Εμφανιζόμενη ανάρτηση

Δευτέρα 29 Μαΐου 2023

ΣΕΙΣΜΟΣ - ΕΙΚΟΝΑ ΤΡΙΤΗ

Για τον μεγάλονε σεισμό πού 'πληξε τα νησιά μας,
οι μνήμες πάντα μένουνε πολύ πικρές και μαύρες.
Τα σπίτια όλα πέσανε, γινήκανε συντρίμμια
και συμπολίτες χάθηκαν μες στον Αρμαγεδδώνα...
 
Παντού κοτρώνες και χαμός, παντού λυγμός και δάκρυ...
Μικρούλα καθώς ήμουνα, πονάγαν οι πατούσες,
γιατί δεν είχε ίσωμα, παντού κοτρώνες είχε
και τώρα που μεγάλωσα την αίσθηση την έχω
κάποιες στιγμές που περπατώ σε βότσαλα επάνω...
 
''Μανούλα, μ' αυτοκίνητο η Φρειδερίκη ήρθε
που έπλεε στην θάλασσα και μίλησε στον κόσμο!!''
είπα κι η μάνα γέλασε γιατί η βασίλισσα ήρθε
με άκατο βασιλική απ' το μεγάλο πλοίο,
πού έμεινε στα ανοιχτά - δεν είχαμε λιμάνι-
κι εγώ μιάς κι είδα διάφανο το μπροστινό της μέρος,
για κούρσα το επέρασα που...βάδιζε στο κύμα!!
 
Μέχρι να κλείσουν οι πληγές, μέναμε σε παράγκες.
Ήταν ωραία η ζωή που φτιάξαμ' εκεί πέρα...
Μία τεράστια αγκαλιά είχαμε γίνει όλοι
και μοσχομπίζελο άνθιζε στην διπλανή την πόρτα
που φύτεψε η γειτόνισσα και γέμιζε τον κόσμο
με την θεσπέσια ευωδιά και με τα μωβ του άνθη...
 
Έπαιζα με την συνομήλικη Άννα Καβαλιεράτου
και της μεγάλης αδελφής εθαύμαζα την χάρη.
Κι ήτανε μία Κυριακή όπου στην εκκλησία,
σαν λειτουργούσε ο παπάς και έψελνεν ο ψάλτης,
ένα ''Ώπα!'' μου ξέφυγε και πήρα από το χέρι 
την Χαριτίνη κι άρχισα έναν χορό να σέρνω,
αλλά πετάχτηκαν ευθύς οι δυό μας οι μανάδες
που, τρυφερά μας χώρισαν και φέρανε την τάξη!!
Τι τά 'θελες! Τετράχρονα ήμασταν αγγελούδια
κι η ψαλμωδία ξύπνησε γιορτάσι στην καρδιά μας!!
 
Ήμουν εφτάχρονο παιδί σαν μπήκαμε στο σπίτι...
Μονάχα μ' Αγγλική αρωγή εχτίστηκαν τα σπίτια
που είναι αντισεισμικά και την ασφάλεια νιώθεις.
Τα μπάζα είχαν μαζευτεί, φτιάξαν και το λιμάνι
και το Δημοτικό Σχολειό, το ίδιο είναι ακόμη.
 
Θυμάμαι πού 'ρθε κι ο στρατός για να μας βοηθήσει
στα έργα που γινόντουσαν σε όλο το νησί μας 
κι αρχίσαν όλες οι αυλές λουλούδια να φουντώνουν.
Μα το νερό το φέρνανε οι μάνες απ' την βρύση
με τενεκέ και μπότηδες που κοψομεσιαζόνταν,
ώσπου μια μέρα έφτασε νερό στα σπιτικά μας.
 
Τσετσέλια και γαρίφαλα, χαρτάκια και νυφούλες
φυτέψαμε στον κήπο μας, καθώς και μαργαρίτες.
Θυμάμαι τις ολόδροσες τις ντάλιες της Μάνθης
και το πανώριο σπιτικό της κυρα-Συγγερίνας
πού ‘μοιαζε με παράδεισο από τα μύρια άνθη
κι ήτανε πάντα γελαστή, γλυκιά η κυρά - Τασία...
 
Τώρα μου λεν πως έγινε η Σάμη μία κούκλα.
Με μπουκαμβίλιες ντύθηκαν οι τοίχοι, τα μπαλκόνια.
Οικίες ολοκαίνουργιες ορθώθηκαν ολούθε
και είναι χάρμα οφθαλμών η ποθητή πατρίδα.
 
Όλον τον κόσμο ο Θεός πάντα να τον φυλάει
απ' του σεισμού την αρπαγή και την ανεμοδούρα.
Ο Άγιος Γεράσιμος να σκέπει το νησί μας
κάτω απ' την Άγια σκέπη του και να μας προστατεύει.
Καντάδες πάντα να κερνά και ραβανί απ' το Θιάκι
κι η όμορφη πολίχνη μας ωραία συνταιριάζει
το σμαραγδένιο του βουνού και τον χρυσό τον ήλιο
αντάμα με της θάλασσας τα ζαφειρένια πλάτη
που σου θυμίζουνε φορές του Αίνου την ελάτη!!
Αθάνατα Εφτάνησα, Κεφαλονιά καρδιά μου,
στην κορυφή του κόσμου μας, για πάντα πρώτα θά 'στε!!!!!
 
------------------------------------------------------
Υ.Γ Πέρασαν περίπου εφτά χρόνια για να βρούμε τα πατήματά μας και να έχουμε μια δική μας στέγη πάνω απ' το κεφάλι μας...

Θυμάμαι ακόμα το στρατιωτικό τολ, που κάποια στιγμή ερήμωσε. Η εποχή στις παράγκες για μένα έχει το άρωμα του ΝΤΙΟΡΙΣΙΜΟ. Εμείς τα παιδιά, δεν νιώσαμε την βιοπάλη των γονέων μας, όσα βέβαια ήταν τότε στην νηπιακή μου ηλικία. 
Η Μάνθη που αναφέρω, ήταν γειτόνισσα και το “κυρα-Συγγερίνα”, παρατσούκλι, γιατί της συγκεκριμένης κυρίας ο σύζυγος ήταν αντιπρόσωπος των μηχανών ΣΙΝΓΚΕΡ. Το να βγάζεις παρώνυμα, ήταν κάτι το σύνηθες την εποχή εκείνη.

Η συγκεκριμένη γειτόνισσα ήταν μια ευγενέστατη κυρία, πολύ όμορφη, κοντούλα, γλυκύτατη,  με ασημένια μαλλιά όλο καπέτες και την αγαπούσα για τους τρυφερούς και ευγενικούς της τρόπους. Ο δε κήπος της, θύμιζε έκθεση ανθοκομικής!!!

Η Χαριτίνη η Βαγγελάτου - Παπαδοπούλου, με την οποία έστησα χορό εν ώρα της θείας λειτουργίας [!!], υπήρξε συμμαθήτριά μου σε όλη την σχολική ζωή μας. Μία φιλάνθρωπη ψυχή με υπέροχα παιδιά. Μιλάμε καθημερινά στο τηλέφωνο, γιατί μένουμε μακριά η μία από την άλλη.

Απ' τις παράγκες συμμαθήτρια είχα και την Άννα την Καβαλιεράτου. Ομορφόσογο!!

Στην Σάμη έρχονται οι θυγατέρες μου τα καλοκαίρια με τις οικογένειές τους, γιατί λατρεύουν το νησί μας!

Να σημειώσω, ότι τις εικόνες από τον σεισμό, τις έγραψα μέσα από τα μάτια του τρίχρονου παιδιού που ήμουν τότε. Τις πληροφορίες τις πήρα από τους γονείς μου, το γράφω εξ άλλου και στην ΕΙΚΟΝΑ ΠΡΩΤΗ.

