Εμφανιζόμενη ανάρτηση

Τρίτη 20 Αυγούστου 2024

 ΠΑΡ' ΟΛΙΓΟ....


Τριανταφυλλί χρώμα και χρυσαφί αναδεύεται κάτω από τα ματόφυλλά της.

Χείμαρροι φωτός πυρπολούν την ανατολή. Τα παγωμένα δάχτυλα του ποταμού, ψηλαφούν τα πόδια της που βρέχονται  στις άκριές του...

Τα νερά γυαλοκοπούν και τα μάτια της  που λουλουδίζουν,  τα αχνολούζουνε οι ανοιξιάτικες πνοές. 

Μουδιασμένοι οι κάμποι ξυπνούν  ράθυμα στο ξετύλιγμα της ημέρας.

Δακρυοστάλαχτα δέντρα λαμπυρίζουν από τα διαμαντόμορφα της πρωινής δροσιάς.

Ρουφάει  άπληστα το δυνατό κρασί της Φύσης...

Χειρίζεται το τόξο της νοημοσύνης, τα ίχνη  των όμορφων γυμνών ποδιών από τις μελωδίες που είχαν περπατήσει στην καρδιά της.

Όμοιος με υγρό μετάξι, ένας στιλπνός ψίθυρος αιωρείται στην ατμόσφαιρα.

Είναι ο ανασασμός της γης που ανακλαδίζεται παθιάρικα μπροστά στην κροκόπεπλο κόρη Ηώ και στα πρώτα βλεφαρίσματα αραχνο'ύ'φαντου φωτός.

Μέσα από τους θαμνοφράχτες σπαθίζει ένας αδιόρατος λυγμός, σαν την ηχώ του πόθου της Άρτεμης που αποχωρίζεται την ερωτιάρα Σελήνη....

Ξενύχτησε  δίπλα στο ποτάμι, αφήνοντας το κοιμισμένο νερό να της χα'ι'δεύει ηδονικά τα πόδια. 

Οι σκέψεις της, όμοιες με νιφάδες, αιωρούνται κι αυτές σαν ψίθυροι που σκαρφαλώνουν στις αστέρινες σκαλωσιές... Με την πρώτη χρυσακτίνα υποχωρούν μπροστά στην απαράμιλλη ομορφιά της εισβολής του Φοίβου.

Μέσα σε τόση φωτοπλημμύρα πλύθηκαν από το βάρος της έγνοιας και την κύκλωσαν ανάλαφρα, σαν χρυσοποίκιλτες πεταλούδες.Η διεργασία όμως της κάθαρσης είχε ξεκινήσει μέσα στην νύχτα. Τώρα ολοκληρωνόταν...

Ο νερένιος καθρέφτης του ποταμού, τής φανερώνει ένα πρόσωπο κουρασμένο, σαν σε από μάχη βγαλμένο...Τα σημάδια φωνάζουν πως ήταν παραδομένο στα πλοκάμια σκοτεινής σκέψης...

Έσκυψε κι έριξε ποταμίσια φιλιά στα μάτια της, που λαχτάρησαν λίγη ανάταση μέσα στο ηλιοφώς...

Πόσες φορές ξενύχτησε χωρίς να βρει απαντήσεις; Αλλά χθες, κάτω από την σκέπη του ουράνιου θόλου, ένιωσε να μοιράζεται το βάρος της, με όλο το σύμπαν. Δεν λύθηκαν τα προβλήματά της, αλλά τα μοιράστηκε με την νυχτερινή Κυρά.  Άλλα τα χά'ι'δεψαν δέσμες  ασημένιου φεγγαρόφωτος. Κάποια  τα νανούρισε  ο στροβιλισμός από φωταψίες του Γαλαξία.

Ώσπου τον Γόρδιο Δεσμό έσπασε ολοκληρωτικά, ο Ήλιος ο Παντοκράτωρ...Μπροστά στο μεγαλείο του Σύμπαντος, όσα την βασάνιζαν έλαβαν την σωστή τους διάσταση... Έχασαν βάρος. Και τώρα νιώθει πιο ελαφριά...

