Εμφανιζόμενη ανάρτηση

Τρίτη 17 Ιανουαρίου 2023

Ο  ΣΚΥΛΟΣ  ΜΟΥ  Ο  ΝΤΙΚ

          Μας τον έφερε ο μπαμπάς, μωρούλι...Χώραγε άνετα στις δυο χούφτες μας. Ένα μικρούλι μαύρο κουταβάκι με δυο πορτοκαλιές μπαλίτσες πάνω από τα φρυδάκια του, ανοιχτόχρωμη κοιλίτσα  και μια κατάλευκη καρδιά στο ποπουδάκι του... Καθόμασταν στα σκαλοπάτια της κουζίνας κι εκείνο πήγε και κρύφτηκε κάτω από την φούστα της μαμάς... Μια μικρή φραντζόλα, με μάτια γεμάτα ευαισθησία και τρυφεράδα...Τον είπαμε Ντικ. Ο μπαμπάς,  τού εφτιαξε ένα όμορφο σκυλόσπιτο στην από κάτω αυλή, δίπλα στην καμαρωτή περγουλιά μας... Άλλα τα χρόνια εκείνα...Σήμερα όσοι έχουν ζώα είναι  -οι περισσότεροι - πολύ ευαισθητοποιημένοι..Την δεκαετία του '60, δεν σου περνούσε καν από το μυαλό ότι θα μπορούσε ο σκύλος σου να κοιμηθεί μέσα το βράδυ και δη στο κρεβάτι σου. Ο πατέρας μου, ευαίσθητος άνθρωπος, ξεχώριζε για την φροντίδα που έδειχνε στον σκύλο μας, ο οποίος τον αναγνώρισε τάχιστα ως αφέντη της αγέλης και τον λάτρεψε κυριολεκτικά..Ο Ντικ μας, έγινε ένας όμορφος γκέκας και υποτάχθηκε στο σύστημα του αφεντικού του.. Στην αρχή, τον  είχαμε  ελεύθερο  να  τριγυρίζει ανενόχλητος μπροστά  στον ανθόκηπο  και πίσω στο περιβόλι  και τον  λαχανόκηπο.  Το  κοτέτσι  ήταν περιφραγμένο και πάντα ασβεστωμένο για την υγεία των ενοίκων του. Καταλαβαίναμε ότι ερχόταν ο μπαμπάς κάθε μεσημέρι, από τον Ντικ. Πολύ πριν στρίψει το ποδήλατό του από τον δρόμο με το παντοπωλείο του Δημουλά και περάσει μπρος από το σπίτι του κυρίου Φλωράτου, ο Ντικ τον είχε καταλάβει!! Άρχιζε να φέρνει σβούρα όλο το οικόπεδο τρέχοντας από χαρά, μέχρι που βλέπαμε  τον μπαμπά  επάνω στο ποδήλατό  του, να παίρνει  τον δρόμο προς το σπίτι μας, που βρισκόταν στην αρχή  του δρόμου για τα Βλαχάτα, δίπλα στο σπίτι  του Βαγγέλη Σπαθή και της κυρ'-Αγγελικής...Το τι χοροπηδητά έκανε, όσο ο πατέρας κατέβαζε το ποδήλατο από τα σκαλιά μετά το πορτόνι, δεν περιγράφονται!!!Η ουρά του πήγαινε να σπάει από την χαρά του και μετά ριχνόταν με μεγάλα πηδηματα  στην αγκαλιά του Κωστάκη... Τον λάτρευε!!!