Κυριακή 28 Μαΐου 2023

ΣΕΙΣΜΟΣ - ΕΙΚΟΝΑ ΔΕΥΤΕΡΗ

Απ' τον σεισμό που τράνταξε και τα εφτά νησιά μας
μες στο Ιόνιο πέλαγος, εικόνες μού 'χουν μείνει...
Μετά την κοσμοχλασιά, νεροποντή βρυχιόταν.
Όσοι επήρανε σκηνές καλύφθηκαν στις μπόρες.
Όμως σ' εμάς δεν έδωσαν, τρεις άνθρωποι στον δρόμο...
Είχε ο πατέρας ένα τζιπ κι εμπήκαμ' εκεί μέσα...
Μα, αρρώστησ' ο πατέρας μου, τον έτρωγε η θέρμη.
Στο πίσω κάθισμα εγώ, μικρούλικο παιδάκι
κι η μάνα μου να προσπαθεί τους δυό μας να πορέψει...

Απ' την Αθήνα έφτασε της νόνας μου τ'αδέρφι,
της νόνας μου που πέθανε στην δεύτερη την γέννα
κι ο πάππος μου παντρεύτηκε μιαν άλληνε γυναίκα
και με αυτήνα έκανε μιά φαμελιά καινούργια...

Με τον παππού τσακώθηκε ο θειός μου μόλις ήρθε.
Γιατρός τρανός και δίκαιος, αληθινό διαμάντι..
Τον ρώτησε πώς άντεχε να μην τον ενδιαφέρει
η μοίρα τ' άλλου του παιδιού και πώς το ετολμούσε
να μένει στην τεράστια σκηνή του και να έχει
αμέριμνος και ήσυχος τα τωρινά παιδιά του,
ενώ τ' άλλο ψηνότανε στον πυρετό με ρίγη,
με την γυναίκα, το μωρό, χωρίς καμιά κουβέρτα
μέσα στο τζιπ που θόλωνε το τζάμι απ' το κρύο,
ενώ το ταρακούναγε γερά τ' ανεμοβρόχι...

Απ' όλ' αυτά που έμαθα αργότερα με πίκρα,
το μόνο που μου έρχεται στον νου μου σαν εικόνα,
είναι ο πατέρας μου μπροστά πεσμένος στο τιμόνι
κι εγώ να βλέπω ήρεμη την μανιασμένη μπόρα...

Και ένα βράδυ ξύπνησα απ' την φωνή της μάνας:
''Μην βγαίνεις έξω Κώστα μου, είσαι σε μαύρο χάλι...
Κάθισε σε παρακαλώ πρώτα καλά να γιάνεις
κι ύστερα τράβα όπου θες, τώρα θε να κυλήσεις.''

''Δεν γίνεται Αλίκη μου, δουλειά έχω να κάμω.
Τον Άγιο Γεράσιμο απόψε στ' όνειρό μου
Τον είδα που μου έλεγε να σηκωθώ να τρέξω
στην γκρεμισμένη εκκλησιά και να Τον βρώ που είναι
κάτω απ' ένα συρφετό από γυαλιά και τούβλα,
από κοτρώνες, σίδερα και ξύλιν' αγκωνάρια...
Ο Άγιός μας βρέχεται και είναι πλακωμένος
απ' τα βαριά χαλάσματα, κρυώνει από την μπόρα...
Θα πράξω το καθήκον μου κι άμα Τον βρω, θε νά 'ρθω...''

Και όπως μού 'παν έτρεξε ο Κωνσταντής να ψάξει
εκεί που κάποτε έστεκε η εκκλησιά της Σάμης...
Ολόγυρα τα ερείπια, σε λόφο υψωνόταν...
Βούτηξε μες στα σκέλεθρα, σήκωνε τα δοκάρια
με μόνη έγνοια του να βρει την άγια εικόνα...

Τα χέρια του ματώσανε, γδαρθήκαν οι παλάμες...
Δεν εσταμάτησε στιγμή γιατί 'χε μόνη έγνοια,
να εκτελέσει ταπεινά την πεθυμιά του Άγιου.
Και ξάφνου, μες στα ερείπια, εβρήκε μιάν εικόνα!
Την έβαλε στο στήθος του, κάτω απ' το σακάκι
και γύρισε ανάλαφρος να βρει τους εδικούς του...

Ξάπλωσε πάλι μες στο τζιπ, να χαλαρώσει λίγο.
Τον σκέπασ΄η γυναίκα του μ’ένα πλεχτό στρωσίδι
κι είπε σε μένανε σιγά, να κάνω ησυχία
γιατί ο μπαμπάς κουράστηκε και πρέπει ν'αναρρώσει..

Σε όλους τους σεισμόπληκτους εφτιάξανε παράγγες
να μένουμε, κι αργότερα μας φτιάξανε τα σπίτια
και τότε η κάθε φαμιλιά έστρωσε την ζωή της...

Εμείς πάντοτε είχαμε μαζί μας την εικόνα,
που ο πατέρας έσυρε απ' τα ερείπια μέσα.
Η μάνα την απίθωσε σεμνά στο εικονοστάσι
κι εγώ την εξεχώριζα απ' όλες τις εικόνες
που στέκανε βαρύτιμες και πλουτοστολισμένες...

Η εικόνα αυτή είναι λιτή, χωρίς ένα στολίδι...
Απλούστατη θα τηνε πουν και φτωχική συνάμα...
Ο Άγιος Γεράσιμος ορθώνεται στο κέντρο,
μα γύρω από τα γόνατα και πίσω Του στον φόντο,
μία ομίχλη γλαυκωπή αριά τονε κυκλώνει...

Είν' η υγρασία απ' την βροχή που μάστιζε τον τόπο
αφού επέρασ' ο σεισμός και μούλιασε τα πάντα...
Και στο εικόνισμα έφτασε και τό 'βρεξε κι εκείνο...
Σαν εξατμίστη άφησε το αποτύπωμά της
που μοιάζει λες και σέρνεται μία αχνή ομίχλη
τριγύρω από τον Άγιο και κάτω από το τζάμι.

Αυτήν λοιπόν προτίμησα να πάρω ωσάν νύφη
και στέκει πάντα πιο μπροστά απ' όλους τους αγίους
που έχω, και κοιτώντας την, συγκίνηση με πιάνει...
''Κρυώνω Κωνσταντίνε μου… Έχω βραχεί... Κρυώνω...
Σήκω και έλα να με βρεις και πάρε με μαζί σου...''
Τα λόγια τούτα μιάν νυχτιά που είπε στον πατέρα
ο Άγιος Γεράσιμος, συγκίνηση μου φέρνουν.

Τα άκουσε στον ύπνο του με πυρετό μεγάλο,
αλλά η πίστη του Κωστή πού 'τρεξε να εκπληρώσει
την πεθυμιά του Άγιου με προθυμιά και με πείσμα
παρά του ότι έσκαβε μονάχος με τα χέρια
σ' εκείνον πάνω τον σωρό τον χιλιογκρεμισμένο,
μου φέρνουν συναισθήματα που τρέφουν την ψυχή μου
απ’ την λαμπράδα που σκορπά η πίστη του γονιού μου
και όλο το ανεξήγητο τ’ ονείρατου εκείνου...

--------------------------------------------------

Υ.Γ Ο θείος του ποιήματος, είναι ο ιατρός φυματιολόγος Γεράσιμος [Μεμάς] Φλαμιάτος που υπηρέτησε και ως Διευθυντής στο Τζάνειο Νοσοκομείο, βοηθώντας πλήθος συμπατριωτών του που τον λάτρευαν κυριολεκτικά. Παντρεύτηκε την Αντζολίνα Γιαννουλάτου, της γνωστής οικογένειας εφοπλιστών που ένα από τα καράβια τους ο ΠΟΛΙΚΟΣ έδενε στο λιμάνι της Σάμης.

