρη!!...

------------------------------------------------------------------------------------------
Στην τάξη μου τα τελευταία 10 χρόνια, είχα πανσπερμία μαθητών...
''ΚΑΙ ΕΠΙ ΓΗΣ ΕΙΡΗΝΗ, ΕΝ ΑΝΘΡΩΠΟΙΣ ΕΥΔΟΚΙΑ!!!''

Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2018

ΠΑΝΤΑ ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Ο άνθρωπος, μεγάλος ναυτικός.
Τα γήινα δεσμά θέλει να σπάσει.
Σαν Οδυσσέας πάντα ορμητικός
τους Κύκλωπες γυρεύει να δαμάσει.

Έγνοιες μάς πνίγουν όλους σωρηδόν,
όπου θολώνουν της καρδιάς τον ήλιο.
Σωριάζουν τις ελπίδες βαθμηδόν
και ψάχνεις με αντάρα για προσήλιο.

Μια πάλη συνεχόμενη η ζωή.
Γυρεύουμε να βρούμε την Ιθάκη.
Μουσκεύει κεραυνόβροντη βροχή
το πλοίο σου, που πάει να βρεί το Θιάκι...

Με την Αργώ σου κάτι αναζητάς
και λίγοι μες στα λίγα ησυχάζουν...
Εσύ μες στα πελάγη τριγυρνάς
να βρεις αυτά, που τις σκιές μεριάζουν...

Σε καπετάνιου μπαίνεις το κορμί
κι όλο ξανοίγεσαι σ'άλλα λιμάνια.
Για κάτι νέο ψάχνεις με ορμή.
Θες να γνωρίσεις τα κλειστά φιρμάνια...

Τις απαντήσεις ψάχνεις στα βαθιά
κι όντως κατόρθωσες θαύματα χίλια.
Τους άθλους σου υμνούν παντοτινά,
τους τραγουδούν των αοιδών τα χείλια...

Νικάς την λήθη, τόπους σκοτεινούς.
Η μοίρα σου; Το παν να εξερευνήσεις...
Κι αν Συμπληγάδες δίπλα σου ορμούν,
σαν τον Ιάσωνα στο τέλος θα νικήσεις!...


---------------------------------------------------------------------------------

Η καλή πλευρά του ανθρώπου, η φωτεινή... Μπορεί αν θέλει να γίνει άγγελος
και να κάνει την γη παράδεισο... Αν θέλει.. Και μέσα του πάντα θα μείνει ταξιδευτής,
ένας  Οδυσσέας εξερευνητής που θα ψάχνει στο τέλος των περιπετειών του, να βρει
την δική του Ιθάκη....















Τρίτη 4 Δεκεμβρίου 2018

ΣΤΙΓΜΕΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΕΣ ΜΙΑΣ ΑΛΛΗΣ ΕΠΟΧΗΣ

''ΤΖΌΛΥΣ'' Το φαστφουντάδικο της γωνίας Ασκληπιού και Αλεξάνδρας.Δεκαετία του1990... Τόπος ξεκούρασης και φυγής. Ώρα πέντε το απόγευμα... Όταν η μεσημεριάτικη κίνηση έχει κοπάσει και η βραδινή δεν έχει αρχίσει καν...Ώρα για τους αργοπορημένους του μεσημεριού και γι' αυτό, ευτυχώς ελάχιστοι. Δυο- τρία ζευγαράκια στα πλα'ι'νά καθίσματα. Μια παρέα νεαρών κοριτσιών στο πρώτο τραπέζι, κοντά στον πάγκο, από ένας μοναχικός πελάτης στα μεγάλα τραπέζια της μεσιανής σειράς. Κα γύρω ησυχία. Ακόμα και οι παραγγελίες δίνονται ψιθυριστά.
               Τέτοιες ώρες διαλέγει η Πολυάνθη για να κεράσει τα παιδιά της μια-δυο φορές την εβδομάδα. 'Ετσι, σαν κάτι το διαφορετικό για να ποικίλουν το λιτό ρεπερτόριο της εβδομάδας τους. Ασυναίσθητα στην αρχή, τους έγινε χωρίς να το πολυκαταλάβουν μια συνήθεια που την περίμεναν με ανυπομονησία.
              ''Τι ωραία! Μεθαύριο θα πάμε στα ''Τζόλυς !'' Μια επιβεβλημένη πλέον κίνηση τις τρεις τελευταίες μέρες του εφταημέρου. Η μια κάθε Παρασκευή. Ξεπνο'ι'σμένες, μόλις κατεβούν από το σχολικό λεωφορείο της  ΣΧΟΛΗΣ ΑΗΔΟΝΟΠΟΥΛΟΥ που τις αφήνει τελευταίες μετά από ένα μεγάλο δρομολόγιο για να μοιράσουν τους μαθητές, αφήνουν τις τσάντες σπίτι, πλένουν τα χέρια κι αμέσως πίσω για  ''την Τζόλυ'', όπως λέει η Αλίσια.
              Τα δυο κορίτσια παίρνουν το συνηθισμένο: Δυο σπέσιαλ χάμπουργκερ ή δύο κλαμπ-σάντου'ι'τς . Τελευταία όμως η Ελπίδα προτιμά μπιφτέκια, ένεκα διαίτης βλέπεις.Αν και δεν την έχει καθόλου ανάγκη. Αλλά με την εφηβεία ποιος τα βάζει; Η ίδια ένα ''πάρα πολύ πηχτό  μιλκ- σέ'ι'κ μόκα, παρακαλώ!''
                Τις είχε μάθει πια το προσωπικό... Χαμογελούσαν, κι αν το ξεχνούσε η ίδια, συμπλήρωναν εκείνοι: '' Μίλκ- σέ'ι'κ.  Πολύ- πολύ πηχτό! Και το χάμπουργκερ χωρίς μαρούλι, έτσι;''  ''Ω, μάλιστα! Μας μάθατε πια! Σας ευχαριστώ!''
                 Είναι ωραία να νιώθεις ότι σε καλοδέχονται παντού και μάλιστα ότι σε θυμούνται σε ένα στέκι για φαγητό, απ' όπου περνάνε εκατοντάδες άνθρωποι την ημέρα κι εσύ  μια φορά στα τόσο. Πάει να πει ότι έχουν λειτουργήσει επιτυχώς οι μυστικοί ρευστοί  δίαυλοι επικοινωνίας των ατόμων. Η ανθρώπινη ζεστασιά που χύνεται από ένα χαμόγελο ή μια ζεστή φωνή, κάνουν πιο όμορφο το περιβάλλον, σε χα'ι'δεύουν καθησυχαστικά και σε συντρφεύουν τρυφερά την ώρα που πίνεις τον καφέ σου.Είναι ένα είδος πολυτέλειας από ένα μάλιστα δυσεύρετο κι ίσως πιο πολύτιμο από ένα ακριβοπληρωμένο δείπνο σε αριστοκρατικό ρεστοράν.
                     Αντί ασημένια μαχαιροπήρουνα, ο θερμός χαιρετισμός της λεπτεπίλεπτης Κικής με τα σγουρά μαλλιά και τα σαν μινιατούρα χαρακτηριστικά. Αντί λινό κολλαριστό τραπεζομάντιλο, η όλο ενδιαφέρον ερώτηση της καλοσυνάτης κυρίας Δώρας - μητέρας δυο παιδιών- με εφηβική σιλουέτα, που θυμίζει μαθήτρια Λυκείου, πάντα γελαστή και ευπροσήγορη: '' Τι γίνεστε κυρία Πολυάνθη; Τι κάνετε κορίτσια; Καλή σας όρεξη!''
                   Και αντί απαλή, εξωτική μουσική, σε προσεγμένο τόνο η μοντέρνα -γιατί όχι;- μουσική της εποχής, τόσο οικεία εξ άλλου από τα ακούσματα της Ελπίδας στο σπίτι που τα έχουν συνηθίσει πια και τα δικά της αυτιά. Το συνεχώς ανοιχτό κανάλι ΜΤV, της έχει κάνει πολύ γνωστά όλα τα τελευταία βιντεοκλίπ και δεν την ξενίζουν οι ήχοι της Ποπ, της Χάουζ ή της Σόουλ...
                  Ε, λοιπόν, ηρεμούσε... Κάθε γουλιά ''πηχτού'' μιλκ-σέ'ι'κ και μια γουλιά ανακούφισης και ξεκούρασης στο κουραασμένο από την συνεχή ομιλία στο σχολείο, στέρνο της. Είχε ξεχωρίσει και ποια παιδιά από τους υπαλλήλους πετύχαιναν καλύτερα το ρόφημά της και προσπαθούσε να είναι αυτοί την ώρα που έδινε την παραγγελία.
                   Έτσι και σήμερα. Κάτι περίπου από τα ίδια... '' Άι ντοντ νόου Ματς'' από το στέρεο. Λιγοστοί πελάτες. Η ώρα πέντε και τέταρτο. Ίσως γι' αυτό... Αδειάζει το αγαπημένο τους κάθισμα στον τοίχο δεξιά. Δινει το σήμα και η Αλίσια ορμάει σαν μικρός ανεμοστρόβιλος και στρώνεται μεγαλοπρεπώς. Το άπλωμά της δηλώνει την αδιαφιλονίκητη κατοχή της.
                  ''Εδώ ακούμπησε ο δικός μου ποπός!! Όλοι οι ξένοι μακριά!'' ''Λοιπόν παιδιά μπιφτέκια, κόκα-κόλα, πατάτες τηγανητές, μιλκ-σέ'ικ...''    '''Ενα παγωτό κύπελλο μαμά στο τέλος;''  ''Καλά Ελπίδα''.  ''Με σιρόπι σοκολάτα, μπανάνα και φράουλα;''   ''Καλά Αλίσια''  ''Να πάρουμε χωνάκι ή κύπελλο;''  ''Κύπελλο!!''   ''Μικρό ή μεγάλο;''   '' Πάρτε μεγάλο!!'' ''Ναι!!!!!'''
                    Αχχχ.... Βαθύς αναστεναγμός... Τι θέλει κανείς για να είναι ευτυχισμένος; Κοιτά γύρω... Ηρεμία...Ένα αλλιώτικο πού και πού περιβάλλον. Μουσική... Και πρόσωπα πλημμυρισμένα από έκφραση βαθύτατης απόλαυσης.. Το πηγουνάκι της Αλίσιας  γυαλίζει από δύο λιμνάζουσες σταγόνες λαδιού,η άκρη της μύτης της Ελπίδας φιγουράρει με ένα κομψό καπελάκι από μουστάρδα. Οι δυο δίσκοι ορεκτικοί και γεμάτοι... Και η ώρα ευτυχώς μόνον έξι... Μόλις αλλάξει η ροή της κίνησης και της ησυχίας, θα φύγουν...
                     Ώρα λοιπόν για ρηλάξ και αρμονία... Ώρα για μια πλήρη ανασυγκρότηση εις τριπλούν... Η ώρα τους...


--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
                    Τα ΤΖΟΛΥς  έκλεισαν κάποια μέρα και στην θέση τους άνοιξαν  ''Γκούντις''. Τα παιδιά μεγάλωσαν. Πήγαιναν πια μόνα τους με τις παρέες τους... Η κυρία Δώρα εξακολουθεί να εργάζεται και με την νέα διεύθυνση.Πάντα ρωτάει τα παιδιά για την μαμά τους και της στέλνει χαιρετίσματα.Και όποτε πηγαίνει η Πολυάνθη, την υποδέχεται με χαρά κι ας έχουν περάσει τόσα χρόνια... 2018 πια, αλλά η εκτίμηση εξακολουθεί πάντοτε η ίδια, όπως την πρώτη φορά...



    

Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2018

ΜΕ ΑΛΛΙΩΤΙΚΟ ΒΛΕΜΜΑ

Ώρες πολλές εκοίταζα από το μαγαζί μας
την θάλασσα που απλώνοταν περήφανη, γαλάζια
κι ήθελα χούφτες νά παιρνα μυριάδες διαμαντάκια
που στραφταλίζαν μαγικά στα κύματα επάνω...

Και το μυαλό ταξίδευε στου ορίζοντα τα πλάτη.
Να σπάσω όλα τα δεσμά σκεφτόμουν με λαχτάρα...
Να φύγω από το νησί, θαρρείς κι ασφυκτιούσα...
Να πάω στην πρωτεύουσα, την ζήση να δαμάσω...

Κορίτσι δεκαοχτάχρονο ήθελα να μπαρκάρω
στης νιότης την ατρόμητη, αγέρωχη μπρατσέρα...
Δεν με χωρούσε το νησί, ποθούσα ν' αρμενίσω
σ' άγνωστα μπάρκα, μαγικά και να τα κατακτήσω...

Δεν ήταν τότε θελκτικά δεκάδες γεγονότα...
Ανία, πλήξη, μοναξιά συχνά σε τριβελίζαν...
Κι η κοινωνία η στενή ρούφαγε τον αγέρα...
Επαναστάτης ένιωθες πως σού 'μελλε να γίνεις...

Τότε ο τόπος στένευε στην άπλα της καρδιάς μου.               
Ν' ανοίξω τις φτερούγες μου, ήθελα να πετάξω.
Να φύγω από την σίγουρη φωλιά του σπιτικού μου
και την ζωή από κοντά ποθούσα να γνωρίσω.

Τι άσκεφτη η νιότη μας! Θαρρεί όλα τα ξέρει.
Μα έτσι πάντα της ζωής δεν είναι τα παιχνίδια;
Απ' του γονιού την αγκαλιά φτεροκοπάς γλαράκι
κι αν θα πετύχεις στην ζωή, ο χρόνος θα το δείξει...

Κι όταν μιά μέρα κάθεσαι στης δύσης το μουράγιο
και μ' απορία αναπολείς πώς έφθασες δώ πέρα,
νιώθεις πως δεν κατάλαβες πώς κύλησαν τα χρόνια
κι εκεί που ήταν χαραυγή, το λιόγερμα σε παίρνει.

Κάθεσαι και αναπολείς της νιότης το βελούδο...
Έρχεται μπρος σου φωτερό, σε λάμψεις τυλιγμένο.
Γιατί να θέλεις τότενες απ' το νησί να φύγεις;
Δάκρυα σού 'ρθαν και γλυκιά θλίψη σε συνεπαίρνει...

Ξαναθυμάσαι τα παλιά μ' έναν λυγμό στο στήθος
Τα πάντα φαίνονται σωστά,μοναδικά, καθάρια...
Δεν σε χωρούσε ο τόπος σου τότε, κι αναρωτιέσαι,
γιατί θωρείς τώρα αλλιώς όλα τα περασμένα...

Η νοσταλγία είναι αυτή που όλα τα ομορφαίνει
κι η πείρα που απέκτησες στο διάβα της ζωής σου...
Με άλλα μάτια αναπολείς της νιότης σου τα χρόνια
κι όλα τα βλέπεις λαμπερά, ντυμένα με χρυσάφι...

Κι εκείνη η διαμαντόσκονη που γλίστραγε στο κύμα
κι ήθελες μες στις χούφτες σου να τρέξεις να την πιάσεις,
ραντίζει μ' αστροπινελιές χιλιάδες γεγονότα,
που κάποτε τα έβλεπες με πίεση και μ' άγχος...

Καλειδοσκόπιο η ζωή με χίλιες αποχρώσεις.
Τώρα το ηλιοβασίλεμα σού χτύπησε την θύρα.
Εξισορρόπησε το χθες με το παρόν που τρέχει
και ξεκουράσου τρυφερά στου χρόνου το μαγνάδι...

Τρίτη 20 Νοεμβρίου 2018

ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΠΟΥ ΕΧΑΘΗ

Ήμουν δεκαοχτώ ετών, πήγαινα για δασκάλα.
Σε φροντιστήριο γράφτηκα, ήταν του Τζουγανάτου.
Έφθασα απ' την Κεφαλλονιά με όνειρα χιλιάδες.
Στον θειό μου, έμενα Μεμά, στην θειά την Αντζολίνα.

Γιατρός ο θείος ξακουστός κι η θεία κοντεσίνα.
Πλατεία Αμερικής ζούσανε και με καλοδεχτήκαν.
Μου δείξαν την πρωτεύουσα, οργάνωναν βεγγέρες.
Στο Ηχος Και Φως πήγαμε, σε πάρκα και Μουσεία.

