Εμφανιζόμενη ανάρτηση

Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2018

ΜΕ ΑΛΛΙΩΤΙΚΟ ΒΛΕΜΜΑ

Ώρες πολλές εκοίταζα από το μαγαζί μας
την θάλασσα που απλώνοταν περήφανη, γαλάζια
κι ήθελα χούφτες νά παιρνα μυριάδες διαμαντάκια
που στραφταλίζαν μαγικά στα κύματα επάνω...

Και το μυαλό ταξίδευε στου ορίζοντα τα πλάτη.
Να σπάσω όλα τα δεσμά σκεφτόμουν με λαχτάρα...
Να φύγω από το νησί, θαρρείς κι ασφυκτιούσα...
Να πάω στην πρωτεύουσα, την ζήση να δαμάσω...

Κορίτσι δεκαοχτάχρονο ήθελα να μπαρκάρω
στης νιότης την ατρόμητη, αγέρωχη μπρατσέρα...
Δεν με χωρούσε το νησί, ποθούσα ν' αρμενίσω
σ' άγνωστα μπάρκα, μαγικά και να τα κατακτήσω...

Δεν ήταν τότε θελκτικά δεκάδες γεγονότα...
Ανία, πλήξη, μοναξιά συχνά σε τριβελίζαν...
Κι η κοινωνία η στενή ρούφαγε τον αγέρα...
Επαναστάτης ένιωθες πως σού 'μελλε να γίνεις...

Τότε ο τόπος στένευε στην άπλα της καρδιάς μου.               
Ν' ανοίξω τις φτερούγες μου, ήθελα να πετάξω.
Να φύγω από την σίγουρη φωλιά του σπιτικού μου
και την ζωή από κοντά ποθούσα να γνωρίσω.

Τι άσκεφτη η νιότη μας! Θαρρεί όλα τα ξέρει.
Μα έτσι πάντα της ζωής δεν είναι τα παιχνίδια;
Απ' του γονιού την αγκαλιά φτεροκοπάς γλαράκι
κι αν θα πετύχεις στην ζωή, ο χρόνος θα το δείξει...

Κι όταν μιά μέρα κάθεσαι στης δύσης το μουράγιο
και μ' απορία αναπολείς πώς έφθασες δώ πέρα,
νιώθεις πως δεν κατάλαβες πώς κύλησαν τα χρόνια
κι εκεί που ήταν χαραυγή, το λιόγερμα σε παίρνει.

Κάθεσαι και αναπολείς της νιότης το βελούδο...
Έρχεται μπρος σου φωτερό, σε λάμψεις τυλιγμένο.
Γιατί να θέλεις τότενες απ' το νησί να φύγεις;
Δάκρυα σού 'ρθαν και γλυκιά θλίψη σε συνεπαίρνει...

Ξαναθυμάσαι τα παλιά μ' έναν λυγμό στο στήθος
Τα πάντα φαίνονται σωστά,μοναδικά, καθάρια...
Δεν σε χωρούσε ο τόπος σου τότε, κι αναρωτιέσαι,
γιατί θωρείς τώρα αλλιώς όλα τα περασμένα...

Η νοσταλγία είναι αυτή που όλα τα ομορφαίνει
κι η πείρα που απέκτησες στο διάβα της ζωής σου...
Με άλλα μάτια αναπολείς της νιότης σου τα χρόνια
κι όλα τα βλέπεις λαμπερά, ντυμένα με χρυσάφι...

Κι εκείνη η διαμαντόσκονη που γλίστραγε στο κύμα
κι ήθελες μες στις χούφτες σου να τρέξεις να την πιάσεις,
ραντίζει μ' αστροπινελιές χιλιάδες γεγονότα,
που κάποτε τα έβλεπες με πίεση και μ' άγχος...

Καλειδοσκόπιο η ζωή με χίλιες αποχρώσεις.
Τώρα το ηλιοβασίλεμα σού χτύπησε την θύρα.
Εξισορρόπησε το χθες με το παρόν που τρέχει
και ξεκουράσου τρυφερά στου χρόνου το μαγνάδι...