Ήταν αδελφός της μητέρας του πατέρα μου, της οποίας το όνομα φέρω, της Πολυάνθης. Ο πατέρας της ήταν πλούσιος σταφιδέμπορος τα χρόνια εκείνα. Δυστυχώς πέθανε νεότατη. Γνώριζε πιάνο, γαλλικά, ζωγράφιζε, αλλά δεν της άρμοζε ο γάμος που έκανε. Στο διάβα των χρόνων, ο πατέρας μου αγάπησε την γαλανομάτα ξανθομαλλούσα Αλίκη, απορρίπτοντας την ανηψιά της μητριάς του, προκαλώντας έτσι τον θυμό εκείνης, με αποτέλεσμα να βρεθεί ουσιαστικά μόνον με το σόι της μητέρας του, οι οποίοι τον είχαν και μεγαλώσει από νήπιο.

Από τα υπάρχοντα της γιαγιάς Πολυάνθης, εμείς έχουμε  μ ό ν ο ν  ένα υπέροχο λεύκωμα ντυμένο με ύφασμα, γεμάτο με ποιήματα και αφιερώσεις από τις κορασίδες της εποχής. Η καλλιγραφία που διακρίνει όλα τα ποιήματα είναι εξαιρετική και δη, της Πολυάνθης. Ο πατέρας μου το λεύκωμα αυτό το είχε σαν θησαυρό, ως μοναδικό εναπομένον αντικείμενο της αγαπημένης μητρός του. Φυσικά είναι στα χέρια μου.

Παρασκευή 26 Μαΐου 2023

ΣΕΙΣΜΟΣ - ΕΙΚΟΝΑ ΠΡΩΤΗ

Όταν υψώθηκε θεριό της θάλασσας το κύμα
κι όταν ταρακουνήθηκε συθέμελα το Ιόνιο,
ήμουνα μιά σταλιά παιδί, τρίχρονο κοριτσάκι.
Η μνήμη λεν τριών χρονών αρχίζει στους ανθρώπους
και η δικιά μου άρχισε με τρομερές εικόνες.
Σεισμός μες στα Εφτάνησα συντάραξε την πλάση
και ξετυλίχτηκαν σκηνές που πάγωναν το αίμα.
 
Ήταν θαρρώ απόγευμα σαν γύρισε ο πατέρας
κατάκοπος απ' την δουλειά και ζήτησε της μάνας
να του ανοίξει ν' ανεβεί στο δώμα να πλαγιάσει.
Μα εκείνη αντιστάθηκε και τού' πε τρομαγμένη:
''Δεν σου το δίνω το κλειδί, μέγας σεισμός εγίνη...
Θα κοιμηθούμε και οι τρεις έξω, εδώ στον κήπο.
Λένε πως κάτι έρχεται κακό πολύ μεγάλο.
Πάρε κοντά σου το παιδί Κώστα μου και ξαπλώσου,
απόψε όλοι οι γείτονες έξω θα κοιμηθούνε.''
 
Κι ήταν της μάνας η άρνηση που γλίτωσ' ο πατέρας...
Δεν ξέρω τι ώρα ήτανε σαν άνοιξα τα μάτια
και κοίταζα σαν όνειρο αυτό που εξελισσόταν...
Μία βουή απαίσια εσκέπασε τα πάντα...
Τα σπίτια όλα πέσανε με κουρνιαχτό κι αντάρα...
Κοτρώνες βίλες γίνανε, η γης ταρακουνιόταν
και μιά ομίχλη σκέπασε τα πάντα στο νησί μου...
Ήταν η σκόνη κι ο αχός που σ' έπνιγαν στο στόμα,
καθώς το βιός μας γίνηκε θρύψαλα ματωμένα
κι ανέβαινε, σε τύλιγε τόσο πυκνός σαν στάχτη,
που σ' έκανε να μην μπορείς να δεις στο ένα βήμα...
 
- Μην πας Κωστάκη μ' από κεί, θα πέσεις στο πηγάδι!!!!
εφώναξε η μάνα μου κι έπιασε τον πατέρα
που, ζαλισμένος τρίκλιζε, τυφλός από την σκόνη,
ενώ τριγύρω άκουγες σπασμωδικές ανάσες,
χωρίς κανέναν να θωρείς, τον έκρυβε η αντάρα...
 
Κάτι  πλεχτό και κόκκινο τύλιγε ένα αγόρι
οπού στεκόταν δίπλα μας και φώναζε: ''Χαρίκλεια!!''
Θε νά'ταν 12 χρονών, κοντά μας είχε έρθει
και φώναζε την θεία του, την σπιτονοικοκυρά μας...
 
Το κλάμα είχε στην φωνή ο πονεμένος νέος
Κόκκινη η εσάρπα του και κόκκινο το πόδι.
Είχε χτυπήσει κι έτρεχε στην γάμπα του το αίμα.
Αυτή η εικόνα στοίχειωνε συχνά τα όνειρά μου, 
τα χρόνια τα κατοπινά, με γεύση από φόβο.
Ο φόντος μαύρος κι άραχνος. Θολούρα, δυσφορία...
Η μάνα μου να με κρατεί, σκοντάφτει ο πατέρας.
Ν' ακούω μοναχά φωνές, κανέναν να μην βλέπω
πάρεξ εμάς τους τέσσερις τους κατατρομαγμένους
και μες στην σκόνη το παιδί, κόκκινο να φωνάζει,
μία φιγούρα τραγική, γέννημα της αντάρας
κι όλα να καταρρέουνε, να γίνονται συντρίμμια...
 
Αργότερα που λέγαμε κείνα τα γεγονότα,
έμαθα πως ο νεαρός την θειά του αναζητούσε.
Όμως εκείνη ανέβηκε το φάρμακο να δώσει 
στην αδελφή της πού 'τανε κατάκοιτη στο σπίτι
κι εκεί την βρήκε ο σεισμός κι εσβήστη η ζωή της...
 
Χρόνια πολλά περάσανε και η ζωή ξανάρθε
ήρεμη στην Κεφαλονιά κι όλα γινήκαν μνήμες...
Τα σπίτια αντισεισμικά μάς δίναν εγγυήσεις
για ένα μέλλον ήσυχο και όμορφο συνάμα.
 
Ήμουνα στο Γυμνάσιο κι αφού είχα σχολάσει,
επήγα από το μαγαζί που είχαν οι γονείς μου.
Είδα την μάνα χαρωπή και μού 'πε πως συνέβη
κάτι π' ούτε θα τό 'βρισκα, μα θά 'νιωθα ωραία,
όπως ωραία ένιωσε κι αυτή πριν λίγη ώρα...
 
''Ενόμιζα πως ήθελε ψυγείο ν' αγοράσει 
η κοπελιά που το πρωί εδιάβηκε την πόρτα.
Βιβλία όμως πούλαγε κι επιάσαμε κουβέντα.
Μου είπε ότι ήτανε κι αυτή απ' το νησί μας,
μα τώρα πια εμένανε κάπου κοντά στην Πάτρα.
Ξέρεις ποια ήταν κόρη μου η κοπελιά ετούτη;
Θυμάσαι κείνο το παιδί που φώναζε ''Χαρίκλεια''
τότε που εγίνη ο σεισμός και στ' όνειρό σου μπαίνει;
Λοιπόν!! Ο νιός εσώθηκε!!! Εγίνη καπετάνιος
 και το κορίτσι μάτια μου, είναι η αδελφή του
και μένουνε όλη μαζί στων Πατρινών την πόλη!!!''
 