Τότε το πρώτο σοβαρό ένιωσα καρδιοχτύπι.
Πήγαινε στην Ιατρική, τον λέγαν Παναγιώτη,
μα όλα ήταν δύσκολα, γιατί οι δυό μου θείοι,
στιγμή μόνη δεν μ' άφηναν, τα πάντα εκοιτούσαν.

Στο φροντιστήριο διάλεγα ποιό μάθημα θ' ακούσω.
Μπορούσα μόνη μου καλά να μάθω Ιστορία.
Η τάξη μας κατάφερνε σωστά να προχωρήσει
κι όλα εκεί μέσα τα παιδιά, ήμασταν μιά ομάδα.

Ένας απ' τους συμμαθητές που τον ελέγαν Γιώργο,
ζήτησε να τα “φτιάξουμε”, μα εγώ αλλού κοιτούσα.
Για φίλο μόνον καρδιακό τού 'πα τον ελογιόμουν
κι αλέγρα συνεχίστηκε των νιάτων το ταξίδι...

Το αληθινό μου αίσθημα δεν φτούρισε, διαλύθη.
Μες στο μυαλό μου μοναχά έπλασα ιστορία,
που 'χάθηκε προτού καλά, οστά πάρει και σάρκα,
ρομαντικό τρεμούλιασμα που σύντομα μαράθη...

Οι μέρες διάβηκαν γοργά, ήρθε η μεγάλη ώρα,
για δάσκαλοι να δώσουμε όλες τις εξετάσεις.
Το φροντιστήριο έκλεισε και πριν να χωριστούμε,
ο Γιώργος μου' δωσε σεμνά ποίημα για μέ, στο χέρι...

Μόνη μου σαν ευρέθηκα, το διάβασα και είδα
τι όμορφα  που έγραφε, τι τέλεια μιλούσε
κι ένιωσα πόση διαφορά είχαν οι δυό καρδιές μας,
που χτύπαγαν αλλιώτικα σε άλλα μονοπάτια...

Σαν ήρθε η μητέρα μου κουράγιο να μου δώσει
που θα'δινα διαγωνισμό, δασκάλα για να γίνω,
αρχίσαμε και λέγαμε τα νέα η μιά στην άλλη
κι εγώ της είπα με χαρά για του Γιωργή το ποίημα...

“Τον έβλεπα σαν φίλο μου, όμως μητέρα κοίτα
τι όμρφο το ποίημα του που έγραψε για μένα!”
Ήθελα να το μοιραστώ αυτό που είχε γίνει,
γιατί χαιρόμουν μέσα μου για το σπουδαίο δώρο...

“Για δώσ' το μου να το ιδώ από κοντά παιδί μου”
είπε η σιόρα μάνα μου γλυκά χαμογελώντας.
Κι εγώ ευθύς της το 'δωσα με ζηλευτό καμάρι,
νομίζοντας πως θα χαρεί, θ' αρχίσουμε κουβέντα...
Όμως δεν το επέστρεψε. Στα χέρια το βαστούσε...

“Θα το κρατήσω κόρη μου, εγώ το ποίημα τούτο.
Εσύ γύρνα στο διάβασμα. Μην πάει αλλού ο νους σου...
Και ούτε στον πατέρα σου  θε ν'άρεσε παιδί μου,
ποιήματα να δίνουνε στην κόρη την δικιά του...

Επήγες για ένανε σκοπό, όχι να κάνεις φίλους
και δεν αρμόζει σε μιά νια να παίρνει ραβασάκια”
είπε, και μες στην τσάντα της τσάκισε την σελίδα
κι έκοψε την συζήτηση, δεν δέχθηκε κουβέντα...

Ό,τι και νά 'πα έπεσε στον βρόντο και εχάθη.
Άδικο το θεώρησα κι όλο κατηγορούσα
εμένανε, που πίστεψα πως θα μπορούσα πλέρια,
να συζητήσω φιλικά μαζί με την μητέρα...

Η μάνα πάντα έστεκε φρουρός στην ηθική μας...
Πώς τόσο ξεγελάστηκα, δεν το εφανταζόμουν
και το χειρότερο εύρισκα πως ήτανε αθώο
το ποίημα που μου άρπαξε και δεν το ξαναείδα.

Τα χρόνια πέρασαν γοργά, σαν άμμος στην κλεψύδρα.
Πόσα μεσολαβήσανε στο πέρασμα του χρόνου...
Δασκάλα, γάμος και παιδιά, καριέρα και εγγόνια,
όλα συντονιστήκανε στης σύνταξης τις μέρες...

Πολλές φορές σαν κάθομαι μόνη μου και θυμάμαι,
αναλογίζομαι παλιά, της νιότης γεγονότα
και πάντοτε χαμογελώ σαν σκέφτομαι το ποίημα,
που τέλος τόσο άδοξο του έμελλε να έχει...

Μα ευτυχώς δεν ξέχασα την τέταρτη στροφή του.
Ήταν η τελευταία του, πιο όμορφη απ'τις άλλες,
γι' αυτό κι ίσως την χάραξα βαθιά μες στο μυαλό μου
και με καμάρι την κοιτώ, την σιγοτραγουδάω...

Έτσι, σαν ονειρεύομαι τα τόσα περασμένα,
βλέπω ένα ανέμελο κορίτσι να γελάει,
με μαύρα μακριά μαλλιά και μιά φωνή καμπάνα,
να ψιθυρίζει  γελαστή τους παρακάτω στίχους
που, κάποιος έγραψε για μέ, πριχού σαράντα χρόνια:

                 “Γλυκό τ' ονείρου όραμα,
                  πλήθος σε ραίνουν άνθη!...
                  Σε βλέπω και στοχάζομαι
                  και σου μαντεύω τ' όνομα:
                  Σε λένε Πολυάνθη!!!”

Τετάρτη 14 Νοεμβρίου 2018

ΕΝΑ ΑΓΟΡΙ ΣΤΟ ΦΙΝΙΣΤΡΙΝΙ

Στης  Σάμης το λιμάνι μας κατέβαινα τα βράδια
μαζί με την μητέρα μου και με την αδελφή μου,
να δούμε όλη την κίνηση σαν έφθανε καράβι
και να χαθώ σε ονείρατα για μακρινά ταξίδια...

Και κάποιο βράδυ ο ''Πολικός'' περήφανος ξανάρθε.
 Μέσα στο πλήθος χάζευα το φωτισμένο πλοίο,
όταν, καθώς εκοίταζα, από ένα φινιστρίνι
ξεπρόβαλλε παλληκαριού, η αρρενωπή μορφή του...

Με είδε γιατί στεκόμουνα άκρη της αποβάθρας
κι ένα πλατύ χαμόγελο στα χείλη του εφάνη.
Σήκωσε και το χέρι του για να με χαιρετήσει
κι εμένα στην καρδούλα μου πετάξαν πεταλούδες!

Ησύχασα που η μάνα μου μιλούσε με μιά φίλη
και σήκωσα το χέρι μου λίγο, να χαιρετήσω.
Εχαμογέλασα κι εγώ στον νιο απέναντί μου,
που έκαμε μιά κινηση,λες: ''Να ξανάρθεις πάλι!''

Σαν έπρεπε να φύγουμε, μελαγχολία μού 'ρθε...
Στο σπίτι όλο σκεφτόμουνα τ' αγόρι απ' το καράβι...
Ώσπου να έρθει Κυριακή, δεν μού 'φυγε απ'τον νου μου
κι αμέτρητη ένιωσα χαρά, που έφθασεν η ώρα...

Ο κόσμος γύρω στρούφιζε και η καρδιά βροντούσε,
μην καταλάβει τίποτε η αυστηρή μου μάνα,
μα πιο πολύ πετάριζε που θα 'βλεπα ''εκείνον''
και δεν μπορούσα να σκεφτώ πως ίσως το ξεχνούσε...

Κι ήρθε λευκός ο ''Πολικός'' κι έδεσε στο λιμάνι.
Εγώ πήρα την θέση μου με κόμπο στο στομάχι.
Το φινιστρίνι σκοτεινό, μα ξάφνου εφωτίσθη
και μες στον κύκλο γελαστό εφάνηκε τ'αγόρι!!

Μισή ώρα εμείναμε; Ούτε θυμάμαι τώρα.
Ο νέος σήμα μού 'κανε να ιδωθούμε πάλι.
Μες στο μυαλό μου μουσική τρελά ετραγουδούσε
και σαν αλαφρο'ί'σκιωτη εγύρισα στο σπίτι...

Τι όνειρα που έκανα εκείνες τις ημέρες!
Τι ταραχή σαν άκουγα μονάχα για καράβι!
Κρυφά στο ημερολόγιο έγραψα τον καημό μου
και το εφύλαξα καλά, κανείς να μην το εύρει...

Μόνη μου δεν με άφηναν να πάω στο λιμάνι.
Πηγαίναμε, αν βγαίναμε, κι οι τρεις μαζί για βόλτα,
έτσι που κάποια Κυριακή, κανόνισε η μητέρα,
να πάμε για επίσκεψη και στο ζαχαροπλαστείο...

Κι αυτό εσυνεχίστηκε...Ρωτούσε ο πατέρας
τι έχω, μα γι' ανορεξιά του έλεγα μονάχα...
Το βράδυ που ο ''Πολικός'' έμπαινε μες στον μόλο,
 μελαγχολία άμετρη ερχόταν σαν μπουρίνι...

Μα, κάποια άλλη Κυριακή πήγαμε να τον δούμε.
Τι καρδιοχτύπι μ' έπιασε σαν έδενε το πλοίο...
Κι όταν επλεύρισεν αργά κι η σκάλα εκατέβη,
εστάθηκα ακίνητη να δω το φινιστρίνι.

Ολόφωτο διαγράφετο... Είχα ταχυπαλμία...
Να, τώρα, έλεγα, ευθύς θε να φανεί ο νέος!
Μα πόση πίκρα ένιωσα όταν ξένη φιγούρα
στο φως εζωγραφίστηκε, να κάνει την δουλειά του...

''Εσύ κόρη τρελαίνεσαι να βλέπεις τα καράβια''
είπε η σιόρα μάνα μου με κάποια απορία.
''Τι έπαθες και στέκεσαι με τέτοια στεναχώρια;
Μήπως και νιώθεις άσχημα; Είσαι καλά παιδί μου;''

''Κουράστηκα μανούλα μου... 'Ελα κι εσύ αδελφή μου.
Στο σπίτι να γυρίσουμε, να ζωγραφίσω λίγο
και φεύγοντας ας πάρουμε τον δίσκο απ'τον πατέρα.
Το ''Α κάζα ντι Ρένε'' μού 'φερε, το πήρε απ' τ' Αργοστολι''...

Ησύχασεν η μάνα μου πως όλα ήταν πρίμα.
Ημέρες πέρασαν πολλές κι όλο τον εσκεφτόμουν.
Το φινιστρίνι φωτερό στα όνειρά μου ζούσε,
μα γνώριζα πως τ' όνειρο είχε για πάντα σβήσει...

''Τόσες φορές δεν φάνηκα στη θέση μου''  σκεφτόμουν...
''Τι να σου κάμει το παιδί; Είδε και αποείδε...''
και δεν λογιόμουν τελικά τι θά 'χε απογίνει,
και οι γονείς αν μ' άφηναν μονάχη μου να πάω!...

Ένα πετάρισμα του νου, μια ονειροφαντασία,
ήταν η ''περιπέτεια'' στο ρου της εφηβείας...
Το έντυσα μ' αστρόσκονη, το έκανα ιδέα,
ένα ξεγλίστρημα κρυφό, απ' του γονιού το βλέμμα...

Τώρα μ'ένα χαμόγελο θυμάμαι τα συμβάντα...
Κόσμος π' ανεβοκατέβαινε στου  ''Πολικού'' την σκάλα
κι ένα κορίτσι σιωπηλό να στέκει στο λιμάνι
και να κοιτάζει έναν νιό, σε κάποιο φινιστρίνι...

Μέσα στο φως τα έκλεισα για μενταγιόν στο στήθος.
Τι συναισθήματα Θεέ και πόση φαντασία!
Τι χρόνια όμορφα, αγνά πλεγμένα με αρμύρα,
και πόσο αλλιώτικοι οι καιροί απ' τους καιρούς που ζούμε...


--------------------------------------------------------------------------------------------------------------

      1966- 1968... Άλλα χρόνια, άλλες συνήθειες, άλλες συνθήκες... Έπτρεπε να πάω Λύκειο για να βγω βόλτα μόνη μου με τις φίλες μου... Και πώς γινόταν όταν γύριζα σπίτι, όλα να τα γνώριζε η οικογένεια!!! Ποιον είδαμε, με ποιον μιλήσαμε, γιατί μιλήσαμε...Τότε ασφυκτιούσα, τώρα τα βλέπω πιο ήρεμα, με μεγαλύτερη κατανόηση...Και από το τίποτε φτιάχναμε ιστορίες!!! Και πόσα όνειρα Θεέ μου!!! Αχ, αυτά τα νιάτα!!! Πόσα τερτίπια μες στην εφηβεία!!!΄Ολος ο κόσμος δικός μας , να σπάσουμε τα δεσμά, με γνώμονα όμως τα λόγια του πατέρα: ''Προσέχετε! Θέλω να έχω το μέτωπό μου καθαρό! Να βαδίζω στην κοινωνία με το κεφάλι ψηλά!!'' Και σε κάθε μικρή παρασπονδία, η καρδιά χτυπούσε σαν τρελή!...
        ΑΓΓΕΛΙΚΑ, ΠΟΛΙΚΟΣ, δύο από τα πλοία που άραζαν στην Σάμη... Πόση κίνηση, πόσοι επιβάτες! Πόσο μου άρεσε όλη εκείνη η βαβούρα και η κοσμοσυρροή!Επειδή οι ναύτες του Τελωνείου έκλειναν την είσοδο και ρωτούσαν αν θα ταξίδευες, γιατί μόνον τους ταξιδιώτες άφηναν να μπουν μέχρι να έρθει το πλοίο [μετά, το πέρασμα ήταν ελεύθερο] η μαμά μου, η αδελφή μου κι εγώ πηγαίναμε πολύ πιο ενωρίς εκεί να δούμε το καράβι, έτσι όταν άρχιζε η απαγόρευση, εμείς ήμασταν μέσα!!! Μεγάλη κίνηση τότε στα καφενεία με τους επιβάτες που περίμεναν τα πλοία. Το σκηνικό άλλαξε όταν τα καράβια αντικαταστάθηκαν με τα φέρυ- μποτ.Τα χρόνια πέρασαν και σήμερα, το νέο αίμα της Σάμης, η νέα γενιά με τους μεγαλύτερους που προσαρμόστηκαν στα καινούρια δεδομένα, έχουν κάμει την Σάμη ένα μικρό Παρίσι, αλλά με λιμάνι!! Μπράβο τους!!!



Σάββατο 10 Νοεμβρίου 2018

ΑΝ ΕΙΣΑΙ ΑΣΥΜΒΙΒΑΣΤΟΣ

Ειναι βαρύ να προσπαθείς την τύχη σου ν' αλλάξεις,
να το ζητάς από καρδιάς κι ούτε να κάνεις πίσω...
Να διώχνεις σαν σταυραετός τριγύρω σου τ' αγιάζι.
Για μιαν καλύτερη ζωή να ψάχνεις νύχτα- μέρα...

Κι εκεί που λες πως δεξιά τα πράγματα σαλπάρουν,
εκεί που σίγουρος θωρείς την αλλαγή της μοίρας,
εκεί ξάφνου μπερδεύονται τα πάντα ανάμεσά τους
και παραμένεις μοναχός με αδειανά τα χέρια...

Πόση ψευτιά αναπηδά από τις ''φίνες'' σχέσεις...
Τι υποσχέσεις παρευθύς γκρεμίζονται στον βρόντο...
Κοίτα πώς λιώνει η ομορφιά στο πρώτο πάτημά σου
και μιά βαριά αποφορά αφήνει στο κατόπι...

Οι υποσχέσεις σωρηδόν, λόγια παχιά, μεγάλα...
Επίστεψες πως και αυτοί, τρανή θα έχουν μπέσα...
Μα όταν είδαν, σθεναρά πως δεν αλλάζεις βήμα,
πετάξανε την μάσκα τους κι εφάνη η αλήθεια...