Δεν την πιέζει στο στήθος εκείνος ο  τρομερός  ογκόλιθος. Δεν της θολώνει το βλέμμα το κόκκινο, αφρισμένο βουητό του αίματος.Οι κακές σκέψεις θρυμματίστηκαν...

Τελικά, είναι τόσο ωραίο να ζεις!Αξίζει να χαίρεσαι το ασημένιο, στραφταλιστό σώμα του ποταμού, που σκορπάει ζωή απ' όπου διαβαίνει, χωρίς να το φορτώνεις με σκοτεινές σκέψεις...

Δεν μπορείς να τον μολύνεις με την στέρηση κάποιας ζωής, και να τον κάνεις συνεργό σε κάτι αποτρόπαιο, εν αγνοία του...Θα ήταν άδικο, βεβήλωση σωστή στο αέναο, τραγουδιστό, ζωογόνο,  κάλεσμά του...

Πόσο κοντά είχε φτάσει να κάνει το απονενοημένο διάβημα... Εύκολη λύση  το βάθος της ποταμίσιας κοίτης...Μα, δεν το τόλμησε τελικά...

Τα κατάφερε!! Είδε να ξημερώνει!! Όλα λοιπόν είναι δυνατά! Έχει την φύση στο πλευρό της. Τον ίδιο τον Θεό με τα μεγαλουργήματά Του, δίπλα της. Η ομορφιά και η σοφία γύρω της, απέραντες.

Το κελάηδημα του κορυδαλλού, υπογράφει την νίκη της.

Ξαπλώνει στο νοτισμένο από την δροσιά χορτάρι και κοιτά το ηλιοφώς χαμογελαστή. 

Γύρω της η φύση οργιάζει, στέλνοντας την ευγνωμοσύνη της στον Δημιουργό της.

Χα'ι'δεύοντας τα κοντινά της, τρυφερά, πολύχρωμα, αθώα αγριολούλουδα, ψιθυρίζει με χείλη τρεμάμενα ''Ε υ χ α ρ ι σ τ ώ!!''...


 ΑΝΑΖΗΤΗΣΕΙΣ


Περνούσε με ανατριχίλα το μαγνάδι της ζωής.

Τρεμίζοντας η ψυχή ένιωσε το αναρίγισμα να την διαπερνά.

Μπροστά της περνούσαν διάττοντες αστέρες και μιά διάστικτη κουρτίνα 

σου θυμίζει το Βόρειο Σέλας.

Σκόνταψε πάνω στον μεγάλο υδατοφράχτη απ' όπου κυλάει ο Γαλαξίας

-περιδέραιο του νυχτερινού κόσμου που ξετυλίγει μέσα στο λειβάδι του Απείρου

τους λευκούς δαχτυλιδένιους ελιγμούς  του Όντος.

Δεν μπορούσε να ακολουθήσει τα ακούραστα πουλιά της σκέψης της στο πέταγμά τους.

Φεγγαροφερμένη πέρασε μέσα από τις φωταψίες του ουρανού 

και ακούμπησε στον φράχτη με τα λευκάκανθα.

Δίπλα οι λεύκες  φουρφούριζαν και από τα κλωνάρια τους 

στάλαζαν τραγούδια και φωνές αηδονιών.

Περίπαθη η φαντασία του ονείρου έκανε να συλλάβει το αβέβαιο μέλλον.

Σαν σε ανεμοζάλη  προσπάθησε να δοκιμάσει την έκταση των αιθέρων.

Άνοιξε μιά αγκαλιά γεμάτη ελπίδες, ν' αρπάξει την αφανάτιστη δικαιοσύνη του κόσμου, ν'ακουμπήσει πάνω στα κάγκελά του.

Μες στην διάχυτη γλυκύτητα της τρυφερής  νύχτας, η καρδιά χοροπηδούσε και ανάσαινε τα περασμένα, καραδοκούσε τα μελλούμενα.

Μιά αστραπή ορθοφροσύνης, ένα ξαφνικό ανάβρυσμα  ειρωνίας τής δείχνει τον μάταιο πόθο της.