Ενόμισα πως άνοιξαν οι ουρανοί και βγήκε
χρυσός ο ήλιος κι έλουσε μ' αχτίδες την ψυχή μου!
Ώστε ο νιος του όνειρου, εσώθηκε, εζούσε!!
Θεέ μου τι ανακούφιση!!! Κι εγίνη καπετάνιος!!!
Το μαύρο πέπλο άρπαξε το άλικο το αίμα
κι ουδέποτε το όνειρο ξανάδα στην ζωή μου!
Η έγνοια εξατμίστηκε, ηρέμησε η καρδιά μου
που τόσα χρόνια πόναγε για κείνο τ' αγοράκι...
 
Από τριών χρονών παιδί μες στ' ασυνείδητό μου,
υπήρχε η αγωνία μου τι τάχα νά 'χε γίνει 
ο ματωμένος νεαρός που φώναζε την θειά του,
μέσα σε τρόμου σκηνικό που μ' είχε σημαδέψει...
Και τώρα πού 'μαθα πως ζει και είναι ευτυχισμένος,
γαλήνεψε το μέσα μου, εγέλασ' η καρδιά μου.
Οι εφιάλτες έκτοτε οριστικά χαθήκαν.
Ο ύπνος με αγκάλιαζε ανέμελος με γλύκα,
γιατί η ψυχή μου ηρέμησε, ο φόβος είχε φύγει...
 
Ευτυχισμένοι όλοι αυτοί που η μνήμη τους ξυπνάει
με φωτεινές αναλαμπές κι αγάπης μελωδίες...
Ο Άγιος Γεράσιμος όλους να μας φυλάει 
και στα χρυσά Εφτάνησα, να σπέρνει ευλογίες....
 
----------------------------------------------------------

Υ.Γ Θολές εικόνες έχω από τον μεγάλο σεισμό. Σε αυτό το μέρος ΕΙΚΟΝΑ ΠΡΩΤΗ, θυμάμαι την μάνα στον κήπο να αρνείται να δώσει στον πατέρα τα κλειδιά κι εγώ να της κρατώ το χέρι σφιχτά. Αργότερα μία βοή και τις λέξεις ''Κώστα, πηγάδι!!'', και το ότι δεν έβλεπα μπροστά μου από μια ξαφνική θολούρα, από ένα ξαφνικό σκοτάδι που μας έπνιγε... Μια φλόγα φωτιάς και ένα παιδί δίπλα μας με ματωμένο πόδι και με κάτι κόκκινο ριχτό στους ώμους του, να φωνάζει ''Χαρίκλεια''... Αυτά γράφτηκαν μέσα μου για πάντα. Τις λεπτομέρειες τις έμαθα αργότερα από τους γονιούς μου...

Στην ΕΙΚΟΝΑ ΔΕΥΤΕΡΗ που θα ακολουθήσει, έχω στην μνήμη μου κι άλλες θολές σκηνές από εκείνες τις τρομερές ημέρες...

Πέμπτη 25 Μαΐου 2023

ΑΠΟΛΑΥΣΕΙΣ.... ΓΑΣΤΡΙΜΑΡΓΙΚΕΣ!!

Τα χρόνια εκείνα τα παλιά δίναμε εξετάσεις

για να περάσεις άξια στην επομένη τάξη.

Τι άγχος Παναγίτσα μου που ένιωθα η δόλια!

Γυμνάσιο και Λύκειο, γνωστό τι θα τραβούσες...

 

Την ώρα που εδιάβαζα, η μάνα μου ερχόταν

με ένα πιάτο ολόγιομο άσπρα και μαύρα μούρα.

Την γλύκα τους στο στόμα μου, ολόφρεσκια την έχω.

Μού έφερνε και ώριμες, μέσπολες γινομένες.

 

Το Πάσχα μυζηθρόπιτα έφτιαχνε η μητέρα

και την πετύχαινε τρελά, θεσπέσια γινόταν.

Την πήγαινα για να ψηθεί στον φούρνο του Χρηστάτου

και το ταψί στα χέρια μου ουδόλως το θωρούσα.

 

Λοιπόν στα διαγωνίσματα για να μ'ευχαριστήσει,

την μυζηθρόπιτα έφτιαχνε ξανά, η μάνα πάλι!!

Κι αν κάποτε δεν το 'κανε, αγόραζα μυζήθρα

και την γευόμουν μ' άφθονη ζάχαρη στο κομμάτι!!

 

Τ' απόγευμα φέτα ψωμιού παίρναμε για προσφάϊ.

Λαδόξυδο του βάζαμε ή ζάχαρη στην ψίχα

κι άλλοτε πάλι τρώγαμε το χτυπητό αυγό μας,

αφράτο να ανυψωθεί στου ποτηριού τα χείλη...

 

Συχνά-πυκνά η μάνα μας, έφτιαχνε ριγανάδα

-ξετρελαινότανε γι' αυτήν, γελούσε σαν κορίτσι-

Και στου χειμώνα την θωριά ψωμί καψαλισμένο

στο κότο το βουτούσαμε, στ' ωραίο πετιμέζι.

 

Μελάτο έτρωγε τ' αυγό ο γελαστός πατέρας

κι η μάνα έκοβε λεπτές την ψίχα από την φέτα,

για να βουτήξει κάθε μιά στον χρυσαφένιο κρόκο,

γιατί του άρεσε με στυλ κάθε μπουκιά του νά 'ναι.

 

Στο μαύρο τσάι' βάζαμε ζάχαρη και λεμόνι

και ο πατέρας άλειφε βούτυρο στο ψωμί του 

κι απάνω απ' το βούτυρο το θυμαρίσιο μέλι

κι έτσι την φέτα βούταγε στην ντελικάτη τσάσκα.

 

Τι νοστιμιά ήταν αυτή!!! Και πόσο συνταιριάζουν

λεμόνι, μέλι, βούτυρο, ψωμί και μαύρο τσάι'!

Καθόμασταν ολόγυρα στο μεσιανό τραπέζι

κι ήτανε μιά αληθινή, ιεροτελεστία...

 

Τα λόγια του πατέρα μου, ακόμα τα ακούω:

''Σας έφερα κορίτσια μου δυό σοκολάτες ΙΟΝ,

μα θα τις φάτε με ψωμί, σαν νά'σαστε Αγγλίδες!!

Θα δείτε πόσο ταιριαστά θα δέσουνε στο στόμα!''

Και όντως βγήκανε σωστά τα λόγια του πατέρα!

 

Δεν έψαξα ποτέ να δω, αν έτσι ...τρώνε οι Άγγλοι,

αλλά μέχρι και σήμερα ψωμί και σοκολάτα,

είναι για με ξεχωριστή γεύση που την τιμάω!

Εξ άλλου για σκεφτείτε το, πουλάνε και τσουρέκια 

που έχουν μέσα τους γλυκιά, χυμένη σοκολάτα!

Οπότε από γεύσεις γνώριζε ο τρυφερός γονιός μου!!

Όπως εγνώριζε καλά, να πλάθει ιστορίες,

που άφωνο σ' αφήνανε από πλοκή και δράση!!!

 

Σύκα μας έδινε συχνά ο γείτονας Βαγγέλης,

εκείνα τα βασιλικά σύκα τα μελωμένα

και φραουλίτσες έκοβε κι έδινε στην Αντζέλα

που σαν μικρότερη έστεκε με σκέρτσο και ζωντάνια...

 

Στα χρόνια που περάσανε κι άφησα το νησί μου,

μούρα δεν εματάφαγα που μου αρέσουν τόσο...

Μου λείπει το ψητό ψωμί απάνω κει στην θράκα

κι η ζεστασιά που γλύκαινε το μέσα μας σαν μέλι...

Και το γλυκό του κουταλιού το ρουμπινί κυδώνι,

σε φέτα μαλακού ψωμιού αράδα την απλώνω,

σαν τότες που μικρό παιδί ερχόταν ο πατέρας

 στο διάλειμμα, και μού 'φερνε το κολατσιό ετούτο...

Ή στο σχολειό μου έπαιρνα ψωμί και σοκολάτα 

που, σαν λιχούδα, χαρωπά με βιάση την τιμούσα!!