Μιά αλήθεια ποταπή, φτηνή, σε ιστό γύρω πλεγμένη,
σαν την αράχνη καρτερά να'ρθεί το πρώτο θύμα...
Μα εσύ την αναγνώρισες, την πέταξες στο χώμα
κι άφησες πίσω σου έξαλλους,τους ψεύτες ν'αλαλιάζουν...

Οι πόρτες οι φανταχτερές και τα λαμπρά σαλόνια,
που κρύβουν την απάτη τους σε μυρωμένες λέξεις,
είναι για τους ομοίους τους που ξέρουν τα τερτίπια
κι όπου μοιράζονται μαζί την αμοιβή της πλάνης....

Εσύ δεν είσαι σαν κι αυτούς, καθόλου δεν ταιριάζεις....
Δεν θα μπορέσεις να χωθείς μες στις δολοπλοκίες,
όπου το γκρίζο κάνουν μπλε και το σταχτί χρυσάφι
και μπλέκουν τους ανίδεους μέσα στις αλχημείες....

Εσύ θέλεις τον δρόμο τον στρωτό που μπαμπεσιά δεν ξέρει...
Να είναι όλα φωτεινά, διάφανα, καθάρια...
Να μην ''λερώσεις'' την καρδιά, τα χέρια , την ματιά σου,
για να κοιτάς περήφανα τους φίλους, τα παιδιά σου...

Μα κάποια απογοήτευση βαθιά θα σε ταράξει...
Πώς γίνεται ανέντιμοι να την περνάνε πρίμα,
ενώ άλλοι π'αξίζουνε θερίζουν αδικία
κι ολημερίς κι ολονυχτίς στο έργο τους δουλεύουν;;

Αν είσαι ασυμβίβαστος, αυτό είναι το στρατί σου:
Μονάχος σου να πολεμάς με δράκους και θηρία...
Ανοίγεις τις φτερούγες σου περήφανα στ' αγέρι,
γιατί  π ο τ έ  δεν φίλησες του κόλακα το χέρι...

Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2018

ΟΤΑΝ Η ΕΛΛΑΔΑ ΠΟΝΑ...

Μες στην αστρόφωτη νυχτιά πλανιέται το φεγγάρι
Σκορπάει ασήμια και χρυσά σε μυριστά μπαλκόνια
και σκαρφαλώνει με γητειά σε κοπελιάς το στήθος.

 Σαν αφουγκράστηκε καημό, λυγμό κι ανατριχίλα,
την κόρη τούτη ρώτησε και την ματαρωτάει:
--Τι έχεις, πες μου κοπελιά, π'αναρριγείς στ'αγέρι;
Ποιος πείραξε την ομορφιά π'ανθεί στο πρόσωπό σου;
Και ποιος με θράσος μπόρεσε εσένα να πειράξει;

Η κόρη ίσιωσε σεμνά το θαλασσί φουστάνι.
Ίσιωσε και το πέπλο της, ολάσπρο στα μαλλιά της
και τις γροθιές της έσφιξε επάνω στα πλευρά της.

--Τι με ρωτάς φεγγάρι μου τι έχω, τι λογιέμαι;
Δεν τα'μαθες τι πάθανε τ'αδέρφια μου κει πάνω;
Χρόνους πολλούς αλύτρωτοι στα ριζιμιά παλεύουν
κι έναν μικρό σταυραετό θανατερά λαβώσαν...

--Και δεν μπορείς αρχόντισσα να βρεις το παλληκάρι;
 Να φέρω τον Αυγερινό, να φέρω και την Πούλια
κι όλα τ'αστέρια τ' ουρανού να κλάψουν τον λεβέντη...

---Εχθροί πολλοί πλακώσανε φεγγάρι μου στα ξένα...
Κρατάνε το κορμάκι του, στην μάνα δεν το δίνουν...
Το αίμα μου αντάριεψε, μα πού θα βρω το δίκιο;;
Κατέχουν τα αδέρφια μου, κρατούνε τα παιδιά μου
κι όλο σκοτούρες και καημούς προφταίνω από κει πέρα...

--Τ' αστέρια μού 'παν ''Κωνσταντής'' πως ήταν τ''ονομά του...
Το τίμησε ο γιόκας σου κρατώντας την παντιέρα
και τα στερνά τα λόγια του, για σένα ήταν κόρη...

--''Μάνα Ελλάδα!'' φώναξε  ο γιος μου σαν λαβώθη,
και κλείσαν τα ματάκια του κρατώντας την σημαία.
Δεν θα 'πρεπε φεγγάρι μου να τον κρατούσα τώρα,
βαθιά μες στην αγκάλη μου, το σπλάχνο το δικό μου;;

--Κρατήσου Ελάδα! Μην θρηνείς πανέμορφη Παλλάδα!
Κύπρος, Ίμβρος και Βόσπορος, Ήπειρος, ξενυχτούνε
και δεν ΞΕΧΝΟΥΝ πως ''Έλληνες!!'' βοούν τα σωθικά τους...
Γι' αυτό ορθώσου γρήγορα, σ'έχουν τρανή ανάγκη...

Κι η κόρη ορθώθη σιωπηλά μες στην νυχτιά του κόσμου...
Αγέρωχη, περήφανη υψώνει το κεφάλι
και αγκαλιάζει  τρυφερά τα έρμα τα παιδιά της,
που την κοιτούν προσμένοντας μιά στάλα παρηγόριας...

Αγέρι παίρνει τα μαλλιά, τα ρούχα κυματίζουν...
Ορθώνεται και κεραυνοί  βροντούν απ' την γροθιά της...
--Δυνάστες!Να μην χαίρεστε! Το δίκιο θα σας πνίξει!
Το αίμα όπου άδικα εχύσατε σατράπες,
θα γίνει βρόγχος που σκληρά θα λιώσει τα κορμιά σας
και ΛΕΥΤΕΡΙΑ θα φτερουγά στ' αθώα θύματά σας!!!!!

Τα λόγια παίρνει ο βοριάς και τα σκορπά τριγύρω...
Γεμάτη οργή, ωσάν θεά πυργώνεται η κόρη...
Κρατεί σπαθί και κεραυνό, κρατεί αστροπελέκι
και γράφει κει στον ουρανό για να το δούνε όλοι,
πως, ΔΕΝ πεθαίνει η ΕΛΛΑΣ, μονάχα ξαποσταίνει
κι αλίμονο στον βάρβαρο όπου βρεθεί μπροστά της...

Ο ήρωας σαν χάνεται, σπέρνει χιλιάδες άλλους,
π' ακολουθούν τον δρόμο του στην μάχη του δικαίου...
Όσο φιμώνει ο δήμιος, τόσο φωνάζει η Ελλάδα
και κράζει πως, μονάχα τους, δεν είναι τα παιδιά της...

Από βορρά σ' ανανατολή κι από νοτιά σε δύση,
θε ν' αγκαλιάσει κόρες, νιούς, αλύτρωτες ψυχούλες
και τα δεσμά θα σπάσουνε, θα πέσουν σαν συντρίμια...
Δεν πρέπει πισωγύρισμα, δεν πρέπει ολιγωρία
και τότε μόνον σεβασμό οι ''άλλοι'' θα μας δείχνουν...

ΔΕΝ είναι ώρα για δειλούς, το γράφει η Ιστορία
που δεν λογιέται Έλληνας, να σκύβει το κεφάλι...
Μας θέλει απροσκύνητους η γαλανή πατρίδα
κι εμείς καιρός να γράψουμε ολόχρυση σελίδα...


-------------------------------------------------------------------------------------------------
                                                    Για τον νεαρό άντρα που πυροβολήθηκε στην Βόρειο Ήπειρο, κρατώντας την ελληνική σημαία κατά την επέτειο του  ΟΧΙ... Ποτέ δεν θα ξεχαστεί αυτό το άγριο γεγονός, που ορφάνεψε γονιούς, αδελφή, ένα ολόκληρο χωριό και άγγιξε σπαραχτικά κάθε ελληνική ψυχή...

Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2018

ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΜΝΗΜΕΣ - 1940

Μεγάλη ημέρα η σημερινή... 28η Οκτωβρίου... Το Έπος του 1940... Άλλη μια ιστορία ηρωισμού και ατέρμονης ελληνικής θυσίας... ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΕΛΛΑΔΑ ΜΑΣ!!!!!  ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΕΛΛΗΝΙΔΕΣ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΕΣ!!! Και όπως θα φωνάξει κατά το τέλος της μεγάλης παρέλασης ο αεροπόρος μας μέσα από το αεροπλάνο του που θα διασχίζει τον ελεύθερο ελληνικό ουρανό, λέω κι εγώ το ίδιο: "ΈΛΛΗΝΕΣ!! ΨΗΛΑ ΟΙ ΚΑΡΔΙΕΣ!!!! ΝΑ ΚΟΙΤΑΤΕ ΠΑΝΤΑ ΨΗΛΑ, ΕΝΩΜΕΝΟΙ!!!!! ΖΗΤΩ Η ΑΘΑΝΑΤΗ  ΕΛΛΑΔΑ ΜΑΣ!!!!"

    Σήμερα θα αναφερθώ στην ηρωική εκείνη εποχή, δίνοντάς σας μόνον κάποια ψήγματα ιστορικής μνήμης. Είναι σχετικώς πρόσφατα τα γεγονότα και μπορείτε να βρείτε άφθονα στοιχεία τόσο από βιβλία, όσο και από μαρτυρίες ανθρώπων που έζησαν στην φοβερή εκείνη εποχή. Πρώτα όμως να σας θυμίσω ότι οι ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΣΗΜΑΙΕΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΥΜΑΤΙΖΟΥΝ ΥΠΕΡΗΦΑΝΑ ΣΕ ΚΑΘΕ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΜΠΑΛΚΟΝΙ, ένα ελάχιστο δείγμα σεβασμού προς ΕΚΕΙΝΟΥΣ που θυσιάστηκαν για την λευτεριά... Μην πείτε: "Έλα τώρα, το ξέχασα, δεν πειράζει..." Ξετυλίξτε και τώρα την σημαία και αφήστε την δυο μέρες περισσότερες να κυματίζει στον ελεύθερο αέρα της πατρίδας μας....

    Τον έλεγαν Κωνσταντίνο Κουκίδη και ήταν εύζωνας φύλακας στην Ακρόπολη. Όταν στις 27 Απριλίου του 1941 ανέβηκαν οι Γερμανοί και του είπαν να κατεβάσει την ελληνική σημαία για να υψώσουν την δική τους, ο Κωνσταντίνος αρνήθηκε και μπροστά στα κατάπληκτα μάτια των Γερμανών, τυλίχτηκε στην ελληνική σημαία και πήδηξε από τον ιερό βράχο της Ακρόπολης, όπου και φυσικά έχασε την ζωή του...

    Πάνω στα βουνά της Αλβανίας, πολλές φορές τα δικά μας παλληκάρια έσωσαν πληγωμένους Ιταλούς, όπως και ο γιατρός που έδωσε την κουβέρτα του στον ξεπαγιασμένο Ιταλό και τον περιέθαλψε με ανθρωπιά μεγάλη. Οι Ρώσοι έχασαν στον πόλεμο 20.000.000 ανθρώπους... Σε σχέση με τον πληθυσμό μας, είχαμε τους περισσότερους νεκρούς. Σε 7.500.000 κατοίκους, είχαμε κατ' άλλους 500.000 νεκρούς. Από αυτούς  50.000 ήταν οι εκτελεσμένοι - μεταξύ αυτών και από άλλους λαούς -  και 150.000 ήταν οι νεκροί από την πείνα...

    Απαγχονισμένοι Έλληνες κρέμονταν για εκφοβισμό στην Βασιλίσσης Σοφίας. [Είναι μία από τις μαρτυρίες που βρίσκουμε στο βιβλίο "Μνήμες και Μνημόσυνα του 1940"]

    Ο Άγγελος Παπαναστασίου, είχε την κάμερά του μέσα σε τενεκεδάκι που έβαζαν την μερίδα του φαγητού. Κατέγραψε τρομερές σκηνές που χρησιμοποιήθηκαν ως ντοκουμέντα, στην δίκη της Νυρεμβέργης.

    Ο Μανόλης Μεγαλοοικονόμου, ήταν φωτορεπόρτερ κατά τον ελληνοαλβανικό πόλεμο.

    Την Σοφία Βέμπο, την τραγουδίστρια της νίκης, την κυνήγησαν πολύ οι Ιταλοί, οι οποίοι και παρότρυναν τους Γερμανούς να την συλλάβουν.

    ΜΟΝΟΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ υπάρχει η λέξη  μ ά ρ τ υ ρ α ς . α] μαρτυρά την αλήθεια και β] μαρτυρά [υποφέρει] στα βασανιστήρια.

    Στην οδό Κοραή 4, στο υπόγειο, βρίσκονται τα μπουντρούμια που φυλάκιζαν οι Γερμανοί τους Έλληνες αιχμαλώτους, όπου και τους υπέβαλλαν σε τρομερά βασανιστήρια. Αν και προσπάθησαν να σβήσουν αυτά που έγραφαν οι κρατούμενοι στους τοίχους, για να μην αφήσουν μαρτυρίες της θηριωδίας τους, υπάρχουν ακόμα πολλά μηνύματα των Ελλήνων βασανισμένων. Στην οδό Μέρλιν που ήταν τα κρατητήρια-βασανιστήρια της Κομαντατούρ σε συγκινούν τα μηνύματα των καταδικασμένων πατριωτών και ξεχωρίζουν τα αντρικά από τα γυναικεία μηνύματα... "Μόνον μυρίζοντας γιασεμί..." τόση λυρικότητα, δυο βήματα πριν τον θάνατο... Η επίσκεψη στην Κοραή 4, συνδυάζεται με επίσκεψη στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο της Παλιάς Βουλής, στην Σταδίου, που είναι το άγαλμα του Κολοκοτρώνη επάνω στο άλογο.

    Συγκινητικές σκηνές, οι στιγμές που πήγαιναν οι στρατιωτικοί να πάρουν από τους χωρικούς τα άλογά τους για τις ανάγκες του πολέμου. Λέει ένας αξιωματικός: "Τα μάτια μου βούρκωσαν, όταν είδα τον άντρα να αγκαλιάζει το μουλάρι του κι εκείνο να ακουμπά το κεφάλι του στον ώμο του αφεντικού του..." Συγκινητικός και ο πίνακας στο Πολεμικό Μουσείο, που δείχνει στρατιώτη να βοηθά το πληγωμένο άλογό του. Να μην ξεχνάμε ότι στον Α΄ Παγκόσμιο, ολέθριο Πόλεμο, σκοτώθηκαν 12.000.000 άλογα. Η θυσία τους αναγνωρίσθηκε σε ειδική τελετή που σώμα στρατιωτικό, σχημάτισε με τα κορμιά τους ένα τεράστιο άλογο...

    Στο Πολεμικό Μουσείο θα δείτε συγκλονιστικούς πίνακες του Αλεξανδράκη με θέματα από τον Ελληνοαλβανικό Πόλεμο, όπως τον πεσμένον στο χιόνι Έφεδρο αξιωματικό, με το χιόνι λεκιασμένο από το αίμα του, καθώς και σε μικρογραφία αναπαραστάσεις σημαντικών γεγονότων, όπως Τις Γυναίκες Της Πίνδου και το συμβάν με τον Έλληνα αεροπόρο που χώθηκε στο πίσω μέρος ιταλικού αεροπλάνου και το κατέρριψε!! Σε γυάλινες προθήκες θα δείτε στολές Αξιωματικών, όπως την στολή του Δαβάκη που σκοτώθηκε στις 5 Νοεμβρίου, του Αλέξανδρου Διάκου που σκοτώθηκε στις 29 Οκτωβρίου, την εθνική στολή της Βέμπο και άλλων πολλών. Είχαμε 12.000 νεκρούς στρατιώτες και 817 νεκρούς αξιωματικούς, στα χιονισμένα βουνά του Αλβανικού μετώπου... Ας είναι ελαφρύ το χώμα που τους δέχθηκε στην αγκαλιά του...