         Του είχαμε απόλυτη εμπιστοσύνη, διότι ο Ντικ μας εξελλίχθηκε σε ένα ήσυχο σκυλί, πολύ-πολύ φιλικό. Τόσο που ένα βράδυ που βγήκαμε βόλτα με την μάνα μου και την αδελφή μου την Αντζέλα, τον πήραμε μαζί μας. Μας ακολουθούσε ήσυχος και  όταν φτάσαμε κάτω στην παραλία της Σάμης, μπήκαμε στο κατάστημα του ΜΑΡΑΓΚΟΠΟΥΛΟΥ, να ψωνίσει κάτι που ήθελε η μαμά. Μπήκε και ο Ντικ μαζί μας και εφέρθηκε άψογα. Στον γυρισμό, είχε πέσει το σκοτάδι και ξαφνικά είδαμε ένα άλλο σκυλί να στέκεται μπροστά. Βρισκόμασταν έξω από το σπίτι της Ρούλας της Φλωράτου.Ο  Ντικ, πήγε προς το μέρος τού άλλου σκύλου που μάλλον ήταν σκυλίτσα και άρχισε τα παιχνίδια. Ώσπου κάποια στιγμή, το άλλο σκυλί μάς πλησίασε. Και τότε ο Ντικ, έτρεξε, στάθηκε μπροστά μας και γρύλλισε απειλητικά... Ο παρ' ολίγον φίλος του,  το έσκασε  κι εμείς φθάσαμε σπίτι μας, χα'ι'δεύοντας τον Ντικ μας  συγκινημένες, γιατί καταλάβαμε  ότι προτίμησε  να προστατέψει  εμάς,  από μια πιθανη φιλία  και ότι στην καρδιά του, ερχόμασταν πρώτοι εμείς, η οικογένειά του δηλαδή... .Τον πρόσεχε ο μπαμπάς πολύ. Με τα εμβόλιά του, τον γιατρό του, το καλό φαγητό του...Και ένα βράδυ που έβρεξε πάρα πολύ και ξεχείλισε το ρέμα που περνούσε δίπλα από το σπίτι της κουτσομαρίας, θείας της Μάνθης, είδαμε με φόβο νερό να πλημμυρίζει το περιβόλι, τον κήπο και να φθάνει έως τα σκαλοπάτια της βεράντας μας. Σε λίγο το νερό, θα  έμπαινε μέσα στο σπίτι μας...''Αλίκη, πάρε τα κορίτσια και πάμε δίπλα στο σπίτι του κουμπάρου-Βαγγέλη. Το σπίτι του είναι υπερυψωμένο, δεν κινδυνεύει... Τα θεμέλια του δικού μας σπιτιού είναι σε κοίλωμα. Παίρνω τον Ντικ και πάμε...'' Βγήκε μέσα στην νεροποντή, έλυσε τον Ντικ από το σπιτάκι του και ήρθαν και οι δυο μούσκεμα. Χωρίς δεύτερη σκέψη πήγαμε στους υπέροχους γειτόνους μας. Η κυρ-Αγγελική μας καλοδέχτηκε και ο κυρ Βαγγέλης έπιασε κουβέντα με τον πατέρα. Από την στενή σχέση που ειχαμε αναπτύξει, τον αποκαλούσαμε ''κουμπάρο Βαγγέλη''. Η κόρη τους, η υπέροχη Πόπη, μας αγκάλιασε και ο Ντικ στρώθηκε στα πόδια του πατέρα μας ευτυχισμένος...Δεν κινδυνεύαμε πλέον και είμαστε όλοι μαζί...

        Μια μέρα, δεν ξέρω τι τον έπιασε... Είχε έρθει η Ρούλα η Φλωράτου, συμμαθήτρια και φίλη καλή της αδελφής μου, να παίξουν... Και ο Ντικ της επιτέθηκε!!! Όχι κάτι το σοβαρό, είμαστε όλοι παρόντες και τρέξαμε, αλλά δεν καταλάβαμε τι τον έπιασε...Από τότε όμως ο μπαμπάς αποφάσισε να τον δένει στο σπιτάκι του και τον έλυνε όταν γύριζε ο ίδιος από την δουλειά του...Ο καημένος ο Ντικ... Δεν παραπονέθηκε...Αλλά όταν ερχόταν η ώρα να λυθεί, η χαρά του ήταν απερίγραπτη!!!Όμως μια μέρα, κατόπιν σκέψεως,επειδή είχε φοβηθεί με το περιστατικό - κατά την γνώμη μου υπέρ του δέοντος -    ο πατέρας μου αποφάσισε να δώσει τον Ντικ σε έναν χωροφύλακα. Καλός άνθρωπος και ζητούσε σκυλί..Ζούσε όμως στην άλλη άκρη της Σάμης, προς την μεριά του λιμανιού...Έ, το τι έγινε το βράδυ εκείνο  που πήραν τον Ντικ..Το ααλλύχτησμά του, ήταν σπαραχτικό...Και για πρώτη φορά είδα την μάνα μου να κλαίει με λυγμούς...Η  Αντζέλα κι εγώ αρχίσαμε σωστό μοιρολό'ι'...Ο πατέρας;;  Δεν μπορούσες να του πάρεις λέξη... Έβλεπες τον πόνο στα μάτια του. Πέρασαν τρεις ημέρες και ο πατέρας ένα μεσημέρι μας είπε: '' Ο  Διονύσης μου έλεγε,  ότι ο Ντικ ούτε τρώει ούτε πίνει νερό σταλιά...Μου είπε ακόμα, ότι την ώρα που περνάω με το ποδήλατό μου να πάω στο υδραγωγείο, αρχίζει να κλαίει με σπαραγμό...Δεν μπορεί να εξηγήσει πώς με καταλαβαίνει, αφού περνώ από τον κάτω δρόμο, μακριά πό το σπίτι του..Και μου είπε:'Κωστάκη, αν συνεχίσει να μην τρώει και να κλαίει, δεν μπορώ να τον κρατήσω. Θα τον λύσω και αν καταφέρει να βρει το δρόμο για το σπίτι σου, παίρνεις το σκυλί πίσω. Διαφορετικά,βλέπουμε τι κάνουμε...''  Αναθαρρήσαμε, αλλά απογοητευτήκαμε αμέσως,, Πώς να έβρισκε ο Ντικ το σίτι μας, αφού τον είχαν πάει τόσο μακριά;;;