 

Πώς ξεστρατίζει το μυαλό κι όλο γυρίζει πίσω...

Θυμάμαι δέντρα ολόκληρα θεριεύαν οι μουριές μας...

Τώρα θυμώνω με αυτούς που λέν ότι κλαδεύουν 

και κόβουν όλα τα κλαριά απ' τις μουριές του δρόμου...

Αφήνουν δύο κούτσουρα και  δ ε ν  καταλαβαίνω,

γιατί τα πετσοκόβουνε τα έρημα τα δέντρα...

 

Δίνουν τον ίσκιο τους παχύ, νυφούλες φουντωμένες 

και είναι χάρμα οφθαλμών καθώς τις αντικρίζεις...

Ερώτησα, πατόκορφα γιατί τις σακατεύουν

και μού 'παν τέτοια εντολή έχουν από τον Δήμο...

Ετούτη την απόκριση δεν την καταλαβαίνω, 

όπως και τόσα πράγματα που γίνονται τριγύρω...

 

Της νοσταλγίας το στρατί, τώρα θα το αφήσω...

Θ' ανοίξω τηλεόραση, θα πάρω τον καφέ μου

και θε να δω τον Σέρλοκ Χόλμς που τον ξαναπροβάλλει...

Και μες στο λάδι θα βουτώ μαύρο ψωμί που πήρα,

καθώς οι μνήμες οι χρυσές,  π ά ν τ α  μαζί μου θά 'ναι....

ΜΗΝ ΜΕΤΑΝΙΩΝΕΙΣ ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ...

 


Δεν το πείμενα ποτέ πως τώρα πια στα -ήντα

θα ένιωθα την μοναξιά την θύρα να μου κρούει

μ' ένα αρπακτικό ρυθμό σκορπίζοντας ομίχλες...

Τα χρόνια που εδούλευα κι ήταν οι κόρες σπίτι,

το μόνο που σκεπτόμουνα ήταν να μεγαλώσω

σωστά τις θυγατέρες μου, να μην τους λείψει κάτι

και στο σχολειό μου πήγαινα μιά χαρωπή δασκάλα...


Μα κάποτε παντρεύτηκαν τα δυό μου τα κορίτσια...

Δεν το κατάλαβα ποτέ πως διάβηκεν ο χρόνος...

Εκεί που μπρος  μου άνθιζαν οι μαθητές της τάξης,

εκεί πού 'τρεχα σίφουνας τα πάντα να προφτάσω,

ξάφνου εγγόνια μού 'ρχονται, αγγελικές φατσούλες

και το χαρτί της σύνταξης  στην χούφτα μου φωλιάζει...


Ουδέποτε μου πέρασε να φτιάξω κάποια σχέση...

Με γέμιζαν ολόκληρη οι κόρες κι η δουλειά μου.

Δεν μού 'μενε ελεύθερη στιγμή να συλλογιέμαι

ερωτικά σκιρτήματα και τ' αύριο που θά' ρθει...


Ώσπου μιά μέρα έμεινα μονάχη μες στο σπίτι.

Εκείνα πού 'χα αγκιστρωθεί επάνω τους με ζέση,

είχαν πετάξει μακριά στον εδικό τους κόσμο.

Εφτιάξαν οικογένεια οι δυό μου θυγατέρες

κι ο χρόνος μ' αποτράβηξε απ' του σχολειού την δράση...


Όλα ωραία, φυσικά και τέλεια είχαν   γίνει...

Αυτός ο κύκλος της ζωής είναι και το γνωρίζω.

Μήπως δεν έφυγα κι εγώ από τους δυό γονείς μου;

Μήπως δεν έρχετ' η στιγμή την σύνταξη να πάρεις;


Το γνώριζα μα, δεν περίμενα ποτέ πως θα πονέσω τόσο...

Κι η ώρα ήρθε ειρωνική να σιγομουρμουρίσει

πως, μόνη μου επέλεξα της μοναξιάς τον δρόμο

και τώρα ουδέ παράπονο στα χείλη να μην έβγει...

Τώρα είναι αργά να σκέφτεσαι του σύντροφου την έγνοια.

Ας είχα πράξει αλλιώτικα, τι τώρα μουρμουράω;;


Σαν πέρασε της σύνταξης  το πρώτο το χαστούκι,

κατάθλιψη μού χτύπησε την πόρτα ανταριασμένη...

Σκληρά την επολέμησα και ήρθε η γαλήνη,

όμως μιά θλίψη ευγενική πλανιέται στον αέρα...


Και τότε αποζήτησα του σύντροφου το χέρι.

Θά 'ταν ωραία να ρωτά κάποιος για σένα μόνο.

Χέρι με χέρι να διαβούν τον δρόμο για το δείλι

κι αγκαλιασμένοι να θωρούν το τρυφερό ιντερμέντζο...


Όμως εγώ αλλιώτικα προχώρησα στην ζήση.

Την τύχη σφυρηλάτησα μ' αλλιώτικες ιδέες.

Εν γνώσει μου διέγραψα μία μονήρη μοίρα

και δεν μου πρέπει τώρα πια, παράπονο να βγάζω.

Βλέπεις, δεν το περίμενα πόσο βαριά θε νά 'ναι

η έλλειψη μιάς συντροφιάς στου λιόγερμα την όψη.

Τότε δεν το σκεφτόμουνα ή το περιγελούσα

μα, λάθος μ' έβγαλε απλά το πλήρωμα του χρόνου.


Από την άλλη σκέφτομαι πόσο υπέροχα ήταν

τα χρόνια που διαβήκανε και μου χαρίσαν τόσα...

Έφτιαξα κόρες ικανές, υπέροχες γυναίκες

και στο σχολειό με λάτρευαν γονείς και μαθητάδες...


Και τώρα που το σκέπτομαι δεν θ' άλλαζα έναν πόντο

από εκείνη την ζωή την ωριοστεφανωμένη.

Ο χαρακτήρας μου αυτός ποτέ του δεν θ' αλλάξει

κι άμα ξαναγεννιόμουνα, τα ίδια θά ' χα κάμει!!


Σαν είσαι νιος δεν αγροικάς  τα χρόνια που θα 'ρθούνε

κι όλον τον κόσμο τον θαρρείς ότι δικός σου είναι...

Τα -ήντα λες πως βρίσκονται στα πέρατα του χρόνου,

κάτι τελείως μακρινό π' ούτε το συλλαμβάνεις...


Αν πρώτη είχαμε που λεν, την γνώση την στερνή μας,

μπορεί ν' αλλάζανε πολλά, να λείπανε τα λάθη...

Όμως ο κύκλος της ζωής δικές του έχει ορμήνειες...

Ασίγαστα κι ανέμελα τα νιάτα πάντα θά 'ναι

και θα φωτίζουν την ζωή μ' ονείρατα κι ελπίδες...

Παρασκευή 19 Μαΐου 2023

ΠΡΟΣ ΔΗΜΗΤΡΗ ΜΟΥ ΚΑΙ ΗΡΑΚΛΗ ΜΟΥ

[Είχα γράψει ένα ποίημα, όταν οι δυο από τους εγγονούς μου τελείωσαν το Δημοτικό. Τώρα τους γράφω που πατούν στο Γυμνάσιο]


Τα χρόνια στο Δημοτικό, περάσανε σαν ψέμα...
Για πότε το τελείωσαν δυό απ' τους εγγονούς μου,
ούτε που το κατάλαβα, σαν όνειρο κυλήσαν...
Πρωτάκια τα αναπολώ και τώρα που τα βλέπω,
δύο λεβέντες γίνανε, ψηλοί σαν κυπαρίσσια!