    Ο Μανώλης Γλέζος και ο Απόστολος [Λάκης] Σάντας, αφού κατέβασαν από την Ακρόπολη την Γερμανική σημαία, πέταξαν το κύριο μέρος της σε ένα πηγάδι που είναι εκεί και θα μείνει κάτω από τα μάτια της θεάς Αθηνάς θαμμένο για πάντα. Την υπόλοιπη την έκαψαν για να μην βρεθούν στοιχεία. Το έκαμαν την άλλη μέρα από την παύση της μάχης της Κρήτης, για να δώσουν το μήνυμα ότι η Αντίσταση συνεχίζεται.

    Η θηριωδία των Γερμανών, απερίγραπτη... Το ολοκαύτωμα του Δίστομου, η σπαραχτική θυσία των Καλαβρύτων, η ολοκληρωτική σφαγή όλων των κατοίκων  στην Κάνδαρο της Κρήτης, είναι κάποια αιματωμένα δείγματα της δολοφονικής μανίας των Ναζί του Χίτλερ... Όταν έμπαιναν στην Βυτίνα, τα γερμανικά τανκς, ένας μαθητής στάθηκε στην μέση του δρόμου και έριξε μια πέτρα στα τανκς που έρχονταν... Και ο διοικητής αδιάφορος, πυροβόλησε και σκότωσε τον μικρό ήρωα, μαθητή...

    Στον χώρο της Καισαριανής, γίνονταν ομαδικές εκτελέσεις. Μια φορά, ανάμεσά τους ήταν ένας πιτσιρικάς, ο Γιώργος Τοπολίνος. Επειδή σκέφτηκε ότι σαν κοντός που ήταν ίσως να μην τον εύρισκε η σφαίρα, ύψωσε το ανάστημά του στηριζώμενος στις μύτες των ποδιών του, για να βρεθεί στο πεδίο βολής... Τι να πεις για το μέγεθος τέτοιας ανδρείας;...

    Φριζής Μαρδοχαίος: Ελληνοεβραίος Συνταγματάρχης στην Αλβανία. Ο πρώτος που συνέλαβε αιχμαλώτους. Οδήγησε τον λόχο του στα χιονισμένα βουνά. Έριξε κατά ενός σμήνους αεροπλάνων. Από ένα αεροπλάνο ήρθε ο θάνατος για τον ίδιον. Οι Έλληνες φέρθηκαν αδελφικά στους Εβραίους. Όταν οι Γερμανοί διέταξαν να γραφτούν σε ειδικούς καταλόγους όλοι οι Ελληνοεβραίοι, πήγε στο Δημαρχείο και η χήρα Φριζή με τα τρία παιδιά της. Ακούγοντας το όνομά της ο υπάλληλος, την πήρε στην άκρη και την ρωτά: "Τι τον έχεις τον Συνταγματάρχη Φριζή;" "Άντρα μου..." "Φύγε κυρά μου... Πάρε τα παιδιά σου και μην ξαναρθείτε εδώ, ό,τι κι αν ακούσετε... Υπηρέτησα στις διαταγές του Συνταγματάρχη και δεν πρόκειται εγώ να σας καταγράψω... Φύγετε..." Έτσι σώθηκε η οικογένεια... [Μαρτυρία γιού Φριζή]

    Όταν πήγα με  την τάξη μου στο Πολεμικό Μουσείο, μπροστά στον πίνακα με τον σκοτωμένο Ανθυπολοχαγό, σταθήκαμε ακίνητοι. Τους είπα: "Φανταστείτε ένα νεαρό παλληκάρι που άφησε το χωράφι του ή την σχολή του και ήρθε να υπερασπιστεί την πατρίδα του. Τον πόλεμο δεν τον ήθελε, όμως τον κάλεσε το καθήκον. Ήρθε να υπερασπιστεί τα όσια και τα ιερά... Άφησε την κοπέλα του, την μανούλα του, τα αδέρφια του... Ώσπου ένα φονικό βόλι τού στέρησε την ζωή... Έπεσε πάνω στο χιόνι που σε λίγο θα τον σκέπαζε με το άσπρο μοναχικό του σεντόνι.... Και την ώρα που τα μάτια του γαλήνευαν, ο ήλιος έδυε αργά μαζί με την ζωή του... Πολλοί από αυτούς που θυσιάστηκαν παιδιά μου, δεν πρόλαβαν να ζήσουν, να χαρούν... Άλλος άφησε πίσω του μικρά παιδιά κι άλλος δεν πρόλαβε καν να τελειώσει την σχολή του, να παντρευτεί, να σπουδάσει, να κάνει  οικογένεια... Ποια ήταν η τελευταία σκέψη του καθώς ξεψυχούσε; Αναλογίστηκε την αγαπημένη του; Είδε την εικόνα της μάνας του; Ή ζωγραφίστηκαν μες στα μάτια του που έσβηνε η ζωή, εικόνες της πολυαγαπημένης του πατρίδας; Το σπίτι του στην Αθήνα, τα δρομάκια της Πλάκας, το λιμάνι της Κεφαλλονιάς ή το νησί του η Αμοργός με τις τόσες ομορφιές;; Τα βλέφαρά του έκλεισαν απαλά... Κατέβηκε η Παναγιά και τον πήρε στην αγκαλιά της, αφού η μανούλα του ήταν μακριά... Για να μην πεθάνει μόνος... Και γύρω του το χιόνι εξακολουθούσε να πέφτει αργά και σταθερά..." "Α, κυρία... Πονάω τόσο.." ψιθύρισε η Πηνελόπη... Όλοι γύρω ακίνητοι, όπως και οι υπάλληλοι του Μουσείου. "Να τον αποχαιρετήσουμε με το αγαπημένο μας τραγούδι κι αυτόν τον λεβέντη και όλους εκείνους - άντρες, γυναίκες, παιδιά - που έδωσαν την ζωή τους για μια ελεύθερη και υπερήφανη πατρίδα;" "Ναι κυρία! Να πούμε τον ανθυπολοχαγό!" και τραγουδήσαμε το: "Σβήνει ο ήλιος, πάει κι η  Αμοργός, στα μάτια του νυχτώνει, κι ο Έφεδρος Ανθυπολοχαγός κοιμάται μες στο χιόνι..." Οι επισκέπτες που ήταν δίπλα μας, σταμάτησαν να μιλούν, κάποια μάτια μαθητών μου λαμπύριζαν δακρυσμένα κι εγώ δεν μπορούσα να μιλήσω από τον κόμπο που έφραζε τον λαιμό μου... Ένα μικρό μνημόσυνο, για να ξέρουν οι ήρωες πως πάντα θα τους θυμόμαστε και θα τους τιμούμε... Ότι θα είναι πάντα ζωντανοί στις καρδιές μας....

    Στο Πολεμικό Μουσείο θα βρείτε και ολόκληρο τμήμα αφιερωμένο στην ένδοξη Αντίσταση του Ελληνικού Λαού καθώς και σκίτσα εμπνευσμένα από το Έπος του 1940. Σταθήκαμε αρκετά μπροστά σε ένα που έδειχνε ψηλά τον Λεωνίδα με την Ασπίδα του να γράφει ΜΟΛΩΝ ΛΑΒΕ και από κάτω έναν τσολιά να σκαρφαλώνει στης Πίνδου μας τα βουνά, φωνάζοντας ΑΕΡΑΑΑΑΑΑ!!!!!! Η Ιστορία μας μέσα σε δυο εμπνευσμένες γραμμές..... Θα κλείσω, θυμίζοντάς σας κάποιες φράσεις ποτισμένες με αίμα, περιβεβλημένες με κλωνάρια δάφνης και μυρτιάς:

Ι Τ Ε  ΠΑΙΔΕΣ ΕΛΛΗΝΩΝ!               ΜΟΛΩΝ ΛΑΒΕ!!!!!!

ΕΙΣ ΟΙΩΝΟΣ ΑΡΙΣΤΟΣ: ΑΜΥΝΕΣΘΕ ΠΕΡΙ ΠΑΤΡΗΣ!!!!!           

ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ!!!

ΕΓΩ ΓΡΑΙΚΟΣ ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ, ΓΡΑΙΚΟΣ ΚΑΙ ΘΑ ΠΕΘΑΝΩ!!!

Ο Χ Ι !!!!!!    ΑΕΡΑ!!!!!!!            ΝΥΝ ΥΠΕΡ ΠΑΝΤΩΝ Ο ΑΓΩΝ!!!

ΚΑΙ κάποια ονόματα:

ΜΑΡΑΘΩΝΑΣ...       ΣΑΛΑΜΙΝΑ...       ΠΛΑΤΑΙΕΣ...

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ...   ΙΜΒΡΟΣ...       ΒΟΡΕΙΑ ΗΠΕΙΡΟΣ...    ΚΟΡΥΤΣΑ...   ΑΓΙΟΙ ΣΑΡΑΝΤΑ...

ΕΦΤΑΝΗΣΑ... ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΑ....   ΘΡΑΚΗ...   ΚΥΠΡΟΣ...
-----------------------------------------------------------------------------
                                        Δ Ε Ν    Ξ Ε Χ Ν Ω...

Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2018

ΨΗΓΜΑΤΑ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΜΝΗΜΗΣ - ΜΕΡΟΣ 3ο [Το τραγικό τέλος ενός Ήρωα...]

Τον Αύγουστο του 1904, τελικά στον ίδιο χρόνο, ξαναβγήκε στο κλαρί ο Μίκης Ζέζας. Όλοι πια γνώριζαν πως βγήκε τώρα ο καπετάν Ζέζας, όχι για να δει και να οργανώσει, αλλά για να πολεμήσει και να εξοντώσει τους κομιτατζήδες. Δυστυχώς η εκστρατεία άρχισε άσχημα. Του είχαν δώσει κακούς οδηγούς, από τους οποίους ο ένας, ο Θανάσης Βάγιας - το 'χει το όνομα - τον πρόδωσε και χάθηκε ο Ζέζας με το σώμα του, πολλές φορές μες στα βουνά. Τράβηξε δεινά ο καπετάν Ζέζας με τα παιδιά του. Όλη αυτή η εκστρατεία ήταν ένα μακρύ μαρτύριο από την αρχή. Η εποχή ήταν περασμένη, Το κρύο άρχιζε δυνατό. Έβρεχε πολύ και ήταν όλοι τους πάντα μουσκεμένοι και παγωμένοι. Οι πορείες γίνονταν πάντα με κίνδυνο να γκρεμιστούν οι άνδρες στις βαθιές χαράδρες. Περνούσαν ποτάμια και τα πόδια συνεχώς μουσκεμένα από την βροχή που δεν έπαυε. Όλη μέρα κρυβόντουσαν στα δάση, στις βουνοπλαγιές, πεινασμένοι διαρκώς. Το λίγο ψωμί που είχαν ήταν κι αυτό λασπωμένο από την βροχή. Και βοήθεια από πουθενά...

Όλοι υπέφεραν και ο αρχηγός περισσότερο από όλους, γιατί ήταν αμάθητος στα στραπάτσα και στην άγρια ζωή του αντάρτη. Μα π ο τ έ δεν παραπονέθηκε. Πάντα γελαστός και καρτερικός, πρώτος έδινε το παράδειγμα της αντοχής. Κι αν ποτέ τον έπιανε θλίψη ή απογοήτευση ή αποθάρρυνση, απομακρυνόταν, πήγαινε μόνος του παράμερα, δεν έδειχνε την λύπη του. Ώσπου ξαναπαίρνοντας τ’ απάνω του, παραμέριζε τις δικές του σκοτούρες για να φροντίσει τους άντρες του. Τους μιλούσε, τους εγκαρδίωνε. Κι αν τους έβλεπε κουρασμένους ή στεναχωρημένους, το έριχνε στ' αστεία και στα χωρατά και τους έδινε πάλι θάρρος. Και ξεχνούσαν αυτοί τις ταλαιπωρίες τους, εμπρός στον ακάματο αρχηγό τους. “Εσένα καπετάνιε η η ψυχή σου σε βαστά!!” του έλεγε ένα από τα παλληκάρια του, ένας Κρητικός, ο γερο-Ανδρουλής... Κι αλήθεια. Η ψυχή του τον βαστούσε... Εκεί που άλλος θα είχε τσακίσει, αυτός ήταν ο γενναιότερος, ο ανδρειότερος όλων...

Επιτέλους! Τα γράμματά του έφθασαν στον Δεσπότη! Ζητούσε βοήθεια, χρήματα, γιατρικά, στεγνά ρούχα. Του τα έστειλε αμέσως ο Δεσπότης μαζί με ένα εικόνισμα. Κρυμμένος ο Ζέζας σ' έναν αχυρώνα με τα παλληκάρια του επειδή τον γύρευαν οι Τούρκοι μετά την προδοσία του Θανάση Βάγια, έλαβε το γράμμα και τα πράγματα που ζητούσε από τον Δεσπότη. Νόμισε πως τελείωσαν τα βάσανά του, μα ήταν γραφτό του να μαρτυρήσει την τελευταία του ώρα... Έκανε καινούργιο πρόγραμμα, οργάνωσε το σώμα του και βγήκε για το κυνήγημα των κομιτατζήδων που τρομοκρατούσαν τα χωριά ολόγυρα. Από κοντά όμως τους κυνηγούσανε οι Τούρκοι, τους παρακολουθούσαν και οι Βούλγαροι. Κάποιος από αυτούς πρέπει να τους πρόδωσε, γιατί ξέρανε τα ονόματα των Μακεδόνων που ακολουθούσαν σαν αντάρτες τον καπετάν Ζέζα. Εκβίαζαν τους άντρες να φύγουν από τον καπετάνιο, διαφορετικά θα σκότωναν το παιδί τους, την γυναίκα τους, τους γονιούς τους. Ως εκεί έφτανε η ατιμία τους.

Εκείνες τις ημέρες ο αρχηγός είχε αποφασίσει να πάει ο ίδιος να σκοτώσει τρεις δολοφόνους του παπα-Δημήτρη από το Στρέμπενο. Ως τότε δεν είχε σκοτώσει κανέναν. Πάντα με πειστικά λόγια και με το καλό γύρευε να ειρηνέψουν τα μέρη και να φέρει τους Βουλγάρους σε θεογνωσία. Είχαν σκοτώσει οι Βούλγαροι τον καπετάν Βαγγέλη και γύρευαν τώρα τον καπετάν Ζέζα με τα παλληκάρια του. Όταν έμαθε ο καπετάν Ζήσης πως ήταν κοντά ο καπετάν Ζέζας, πήγε και τον βρήκε. Ευτυχώς, γιατί οι τελευταίες μπουκιές ψωμί τελείωναν λασπωμένες από την βροχή που εκείνες τις ημέρες τους είχε σαπίσει. Ένα παλληκάρι του καπετάν Ζήση τους έφερε ψωμί στεγνό από το χωριό. Γύρω τους πυκνό δάσος από οξιές και καταχνιά πολλή. Άναψαν φωτιά να ζεσταθούν. “Αυτή η φωτιά είναι η μεγαλύτερη χαρά, αφ' ότου έφυγα από την Ελλάδα” είπε ο αρχηγός. Τέτοια “καλοπέραση” είχαν τραβήξει... Κι όσο για τους δολοφόνους του παπα-Δημήτρη, ο χειρότερος είχε ξεφύγει. Όταν έπιασαν τους άλλους δυο, τους συγκίνησε τόσο ο αρχηγός με τα λόγια του, που μετάνιωσαν, έκλαψαν και του φίλησαν τα χέρια. Ήταν πολύ πονόψυχος ο Αρχηγός. Αίμα δεν ήθελε να χύσει. Δεν σκότωσε ποτέ ο ίδιος, ακόμα και στις συμπλοκές με τους κομιτατζήδες. Γυρνούσε από χωριό σε χωριό, εγκαρδιώνοντας τους τρομαγμένους, φοβερίζοντας τους άλλους,μοιράζοντας όπλα σε όσους ήταν άξιοι να τα μεταχειριστούν. Μια φορά που τους κυνήγησαν οι Τούρκοι στο Νερέτι και γλίτωσαν στα βουνά, πυροβολήθηκε ένα από τα παιδιά του καπετάν Ζέζα. Ήταν ένας νέος φαρμακοποιός από το Μοναστήρι που γεμάτος ενθουσιασμό ακολούθησε τον Αρχηγό. Αμάθητος στους δρόμους και τις ταλαιπωρίες, δεν πρόφθασε να φύγει και τον πυροβόλησαν οι Τούρκοι. Ο καπετάν Ζέζας τον σήκωσε πληγωμένον μαζί μ' ένα άλλο παιδί και τον ανέβασε στην κορυφή του βουνού. Δυστυχώς ο νέος δεν άντεξε. Οι Τούρκοι εξακολουθούσαν να τους κυνηγούν...Οι Βούλγαροι να τους παραμονεύουν. Ο χειμώνας πλάκωνε, οι ταλαιπωρίες δυσβάστακτες. Ο Αρχηγός έστειλε τον καπετάν Ευθύμη Καούδη να προπαγανδίσει στα χωριά και αυτός με τα είκοσι παιδιά που είχε μόνον, έτυχε να πιαστεί με 80 Βουλγάρους, να σκοτώσει 5, να πληγώσει 15, χωρίς να πάθει τίποτε ούτε αυτός, ούτε κανένας δικός του. Αυτό φούρκισε τους Βουλγάρους που για να εκδικηθούν έπεσαν στα γυναικόπαιδα. Και βοήθεια από την ελεύθερη Ελλάδα, καμιά...