Το πνεύμα της που είχε ζωηρά και ειρωνικά μάτια, τής σαλπίζει την αδυναμία του ανθρώπου να κατανοήσει το υπέρτατο Ον και να κρυφοκοιτάξει  το απόκρυφο αύριο.

Βρίσκεται σε μιά  αμάχη με τον εσώτερο  εαυτό της.  Τι ψάχνει;

Μόνον η Φύση είναι ειλικρινής. Μόνον το τώρα είναι εφικτό. Δεν λέει να ησυχάσει.

Χύμηξαν ανήσυχες πνοές απ' έξω.... Η πνοή της ζωής την καλεί να την ανακαλύψει.

Κεντώντας πάνω στον καμβά της ουράνιας διήγησης, μέσα στο μισο'ύ'πνι  τής Πλάσης, ακούει τις φωνές της γης,  το άδικο των ανθρώπων, το ψέμα των υποσχέσεων που έρχονται με βάρβαρο καλπασμό, να σαρώσουν το σήμερα και τα όνειρα του αθώου, του ανυπεράσπιστου, του μόνου αγνού βοσκού.

Η άρνησή της  γιγαντώνεται μέσα στα πέπλα της Εκάτης. Αυτή, δεν θα συμβιβαστεί.

Γνωρίζει το θηρίο. Τεντώνει το τόξο της . Όσο πιο πολύ τεντώνεται η χορδή του, τόσο πιο πολύ τινάζεται η σα'ί'τα της ζωής. 

Ποικιλόχρωμα σπινθηρίσματα του λαμπερού  άχραντου Πνεύματος την βρίσκουν κατάστηθα.

Με ξανακαινουργιωμένες  αισθήσεις, παίρνει από την θεία Ύπαρξη ευκολοδάνειο

το κουράγιο της μάχης.  Η ζωή είναι  αγώνας.  Φλογερό και μπρούσκο το κρασί της Φύσης. 

Κλώθει την δειλή και φλογερή  ελπίδα  της  άνοιξης, το νικηφόρο άγγιγμα του μέλλοντος.

 Θα αρνηθεί να αφήσει να περάσει απέναντι  στην άλλη όχθη τον άνθρωπο τον χωρίς γιο,

την φυλή την χωρίς μέλλον, αυτόν που θα πεθάνει και δεν θα ξαναγεννηθεί ποτέ.

 Η ψυχή φορτωμένη με ομίχλη και ηλεκτρικούς σπινθήρες, αφρισμένη σκόνη από πάθη, και δάκρυα που εξακοντίζονται στον ουρανό, απαιτεί την ισονομία.

Ακαταμέτρητο  τσουρουφλισμένο χόρτο συνοικούσε μέσα της. Το πικρό χόρτο της αδικίας και των διαψευσμένων ελπίδων...Απαιτεί τον κεραυνό που θα ρίξει ο νεφεληγερέτης Δίας επάνω στις κεφαλές των ανουσιουργών του ανθρώπινου πόνου...

Υποτρέμουσες ανταύγειες φωσφορίζοντος φωτός διασταυρώνονται στα μήκη και στα πλάτη του Σύμπαντος. Με πύρινο δόρυ, αναμοχλεύουν τα πάντα στην ιστορία του Ανθρώπου...

Κι αυτή περιμένει ριγώντας...Η μάχη του Καλού ενάντια του Κακού, έχει ξεκινήσει... 

Πέμπτη 1 Αυγούστου 2024

 ΜΕ ΑΛΛΗ ΜΑΤΙΑ


         Στα νιάτα σου επάνω, δεν μπορείς να υπολογίσεις το αύριο. Και έτσι πρέπει. Λες: ''Όταν θα γίνω 50 ετών, θα το σκεφτώ.''  Και αυτό το 50  σου φαντάζει απείρως μακρινό, αθώρητο...Βλέπεις το μέλλον χωρίς όρια. Πλούσιο, φωτεινό λες και δεν τελειώνει ποτέ. ''Εγώ στα εξήντα;;Ου!!!!Έχουμε καιρό μέχρις τότε!!''  Και φαντάζεσαι τον καιρό αυτόν, ατέρμονο, απίθανα μακρινό...Στα τριάντα πέντε μου, όποτε  έλεγα ''το μέλλον, το αύριο''  εμφανιζόταν μπροστά μου ένα λευκορόδινο αφράτο σύννεφο, που δεν τελείωνε ποτέ....