Δημήτρη μου, πώς ψήλωσες! Έφθασες τον πατέρα
που, δίπατος ορθώνεται και στο πλατάνι μοιάζει!
Κι εσύ Ηρακλή μου έφτασες την μάνα σου στο μπόι
κι εμένα, την γιαγιάκα σας, με έχεις ξεπεράσει!

Πανέμορφα εγγόνια μου, τι να πρωτοθαυμάσω;
Το ήθος, την ευγένεια, την έγνοια προς τον άλλον;
Δυό νικητές εβγήκατε στα έξι χρόνια τώρα
και μένει το Δημοτικό γεμάτο αναμνήσεις...

Δεν ήταν όλα ανέμελα, στρωμένα με χρυσάφι...
Αλλά παλέψατε σεμνά, μ' ευγένεια και πείσμα...
Κι η τύχη σας αντάμειψε στις τελευταίες τάξεις
να έχετε υπέροχες, θεόσταλτες δασκάλες!!

Κρατήστε τις πιο γελαστές κι ωραίες αναμνήσεις.
Τα χρόνια που διαβήκανε σας κάναν παλληκάρια...
Στο πλάι σας συνέχεια είχατε τους γονείς σας
που ήταν πάντοτε  ε κ ε ί  να δίνουν την ορμήνεια
και να σας δείχνουν με στοργή τον φωτισμένο δρόμο...

Το θέατρο Δημήτρη μου, γλυκά σε συναρπάζει!
Σ' αρέσει η Αριθμητική καθώς κι η Ιστορία
κι είσαι ένας ρήτορας δεινός σε ό,τι αναπτύσσεις
με μιά καρδούλα δοτική κι αγνή σαν περιστέρι.
Μες στα γαλάζια μάτια σου σαλπίζει η αγάπη
και το μυαλό σου άδολα, όλα τα συνταιριάζει...

Κι εσύ Ηρακλή μου θέατρο μες στην καρδιά σου κρύβεις...
Ακολουθείς Γυμνάσιο που θέατρο διδάσκει...
Κι ίσως μεγάλος βιολιστής θα γίνεις κάποια μέρα!!!
Με φρονιμάδα περισσή κρίνεις τα γεγονότα
και στην ψυχή σου ορθώνεται τρανή η καλοσύνη.

Το καλοκαίρι διάβηκε σαν νά 'ταν παραμύθι...
Χαρήκατε την θάλασσα κι ηλιόλουστες ημέρες.
Οι διακοπές σας πέρασαν με γέλια και αρμύρα
κι ελεύθερα επαίξετε με φίλους και μ' αδέρφια!

Να λέτε πάντα ''Ευχαριστώ'' στις άξιες δασκάλες
πού 'χατε στο τελείωμα και  δ ε ν  θα τις ξεχάστε...
Οι λατρεμένοι σας γονείς θα συνεχίζουν πάντα
να είναι στήριγμα για σας, πηγή βαθιάς αγάπης...
Να μην φοβάστε τίποτα στο μέλλον εγγονοί μου,
γιατί οι δικοί σας άνθρωποι τρανά θα σας φροντίζουν...

Να σας φωτίζει το στρατί της Παναγιάς η χάρη.
Όλα τ' αστέρια τ' ουρανού τριγύρω σας να λάμπουν!
Νά 'στε γερά, νά 'στε καλά και πάντα ευτυχισμένα
και μόνον ήλιους και χαρές στο διάβα σας να βρείτε.

Σας ευλογώ και σας φιλώ, σας στέλνω μύρια άνθη
και υπογράφω στο χαρτί: Γιαγιά σας Πολυάνθη!!

Πέμπτη 18 Μαΐου 2023

ΠΡΟΣ ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΑΙ ΗΡΑΚΛΗ-ΦΩΤΕΙΝΟ, εγγονάκια μου ΣΤΟ ΚΑΙΝΟΥΡΙΟ ΣΑΣ ΞΕΚΊΝΗΜΑ

Θυμάμαι που δεν φτάνατε στου τραπεζιού το ύψος,
εγγόνια μου αγγελόμορφα, αγάπες της ψυχής μου...
Μάτια γεμάτα έκταση, γεμάτα απορία
τα γαλανά ματάκια σου, Δημήτρη λατρευτέ μου,
με μιά σταλιά παράπονο θαρρώ πως μας κοιτούσαν...
Κι εσένα Ηρακλάκο μου τα ''ομιλούντα μάτια''
τα μάτια σου που κοίταζαν κατάπληκτα τον κόσμο
και νόμιζα πως μίλαγαν κι ελέγαν ιστορίες,
σηκώνοντας συγκίνηση στα βάθη της καρδιάς μας
χαμόγελα ξεχείλιζαν, τραγούδια στην ψυχή μας...

Τώρα πιά μεγαλώσατε, Γυμνάσιο θα πάτε.
Παλληκαράκια δροσερά, ηλιόλουστα φυντάνια!
Να μου προσέχετε παιδιά, να είστε μετρημένα
κι ό,τι συμβεί στον δρόμο σας αμέσως να το πείτε
στην μάνα, στον πατέρα σας που, πάντοτε θα στέκουν
μ' ολάνοιχτη την αγκαλιά ε σ ά ς για να συντρέξουν
και οι πλατιές φτερούγες τους ε σ ά ς θα προστατεύουν...

Το θέατρο στο αίμα σου Δημήτρη μου το έχεις
κι εσύ Ηρακλή με το βιολί, μεθάς τις ηλιαχτίδες!
Ο ένας ρήτορας τρανός, ο άλλος βιρτουόζος
κι οι δυό σας αναζητητές κι οι δυό σας καλλιτέχνες...
Και να, που αποδείχθηκε ηθοποιός μεγάλος 
και ο χρυσός μου Ηρακλής που πέραε απ' τους πρώτους
στο Καλλιτεχνικό Γυμνάσιο κι έχω χαρά μεγάλη!!!

Σας εύχομαι εγγονάκια μου η πόρτα που ανοίγει,
νά 'ναι για σας ακρολιμνιά και αστροφωτισμένη.
Να την διαβείτε θαρρετά με του Θεού την χάρη.
Του Γυμνασίου η σκηνή, χαρές να σας γεμίσει
και να σας δώσει 'αφθονα τα δώρα της παιδείας...

Η γνώση, η ενσυναίσθηση, το πνεύμα της αγάπης
να σας φωτίσουνε τον νου, να γίνετε λεβέντες...
Ν' ανοίξτε τις φτερούγες σας ψηλά για να πετάξτε
και να κοιτάτε πάντοτε ψηλά με περηφάνεια,
μ' ένα μυαλό που πάντοτε προς το καλό θα βλέπει
και μ' ένα πνεύμα ορθάνοιχτο, το σύμπαν να δεχθείτε...

Αρχές, Δημήτρη κι Ηρακλή, σας έδωσε το σπίτι.
Στις δυσκολίες - είπαμε - θα τρέξτε στους γονείς σας...
Αγαπημένα μου παιδιά, χρυσά μου εγγονάκια,
συγκινημένη σας θωρώ και σας καλοτυχίζω.
Όλα τα δώρα του Θεού στα χέρια σας να ρθούνε
και οι ευχές μου χρυσανθοί να σας μοσχοραντίζουν.

Καλό ξεκίνημα παιδιά κι η Παναγιά μαζί σας.
''Αντίο'' στο Δημοτικό πείτε κι ετοιμαστείτε
για ένα ταξίδι αλλιώτικο μα, μαγικό συνάμα!
Και μην ξεχνάτε: Αν θέλετε κάτι στην Ιστορία
είτε στην γλώσσα ή κι αλλού, εγώ εδώ θα είμαι!
Κάτι επί πλέον ως γιαγιά θα έχω να σας λέω
αν, κι οι γονείς σας σίγουρα στο πλάι σας θα είναι!!!
Απλά θα ήθελα πολύ να βρίσκομαι σιμά σας,
ν' αρχίζουμε συζήτηση για θέματα μυριάδες
και να σας λέω πιο πολλά απ' ό,τι το βιβλίο!!!