Ήταν 12 του Οκτώβρη. Ο Ζέζας είχε μηνύσει στον καπετάν Ευθύμη να συναντηθούν για να δουν πώς θα συνεργαστούν. Μα επειδή ο Ευθύμης δεν τα κατάφερε να έρθει, αποφάσισε ο καπετάν Ζέζας να πάει ο ίδιος να τον βρει στο Ζέλοβο, με 35 παλληκάρια. Δεν ήταν φρόνιμο, γιατί εκεί κοντά, σ' ένα χωριό το Κονομπλάτι, περιπολούσαν 150 Τούρκοι και τακτικά περνούσε στρατός από το Ζέλοβο. Μα ο καπετάν Ζέζας δεν άκουγε από φρονιμάδα κι αποφάσισε να πάνε να βρούνε τον καπετάν Ευθύμη. Έφτασαν στη Στάτιτσα κουρασμένοι, μουσκεμένοι, αποκαμωμένοι. Μοίρασε ο Ζέζας τα παιδιά σε τέσσερα ελληνικά σπίτια και ο ίδιος πήγε σε ένα άλλο με τέσσερις δικούς του. Έστειλε δε μήνυμα στον καπετάν Ευθύμη να συναντηθούν την επαύριο, για να συνεννοηθούν. Το άλλο απόγευμα, ενώ μιλούσε με ένα παιδί που είχε στείλει ο καπετάν Ευθύμης, μπαίνει η νοικοκυρά τρομαγμένη λέγοντας πως φάνηκε τουρκικός στρατός. Έρχεται και δεύτερη γυναίκα λέγοντας πως οι Τούρκοι μπήκαν στο χωριό. Ο αρχηγός είχε παραγγείλει σε όλα τα σπίτια που ήταν μοιρασμένα τα παιδιά του, να είναι όλοι έτοιμοι, αλλά να μην ρίξει κανείς. Ώσπου οι Τούρκοι έφτασαν στον δρόμο τους και χτύπησαν την πόρτα του αντικρινού σπιτιού. Τους είχε προδώσει ο άγριος κομιτατζής, ο Μήτσος Βλάχος. Χρησιμοποίησε τέχνασμα. Ξέροντας ότι τον κυνηγούν οι Τούρκοι, έστειλε μία γυναίκα να τον προδώσει τάχα πως κρυβόταν στην Στάτιτσα με το σώμα του. Έτσι οι Τούρκοι ήρθαν, νομίζοντας ότι θα βρουν τον κομιτατζή. Από το αντικρινό σπίτι τσιμουδιά. Τότε χτύπησαν το σπίτι που κρυβόταν ο Αρχηγός με τα παιδιά του, θέλοντας να μπουν να φυλαχθούν, επειδή νόμισαν ότι απέναντι κρύβονταν Βούλγαροι. Η προδοσία του Βλάχου ολοκληρωνόταν. Τους έστειλε ακριβώς στην κρυψώνα των Ελλήνων. Οι Τούρκοι για να μπουν μέσα ζήτησαν να σπάσουν την πόρτα. Τότε ο Αρχηγός πήρε το τουφέκι του κι έριξε από το παράθυρο. Τράβηξαν τότε οι δικοί μας και από το αντικρινό σπίτι.

Η μάχη γενικεύθηκε. Βράδιασε. Τραβήχτηκαν οι Τούρκοι περιμένοντας να ξημερώσει. Οι Έλληνες κατέβηκαν από το σπίτι, φοβούμενοι μην τους βάλουν φωτιά οι Τούρκοι.. Πέρασαν από μιαν αυλή μαζί με τον Αρχηγό και κρύφτηκαν σ' έναν στάβλο. Κάποιος Τούρκος θέλησε να μπει, μα τον πυροβόλησαν. Είχε νυχτώσει για τα καλά. Βγήκε ένα παλληκάρι να πάρει το όπλο τού σκοτωμένου και τον ακολούθησε ο αρχηγός. Ακούστηκε ένας πυροβολισμός και ύστερα μια φωνή: ''Με χτύπησαν παιδιά!'' Και είδαν τον αρχηγό που τρικλίζοντας, μπήκε στον στάβλο κι έπεσε πάνω στ' άχυρα. Φορούσε μια πέτσινη ζώνη γεμάτη λίρες τούρκικες. Την είχε τρυπήσει το βόλι και είχε σκορπίσει τις λίρες μέσα στην πληγή του. Κατάλαβε αμέσως πως δεν γλιτώνει και τους έδωσε τις τελευταίες του οδηγίες. Ήταν μιά άγρια νύχτα γεμάτη θλίψη και αγωνία...Έπρεπε να φύγουν, γιατί αν τους εύρισκαν εκεί τα χαράματα, ήταν όλοι χαμένοι. Είπαν να σηκώσουν τον αρχηγό. Αδύνατον... Θα τον αναγνώριζαν οι Τούρκοι και δεν έπρεπε με κανέναν τρόπο να γίνει αυτό. Έλληνας αξιωματικός μπλεγμένος σε υπόθεση της Μακεδονίας;; Φοβερές οι πολιτικές αντιδράσεις... Το καταλάβαινε και ο ίδιος και μέσα στα βογγητά του παρακαλούσε: “Σκοτώστε με βρε παιδιά! Πώς θα με αφήσετε στους Τούρκους;;”. Γονάτισε κοντά του ένα παλληκάρι, ο Πύρζας και του αποκρίθηκε: “Δεν σε αφήνουμε στους Τούρκους, Καπετάνιε... Μαζί σου θα μείνουμε...” Πονούσε πολύ κι όλο έλεγε: “Σκοτώστε με!...” Μα όλο και πιο σιγά ακούγονταν τα βογγητά του. Ώσπου έσβησαν... Ένας έσκυψε επάνω του. Δεν κουνούσε πια. Τον φίλησε. Δεν του αποκρίθηκε. Έβαλε το αυτί του στην καρδιά του. Δεν χτυπούσε... Τότε τα παλληκάρια του, τον έκρυψαν κάτω από τ' άχυρα κι εβγήκαν έξω. Πήδηξε ένας-ένας από τον φράχτη και έφυγαν. Το πρωί οι Τούρκοι μπήκαν στον στάβλο κι όταν τον βρήκαν άδειο, πίστεψαν πως τους έκρυβαν οι χωρικοί. Ήξεραν πως κάποιον είχαν χτυπήσει. Έπιασαν τους προκρίτους και τους έδειραν. Όμως κανένας τους δεν μαρτύρησε, κανένας τους δεν πρόδωσε. Αυτοί ήξεραν τι θα πει πατριωτισμός.

Τα παλληκάρια εντωμεταξύ, κρυμμένα στο βουνό, δεν μπορούσαν να ησυχάσουν. Ο νους τους ήταν στον Αρχηγό, που τον είχαν αφήσει στον στάβλο. Σκέφτονταν, πως θα τον εύρισκαν οι Τούρκοι και τότε θα τον αναγνώριζαν... αυτόν... τον αξιωματικό του Ελληνικού Στρατού... Κάτι έπρεπε να γίνει και γρήγορα... Μόλις λοιπόν νύχτωσε, έστειλαν ένα παιδί, τον Ντίνα που ήταν από την Στάτιτσα και την ήξερε καλά, να μάθει τι γινόταν εκεί και να πάρει τον πεθαμένον αρχηγό. Και πήγε το παιδί. Ήταν νέος και πολύ σβέλτος. Μπήκε στο χωριό χωρίς να τον νιώσουν οι Τούρκοι και τοίχο- τοίχο, έφθασε στην μάντρα, πήδηξε τον φράχτη, μπήκε αθόρυβα στον στάβλο και βεβαιώθηκε πως ήταν άδειος. Τότε έψαξε στα άχυρα και βρήκε το σώμα. Δεν το είχαν ανακαλύψει οι Τούρκοι. Και τότε ο Ντίνας, έκοψε το κεφάλι του Αρχηγού.... Το τύλιξε σε έναν καθαρό σάκο που είχε πάρει μαζί του... Πέρασε πάλι τον φράχτη και βγήκε από το χωριό...Το παλληκάρι περπατούσε όλη την νύχτα. Και πήγε στο Ζέλοβο όπου έκρυψε σ’ ένα σπίτι το τίμιο φορτίο του... Την άλλη ημέρα οι Τούρκοι βρήκαν το σώμα... Μα το κεφάλι δεν το βρήκαν... Δεν ήξεραν ποιος ήταν ο πεθαμένος. Τα παιδιά του, είχαν ειδοποιήσει τον Δεσπότη στην Καστοριά, πως σκοτώθηκε ο Μίκης Ζέζας κι έστειλε παιδιά δικά του να του τον φέρουν. Η Αθήνα είχε συγκλονιστεί. Η Τουρκική Κυβέρνηση το έμαθε και έκανε ανακρίσεις. Πήγε στρατός και πήρε το ακέφαλο σώμα και το πήγε στην Καστοριά, στο διοικητήριο, την στιγμή ακριβώς που γινόταν διοικητικό συμβούλιο. Είδε από το παράθυρο ο Δεσπότης την φασαρία, πως φέρνουν κάποιο σώμα. Κατάλαβε, μα έκανε τον ανήξερο και ρώτησε τον διοικητή Καϊμακάμη, τι τρέχει. Του αποκρίθηκε αυτός πως ήταν το σώμα του Μήτρου Βλάχου, που είχε κρυφτεί στην Στάτιστα και τον είχαν σκοτώσει. Μα βρέθηκαν στις τσέπες του νεκρού γράμματα προς τον καπετάν Ζέζα, όλα ελληνικά. Ρώτησε τον Δεσπότη ο Καϊμακάμης: “Τι είναι ο καπετάν Ζέζας;;” “Έλληνας βέβαια” αποκρίθηκε ο Δεσπότης. “Και το αληθινό του όνομα, ποιο είναι;” “Δεν το ξέρω, μα θα είναι Ζέζας”, είπε πάλι ο Δεσπότης.

Επειδή όμως είχε γίνει μεγάλη φασαρία στην Πόλη ύστερα από το πένθος των Αθηνών, ο Καϊμακάμης θέλησε να εξαναγκάσει τον Δεσπότη να αποκαλύψει το αληθινό όνομα του νεκρού, γι' αυτό του είπε ότι οι Βούλγαροι, ζητούν το ακέφαλο σώμα που λένε ότι είναι ο Μήτρος Βλάχος και θα φέρει Βουλγαρόπαπα να τον θάψει. Μα ο Δεσπότης δεν ήταν άνθρωπος που υποχωρούσε. Μυστικά έστειλε και ειδοποίησε όλους τους Καστοριανούς, όσους είχαν όπλα, να πάνε με τα τουφέκια τους και να απαιτήσουν να τους δοθεί το σώμα του Έλληνα οπλαρχηγού. Μαζεύτηκαν αυτοστιγμεί. Ήταν μερικές εκατοντάδες κι έγινε πολύς θόρυβος. Ο Καϊμακάμης επέμεινε. Έξω φρενών βγαίνει από το διοικητήριο ο Δεσπότης και πάει στο αντικρινό σπίτι που ήταν μαζεμένοι όλοι οι μπέηδες της Καστοριάς. Τα μάτια του έβγαζαν φλόγες. “Μπέηδές μου!” τους είπε με την στεντόρεια φωνή του. “Εδώ θα χυθεί πολύ αίμα! Κατέβηκε όλη η Γραικολογιά αποφασισμένη να σκοτωθεί, αν δεν μας δώσετε τον νεκρό, κι εγώ πρώτος μαζί τους!! Είναι οπλισμένοι όλοι αυτοί, αποφασισμένοι να σας χτυπήσουν. Και θα πέσουν πολλοί από σας! Ο Ζέζας είναι οπλαρχηγός δικός μας, αξιούμε να τον θάψουμε εμείς! Ο Καϊμακάμης είναι ξένος, δεν είναι από την Καστοριά, δεν ξέρει τα πράματα, θα μας κάνει θανάσιμους εχθρούς, Τούρκους και Ρωμιούς, αν δεν μας τον δώσει!...”

Εκείνη την στιγμή κινδύνευε το κεφάλι του ο Δεσπότης, μα πού αυτός να σταθεί!!... Τρόμαξαν οι μπέηδες με το κακό που προμηνυόταν, άκουγαν και τις φωνές των πατριαρχικών απ’ έξω, κατέβηκαν όλοι μαζί, μπήκαν στο διοικητήριο με τον Δεσπότη ανάμεσά τους κι έπεισαν τον Καϊμακάμη να παραδώσει το σώμα... Άρχισε πάλι να σκοτεινιάζει. Πήρε ο Δεσπότης το ακέφαλο σώμα του Μίκη Ζέζα και το μετέφερε στην Μητρόπολη. Και όλη την νύχτα θρήνησε άυπνος, μαζί με τους παπάδες και τους προεστούς της Καστοριάς... Πρωί-πρωί τον έθαψαν στο ελληνικό νεκροταφείο, αντίκρυ από την Μητρόπολη, με λίγους έμπιστους φίλους, χωρίς φασαρία, όπως το είχε υποσχεθεί στον Καϊμακάμη. Εκεί, σ' ένα σεμνό μνήμα, βρίσκεται ο πρωτομάρτυρας ήρωας. Κι έγινε μυστικό προσκύνημα όλων των Ελλήνων της Μακεδονίας. Το κεφάλι το έθαψαν μυστικά αλλού. Σε κάποιο βουνό της Μακεδονίας μας, ψηλά σε ένα ερημοκκλήσι, κοιμάται το τίμιο κεφάλι του πρωτομάρτυρα. Αργότερα έγινε γνωστό. Είναι θαμμένο στο Ποσιδέρι, στο παρεκκλήσι της Αγίας Παρασκευής.

Σαν πέθανε ο Αρχηγός, τα παλληκάρια του σκορπίσανε. Τον είχαν αγαπήσει και πιστέψει με φανατισμό.. Τώρα ένιωθαν ορφανοί χωρίς αυτόν. Οι κομιτατζήδες από εκδίκηση, μπήκαν στα χωριά των παλληκαριών καθώς και σε άλλα και μέσα στο μίσος τους δεν σκέφτηκαν παιδάκια, γυναίκες, γέρους... Έκαψαν, έσφαξαν, αφάνισαν... Μνήμες πικρές που φέρνουν σπαραγμό και δάκρυα για τα πάθη, τού τόσο αδικημένου, υπερήφανου, ελληνικού λαού...Ο Αγώνας συνεχίστηκε. Αρχηγοί βγήκαν μπόλικοι στο κλαρί. Για κάθε μάρτυρα που έπεφτε, δέκα ξεφύτρωναν. Όπως στην λίμνη των Γιαννιτσών υπήρχε ένα παλληκάρι όμορφο, γενναίο, ατρόμητο. Τον έλεγαν καπετάν Νικηφόρο [Γιάννης Δεμέστιχας, νεότατος τότε αξιωματικός του Ναυτικού]. Γύρω του μαζεύτηκαν πολλοί. Και ο αγώνας συνεχίστηκε για μια Μακεδονία ελεύθερη, υπερήφανη και δοξασμένη!....