Τρίτη 20 Νοεμβρίου 2018

ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΠΟΥ ΕΧΑΘΗ

Ήμουν δεκαοχτώ ετών, πήγαινα για δασκάλα.
Σε φροντιστήριο γράφτηκα, ήταν του Τζουγανάτου.
Έφθασα απ' την Κεφαλλονιά με όνειρα χιλιάδες.
Στον θειό μου, έμενα Μεμά, στην θειά την Αντζολίνα.

Γιατρός ο θείος ξακουστός κι η θεία κοντεσίνα.
Πλατεία Αμερικής ζούσανε και με καλοδεχτήκαν.
Μου δείξαν την πρωτεύουσα, οργάνωναν βεγγέρες.
Στο Ηχος Και Φως πήγαμε, σε πάρκα και Μουσεία.

Τότε το πρώτο σοβαρό ένιωσα καρδιοχτύπι.
Πήγαινε στην Ιατρική, τον λέγαν Παναγιώτη,
μα όλα ήταν δύσκολα, γιατί οι δυό μου θείοι,
στιγμή μόνη δεν μ' άφηναν, τα πάντα εκοιτούσαν.

Στο φροντιστήριο διάλεγα ποιό μάθημα θ' ακούσω.
Μπορούσα μόνη μου καλά να μάθω Ιστορία.
Η τάξη μας κατάφερνε σωστά να προχωρήσει
κι όλα εκεί μέσα τα παιδιά, ήμασταν μιά ομάδα.

Ένας απ' τους συμμαθητές που τον ελέγαν Γιώργο,
ζήτησε να τα “φτιάξουμε”, μα εγώ αλλού κοιτούσα.
Για φίλο μόνον καρδιακό τού 'πα τον ελογιόμουν
κι αλέγρα συνεχίστηκε των νιάτων το ταξίδι...

Το αληθινό μου αίσθημα δεν φτούρισε, διαλύθη.
Μες στο μυαλό μου μοναχά έπλασα ιστορία,
που 'χάθηκε προτού καλά, οστά πάρει και σάρκα,
ρομαντικό τρεμούλιασμα που σύντομα μαράθη...

Οι μέρες διάβηκαν γοργά, ήρθε η μεγάλη ώρα,
για δάσκαλοι να δώσουμε όλες τις εξετάσεις.
Το φροντιστήριο έκλεισε και πριν να χωριστούμε,
ο Γιώργος μου' δωσε σεμνά ποίημα για μέ, στο χέρι...

Μόνη μου σαν ευρέθηκα, το διάβασα και είδα
τι όμορφα  που έγραφε, τι τέλεια μιλούσε
κι ένιωσα πόση διαφορά είχαν οι δυό καρδιές μας,
που χτύπαγαν αλλιώτικα σε άλλα μονοπάτια...

Σαν ήρθε η μητέρα μου κουράγιο να μου δώσει
που θα'δινα διαγωνισμό, δασκάλα για να γίνω,
αρχίσαμε και λέγαμε τα νέα η μιά στην άλλη
κι εγώ της είπα με χαρά για του Γιωργή το ποίημα...

“Τον έβλεπα σαν φίλο μου, όμως μητέρα κοίτα
τι όμρφο το ποίημα του που έγραψε για μένα!”
Ήθελα να το μοιραστώ αυτό που είχε γίνει,
γιατί χαιρόμουν μέσα μου για το σπουδαίο δώρο...

“Για δώσ' το μου να το ιδώ από κοντά παιδί μου”
είπε η σιόρα μάνα μου γλυκά χαμογελώντας.
Κι εγώ ευθύς της το 'δωσα με ζηλευτό καμάρι,
νομίζοντας πως θα χαρεί, θ' αρχίσουμε κουβέντα...
Όμως δεν το επέστρεψε. Στα χέρια το βαστούσε...

“Θα το κρατήσω κόρη μου, εγώ το ποίημα τούτο.
Εσύ γύρνα στο διάβασμα. Μην πάει αλλού ο νους σου...
Και ούτε στον πατέρα σου  θε ν'άρεσε παιδί μου,
ποιήματα να δίνουνε στην κόρη την δικιά του...

Επήγες για ένανε σκοπό, όχι να κάνεις φίλους
και δεν αρμόζει σε μιά νια να παίρνει ραβασάκια”
είπε, και μες στην τσάντα της τσάκισε την σελίδα
κι έκοψε την συζήτηση, δεν δέχθηκε κουβέντα...