       Πενήντα με εξήντα, η πιο δημιουργική περίοδος. Σωστή κοπελούδα... Και κάποια στιγμή, χωρίς να το καταλάβω, βρέθηκα να κοιτάζω το ηλιοβασίλεμα της ζωής. Όρθια ψηλά σ' έναν λόφο και μπρος μου οι βαθύχρυσες, κοκκινοπορτοκαλιές σκιές του δειλινού. Και τά 'χασα.. Πότε βρέθηκα εδώ; Πώς πέρασε ο χρόνος και δεν τον κατάλαβα;;Γιατί μπροστά μου πλέον διαγράφονται κάποια όρια; Εκεί στο βάθος, γιατί διακρίνω ότι ο ορίζοντας τελειώνει;;  Πότε ξεκαθάρισε το τοπίο; Πότε έπεσα από το αφράτο, ροδαλό σύννεφο του ''Ποτέ'';;  Πότε άσπρισαν τα κατάμαυρα μαλλιά μου; Γιατί μίκρυνε ο δρόμος μπροστά μου;  Δεν θέλω να προχωρήσω... Αν γινόταν να  μάκραινε το στρατί μπροστά μου...Να μεγάλωναν οι μέρες, να μην γλιστράω σιγά - σιγά από την κορυφογραμμή...Μπροστά μου το μονοπάτι θαρρείς και πεισματικά με περιμένει. Να κατεβώ απ' το ψήλωμα και να το περπατήσω.... 

        Και ξάφνου βλέπω ότι έχω την ίδια ηλικία με της μαμάς μου, όταν είχαμε τους Ολυμπιακούς αγώνες στην Αθήνα...Και την θεωρούσα τότε μεγάλη... Δηλαδή εγώ τώρα τι είμαι;;Μεγάλη; Απίστευτο!Το μυαλό μου τρέχει με χίλια. Γιατί δεν συμβαδίζει με το σώμα μου; Ο νους μου σπιντάρει, δημιουργεί, γελά δυνατά. Το σώμα όμως δεν συμβαδίζει. Ακολουθεί αργά. Προχωρεί στην μεσοπλαγιά. Του λέω να σταθεί. Να μην περπατήσει στο ίσιο μονοπάτι που οδηγεί στο τέρμα. 'Ομως εκείνο δεν ακούει.  Σαν να το τραβά μια αόρατη δύναμη...Το αναπόφευκτο τέρμα του κάθε θνητού....Και όλο μειώνεται η απόσταση. Κι εγώ φοβάμαι. Και λυπάμαι. Και πονάω... Για ό,τι πέρασε... Για  ό,τι δεν θα προλάβω... Για ό,τι δεν θα δω...

        Πόσο παραπλανητικό το τελικό σημείο... Βυθίζεται σ' ένα  χρυσοχάλκινο σύννεφο με μωβ και μπλε ανταύγειες. Μια έντονη μυρωδιά φθινόπωρου πλανιέται στον χώρο. Και σε κάθε βήμα το σώμα βαραίνει προχωρώντας προς το τελικό σημείο. ''Όχι!'' του λέει το μυαλό.  ''Μην  τα παρατάς! Μην αφήνεσαι! Πάλι καλά που μ' έχεις αλώβητο και λάμπω φωτεινό και καθάριο! Αλίμονο σ' αυτούς που έχασαν την πυξίδα της νόησης,  που θόλωσε η διαύγειά τους και προχωρούν χωρίς ίχνος συνείδησης για το ποιοι είναι...''