[Υ.Γ. Υπάρχει και η εκδοχή ότι το νεκρό σώμα του Παύλου Μελά[ Ζέζας ], το έθαψαν το ίδιο βράδυ με πλήρη μυστικότητα οι γυναίκες του χωριού και ότι το κεφάλι του κόπηκε όταν μπλέχτηκαν στην υπόθεση οι Τούρκοι, γιατί δεν έπρεπε να φανερωθεί ποιος ήταν ο σκοτωμένος άντρας...]


---------------------------------------------------------


Μ Ι Κ Η Σ  Ζ Ε Ζ Α Σ - Π Α Υ Λ Ο Σ   Μ Ε Λ Α Σ

Μίκης Ζέζας: Ψευδώνυμο του Παύλου Μελά, του κορυφαίου Μακεδονομάχου μας που η προσωπικότητα και η δράση του επέδρασαν βαθύτατα στην διαμόρφωση του Μακεδονικού αγώνα.

Ο Παύλος Μελάς γεννήθηκε στην Μασσαλία το 1870 και πέθανε ηρωικά στην Στάτιτσα [καμία σχέση με την πόλη Σιάτιστα] το 1904. Βιογραφία του ήρωα έγραψε η γυναίκα του Ναταλία Μελά, κόρη του Στέφανου Δραγούμη, πολιτικού και συγγραφέα. Ο Παύλος Μελάς εγκαταστάθηκε το 1874 στην Αθήνα και φοίτησε στην Σχολή Ευελπίδων, από την οποίαν αποφοίτησε με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού του πυροβολικού. Πήρε μέρος στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 και έπειτα, ως μέλος της “Εθνικής Εταιρείας” εργάσθηκε για την απελευθέρωση των βόρειων ελληνικών εδαφών, τα οποία κινδύνευαν να αφελληνιστούν από τους Βουλγάρους κομιτατζήδες.

Με το ψευδώνυμο “Καπετάν Ζέζας”, τον Φεβρουάριο του 1904, ο Παύλος Μελάς πέρασε τα ελληνοτουρκικά σύνορα [στην Θεσσαλία τότε] και στις 13 Μαρτίου έφτασε στο χωριό Βογιατσικό, για να προετοιμάσει την ένοπλη αντίσταση εναντίον των κομιτατζήδων. Ξαναγύρισε στην Ελλάδα και τον ίδιο χρόνο έφυγε για Κοζάνη, όπου διοργάνωσε την αυτοάμυνα των κατοίκων, με την βοήθεια τοπικών ελληνικών κύκλων. Στις 18 Αυγούστου ο Παύλος Μελάς ξεκίνησε για την τρίτη και μοιραία αποστολή του. Με το αντάρτικο σώμα που συγκρότησε στην Λάρισα, πέρασε στην τουρκοκρατούμενη Μακεδονία. Με την έντονη δράση που ανέπτυξε εξουδετέρωσε τους κομιτατζήδες του Βογατσικού. Στις 13 Οκτωβρίου όμως, ύστερα από προδοσία κομιτατζή, περικυκλώθηκε με τους άντρες του από τουρκικό απόσπασμα στο χωριό Στάτιστα και έπεσε ηρωικά στην μάχη που ακολούθησε. Η αξία της θυσίας του υπήρξε μ ε γ ί σ τ η. Ενέπνευσε θάρρος στους Έλληνες της Μακεδονίας, τόνωσε την κίνηση και την ένοπλη αντίσταση κατά των κομιτατζήδων και προλείανε το έδαφος, ώστε να δημιουργηθούν οι κατάλληλες προϋποθέσεις που διευκόλυναν την απελευθερωτική εξόρμηση του στρατού μας στους νικηφόρους Βαλκανικούς πολέμους το 1912-1913.Αυτά όλα τα παραπάνω , κοιτούν λίαν περιληπτικώς την δράση και την συγκινητική πορεία του ήρωα. Αυτά αναλυτικότερα τα πήραμε από την Πηνελόπη Δέλτα στον “Μάγκα”



Π Η Ν Ε Λ Ο Π Η   Δ Ε Λ Τ Α

Συγγραφέας βιβλίων για παιδιά, α λ λ ά και για μεγάλους, κόρη του εθνικού ευεργέτη Εμμανουήλ Μπενάκη. Γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια το 1874 και πέθανε-αυτοκτόνησε στην Αθήνα το 1941. Την εποχή που έμενε στην Αλεξάνδρεια τα ελληνικά γράμματα βρίσκονται σε μεγάλη άνθιση. Η ανάμειξή της στον Οδηγισμό[ προσκοπισμό] της έδωσε την ευκαιρία να δείξει το λογοτεχνικό της ταλέντο. Το ταλέντο της εκδηλώθηκε εμφαντικά όταν η Δέλτα εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα. Η ιδιαίτερη αγάπη που είχε στα εγγόνια της, την έκαμε να στρέψει την προσοχή της στην παιδική λογοτεχνία. Και σήμερα θεωρείται η θεμελιακή μορφή της λογοτεχνίας αυτής στην πατρίδα μας. Ήταν επίσης φανατική οπαδός της δημοτικής γλώσσας και πατριδολάτρισσα. Γι' αυτό και το έργο της είναι γεμάτο από αγάπη για την Ελλάδα. Η ίδια άλλωστε είχε μεγάλη εθνική δράση και πρόσφερε στους φτωχούς ιατρική περίθαλψη και οικονομική βοήθεια. Ανάμεσα στα βιβλία που κυκλοφόρησε με σκοπό να μας ομορφύνει την ζωή είναι και τα εξής:

“Τα μυστικά του βάλτου”, “Για την πατρίδα”, “Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου”, “Ο Μάγκας”, “Η ζωή του Χριστού”, “Η καρδιά της βασιλοπούλας”, “Παραμύθι χωρίς όνομα”[που το διασκεύασε ο Ιάκωβος Καμπανέλης σε θεατρικό έργο] κ.ά. Όταν οι Γερμανοί κατέλαβαν την Αθήνα το 1941, η Πηνελόπη Δέλτα έπαθε ισχυρότατο νευρικό κλονισμό και έθεσε η ίδια τέρμα στην ζωή της...


[Η κόρη της Αλεξάνδρα, έγραψε το βιβλίο "Μύθοι και Θρύλοι” τρεις σειρές: 1919, 1956 και 1976]


Ελάχιστα λόγια για μια μεγάλη μορφή των Ελληνικών Γραμμάτων και μιά μεγάλη, αληθινή, αγνή πατριώτισσα, μια αληθινή ΕΛΛΗΝΙΔΑ!...

ΨΗΓΜΑΤΑ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΜΝΗΜΗΣ - ΜΕΡΟΣ 2ο [Τι ξέρουμε για τον Παύλο Μελά;;; Ποιος ήταν... ο Μίκης Ζέζας;; Ας θυμηθούμε μεγάλα γεγονότα της Ιστορίας μας, που δεν τα συζητούμε συχνά...]

Όταν επεξεργαστήκαμε το βιβλίο Ο ΜΑΓΚΑΣ της Πηνελόπης Δέλτα, αφού βέβαια πρώτα το διαβάσαμε, κρατήσαμε και σημειώσεις ιστορικής φύσεως, για όσα μεγάλα γεγονότα της πατρίδος μας αναφερόταν η συγγραφέας. Εκτός λοιπόν, τα ΨΑΡΑ, την ΧΙΟ και το ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ, κρατήσαμε σημειώσεις και για τον ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΑΓΩΝΑ. Παραθέτουμε λοιπόν αυτά που συλλέξαμε, τα τόσο σπουδαία για την χώρα μας, γεγονότα...

ΚΟΜΙΤΑΤΖΗΔΕΣ έλεγαν τους αντάρτες Βουλγάρους που οπλισμένοι έβγαιναν στα βουνά, τάχα πως πολεμούσαν για την Ελευθερία, χωρίς όμως να υπάγονται στους νόμους του κράτους. Και με την πρόφαση αυτή πως είναι αντάρτες, έκαναν φοβερά εγκλήματα. Έπεφταν πάνω στα άοπλα ελληνικά χωριά, έκαιγαν τους προύχοντες, τους παπάδες, τις γυναίκες, τα παιδιά, βασάνιζαν, έκαιγαν, σκότωναν, για να τους αναγκάσουν με την τρομοκρατία ν' απαρνηθούν τον Πατριάρχη και να αναγνωρίσουν τον Βούλγαρο Έξαρχο που είναι αρχηγός της δικής τους Εκκλησίας, από τότε που γίνηκαν σχηματικοί και χωρίστηκαν από την δική μας. Τα φοβερότερα μαρτύρια έκαναν στους παπάδες, που ήταν ας πούμε, αρχηγοί του ελληνικού πληθυσμού.

Οι Τούρκοι δεν επενέβαιναν. Αντιθέτως χαίρονταν που αλληλοσπαράζονταν οι χριστιανοί, ώστε να κυριαρχούν αυτοί. Η Μακεδονία είναι ΕΛΛΗΝΙΚΗ από αρχαιοτάτων χρόνων. Μας την πήραν οι Τούρκοι, μα η ψυχή της έμεινε ελληνική. Την λιμπίστηκαν οι αχόρταγοι Βούλγαροι και θέλησαν να την πάρουν, όπως πήραν ξαφνικά στα 1885 με επανάσταση την Ανατολική Ρωμυλία μας, ελληνικότατο μέρος και την ένωσαν με την Βουλγαρία. Επειδή όμως δεν ήταν εύκολο να πάρουν με αιφνιδιασμό την Μακεδονία, άρχισαν σιγά-σιγά με πονηριά να δασκαλεύουν μυστικά τους χωρικούς και να τους λένε πως πρέπει οι Μακεδόνες να ξεσηκωθούν και να ζητήσουν αυτονομία... Πολλοί τους πίστεψαν πως έτσι θα αποκτήσουν την ελευθερία τους. Μα κοντά σ' αυτήν την προπαγάνδα άρχισαν να ζητούν από τους Μακεδόνες να αποσπασθούν από τον Πατριάρχη και να γίνουν εξαρχικοί. Συγχρόνως σιγά-σιγά αγρίευαν. Ζητούσαν χρήματα από τους χωρικούς, τάχατες για να τους οπλίσουν. Μα όπλα δεν έδιναν ποτέ. Όταν δεν ήθελαν οι δικοί μας να πληρώσουν, έπεφταν σαν δαίμονες στα χωριά, τα τρομοκρατούσαν και υποχρέωναν τους γεωργούς να πουλούν τα ζώα και τα χωράφια τους, για να σηκώσουν χρήματα... Και όλα αυτά τάχα πως αγωνίζονται να ελευθερώσουν την Μακεδονία...

Τότε όμως ξύπνησαν οι δικοί μας... Κατάλαβαν ότι απλά επρόκειτο για αλλαγή σκλαβιάς... Δηλαδή από ραγιάδες Τούρκων, να γίνουν δούλοι Βουλγάρων... Και αρνήθηκαν... Κι αρχίζει το μαρτύριο... Οι Τούρκοι δεν τους επέτρεπαν να έχουν όπλα. Οι οπλισμένοι Βούλγαροι έπεφταν στα άοπλα χωριά, ρήμαζαν, έκαιγαν, πελεκούσαν ζωντανούς, έβγαζαν μάτια, έκοβαν γλώσσες, βασάνιζαν, λόγχιζαν, αποκεφάλιζαν, αρχίζοντας από τους προεστούς, ιδίως τους παπάδες καθώς και στους δασκάλους, που ήταν οδηγοί στα Ελληνοχώρια... Από το 1900 αγρίεψε περισσότερο ο κατατρεγμός. Οι Μακεδόνες κάθε λίγο κατέφθαναν στους προξένους και τους ζητούσαν βοήθεια, τουφέκια, φυσέκια από την Ελλάδα. Μα το ελεύθερο κράτος, το τσακισμένο από την ήττα του 1897, δεν τολμούσε να κουνήσει...

Τότε πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη ήταν ο Μαυροκορδάρτος, άνθρωπος με καρδιά... Φώναξε έναν νέον ιερωμένο του Φαναριού, του ανακοίνωσε ότι χήρεψε η Μητρόπολη Καστοριάς και τον έστειλε - παρά το νεαρόν της ηλικίας του - να αναπληρώσει την θέση, να παραλάβει την Μητρόπολη και το ποίμνιο που είχε παραμείνει χωρίς αρχηγό, λέγοντάς του ότι η Καστοριά υποφέρει από Κομιτατζήδες, ότι χρειαζόμαστε νέους στον αγώνα και να πάει να οργανώσει τους Έλληνες... Ο καινούριος Δεσπότης Καστοριάς ήταν ο νεαρός τότε Γερμανός Καραβαγγέλης και το 'λεγε η καρδιά του. Ήταν παλληκάρι. Μα η ελεύθερη Ελλάδα είχε δεμένα τα χέρια της... Ο Δεσπότης φώναξε τον Έλληνα οπλαρχηγό Κώττα από την Ρούλια που είχε γίνει εξαρχικός. Του μίλησε, τον ντρόπιασε, τον φιλοτίμησε, τον ενθουσίασε, του πήρε την καρδιά και τον έστειλε με τους άντρες του να διαφεντέψει τα ελληνικά χωριά από τους κομιτατζήδες...

Εν συνεχεία ο ακούραστος Δεσπότης συνεννοήθηκε με τα ελληνικά προξενεία που άρχισαν και αυτά σιωπηρά και κρυφά να κάνουν προπαγάνδα ελληνική. Πήρε επίσης με το μέρος του και έναν άλλον οπλαρχηγό, τον Γκέλεφ που είχε γίνει εξαρχικός. Αυτός είχε συγγενικές διαφορές με άλλον Βούλγαρο. Και ο Δεσπότης κατάφερε να τον πάρει μαζί του!! Στο μεταξύ οι Βούλγαροι σκοτώνουν έναν γέρο παπά, μα πολύ παλληκάρι, τον παπά-Δημήτρη από το Στρέμπενο, χωριό βορειοανατολικά της Καστοριάς, καθώς έφευγε από την Μητρόπολη Καστοριάς. Χειροτονεί αμέσως ο Δεσπότης τον γιο τού παπά, 20 χρονών αγόρι και τον στέλνει στο Στρέμπενο. Συνάμα φωνάζει τον ανεψιό του παπά- Δημήτρη, έναν αληθινό γίγαντα και στο ανάστημα και στην ψυχή που τον έλεγαν Βαγγέλη. Τον ορκίζει στο Ευαγγέλιο, τον οπλίζει και τον στέλνει κι αυτόν στο Στρέμπενο, να ξεσηκώσει και να οπλίσει τα παλληκάρια του χωριού. Αυτό το σώμα του καπετάν - Βαγγέλη, είναι το πρώτο ελληνικό σώμα που βγήκε στο κλαρί. Ήταν στα 1901...

Ο Μητροπολίτης πανάξιος και εμπνευσμένος άνθρωπος, κατάφερε να μαζέψει χρήματα και αγόρασε τουφέκια από τους... Τούρκους!! Έλεγε στους χωρικούς, αντί να δίνουν τα λεφτά τους στους Βουλγάρους, να αγοράζουν οι ίδιοι τα όπλα τους. Κι όταν οι Τούρκοι τον ρωτούσαν τι τα θέλει τα όπλα, αποκρινόταν: “Μας σκοτώνουν οι Βούλγαροι και θέλουμε να διαφεντευθούμε”. Έτσι οι Τούρκοι του έδιναν, του είχαν εμπιστοσύνη και τον σέβονταν πολύ... Όπλισε τον καπετάν-Βαγγέλη με οκτώ παιδιά... Ήταν λίγοι, μα το 'λεγε η καρδιά τους, ήταν ένας κι ένας στην παλληκαριά... Κατάλαβε όμως ο Δεσπότης, πως όσο γενναίοι και αν ήταν αυτοί οι λίγοι, δεν θα συγκρατούσαν το σύννεφο των κομιτατζήδων που είχαν Βουλγάρους αξιωματικούς... Συνεννοήθηκε λοιπόν με τον πρόξενο τον Δημήτρη Καλλέργη του Μοναστηριού, πατριώτη αγνό και όπλισε τα τριγύρω ελληνικά χωριά, το Νερέτι, όπου σκότωσαν οι Βούλγαροι τον παπά-Κωνσταντίνο, το Ποσιδέρι, το Μπογατσικό, την Κλεισούρα, το Λέχοβο. Δεν τολμούσαν να πλησιάσουν οι Βούλγαροι. Μόλις κοιτούσαν να σιμώσουν, έβγαιναν τα δικά μας παιδιά και τις έτρωγαν οι Βούλγαροι...