Ό,τι και νά 'πα έπεσε στον βρόντο και εχάθη.
Άδικο το θεώρησα κι όλο κατηγορούσα
εμένανε, που πίστεψα πως θα μπορούσα πλέρια,
να συζητήσω φιλικά μαζί με την μητέρα...

Η μάνα πάντα έστεκε φρουρός στην ηθική μας...
Πώς τόσο ξεγελάστηκα, δεν το εφανταζόμουν
και το χειρότερο εύρισκα πως ήτανε αθώο
το ποίημα που μου άρπαξε και δεν το ξαναείδα.

Τα χρόνια πέρασαν γοργά, σαν άμμος στην κλεψύδρα.
Πόσα μεσολαβήσανε στο πέρασμα του χρόνου...
Δασκάλα, γάμος και παιδιά, καριέρα και εγγόνια,
όλα συντονιστήκανε στης σύνταξης τις μέρες...

Πολλές φορές σαν κάθομαι μόνη μου και θυμάμαι,
αναλογίζομαι παλιά, της νιότης γεγονότα
και πάντοτε χαμογελώ σαν σκέφτομαι το ποίημα,
που τέλος τόσο άδοξο του έμελλε να έχει...

Μα ευτυχώς δεν ξέχασα την τέταρτη στροφή του.
Ήταν η τελευταία του, πιο όμορφη απ'τις άλλες,
γι' αυτό κι ίσως την χάραξα βαθιά μες στο μυαλό μου
και με καμάρι την κοιτώ, την σιγοτραγουδάω...

Έτσι, σαν ονειρεύομαι τα τόσα περασμένα,
βλέπω ένα ανέμελο κορίτσι να γελάει,
με μαύρα μακριά μαλλιά και μιά φωνή καμπάνα,
να ψιθυρίζει  γελαστή τους παρακάτω στίχους
που, κάποιος έγραψε για μέ, πριχού σαράντα χρόνια:

                 “Γλυκό τ' ονείρου όραμα,
                  πλήθος σε ραίνουν άνθη!...
                  Σε βλέπω και στοχάζομαι
                  και σου μαντεύω τ' όνομα:
                  Σε λένε Πολυάνθη!!!”

Τετάρτη 14 Νοεμβρίου 2018

ΕΝΑ ΑΓΟΡΙ ΣΤΟ ΦΙΝΙΣΤΡΙΝΙ

Στης  Σάμης το λιμάνι μας κατέβαινα τα βράδια
μαζί με την μητέρα μου και με την αδελφή μου,
να δούμε όλη την κίνηση σαν έφθανε καράβι
και να χαθώ σε ονείρατα για μακρινά ταξίδια...

Και κάποιο βράδυ ο ''Πολικός'' περήφανος ξανάρθε.
 Μέσα στο πλήθος χάζευα το φωτισμένο πλοίο,
όταν, καθώς εκοίταζα, από ένα φινιστρίνι
ξεπρόβαλλε παλληκαριού, η αρρενωπή μορφή του...

Με είδε γιατί στεκόμουνα άκρη της αποβάθρας
κι ένα πλατύ χαμόγελο στα χείλη του εφάνη.
Σήκωσε και το χέρι του για να με χαιρετήσει
κι εμένα στην καρδούλα μου πετάξαν πεταλούδες!

Ησύχασα που η μάνα μου μιλούσε με μιά φίλη
και σήκωσα το χέρι μου λίγο, να χαιρετήσω.
Εχαμογέλασα κι εγώ στον νιο απέναντί μου,
που έκαμε μιά κινηση,λες: ''Να ξανάρθεις πάλι!''

Σαν έπρεπε να φύγουμε, μελαγχολία μού 'ρθε...
Στο σπίτι όλο σκεφτόμουνα τ' αγόρι απ' το καράβι...
Ώσπου να έρθει Κυριακή, δεν μού 'φυγε απ'τον νου μου
κι αμέτρητη ένιωσα χαρά, που έφθασεν η ώρα...

Ο κόσμος γύρω στρούφιζε και η καρδιά βροντούσε,
μην καταλάβει τίποτε η αυστηρή μου μάνα,
μα πιο πολύ πετάριζε που θα 'βλεπα ''εκείνον''
και δεν μπορούσα να σκεφτώ πως ίσως το ξεχνούσε...