Καλό ξεκίνημα λοιπόν χρυσά μου εγγονάκια!
Αστραφτερή κι ανέφελη η ζήση σας να είναι
και το Γυμνάσιο στρωτά, με ζέση να διαβείτε!!!!!

---------------------------------

Με μεγάλη αγάπη, η γιαγιά σας
Πολυάνθη-----


------------------------------------------------------------------------

Με ένα ποίημα είχαμε αποχαιρετήσει το Δημοτικό. Τώρα με ένα ποίημα, εύχομαι στα συνομήλικα εγγονάκια μου, ΜΕ ΤΟ ΚΑΛΟ ΚΑΙ ΣΤΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ!!!! Και εν τω μεταξύ, ο Ηρακλής -Φωτεινός, πέρασε στο ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΓΕΡΑΚΑ!!! Τελικά, το θέατρο ρέει στις φλέβες και του Δημήτρη και του Ηρακλή!!!!! Καλοφώτιστα και τυχερά!!! Και καλό ξεκίνημα σε όλα τα παιδιά, στην καινούρια τους σχολική χρονιά!!!!!

Τρίτη 2 Μαΐου 2023

ΕΓΩ, Η ΥΙΟΘΕΤΗΜΕΝΗ ΚΟΡΗ...

Ούφμμ!!!! Ξανάρθε η Άλις!!! Όχι! Μην βάζετε κακό στο νου σας, επειδή αναστενάζω βαθιά! Το αναγνωρίζω εις βάθος! Είμαι υιοθετημένη και το εκτιμώ τα μάλα! Λατρεύω την μαμά μου και με λατρεύει κι αυτή! Όταν όμως έρχονται οι δύο βιολογικές της κόρες με πιάνει μια τόοοσο δούλα μικρή ανασφάλεια. Όχι! Αιτίες για να ζηλέψω δεν μου έχουν δώσει ποτέ! Είναι πραγματικά χρυσά κορίτσια και με αγαπούν αληθινά. Η δε Άλις θεωρεί ότι την αγαπάω περισσότερο απ' όλους [!], επειδή παλιά αρκετές φορές κοιμόμασταν στο ίδιο κρεβάτι, μαζί. Τώρα όμως έχει παντρευτεί προ πολλού, όπως και η άλλη αδελφή μας και έχουν φύγει κι οι δυό από το σπίτι μας. Οπότε ποιος μένει; Μόνον εγώ!! Και μοιράζομαι την μαμά μου  μ ό ν ο ν   ε γ ώ  όλο το 24ωρο!

Πούφ!! Για κοίτα! Η Άλις κάθεται δίπλα στην μαμά μας στον καναπέ, στην θέση που κανονικά είναι δικιά μου... Τι να κάνω όμως; Φασαρία; Να πει ότι ζηλεύω ή ότι είμαι ιδιότροπη; Άσ' την... Ξέρω τι θα κάνω... Πλησιάζω σιγοτραγουδώντας, φιλώ την κόρη στο μάγουλο, φιλώ την μαμά και τσουπ! Χώνομαι ανέμελα ανάμεσά τους! Όχι που θα σ' αφήσω αδελφούλα να έχεις την μαμά ολοδική σου! Ας μην την κακολογώ όμως... Σηκώνει το χέρι και μου τρίβει τρυφερά την πλάτη. Πεταρίζω τα βλέφαρά μου για να την γοητεύσω και να της πω το “ευχαριστώ” μου...

Μιλούν για χίλια δύο θέματα που τα βρίσκω ανιαρά, δεν δείχνω όμως τίποτε για να μην με πούνε ξινή κι ότι θέλω να ασχολούνται μόνον με μένα... Άλλο τώρα εάν αυτό επιθυμώ διακαώς!! Κάποια στιγμή η Άλις σηκώνεται και βρίσκω την ευκαιρία να καθίσω στα γόνατα της μητέρας. Δεν είμαι βαριά, Έχω ένα κορμάκι μούρλια!΄Κι άσε την Άλις να λέει ότι η μαμά ευθύνεται για τις καμπύλες μου που εγώ τις βρίσκω υπέροχες!! Ακουμπώ το κεφαλάκι μου στο στέρνο της και νιώθω υπέρτατη αγαλλίαση!!

- Μπα! Δεν πρόλαβα να σηκωθώ και σας βρίσκω αγκαλιασμένες! Το ξέρετε ότι έχετε γίνει αυτοκόλλητες;; λέει η Άλις γελώντας ερχόμενη από την κουζίνα.

- Κάνουμε υπέροχη παρέα! Είναι ένας άγγελος! απαντά η μαμά. Έχει θαυμάσιο χαρακτήρα! Είναι κορίτσι μοναδικό!

Δεν πέρασε πολλή ώρα και νά σου και η πρώτη κόρη, η Ελπίς! Αυτό μας έλειπε! Γίναμε πολλοί! Σηκώνομαι από την αγκαλιά της μητρός, αλλά δεν πρόλαβα να σταθώ στα πόδια μου και η Ελπίς μ’ αρπάζει και με καταφιλάει παντού!!! Μάτια, μύτη, κεφάλι! Κι αυτή με λατρεύει. Ευθύς όμως σκέπτομαι ότι η ευγένεια προστάζει ν’ αλλάξω θέση πάραυτα. Έτσι, κάθονται δίπλα - δίπλα οι δύο βιολογικές κόρες κοντά στην μητέρα, κι εγώ η υιοθετημένη στην πολυθρόνα ακριβώς απέναντι. Πέστε με ανάποδη, ζηλιάρα, ό,τι θέλετε, αλλά βαριέμαι πολύ αυτές τις οικογενειακές συγκεντρώσεις που κρατούν ώρες. Όχι ότι μ’ αφήνουν μόνη απ' έξω ωσάν κούτσουρο. Όχι, και οι δύο αδελφές μου, μού απευθύνουν τον λόγο συχνά, μέχρι που σηκώνονται και μου σκάνε φιλιά στα μάγουλα. Το ευχαριστιέμαι, δεν λέω, αλλά εγώ, έλα ντε που θέλω ενδόμυχα να φύγουν για να μείνω μόνη μου με την μαμά;;... Ούτε αντικοινωνική να με πείτε... Η Ελπίς λέει ότι είμαι το πιο κοινωνικό πλάσμα που έχει γνωρίσει και όλοι συμφωνούν μαζί της. Όντως, χαίρομαι όταν βλέπω κόσμο, συμμετέχω στην παρέα,  α λ λ ά, μέχρις ενός ορισμένου σημείου!!!! Αν δεν είμαι εγώ το κέντρο της συζήτησης συνεχώς, από κάποια στιγμή και μετά, χάνω κάθε ενδιαφέρον...

Κι εκεί σήμερα, που έχω αρχίσει να συνηθίζω την δημιουργηθείσα κατάσταση, χτυπάει η πόρτα... Τρέχω πρώτη ως ευγενική δεσποσύνη, αλλά με προλαβαίνει η Ελπίς. Κα, ω Θεέ μου!!!! Ω, Θεέ μου εις το τετράγωνο!! Μπουκάρουν τα εγγόνια κι οι γαμπροί! Ανάστα ο Κύριος! Φωνές, γέλια, πειράγματα, πανζουρλισμός πλέριος!! Εγώ δε, υποφέρω!! Να φιλιά από τον Δημήτρη και τον Ηρακλή - Φωτεινό, να αγκαλιές από τον Μιχαήλ - Άγγελο και τον Κωνσταντίνο!! Χαιρετώ συγκαταβατικά όλους, αλλά κάποια στιγμή ήθελα να βγάλω μια στριγγλιά! Έ, όχι βρε φίλε!! Δεν μου αρέσουν τα τόσα αγγίγματα και οι εκδηλώσεις λατρείας!!!! Θέλω  ε γ ώ  να ορίζω πόσοι και πότε θα με πνίξουν από την πολλή αγάπη τους!! Θα με πείτε ξινή, αλλά δεν με ενδιαφέρει η γνώμη αυτή, ποσώς!!