Μα οι σκοτωμοί των προεστών, των παπάδων και των δασκάλων, άρχισαν να ξυπνούν την κοινή γνώμη στο ελεύθερο κράτος. Ο Μίκης Ζέζας έγραψε στον Δεσπότη. Του αποκρίθηκε αμέσως εκείνος. Τα πράγματα ήταν δύσκολα. Ο καπετάν Ζέζας ήταν αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού, ο υπέροχος ΠΑΥΛΟΣ ΜΕΛΑΣ. Εάν απέδειχναν οι Τούρκοι πως Έλληνας αξιωματικός οδηγούσε τα αντάρτικα σώματα της Μακεδονίας, θα γινόταν διπλωματικό ζήτημα, ίσως και πόλεμος. Έπρεπε όμως να πάει, για να σηκωθεί το φρόνημα του ελληνικού πληθυσμού που ήταν τρομοκρατημένο από τις βουλγαρικές θηριωδίες. Όπως είπαμε, τα κακουργήματα των κομιτατζήδων ήταν τρομερά. Εντωμεταξύ η Κυβέρνηση, πού να κουνήσει! Απελπισμένος ο Ζέζας έγραψε στον Δεσπότη: “Εδώ κοιμούνται... Τι μπορώ να σου κάνω εγώ;;” Του αποκρίθηκε ο Δεσπότης: “Στείλτε μου εκατό γκρα τουφέκια και φυσίγγια”. Έτσι κι έγινε. Ο Δεσπότης έστειλε ένα μικρό σώμα στα σύνορά μας στην Καλαμπάκα που κατάφερε να περάσει τα όπλα στην Μακεδονία. Μα ο Δεσπότης είχε ξεσηκώσει, είχε ανάψει πολύ κόσμο...

Άντρες, γυναίκες, παιδιά, παράβγαιναν πώς να βοηθήσουν τον αγώνα. Τα εκατό γκρα του Μίκη Ζέζα, ήταν για τον Δεσπότη μεγάλη ενίσχυση. Ξεπάστρεψαν τέσσερις οπλαρχηγούς του Βουλγαρικού Κομιτάτου και ανέπνευσαν τα ελληνικά χωριά... Αν εκείνη την εποχή βοηθούσε λίγο το ελληνικό κράτος, κάτι θα γινόταν... Μα πού!... Τα κόμματα μεταξύ τους αγωνίζονταν ποιο θα πάρει την αρχή... Στους προξένους που ζητούσαν βοήθεια για να σωθεί ο Ελληνισμός της Μακεδονίας, η Κυβέρνηση απαντούσε : “Μην γεννάτε ζητήματα!” Έτσι δεν άργησαν να πάρουν τα πάνω τους οι κομιτατζήδες και ξανάρχισαν πάλι την δράση τους. Ξανάρχισαν οι σφαγές. Απελπισμένος, γράφει ο Δεσπότης στον Μίκη Ζέζα: “Στείλε μου από εκεί μερικά παιδιά...” Ο Ζέζας του απαντάει με ενθουσιασμό και του στέλνει από δική του πρωτοβουλία δέκα Κρητικόπουλα, διαλεγμένα ένα κι ένα. Και του γράφει: “Άμα μάθουν καλά τον τόπο, να τους κάνεις οπλαρχηγούς.”

Ήταν Ιούνιος του 1903. Ήταν όμως πια αργά. Στις 20 Ιουλίου του 1903, κηρύχθηκε η βουλγαρική επανάσταση, που κατάφερε και γέλασε όλη την Ευρώπη, τάχα πως ήθελε να ελευθερώσει την Μακεδονία. Μαύρισαν τότε τα βουνά από κομιτατζήδες με τις οικογένειές τους... Βρέθηκε τότε ο Δεσπότης κλεισμένος στην Καστοριά μαζί με τον Βαγγέλη με τα παλληκάρια του και τους Κρητικούς. Όμως οι Τούρκοι μάζεψαν δυνάμεις και μέσα σε έναν μήνα, διέλυσαν την επανάσταση. Έκαψαν μερικά Βουλγαροχώρια, μαζί και Ελληνοχώρια... Τι τους ένοιαζε; Χριστιανοί ήταν... Τότε Έλληνες βουλγαρόφωνοι, επειδή μιλούσαν βουλγαρικά, φοβούμενοι μην πάθουν ό,τι οι Βούλγαροι, κατέφυγαν στην Μητρόπολη. Μα κατέφθασαν και Βούλγαροι παρακαλώντας : “Σώσε μας, Δεσπότη μου!”'

Παρά την οργή του, ο Δεσπότης - άγιος άνθρωπος - βοήθησε και έθρεψε αυτούς που μας έσφαζαν, τώρα στην μεγάλη τους δυστυχία, με στοργή και ανθρωπιά μεγάλη. Μόνο που κάποια στιγμή τους συμβούλεψε να ξαναγίνουν πατριαρχικοί και να θάψουν τα μίση. Και αυτοί έκαναν αναφορές πως τους γέλασαν και γύρισαν στην Ορθοδοξία σωρηδόν. Έτσι άδοξα τελείωσε η βουλγαρική επανάσταση. Αν ήθελε τότε να βοηθήσει λίγο η Ελληνική Κυβέρνηση, δεν θα περνούσαμε άλλα μαρτύρια. Αντιθέτως οι Βούλγαροι δούλεψαν ακούραστα. Κατόρθωσαν να σχηματίσουν βουλγαρικό κομιτάτο στο Λονδίνο και τόσο έπεισαν την κοινή γνώμη της Ευρώπης όλης, ώστε η Τουρκία έστειλε έναν Γενικό Διοικητή Μακεδονίας, τον Χιλμή Πασά και δέχθηκε Άγγλους, Γάλλους και Ιταλούς, να της διοργανώσουν την χωροφυλακή. Όλοι αυτοί όμως, ήταν βουλγαρόφιλοι. Έτσι, δεν μας έφθαναν οι Βούλγαροι και οι Τούρκοι, είχαμε τώρα να αντιπολεμούμε και τις ξένες προπαγάνδες και τις ξένες αστυνομίες που μας έφερναν παντού δυσκολίες και μας καταπίεζαν. Επέμεναν οι Φράγκοι να δοθεί γενική αμνηστία στους επαναστάτες Βουλγάρους, οπότε άνοιξαν οι φυλακές και γέμισε πάλι η Μακεδονία κομιτατζήδες και Βούλγαρους οπλαρχηγούς...

Τότε ήταν που πέρασε τα σύνορα ο Μίκης Ζέζας. Ήρθε καλεσμένος από τον Μητροπολίτη Καστοριάς και το Προξενείο του Μοναστηριού, που ήταν το κέντρο, η ψυχή της ελληνικής δράσης. Ο Μίκης Ζέζας [Παύλος Μελάς] ήρθε με άλλους τρεις Έλληνες Αξιωματικούς: Τον καπετάν Τάσο [Παπούλας], τον καπετάν Σκούρτη [Κοντούλης] και τον καπετάν Πάνο [Κολοκοτρώνης]. Μαζί τους ήρθαν Κρητικόπουλα μαθημένα στο τουφέκι, ένας-δυό Ρουμελιώτες και ο καπετάν-Κώττας, όχι όμως με το σώμα του ολόκληρο. Ήταν Μάρτιος του 1904. Τα χιόνια παντού. Ανάμεσα σε εχθρούς, Τούρκους και Βουλγάρους, προχωρούσε το ελληνικό σώμα του καπετάν Ζέζα, μέσα στις κακοτοπιές, πάνω στα βουνά, πότε παγωμένο, πότε νηστικό, με κόπους αφάνταστους, νύχτα πάντα, ανεβαίνοντας όλο και βορειότερα, με μυστικές οδηγίες, πότε κατά το Μοναστηράκι, πότε κατά την Καστοριά. Ειδοποιήθηκαν κρυμμένοι στο μοναστηράκι του Τσιρίβολου, σε ποιο μέρος της λίμνης της Καστοριάς θα τους περίμενε ο Δεσπότης με τον Δήμαρχο Καστοριάς και να στείλουν να τους πάρουν τη νύχτα, στις τρεις ώρες.

Όσοι πρωτόβλεπαν τον Μίκη Ζέζα, τον θαύμαζαν!! Έτσι γινόταν πάντα! Ένα παλληκάρι ως εκεί πάνω, ίσιο σαν κυπαρίσσι, με τα μάτια φωτεινά σαν ήλιους και κατατομή αρχαίου Έλληνα. Είχαν μεγαλώσει τα γένια του στην εκστρατεία αυτή, μα τόση καλοσύνη μαρτυρούσαν τα μάτια του, που ούτε τα γένια, ούτε τα κακοπαθιασμένα του οπλαρχηγού ρούχα, δεν μπορούσαν ν' αγριέψουν την όψη του. Απ’ την στιγμή που τον έβλεπες, σου έπαιρνε την καρδιά. Μα ήρθαν Τούρκοι χωροφύλακες στα περίχωρα και οι οπλαρχηγοί έστειλαν ένα παλληκάρι να βρει τον Δεσπότη και να τον εμποδίσει να κατέβει στην λίμνη με τον Δήμαρχο. Και οι καπεταναίοι έφυγαν για την Τσερνόβιτσα, βόρεια της Καστοριάς και ανέβηκαν ως το Όροβνικ, ανατολικά της λίμνης Μικρή Πρέσπα. Εκεί έρχεται διαταγή από την Αθήνα στον καπετάν-Ζέζα, να επιστρέψει αμέσως. Ολόκληρο ημερόνυχτο λογομαχούσε ο Ζέζας με τους άλλους αξιωματικούς, που του έλεγαν να υπακούσει, πως οι Τούρκοι τον πήραν μυρωδιά και πως θα γίνει διπλωματικό ζήτημα. Ήρθε και γράμμα από το Μοναστήρι. Ακόμα και οι προξενικοί που τον είχαν καλέσει, του έγραφαν να φύγει, πως θα χαθεί ο αγώνας. Στο τέλος υπέκυψε. Έφυγε. Γύρισε στην Αθήνα, υπακούοντας στον ίδιο πατριωτισμό που τον είχε φέρει στην Μακεδονία. Μα τον Αύγουστο του 1904 τελικά....


------------------------------------------------------------------------------------

Η συνέχεια και το τρομερό τέλος, στο 3ο και τελευταίο μέρος της ιστορικής αναδρομής μας...

Παρασκευή 19 Οκτωβρίου 2018

ΨΗΓΜΑΤΑ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΜΝΗΜΗΣ - ΜΕΡΟΣ 1ο

Ο τρομερός Ιμπραήμ αφάνισε την Πελοπόννησο. Φωτιά και τσεκούρι... Η θηριωδία του φθάνει στην μνήμη του λαού, μέχρι των ημερών μας. Μία από τις φρικτές πράξεις του: Αλυσόδεσε από χέρια και πόδια χιλιάδες Πελοποννησίους - άντρες και γυναίκες - και βάζοντάς τους να διανύουν πεζοί χιλιόμετρα ως το λιμάνι, τους περνούσε με καράβια στην Ανατολή, όπου τους πουλούσε σαν δούλους, κομματιάζοντας έτσι τις ψυχές χιλιάδων οικογενειών, διαλύοντάς τες και πετώντας τες σκλάβους, μακριά από την πονεμένη πατρίδα τους...


ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΠΟΥ ΚΡΑΤΗΣΑΜΕ ΣΤΗΝ ΤΑΞΗ, ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ ΤΟΝ “ΜΑΓΚΑ” ΤΗΣ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ ΔΕΛΤΑ...


ΧΙΟΣ

Η Χίος, το πλούσιο και ωραίο νησί που στην αρχή της Επανάστασης είχε 113.000 κατοίκους, την κατέστρεψαν οι Τούρκοι τον Απρίλιο του 1822. Έπεσαν πάνω στο νησί και έσφαξαν, έκαψαν, εβασάνισαν άντρες, γυναίκες παιδιά, πήραν χιλιάδες γυναικόπαιδα και σαν αγέλη τα πούλησαν σκλάβους στην αγορά της Πόλης, της Σμύρνης και της Αλεξάνδρειας. Σκόρπισαν τότε και καταστράφηκαν οι καλύτερες οικογένειες. Και τα μεγαλύτερα ονόματα σύρθηκαν στα χαρέμια. Ρήμαξε όλο το νησί...Στο μοναστήρι του Αγίου Μηνά που είναι πάνω στο βουνό, κατέφυγαν 3.000 χριστιανοί και αντιστάθηκαν. Μα οι Τούρκοι έσπασαν τον αυλόγυρο, μπήκαν μέσα ανήμερα του Πάσχα και έσφαξαν όλους όσοι βρέθηκαν εκεί... Και σήμερα ακόμη οι καλόγεροι εκεί πάνω, δείχνουν σωρό τα κόκκαλα των μαρτύρων και λεκέδες από αίμα, που ποτάμι κύλησε στο πέτρινο πάτωμα της Μονής...


ΨΑΡΑ

Πλοία αρκετά είχαν οι Ψαριανοί... Όταν έφθασαν τα τούρκικα πλοία, μπορούσαν να φύγουν και να σωθούν. Μα αποφάσισαν να μείνουν όλοι και να αντισταθούν. Και για να μην γεννηθεί ο πειρασμός σε κανέναν και θελήσει να φύγει, έβγαλαν τα τιμόνια από τις βάρκες και τα καράβια, ώστε να αχρηστευθούν... Μέγιστο λάθος... Ύστερα οχυρώθηκαν στο νησί και άρχισαν το κανονίδι. Εκείνον τον καιρό, τα τουφέκια και τα κανόνια, έβγαζαν πολύ καπνό. Δεν γνώριζαν ακόμα το άκαπνο μπαρούτι. Μετά λοιπόν από χιλιάδες τουφεκιές και από τα δύο μέρη, μαζεύτηκε τόσος καπνός που έμοιαζε με πυκνή καταχνιά... Έτσι μπόρεσαν να πλησιάσουν οι Τούρκοι στο νησί, χωρίς να τους δουν οι δικοί μας. Βγήκαν σε ένα ανοχύρωτο μέρος απ’ όπου έπεσαν στις πλάτες των δικών μας... Μεγάλη σφαγή ακολούθησε. Όσοι έτρεξαν στις βάρκες, τις βρήκαν χωρίς τιμόνια και τους έσφαξαν κι αυτούς οι Τούρκοι. Όσοι πρόφθασαν από άντρες, γυναίκες και παιδιά, κατέφυγαν στο φρούριο και από εκεί εξακολούθησαν να πολεμούν με λύσσα. Δυο μέρες και δυο νύχτες αντιστάθηκαν. Μα δεν είχαν νερό. Τους το είχαν κόψει οι Τούρκοι. Μέσα στο φρούριο ήταν μιά μεγάλη σπηλιά που φύλαγαν οι Ψαριανοί το μπαρούτι τους. Εκεί μέσα μαζεύτηκαν τα γυναικόπαιδα, οι γέροι και οι πληγωμένοι, ενώ στις ράχες πάνω πολεμούσαν όσοι ήταν γεροί, για να αποκρούσουν τους Τούρκους, που ορμούσαν να πάρουν το φρούριο.