Κι ήρθε λευκός ο ''Πολικός'' κι έδεσε στο λιμάνι.
Εγώ πήρα την θέση μου με κόμπο στο στομάχι.
Το φινιστρίνι σκοτεινό, μα ξάφνου εφωτίσθη
και μες στον κύκλο γελαστό εφάνηκε τ'αγόρι!!

Μισή ώρα εμείναμε; Ούτε θυμάμαι τώρα.
Ο νέος σήμα μού 'κανε να ιδωθούμε πάλι.
Μες στο μυαλό μου μουσική τρελά ετραγουδούσε
και σαν αλαφρο'ί'σκιωτη εγύρισα στο σπίτι...

Τι όνειρα που έκανα εκείνες τις ημέρες!
Τι ταραχή σαν άκουγα μονάχα για καράβι!
Κρυφά στο ημερολόγιο έγραψα τον καημό μου
και το εφύλαξα καλά, κανείς να μην το εύρει...

Μόνη μου δεν με άφηναν να πάω στο λιμάνι.
Πηγαίναμε, αν βγαίναμε, κι οι τρεις μαζί για βόλτα,
έτσι που κάποια Κυριακή, κανόνισε η μητέρα,
να πάμε για επίσκεψη και στο ζαχαροπλαστείο...

Κι αυτό εσυνεχίστηκε...Ρωτούσε ο πατέρας
τι έχω, μα γι' ανορεξιά του έλεγα μονάχα...
Το βράδυ που ο ''Πολικός'' έμπαινε μες στον μόλο,
 μελαγχολία άμετρη ερχόταν σαν μπουρίνι...

Μα, κάποια άλλη Κυριακή πήγαμε να τον δούμε.
Τι καρδιοχτύπι μ' έπιασε σαν έδενε το πλοίο...
Κι όταν επλεύρισεν αργά κι η σκάλα εκατέβη,
εστάθηκα ακίνητη να δω το φινιστρίνι.

Ολόφωτο διαγράφετο... Είχα ταχυπαλμία...
Να, τώρα, έλεγα, ευθύς θε να φανεί ο νέος!
Μα πόση πίκρα ένιωσα όταν ξένη φιγούρα
στο φως εζωγραφίστηκε, να κάνει την δουλειά του...

''Εσύ κόρη τρελαίνεσαι να βλέπεις τα καράβια''
είπε η σιόρα μάνα μου με κάποια απορία.
''Τι έπαθες και στέκεσαι με τέτοια στεναχώρια;
Μήπως και νιώθεις άσχημα; Είσαι καλά παιδί μου;''

''Κουράστηκα μανούλα μου... 'Ελα κι εσύ αδελφή μου.
Στο σπίτι να γυρίσουμε, να ζωγραφίσω λίγο
και φεύγοντας ας πάρουμε τον δίσκο απ'τον πατέρα.
Το ''Α κάζα ντι Ρένε'' μού 'φερε, το πήρε απ' τ' Αργοστολι''...

Ησύχασεν η μάνα μου πως όλα ήταν πρίμα.
Ημέρες πέρασαν πολλές κι όλο τον εσκεφτόμουν.
Το φινιστρίνι φωτερό στα όνειρά μου ζούσε,
μα γνώριζα πως τ' όνειρο είχε για πάντα σβήσει...

''Τόσες φορές δεν φάνηκα στη θέση μου''  σκεφτόμουν...
''Τι να σου κάμει το παιδί; Είδε και αποείδε...''
και δεν λογιόμουν τελικά τι θά 'χε απογίνει,
και οι γονείς αν μ' άφηναν μονάχη μου να πάω!...

Ένα πετάρισμα του νου, μια ονειροφαντασία,
ήταν η ''περιπέτεια'' στο ρου της εφηβείας...
Το έντυσα μ' αστρόσκονη, το έκανα ιδέα,
ένα ξεγλίστρημα κρυφό, απ' του γονιού το βλέμμα...

Τώρα μ'ένα χαμόγελο θυμάμαι τα συμβάντα...
Κόσμος π' ανεβοκατέβαινε στου  ''Πολικού'' την σκάλα
κι ένα κορίτσι σιωπηλό να στέκει στο λιμάνι
και να κοιτάζει έναν νιό, σε κάποιο φινιστρίνι...