Και κάποια στιγμή - ώ, τι ευτυχία! - μπόρεσα και ξεγλίστρησα από την τρελή ομήγυρη. Προσποιήθηκα ότι πάω να πιω νερό και καθώς μιλούσαν όλοι μαζί, το 'σκασα αλά ιταλικά! Πέφτω στο κρεβάτι ξέπνοη... Έχω ανάγκη να μείνω για λίγο μόνη... Τεντώνομαι νωχελικά και κλείνω τα υπέροχα μελιά μάτια μου... Εντάξει... Πάρα πολύ καλοί άνθρωποι οι συγγενείς μου και πολλοί θα πείτε να ευχαριστώ τον Θεό που με αγαπούν τόσο και μου φέρονται εξαιρετικά, όλοι τους... Όντως... Η δική μου υιοθεσία έχει πετύχει πλήρως και το λιγότερο που μπορώ να πω, είναι ότι με λατρεύουν άπαντες!!!

Το πρόβλημα είναι δικό μου. Κι εγώ τους αγαπάω όλους αληθινά, αλλά δεν αντέχω την βαβούρα. Θέλω κάπου να μπαίνει και μια τελεία. Μην το παρακάνουμε με τις διαχύσεις! Είναι εννιά και είμαι μία!! Ορίστε τώρα… Πολλή ώρα δεν κάτσανε; Πάω νυχοπατώντας ως την πόρτα του χωλ και κοιτάζω στο σαλόνι. Δόξα νά 'χει ο Κύριος! Σηκώνονται! Θα φύγουν! Μα, πριν προλάβω να ξαναπάω στην κρεβατοκάμαρα, μ' αρπάζει ο Δημήτρης!!!

- Πού πας κούκλα μου; Έλα να σε φιλήσω! Θ' ανεβούμε όλοι στην θεία Ελπίδα! Θα μου λείψεις! Θα σε δούμε μεθαύριο!!

Και μέχρις να πει; κίμινο, πλακώνουν και οι άλλοι τρεις εγγονοί να με αποχαιρετίσουν ομαδικά! Φτάνει πια βρε παιδιά! Με σαλιώσατε με τα φιλιά σας! Και τι άγαρμποι που είστε! Μου χαλάσατε τα μαλλάκια μου που, τόσο όμορφα είχε χτενίσει η μαμά μου! Άντε στο καλό!!! Ε;; Αμάααν!!!! Δεν τελειώσαμε! Έχουμε και τις χαιρετούρες της Αλίσιας και της Ελπίδος!! Ευτυχώς οι δυο γαμπροί αρκέστηκαν σ' ένα “Γειά σου κούκλα!!”.

Ήμουν τόσο παραζαλισμένη, που σαν με άρπαξε η Ελπίδα, μπλέχτηκαν τα χέρια μου στα μαλλιά της και.... το καταχάρηκα!!!!

- Μαμά, η κόρη σου με νυχιάζει! Κάτσε βρε παιδί μου! Μπλέχτηκαν τα μαλλιά μου στα χέρια σου!! Έλα Άλις, την μουρλάναμε φαίνεται!! Αλλά η Άλις προέβη σε πιο επίπονο χαιρετισμό, καθ' όσον τα μαλλιά της μπλέχτηκαν στα δόντια μου!!! Άρχισε να τσιρίζει! Ποιος της είπε να σκύψει να μου γαργαλίσει την κοιλιά τρίβοντας πάνω μου το κεφάλι της, με τα μακριά μαλλιά της ν' ανεμίζουν ολοτρόγυρα σαν χαίτη αλόγου;;;

Όταν έκλεισε η πόρτα και βγήκε η μαμά να τους χαιρετίσει από το μπαλκόνι, άρχισα να φτύνω δεξιά κι αριστερά καστανές τρίχες μαλλιών και να καθαρίζω τούφες πυρόξανθες από τα χέρια μου. Έκατσα στο κρεβάτι που απέναντι είναι ο καθρέφτης τής γεμάτης με μπιμπελό τουαλέτας και άρχισα να περιποιούμαι το χτένισμά μου. Μόλις η μαμά συμμάζεψε τα πιατελάκια κεράσματος, έρχομαι τρεχάτη και κάθομαι δίπλα της σενιαρισμένη και ευτυχισμένη. Είχα στο μεταξύ ηρεμήσει και δεν χρειαζόταν να παίξω την άνετη όπως προηγουμένως, στην οικογενειακή ομήγυρη. Τώρα είμαι πράγματι άνετη και  ε υ τ υ χ ι σ μ έ ν η!!! Κι αυτό, διότι μείναμε πλέον μόνες μας, εγώ και η μαμά!!! Τώρα θα έχω την μαμά  τ ε λ ε ί ω ς  δική μου! Τι ευτυχία!! Άσε που επανήλθε στο σπιτικό μας η αγαπημένη μου ηρεμία! Η μαμά προσέχει ακόμα και τον ήχο της τηλεόρασης να κοντρολάρει, καθ' όσον ξέρει ότι έχω ευαίσθητη ακοή! Καλέ, εγώ δεν είμαι υιοθετημένη! Είμαι  α λ η θ ι ν ή  κόρη της! Με λατρεύει! Και σε μιαν έκρηξη χαράς, καθώς η μαμά κοιτούσε τηλεόραση και με το ένα της χέρι καμάρωνε αβρά το κεφαλάκι μου, δίνω έναν σάλτο και προσγειώνομαι στην κοιλιά της!!! Η μαμά με σφίγγει δυνατά πάνω της γελώντας:

- Αγαπούλα μου! Κοριτσάκι μου! Χρυσό μου παιδί! Έκαμες τις αταξίες σου πάλι, έ;; Νύχιασες τα μαλλιά της Ελπίδας και δάγκωσες τα μαλλιά της Αλίσιας;; Σε ζούρλαναν έ;; Είσαι σύ ένα πλάσμα!! Λατρευτό!! Δεν αντέχεις για πολλή ώρα τον πολύ κόσμο αγάπη μου, ε;; Κάτσε τώρα εδώ να πιούμε τον καφέ μας ήρεμα και να δούμε τηλεόραση. Ματάκια μου όμορφα! Λατρεία μου!!!

Ξαπλώνω τρισευτυχισμένη στην κοιλιά της μαμάς και ακουμπώ το κεφαλάκι μου στο στήθος της επάνω... Ά!!!! Να σας συστηθώ!! Ζουζού, η τρίχρωμη Κάλικο!! Η μεγάλη, πολύ μεγάλη αδυναμία της μαμάς!!! Γάτα μοσχαναθρεμένη!!! Τώρα σας αφήνω! Έχω εργασία! Να ζυμώσω την μαμά με δεκάδες πατουσάκια!!! Σας φιλώ μ' ένα βαθύ, δυνατό γουργουρητό!!!!

Υπογραφή: Ζ ο υ ζ ο ύ, η μεγαλοπρεπής!!!

-------------------------------------------------------------------------

Υ.Γ. Στη μνήμη της ΖΟΥΖΟΥΣ και των τριών άλλων γάτων μου, ΜΑΛΟΥ, ΠΑΡΗΣ ΚΑΙ ΕΡΜΗΣ. Στην μνήμη των λατρευτών μου αυτών πλασμάτων, που επί 25 ολόκληρα χρόνια μου προσφέρανε άδολη, αγνή και καθαρή  α γ ά π η. Πονάω ακόμα βαθιά... ΔΕΝ θα σας ξεχάσω  π ο τ έ ... Η μανούλα σας.....