Όταν λοιπόν είδαν και αποείδαν ότι η αντίσταση ήταν πια περιττή, όσοι ήταν μέσα στην σπηλιά, έκαναν την προσευχή τους μετά φόβου Θεού, έψαλλαν τα νεκρώσιμα τροπάρια που ψάλλουν στους ετοιμοθάνατους και την ώρα πια που σκαρφάλωναν οι Τούρκοι και πλημμύριζαν τα οχυρώματα, ο Ψαριανός Αντώνης Βρατσάνος, άρπαξε ένα αναμμένο δαυλί και το έριξε μέσα στα βαρέλια τα γεμάτα μπαρούτι... Και πέταξε το φρούριο, τινάχτηκε στον αέρα... Με έναν κρότο κεραυνού έσκασε ο βράχος, παίρνοντας και τους Τούρκους μαζί με τους Έλληνες, μέσα σε μια κόλαση από φωτιές και καπνούς... Η θυσία υψίστη και η λεβεντιά ανυπέρβλητη... Σκοτώθηκαν όλοι... Στο κέντρο οι Ψαριανοί είχαν μαζέψει τα γυναικόπαιδα για να σκοτωθούν σίγουρα πρώτα, ώστε να μην πέσουν ζωντανά στα χέρια των Τούρκων... Αν κάποιοι σώθηκαν χιλιολαβωμένοι, θα ήταν όσοι πολεμούσαν στα οχυρώματα, όπου με την έκρηξη τα κομμάτια βράχων τούς σακάτεψαν, κόβοντας χέρια και πόδια... Σαν νύχτωσε βγήκαν από τα ρήγματα του κάστρου ματωβαμμένοι, κατέβηκαν στην ακροθαλασσιά κι εκεί ένα αγγλικό δικάταρτο που πλησίασε να μαζέψει γυναικόπαιδα, τους μάζεψε και τους έσωσε, όσοι είχαν μείνει ζωντανοί ως εκείνη την ώρα...

“Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη...” όσοι χάθηκαν και όσοι έζησαν, συνέτειναν στο να “περπατάει η Δόξα μονάχη και να μελετά τα λαμπρά παλληκάρια...”, γιατί ήταν κάποια από αυτά...


ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ

Η πρώτη πολιορκία ήταν τον Οκτώβριο του 1822 με τον Μάρκο Μπότσαρη. Δυό οι μεγάλοι εχθροί: ο Κιουταχής και ο Ομέρ Βρυώνης. Για να κερδίσουν χρόνο και να μαζέψουν τις σκόρπιες δυνάμεις τους, οι Έλληνες αρχηγοί έστειλαν τον Βαρνακιώτη να αρχίσει τις διαπραγματεύσεις με τους Τούρκους, τάχα πως εσκέπτοντο να παραδοθούν. Έπρεπε να τους καθυστερήσει έως ότου οι σύντροφοί του ετοιμαστούν για την αντίσταση. Μα ο Βαρνακιώτης που ζήλευε τους άλλους οπλαρχηγούς και θαμπώθηκε από τα χρυσάφια του Ομέρ Βρυώνη, πρόδωσε το σχέδιο, με κίνδυνο το Μεσολόγγι να πέσει στην πρώτη επίθεση. Αποκαρδιωμένοι τότε οι αρχηγοί σκόρπισαν στα βουνά. Δυό παλληκάρια όμως, ο Μάρκος Μπότσαρης και ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ορκίστηκαν να σώσουν το Μεσολόγγι ή να πεθάνουν. Έστειλαν λοιπόν για ασφάλεια όσα περισσότερα γυναικόπαιδα μπορούσαν στην Πελοπόννησο. Ο Αλέξανδρος μάζεψε όλους τους άντρες, κοπάδια και τροφές, κλείστηκε μέσα στους μισογκρεμισμένους τοίχους της πόλης και συνάμα άρχισε να ξαναχτίζει βιαστικά τα χαλασμένα οχυρώματα. Και επειδή οι Τούρκοι δεν τους άφηναν σε χλωρό κλαρί, βγήκε για αντιπερισπασμό στα βουνά ο Μάρκος Μπότσαρης με 600ιους λεβέντες. Κατάφερε να χασομερήσει τον Κιουταχή για τέσσερα ολόκληρα μερόνυχτα και έτσι ο Μαυροκορδάτος βρήκε καιρό να οργανώσει την αντίσταση. Μπρος στα αμέτρητα πλήθη των Τούρκων, ο Μάρκος Μπότσαρης με τους 600ιους του κι έναν παπά, πήγαν στο Κεφαλόβρυσο, βόρεια της λίμνης Τριχωνίδας κι εκεί ετοιμάστηκαν να πεθάνουν.

Σαν τους αρχαίους Σπαρτιάτες, έτσι και οι 600 Σουλιώτες, στολίστηκαν για τον θάνατο... Γδύθηκαν, πλύθηκαν στην πηγή, φόρεσαν ό,τι πολυτιμότερο είχαν, έλουσαν και χτένισαν τα μακριά μαλλιά τους που οι Σουλιώτες τα άφηναν να πέφτουν ως τους ώμους χωρίς να τα κόβουν κι αρματωμένοι, έτοιμοι πια για τον θάνατο, στάθηκαν όλοι στην σειρά...Τότε σίμωσε ο παπάς με τον σταυρό. Τους εξομολόγησε, τους έδωσε την ευχή του, τους μετάλαβε. Και τότε όλοι μαζί με τον Μάρκο Μπότσαρη, έδωσαν τον όρκο της αδελφοποιήσεως. Έλεγε ο καθένας: “Η ΖΩΗ ΜΟΥ, ΖΩΗ ΣΟΥ ΚΑΙ Η ΨΥΧΗ ΜΟΥ ΨΥΧΗ ΣΟΥ!” δηλαδή έδιναν όρκο να πεθάνει ο ένας για τον άλλον, ως τον τελευταίον, αλλά και να μην το σκάσει κανείς... Και μετά όλοι φιλήθηκαν. Είπαμε: τέσσερα μερόνυχτα έκοβαν την φόρα των Τούρκων προς το Μεσολόγγι. Σαν λιοντάρια χύνονταν επάνω τους. Τους υποχρέωναν να σταματήσουν, να υποχωρήσουν, τους βαστούσαν άγρυπνους μέρα-νύχτα, στιγμή ησυχίας δεν τους άφηναν... Τους είχαν αλαλιάσει!!! Μα οι Τούρκοι ήταν πολλοί, οι δικοί μας λίγοι.

Κάθε μάχη τούς αποδεκάτιζε, τα φυσίγγια τελείωναν, ένας - ένας έπεφτε. Στο τέλος έμειναν μιά χούφτα, χωρίς ψωμί, χωρίς νερό, αφανισμένοι από την κούραση και την αγρύπνια. Την νύχτα μπήκαν στο Μεσολόγγι. Είχε βγει ο Μάρκος Μπότσαρης με 600ιους και γύριζε με είκοσι δύο... Όλοι οι άλλοι είχαν πέσει παλληκαρίσια... Τους είδαν οι Μεσολογγίτες που κατέφθαναν είκοσι τρεις σκιές συν τον αρχηγό στα χαρακώματα, σκονισμένοι, αιματωμένοι, μαύροι από το μπαρούτι, αγριεμένοι από την κούραση, την πείνα και την δίψα κι έτρεξαν, τους άνοιξαν, τους έμπασαν στα προχώματα, όπου έπεσαν σαν πτώματα, μην έχοντας πια δύναμη ούτε να μιλήσουν... Και όμως... Μόλις παρουσιάστηκαν οι Τούρκοι, αυτές οι ίδιες σκιές, τα ατρόμητα παλληκάρια, βρέθηκαν όρθιοι στα προχώματα, πρώτοι πάλι κι καλύτεροι, έτοιμοι να ξαναχύσουν το αίμα τους, για να σώσουν τον τόπο τους...

Οι Τούρκοι ζήτησαν από τον Μάρκο Μπότσαρη να συνθηκολογήσουν! Του είχαν εμπιστοσύνη, γιατί ήταν γνωστό σε όλους, πως δεν έλεγε ποτέ ψέματα. Μα ο Μάρκος Μπότσαρης, μπρος το καλό της πατρίδος του, παραπλάνησε τους Τούρκους, τάχα πως, ναι, το σκέφτεται να παραδώσει την χώρα. Έπρεπε να κερδίσει χρόνο. Περίμεναν πως θα έρθουν τα υδραίικα καράβια με εφόδια. Έπρεπε να κρατήσουν ως τότε. Μέσα στο Μεσολόγγι ήταν μόνον 360 άντρες που μπορούσαν να κρατήσουν το τουφέκι, ενώ οι Τούρκοι ήταν 11.000!!!! Το θέμα ήταν πώς να κάνουν τους Τούρκους να πιστέψουν ότι μέσα στο Μεσολόγγι υπήρχαν πολλά παλληκάρια... Κατέφυγαν λοιπόν σε τερτίπια και ευτυχώς κατάφεραν να ξεγελάσουν τους Τούρκους... Δηλαδή: Μαζεύονταν όλοι οι δικοί μας σ’ ένα σημείο του οχυρώματος και πυροβολούσαν όλοι μαζί. Οι ομοβροντίες αλλεπάλληλες, για να ακούγονται πολλά τα τουφέκια. Ύστερα τρεχάτοι σκορπιούνταν σε διαφορετικό σημείο και τουφέκιζαν πάλι όλοι μαζί, έτσι που πίστεψαν οι Τούρκοι πως μεγάλες δυνάμεις βρίσκονταν κλεισμένες στο κακόμοιρο, το σχεδόν άδειο Μεσολόγγι... Ο Ομέρ Βρυώνης, για να αποφύγει, όπως φανταζόταν μεγάλη μάχη με περιττή αιματοχυσία και για να μην καταστρέψει το Μεσολόγγι που το ήθελε για δική του στρατιωτική βάση, πρότεινε να του παραδώσουν την πόλη με πάρα πολύ ευνοϊκούς, για τους Έλληνες, όρους. Ο Ομέρ Βρυώνης, γνωρίζοντας την φιλαληθεία του Μάρκου Μπότσαρη, θέλησε να διαπραγματευθεί μόνον με αυτόν και έστειλε έναν πιστό του, τον Άγιο Βαστάρη, για τις διαπραγματεύσεις.

Οι συναντήσεις γίνονταν μακριά από την πόλη, μην τύχει και αντιληφθούν οι Τούρκοι την αληθινή κατάσταση. Εντωμεταξύ, ήρθαν τα υδραίικα καράβια με πολεμοφόδια και τροφές. Μα δεν πρόλαβαν να τα ξεφορτώσουν. Μόλις τα είδαν οι Τούρκοι έστειλαν τον Άγιο Βαστάρη να ζητήσει εξηγήσεις από τον Μάρκο Μπότσαρη. Στα τραχιά λόγια του Βαστάρη, ο Μπότσαρης απάντησε με θυμό και η κατάσταση μύριζε μπαρούτι. Όταν ξαφνικά ο Μάρκος του λέει πως κάνει άσχημα να τους αγριεύει την ώρα που ετοιμάζονταν να τους παραδώσουν το Μεσολόγγι!! Με μιάς όλα άλλαξαν! Ο Βαστάρης τον πίστεψε και γλυκομίλητος ζήτησε συγχώρεση κι έτρεξε ν’ αναγγείλει στους πασάδες την... καλή είδηση!!!

Σκοτεινιασμένος έμεινε ο Μπότσαρης για τα ψέματα που έπρεπε να λέει για χάρη της πατρίδας του...

Η ΔΕΥΤΕΡΗ, Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΤΟΥ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ, βάσταξε ολόκληρο χρόνο, από τον Απρίλιο του 1825 ως τον Απρίλιο του 1826 και τελείωσε με την καταστροφή του Μεσολογγίου. Ο Ιμπραήμ πασάς, είπε στον Γάλλο Δεριγνύ: “Βλέπεις πώς λιώνει το χιόνι σ’ αυτήν εκεί την κορυφή που δέρνει ο ήλιος; Έτσι θα λιώναμε κι εμείς όλοι, αν η φρουρά του Μεσολογγίου είχε τροφές να βαστάξει άλλες τρεις εβδομάδες!...”

Και θα βαστούσαμε, αν οι Έλληνες ήταν μονιασμένοι... Μα το σαράκι του διχασμού, το ρωμέικο σαράκι, μας έφαγε και τότε... Μάλωναν μεταξύ τους οι Υδραίοι καπεταναίοι με τους Σπετσιώτες, γιατί τάχα εσύ κι όχι εγώ και περνούσαν οι μέρες και βοήθεια δεν πήγαιναν ούτε οι μεν ούτε οι δε στο πεινασμένο Μεσολόγγι... Κι από προσωπικά μίση και προσωπικές φιλοδοξίες, χάθηκε η ηρωική πόλη με τόσες ψυχές...Φανταστείτε εκεί μέσα να πολεμούν άντρες, γυναίκες, παιδιά σε μισογκρεμισμένα οχυρώματα... Να ξαναχτίζουν την νύχτα ό,τι χαλούσαν την ημέρα τα τούρκικα κανόνια... Να πεινούν, να αρρωσταίνουν, να πεθαίνουν από κούραση και στερήσεις τέτοιες, που ανθρώπινο μυαλό δεν μπορεί να φανταστεί και να υπολογίσει... Φανταστείτε τους να μην τρώνε... Έφαγαν τα αγαπημένα τους σκυλιά, τις γάτες τους και στο τέλος, επειδή δεν έφθαναν τα καράβια με την βοήθεια, έφαγαν ακόμα και τους ποντικούς που βρίσκονταν στην δυστυχισμένη πατρίδα τους...

Και όταν πια δεν έμεινε τίποτε, μούλιαζαν τις σόλες των παπουτσιών τους και τις μασούσαν... Τότε, οι τελευταίοι που στέκονταν ακόμα όρθιοι, συνεννοήθηκαν με τους έξω Έλληνες κι έκαναν την Ιστορική Έξοδο που τελείωσε τόσο τραγικά... Οι εχθροί ειδοποιημένοι τους περίμεναν να τους κατασφάξουν. Απελπισμένα γυναικόπαιδα πολεμώντας δίπλα στους άντρες και στους πατεράδες τους τους, σκοτώθηκαν στο πλευρό τους... Πολύ λίγοι γλίτωσαν. Μέσα στην πόλη δεν είχαν μείνει παρά οι γέροι, οι ανάπηροι και οι άρρωστοι... Κλείστηκαν όλοι σε έναν μύλο και σε κάτι άλλα ερειπωμένα σπίτια, όπου είχαν μαζέψει οι Μεσολογγίτες τα τελευταία βαρέλια μπαρούτι . Καθώς λοιπόν μπήκαν μέσα οι Τούρκοι και σίμωσαν τα στερνά αυτά καταφύγια, οι ήρωες ανάπηροι και οι ηρωικοί γέροι, βάζουν φωτιά στα βαρέλια και τινάζονται στον αέρα, θάβοντας μαζί και τους εχθρούς, κάτω από τις τελευταίες, μπαρουτοκαπνισμένες πέτρες τους...

ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΕΚΕΙΝΑ, ΤΑ ΜΙΚΡΑ ΠΑΙΔΙΑ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, ΗΤΑΝ ΕΝΕΚΑ ΤΟΥ ΦΟΒΕΡΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ, ΜΑΘΗΜΕΝΑ ΣΤΑ ΟΠΛΑ... Μέρα- νύχτα με τους επαναστάτες, είχαν ψηθεί στον αγώνα, στους κινδύνους, στην πείνα, στην κούραση, στην κακοπέραση... Τα παιδιά εκείνα, γεννιούνταν λες, ήρωες από την κούνια τους!... Ήταν τέτοια η εποχή... Παιχνίδια τους ήταν τα μπαρούτια και οι φλόγες... Ύπνος τους, ο θάνατος... Η Επανάσταση βάσταξε εννιά χρόνια. Φαντασθείτε ανθρώπους - ήρωες που γνώρισαν... Διάκο, Κολοκοτρώνη, Παπαφλέσσα, Νικηταρά, Υψηλάντη, Μπουμπουλίνα, Μαντώ Μαυρογένους, Καποδίστρια κι ένα σωρό άλλους ήρωες...



Όλα αυτά τα συλλέξαμε - όπως προείπαμε - από το βιβλίο της Πηνελόπης Δέλτα Ο ΜΑΓΚΑΣ. Το διαβάσαμε, το επεξεργαστήκαμε από όλες τις πλευρές και σημειώσαμε εκτός των άλλων και τα ιστορικά στοιχεία που άφθονα ενυπάρχουν μέσα στις σελίδες του... Εν συνεχεία, θα μιλήσουμε και για τον Μακεδονικό Αγώνα, που αναφέρει με πόνο η συγγραφέας...