       Ήταν μεσημέρι...Πάνω στον δρόμο περνούσε ένα κοπάδι πρόβατα. Είχαμε σχολάσει και στεκόμουν στην μπροστινή βεράντα μας, κοντά στο φουντωτό κοράλλι και τις δυο μας καταπράσινες αράχνες...Όταν ξαφνικά, κάποιος με αρπάζει αγκαλιά  από πίσω. Βγάζω μια φωνή ξαφνιασμένη και γυρίζω να δω ποιος με αγκάλιαζε από τους ώμους τόσο δυνατά...Και βλέπω όρθιο τον Ντικ να με σφίγγει στην αγκαλιά του!!!!!Άρχισα να φωνάζω σαν τρελή: '' Ο Ντικ!!!!!!Γύρισε ο Ντικ!!!!!Μαμά!!!!!!Γύρισε ο Ντικ μας!!!!'' Την ίδια στιγμή έτρεχε η Αντζέλα με τον Ντικ στην αγκαλιά της και μέχρι να πάμε από πίσω στην κουζίνα, ο Ντικ, ξετρελαμένος έτρεχε γύρω από το σπίτι λες και είχε πάρει φωτιά!!Και μετά τους αλλεπάλληλους γύρους του θριάμβου, στάθηκε μπροστά στον μπαμπά...Και τότε, λιποθύμισε...Έπεσε τ'ανάσκελα, με χέρια -πόδια ψηλά...Βουρκωμένος ο πατέρας,  μάς καθησύχασε ...''Πάψτε να τσιρίζετε..Είναι σπό την συγκίνηση και την ταραχή του... Φοβάται γιατί δεν ξέρει τι πρόκειται να κάνω...Θα συνέλθει..''  Έσκυψε, τον χά'ι'δεψε τρυφερά για πολλή ώρα και ο Ντικ σηκώθηκε, τον έγλειψε με λατρεία, ενώ εμείς οι γυναίκες της οικογενείας κλαίγαμε ασταμάτητα από την φοβερή συγκίνηση που μας είχε κατακλύσει...''Θα μείνει, αλλά όσο θα λείπω, θα είναι δεμένος στο σπιτάκι του..Για να είμαστε ήσυχοι  στο μέλλον''. Και έτσι έγινε.Και λες και το κατάλαβε, ο Ντικ προσαρμόσθηκε αμέσως στα νέα δεδομένα...

        Όμως η τύχη δεν τα έφερε ευνο'ι'κά.Έγιναν και λάθος συμπεριφορές...Παντρεύτηκα...Άφησα το νησί μου και πήγα Αθήνα... Ούτε μια φορά δεν μου πέρασε από το μυαλό, ότι ίσως έπρεπε να πάρω μαζί μου τον Ντικ. Σκέφτηκα ότι ήταν πολύ φυσιολογικό να μείνει με την υπόλοιπη οικογένεια..Εντάξει. Πες ότι εδώ είχα κάποιο δίκιο..Μετά από έξι χρόνια όμως πέθανε νεότατος ο πατέρας μου...Και η μία συμφορά, έφερε την άλλη.Χάσαμε το σπίτι μας...Η μητέρα μου έπρεπε να νοικιάσει. Η αδελφή μου έμενε μαζί μου στην Αθήνα, σπουδάζοντας Νηπιαγωγός. Η κυρ' -Αλίκη έμεινε μόνη πίσω στην Σάμη...Να ξεχωρίσει τα έπιπλά της, να πετάξει ένα σωρό πράγματα, να νοικιάσει σπίτι να μείνει...Πού μυαλό για τον Ντικ...Πόσο κακίζω τώρα τον εαυτό μου...Γιατί στο μεταξύ, άλλαξε πολύ ο τρόπος που έβλεπα κάποια πράγματα... Τ ώ ρ α  είμαι άλλος άνθρωπος , ανακάλυψα την ζωοφιλία και αυξήθηκε η ενσυναίσθησή μου...Τώρα είναι όλα διαφορετικά...Τώρα που επί 25 έτη είχα γάτες στο διαμέρισμα....Τώρα που μοιρολόγησα σε κάθε απώλεια κάθε μου γάτας...Τώρα που τις έχω θάψει στο κοιμητήριο μικρών  ζώων Ο ΕΛΑΙΩΝ...Τώρα που έχω αλλάξει τελείως,.. Τώρα, που  π ρ ώ τ α  έπαιρνα φαγητό για τα γατιά μου, πρώτα κοίταζα τις ιατρικές επισκέψεις της κτηνιάτρου και μετά ψώνιζα να φάω.. Τώρα που ομολογώ ότι επί 25 χρόνια δεν πήγα διακοπές για να μην αφήσω μόνα τους τα γατιά μου και που όσο ζούσαν, έβλεπα  τα εγγόνια μου  ό χ ι και τόσο συχνά...Τ ώ ρ α βλέπω ότι έπρεπε  τ ό τ ε  να είχα φερθεί διαφορετικά...