Μέσα στο φως τα έκλεισα για μενταγιόν στο στήθος.
Τι συναισθήματα Θεέ και πόση φαντασία!
Τι χρόνια όμορφα, αγνά πλεγμένα με αρμύρα,
και πόσο αλλιώτικοι οι καιροί απ' τους καιρούς που ζούμε...


--------------------------------------------------------------------------------------------------------------

      1966- 1968... Άλλα χρόνια, άλλες συνήθειες, άλλες συνθήκες... Έπτρεπε να πάω Λύκειο για να βγω βόλτα μόνη μου με τις φίλες μου... Και πώς γινόταν όταν γύριζα σπίτι, όλα να τα γνώριζε η οικογένεια!!! Ποιον είδαμε, με ποιον μιλήσαμε, γιατί μιλήσαμε...Τότε ασφυκτιούσα, τώρα τα βλέπω πιο ήρεμα, με μεγαλύτερη κατανόηση...Και από το τίποτε φτιάχναμε ιστορίες!!! Και πόσα όνειρα Θεέ μου!!! Αχ, αυτά τα νιάτα!!! Πόσα τερτίπια μες στην εφηβεία!!!΄Ολος ο κόσμος δικός μας , να σπάσουμε τα δεσμά, με γνώμονα όμως τα λόγια του πατέρα: ''Προσέχετε! Θέλω να έχω το μέτωπό μου καθαρό! Να βαδίζω στην κοινωνία με το κεφάλι ψηλά!!'' Και σε κάθε μικρή παρασπονδία, η καρδιά χτυπούσε σαν τρελή!...
        ΑΓΓΕΛΙΚΑ, ΠΟΛΙΚΟΣ, δύο από τα πλοία που άραζαν στην Σάμη... Πόση κίνηση, πόσοι επιβάτες! Πόσο μου άρεσε όλη εκείνη η βαβούρα και η κοσμοσυρροή!Επειδή οι ναύτες του Τελωνείου έκλειναν την είσοδο και ρωτούσαν αν θα ταξίδευες, γιατί μόνον τους ταξιδιώτες άφηναν να μπουν μέχρι να έρθει το πλοίο [μετά, το πέρασμα ήταν ελεύθερο] η μαμά μου, η αδελφή μου κι εγώ πηγαίναμε πολύ πιο ενωρίς εκεί να δούμε το καράβι, έτσι όταν άρχιζε η απαγόρευση, εμείς ήμασταν μέσα!!! Μεγάλη κίνηση τότε στα καφενεία με τους επιβάτες που περίμεναν τα πλοία. Το σκηνικό άλλαξε όταν τα καράβια αντικαταστάθηκαν με τα φέρυ- μποτ.Τα χρόνια πέρασαν και σήμερα, το νέο αίμα της Σάμης, η νέα γενιά με τους μεγαλύτερους που προσαρμόστηκαν στα καινούρια δεδομένα, έχουν κάμει την Σάμη ένα μικρό Παρίσι, αλλά με λιμάνι!! Μπράβο τους!!!



Σάββατο 10 Νοεμβρίου 2018

ΑΝ ΕΙΣΑΙ ΑΣΥΜΒΙΒΑΣΤΟΣ

Ειναι βαρύ να προσπαθείς την τύχη σου ν' αλλάξεις,
να το ζητάς από καρδιάς κι ούτε να κάνεις πίσω...
Να διώχνεις σαν σταυραετός τριγύρω σου τ' αγιάζι.
Για μιαν καλύτερη ζωή να ψάχνεις νύχτα- μέρα...

Κι εκεί που λες πως δεξιά τα πράγματα σαλπάρουν,
εκεί που σίγουρος θωρείς την αλλαγή της μοίρας,
εκεί ξάφνου μπερδεύονται τα πάντα ανάμεσά τους
και παραμένεις μοναχός με αδειανά τα χέρια...

Πόση ψευτιά αναπηδά από τις ''φίνες'' σχέσεις...
Τι υποσχέσεις παρευθύς γκρεμίζονται στον βρόντο...
Κοίτα πώς λιώνει η ομορφιά στο πρώτο πάτημά σου
και μιά βαριά αποφορά αφήνει στο κατόπι...