     Τ ό τ ε  εμείς,  οι κόρες, στην Αθήνα...Σπουδές και οικογένεια..Και η μητέρα μόνη στην Κεφαλονιά...''Δεύτερος θάνατος για μένα η απώλεια του σπιτιού μας...Και να μη σας πω και η χειρότερη...''  Πόσες φορές το είχε πει η σιόρα Αλίκη...Μέσα στην απελπισία της, καθώς η ζωή της γκρεμιζόταν, είπε στην μητέρα της την θαυμάσια γιαγιά Αικατερίνη, να πάρει τον Ντικ μαζί της, στα Αντυπάτα, στο σπίτι δηλαδή των γονιών της...''Τι απέγινε ο Ντικ μαμά;;;;'' Την είχα ρωτήσει άπειρες φορές...Όμως αρνιόταν πεισματικά να μου απαντήσει...Το θέμα τούτο την πονούσε πολύ και ουδέποτε μου έδωσε μια σωστή απάντηση...Το μόνο που  είχα καταφέρει να της αποσπάσω, ήταν ότι, όταν προσπάθησε να βάλει τον Ντικ στο ταξί που με την γιαγιά Αικατερίνη θα πήγαιναν στα Αντυπάτα, μας είπε ότι ο Ντικ ήταν αδύνατον να μπει στο αμάξι...Έκλαιγε γοερά  και με το ζόρι τον έμπασαν μέσα. Η μαμά δεν άντεχε να τον βλέπει να κλαίει και εκλαιγε κι αυτή... Η μητέρα της, τής είπε ότι μέσα στο ταξί έκλαιγε συνέχεια και έκανε απανωτούς εμετούς... '' Και μετά; Μετά;;;'' επέμενα...''Μην με ρωτάτε άλλο!!!!Δεν θέλω να θυμάμαι!!!''.... Και δεν έμαθα ποτέ τι απέγινε ο Ντικ...Πέθανε και η μητέρα μου και δεν έμαθα ποτέ την αλήθεια...Από μισοκουβέντες κατάλαβα διαφορετικά πράγματα... Ότι ο Ντικ δεν έτρωγε στο νέο του σπίτι και μετά από μέρες, ο παππούς  Νιόνιος παρακάλεσε τον γείτονά του που είχε ντουφέκι και τον πυροβόλησε για να μην πεθάνει της πείνας, απαλλάσσοντάς τον έτσι από την δυστυχία του...... Η άλλη εκδοχή, ότι τον έπαιρναν για κυνήγι και κάποια μέρα το χάσανε...Το έσκασε για να γυρίσει στο σπιτικό του, όπως είχε κάνει πριν χρόνια;; Αν ναι, αυτή την φορά δεν γινόταν να τα καταφέρει, γιατί ήταν πάρα πολύ μακριά και έπρεπε να διασχίσει βουνά...Οπότε πέθανε από την πείνα, χαμένος στα κατσάβραχα;;;....

       Με το μυαλό που έχω σήμερα, θα έπρεπε η μαμά, ερχόμενη να ζήσει μαζί μας στην Αθήνα, να έφερνε και τον Ντικ...Τότε όμως, δεν πέρασε από κανενός μας το μυαλό, αυτή η μόνη σωστή  λύση...Αλλιώς σκεφτόντουσαν τότε...Και ρίχνω μεγάλες ευθύνες στον εαυτό μου, γιατί όσο ήμουν στην Σάμη για την κηδεία του πατέρα μου[ πέθανε σπίτι μου στην Αθήνα και τον φέραμε στην Κεφαλονιά], δεν ασχολήθηκα με τον Ντικ μας...Κηδεία, πώληση σπιτιού, μετακομίσεις, πέταγμα πραγμάτων, και ο Ντικ να περιμένει αμίλητος στο σπιτάκι του, καταλαβαίνοντας σίγουρα την συμφορά που είχε χτυπήσει το σπιτικό μας... Κατηγορώ τον εαυτό μου που δεν ασχολήθηκα μαζί του...Τότε είχα το πρώτο μου παιδάκι χρονιάρικο και το μυαλό μου είχε σκοτειδιάσει...Τύψεις με πιάνουν τώρα σκεπτόμενη τον Ντικ...Γνώριζε με το καταπληκτικό ένστικτό του, ότι κάτι κακό είχε συμβεί..Μας έλεγαν ότι στην Σάμη, εκείνο το χάραμα του Ιουλίου που ο πατέρας μου ξεψυχούσε στο διαμέρισμα που έμενα,εδώ στην Αθήνα,  όλη την νύχτα ο Ντικ δεν έπαψε να αλληχτάει και να κλαίει τόσο γοερά, που όλοι στην Σάμη, πέρα στο νησί μας την Κεφαλονιά,  κατάλαβαν ότι ο Κωστάκης στην Αθήνα μάλλον θα είχε πεθάνει... Τρομερό το συναισθηματικό δέσιμο του σκύλου μας με το αφεντικό του και τρομερό το αλάνθαστο ένστικτό του...Συγκλονιστική περίπτωση.....Και εκείνες τις δύσκολες ημέρες, μάς είδε αλαφιασμένες, άκουγε κλάματα, είχαμε δυστυχώς το μυαλό μας αλλού, όχι για χάδια. Έβλεπε κόσμο να πηγαινοέρχεται...Σίγουρα θα γνώριζε ότι κάτι πολύ κακό είχε συμβεί, αλλά  του Ντικ μας, κανείς μας δεν του συμπαραστάθηκε....Θα ένιωθε απέραντη μοναξιά, φόβο, πανικό και τρομερή εγκατάλειψη. Και τα γοερά κλάματά του μέσα στο ταξί της ξενιτειάς, αυτό μαρτυρούσαν...

          Συγγνώμη αγαπημένε μου Ντικ, γιατί σε μια τέτοια δύσκολη στιγμή σε αφήσαμε παντελώς μόνο σου... Σ υ γ γ ν ώ μ η  πιστέ μου φίλε των παιδικών μου χρόνων που δεν  βρέθηκα αντάξια της απέραντης αγάπης σου...Η μάνα μου  επέζησε της τραγωδίας, η αδελφή μου έζησε, εγώ έζησα, εσύ όμως τρυφερό μου πλάσμα πέθανες από λύπη, στεναχώρια και σπαραγμό...Σε ξεριζώσαμε απ΄'ο,τι αγαπούσες...Αυτοκτόνησες μην τρώγοντας, από τον μεγάλο σου καημό;;; Χάθηκες στα ρουμάνια προσπαθώντας να βρεις την παλιά ευτυχισμένη οικογένεια που σε μεγάλωσε;;; ΣΥΓΓΝΩΜΗ  Ντικ μου που σε αφήσαμε μόνον....Τώρα δεν σκέφτομαι έτσι... Έχω αλλάξει φιλοσοφία ζωής... Άλλαξαν απ΄'ο,τι βλέπω και οι σχέσεις των ανθρώπων με  τα ζώα...Σήμερα θα είχε η ιστορία άλλο τέλος, όσον αφορά   ε σ έ ν α τουλάχιστον, σκυλάκο μου...Μετανιώνω χίλιες φορές για τα παλιά...Προσπαθώ να μην σκέφτομαι το τι ένιωθες τότε...Μου ματώνει η καρδιά μου... Ελπίζω να μας συγχωρήσεις όλους...Περάσαμε δύσκολα...Η μόνη αληθινή δικαιολογία... Η μητέρα μου, ήρθε σαν πρόσφυγας στην Αθήνα... Ένα ευτυχισμένο σπιτικό κατέρρευσε και μετά τον χαμό του πατέρα μου, εσύ Ντικ μου, ήσουν η πιο σκληρή απώλεια..Το σπίτι το βάζω μετά... Για  σ έ ν α  έχω ενοχές. Για το σπίτι, όχι, γιατί τίποτε δεν περνούσε από το χέρι μου σε αυτόν τον τομέα... Ενώ εσύ... Αγαπημένε μου, παιχνιδιάρη, τρυφερέ φίλε μας και προστάτη, Ντικ...Εσύ;;...