Οι υποσχέσεις σωρηδόν, λόγια παχιά, μεγάλα...
Επίστεψες πως και αυτοί, τρανή θα έχουν μπέσα...
Μα όταν είδαν, σθεναρά πως δεν αλλάζεις βήμα,
πετάξανε την μάσκα τους κι εφάνη η αλήθεια...

Μιά αλήθεια ποταπή, φτηνή, σε ιστό γύρω πλεγμένη,
σαν την αράχνη καρτερά να'ρθεί το πρώτο θύμα...
Μα εσύ την αναγνώρισες, την πέταξες στο χώμα
κι άφησες πίσω σου έξαλλους,τους ψεύτες ν'αλαλιάζουν...

Οι πόρτες οι φανταχτερές και τα λαμπρά σαλόνια,
που κρύβουν την απάτη τους σε μυρωμένες λέξεις,
είναι για τους ομοίους τους που ξέρουν τα τερτίπια
κι όπου μοιράζονται μαζί την αμοιβή της πλάνης....

Εσύ δεν είσαι σαν κι αυτούς, καθόλου δεν ταιριάζεις....
Δεν θα μπορέσεις να χωθείς μες στις δολοπλοκίες,
όπου το γκρίζο κάνουν μπλε και το σταχτί χρυσάφι
και μπλέκουν τους ανίδεους μέσα στις αλχημείες....

Εσύ θέλεις τον δρόμο τον στρωτό που μπαμπεσιά δεν ξέρει...
Να είναι όλα φωτεινά, διάφανα, καθάρια...
Να μην ''λερώσεις'' την καρδιά, τα χέρια , την ματιά σου,
για να κοιτάς περήφανα τους φίλους, τα παιδιά σου...

Μα κάποια απογοήτευση βαθιά θα σε ταράξει...
Πώς γίνεται ανέντιμοι να την περνάνε πρίμα,
ενώ άλλοι π'αξίζουνε θερίζουν αδικία
κι ολημερίς κι ολονυχτίς στο έργο τους δουλεύουν;;

Αν είσαι ασυμβίβαστος, αυτό είναι το στρατί σου:
Μονάχος σου να πολεμάς με δράκους και θηρία...
Ανοίγεις τις φτερούγες σου περήφανα στ' αγέρι,
γιατί  π ο τ έ  δεν φίλησες του κόλακα το χέρι...

Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2018

ΟΤΑΝ Η ΕΛΛΑΔΑ ΠΟΝΑ...

Μες στην αστρόφωτη νυχτιά πλανιέται το φεγγάρι
Σκορπάει ασήμια και χρυσά σε μυριστά μπαλκόνια
και σκαρφαλώνει με γητειά σε κοπελιάς το στήθος.

 Σαν αφουγκράστηκε καημό, λυγμό κι ανατριχίλα,
την κόρη τούτη ρώτησε και την ματαρωτάει:
--Τι έχεις, πες μου κοπελιά, π'αναρριγείς στ'αγέρι;
Ποιος πείραξε την ομορφιά π'ανθεί στο πρόσωπό σου;
Και ποιος με θράσος μπόρεσε εσένα να πειράξει;

Η κόρη ίσιωσε σεμνά το θαλασσί φουστάνι.
Ίσιωσε και το πέπλο της, ολάσπρο στα μαλλιά της
και τις γροθιές της έσφιξε επάνω στα πλευρά της.

--Τι με ρωτάς φεγγάρι μου τι έχω, τι λογιέμαι;
Δεν τα'μαθες τι πάθανε τ'αδέρφια μου κει πάνω;
Χρόνους πολλούς αλύτρωτοι στα ριζιμιά παλεύουν
κι έναν μικρό σταυραετό θανατερά λαβώσαν...

--Και δεν μπορείς αρχόντισσα να βρεις το παλληκάρι;
 Να φέρω τον Αυγερινό, να φέρω και την Πούλια
κι όλα τ'αστέρια τ' ουρανού να κλάψουν τον λεβέντη...

---Εχθροί πολλοί πλακώσανε φεγγάρι μου στα ξένα...
Κρατάνε το κορμάκι του, στην μάνα δεν το δίνουν...
Το αίμα μου αντάριεψε, μα πού θα βρω το δίκιο;;
Κατέχουν τα αδέρφια μου, κρατούνε τα παιδιά μου
κι όλο σκοτούρες και καημούς προφταίνω από κει πέρα...

--Τ' αστέρια μού 'παν ''Κωνσταντής'' πως ήταν τ''ονομά του...
Το τίμησε ο γιόκας σου κρατώντας την παντιέρα
και τα στερνά τα λόγια του, για σένα ήταν κόρη...

--''Μάνα Ελλάδα!'' φώναξε  ο γιος μου σαν λαβώθη,
και κλείσαν τα ματάκια του κρατώντας την σημαία.
Δεν θα 'πρεπε φεγγάρι μου να τον κρατούσα τώρα,
βαθιά μες στην αγκάλη μου, το σπλάχνο το δικό μου;;

--Κρατήσου Ελάδα! Μην θρηνείς πανέμορφη Παλλάδα!
Κύπρος, Ίμβρος και Βόσπορος, Ήπειρος, ξενυχτούνε
και δεν ΞΕΧΝΟΥΝ πως ''Έλληνες!!'' βοούν τα σωθικά τους...
Γι' αυτό ορθώσου γρήγορα, σ'έχουν τρανή ανάγκη...

Κι η κόρη ορθώθη σιωπηλά μες στην νυχτιά του κόσμου...
Αγέρωχη, περήφανη υψώνει το κεφάλι
και αγκαλιάζει  τρυφερά τα έρμα τα παιδιά της,
που την κοιτούν προσμένοντας μιά στάλα παρηγόριας...

Αγέρι παίρνει τα μαλλιά, τα ρούχα κυματίζουν...
Ορθώνεται και κεραυνοί  βροντούν απ' την γροθιά της...
--Δυνάστες!Να μην χαίρεστε! Το δίκιο θα σας πνίξει!
Το αίμα όπου άδικα εχύσατε σατράπες,
θα γίνει βρόγχος που σκληρά θα λιώσει τα κορμιά σας
και ΛΕΥΤΕΡΙΑ θα φτερουγά στ' αθώα θύματά σας!!!!!

Τα λόγια παίρνει ο βοριάς και τα σκορπά τριγύρω...
Γεμάτη οργή, ωσάν θεά πυργώνεται η κόρη...
Κρατεί σπαθί και κεραυνό, κρατεί αστροπελέκι
και γράφει κει στον ουρανό για να το δούνε όλοι,
πως, ΔΕΝ πεθαίνει η ΕΛΛΑΣ, μονάχα ξαποσταίνει
κι αλίμονο στον βάρβαρο όπου βρεθεί μπροστά της...

Ο ήρωας σαν χάνεται, σπέρνει χιλιάδες άλλους,
π' ακολουθούν τον δρόμο του στην μάχη του δικαίου...
Όσο φιμώνει ο δήμιος, τόσο φωνάζει η Ελλάδα
και κράζει πως, μονάχα τους, δεν είναι τα παιδιά της...

Από βορρά σ' ανανατολή κι από νοτιά σε δύση,
θε ν' αγκαλιάσει κόρες, νιούς, αλύτρωτες ψυχούλες
και τα δεσμά θα σπάσουνε, θα πέσουν σαν συντρίμια...
Δεν πρέπει πισωγύρισμα, δεν πρέπει ολιγωρία
και τότε μόνον σεβασμό οι ''άλλοι'' θα μας δείχνουν...

ΔΕΝ είναι ώρα για δειλούς, το γράφει η Ιστορία
που δεν λογιέται Έλληνας, να σκύβει το κεφάλι...
Μας θέλει απροσκύνητους η γαλανή πατρίδα
κι εμείς καιρός να γράψουμε ολόχρυση σελίδα...


-------------------------------------------------------------------------------------------------
                                                    Για τον νεαρό άντρα που πυροβολήθηκε στην Βόρειο Ήπειρο, κρατώντας την ελληνική σημαία κατά την επέτειο του  ΟΧΙ... Ποτέ δεν θα ξεχαστεί αυτό το άγριο γεγονός, που ορφάνεψε γονιούς, αδελφή, ένα ολόκληρο χωριό και άγγιξε σπαραχτικά κάθε ελληνική ψυχή...