          Κατεβαίνω κι άλλο την βουνοπλαγιά. Ένας αόρατος μαγνήτης με τραβά, άσχετα με την θέλησή μου... Νέα, θαρρούσα ότι ο χρόνος δεν προχωρά, είναι άπειρος, ατελείωτος.   Τώρα νομίζω ότι μου κυλά μέσα από τα χέρια βιαστικά, δεν μπορώ να τον κρατήσω. Γλιστρά σαν σκόνη μέσα από τα ανοιχτά δάχτυλά μου... Σαν την άμμο  στην κλεψύδρα, που πέφτει σιγά-σιγά  και αδυσώπητα...Τώρα δεν το νιώθω πόσο γρήγορα περνάει ο χρόνος. Πότε είχαμε Χριστούγεννα;; Πρωτοχρονιά;;Πάσχα;; Φθινόπωρο;; Καλοκαίρι;; Και να σου πάλι πλησιάζουν τα Χριστούγεννα αγαπησιάρικα, φωτοπλημμυρισμένα, μαγικά..Πέρασε κι όλας ένας χρόνος; Πότε; Και πώς; Ούτε που πρόλαβα να το συναισθανθώ...

         Βέβαια βασική προ'υ'πόθεση είναι να έχουμε υγεία και την δύναμη να αντέχουμε τις όποιες φουρτούνες της ζωής.... Δοξάζω τον Θεό που μας χαρίζει την προστασία Του . Δοξάζω τον Θεό που προστατεύει τους αγαπημένους μας.  Τον ευχαριστώ που με αξίωσε να ζήσω και να χαρώ ένα σωρό ευλογίες.Δεν θεωρώ ποτέ  ότι όσα καλά μου δίνει η χάρη Του είναι δεδομένα...Υπάρχουν πολλά βάσανα που ταλαιπωρούν τους συνανθρώπους μας.Αλίμονο στα νιάτα που δεν είχαν την τύχη να γεράσουν. Αλίμονο στους δυστυχισμένους που  έχασαν το φως των ματιών τους... Η χειρότερη τραγωδία... Τα βλέπω, τα γνωρίζω... Γι' αυτό είμαι ευγνώμων για όσα μπορώ και χαίρομαι... Απέραντα ευγνώμων και Τον ευχαριστώ καθημερινά... Αλλά είμαι και  άνθρωπος με αδυναμίες... Λυγίζω και ας μην πρέπει...Μελαγχολώ που βλέπω ότι στένεψαν τα περιθώρια, έστω κι αν το μυαλό και η ψυχή δεν το καταλαβαίνουν...Ποιος δεν μελαγχολεί μπροστά στο δειλινό της ζωής;;Ποιος δεν αγχώνεται, έστω και μιά σταλιά;; Και με τρώει η έγνοια: Η έγνοια της υστεροφημίας... Ν' αφήσω πνευματική κληρονομιά που θα κάνει τα παιδιά και τα εγγόνια μου, υπερήφανα για μένα...Κάποιος έλεγε:'' Το ωραιότερο που παίρνεις μαζί σου φεύγοντας, είναι η αγάπη, η ίδια αγάπη που αφήνεις πίσω σου''....

        Το μυαλό σπίρτο και η ψυχή κρυφογελά με όρεξη νεανική και σπινθηροβόλα. Βλέπεις, κορμί και ψυχή δεν συμβαδίζουν. Μέσα σου είσαι ένα μικρό, όμορφο κορίτσι.  Η ψυχή σου νεανική, πανέμορφη τραγουδά. Και απ' έξω, το σώμα σε προδίδει. Ρυτίδες; Πόνοι στην μέση; Στα πόδια; Κούραση;

      Τυχεροί όσοι περπατήσουμε ανώδυνα, ανεπαίσχυντα, ειρηνικά, ευγνώμονες στα χρόνια που έρχονται. Κι εκεί που τελειώνει η γραμμή του ορίζοντα, να φτάσουμε όρθιοι, υπερήφανοι αγωνιστές της ζωής....


 ΠΕΡΠΑΤΩΝΤΑΣ  ΣΤΗΝ  ΖΩΗ


Πήρα μαζί μου τις τριανταφυλιές της μάνας μου...

Την μιά την είχε μπολιάσει και βγήκαν δίχρωμα ρόδα.

Αγκάλιασα τις φουντωτές, λευκές της μαργαρίτες.

Κράτησα μες στην χούφτα μου το άρωμα από τις ροζαμάπες

και στην τσάντα μου τις βόλτες μας στην παραλία,

την απόλυτη αγάπη του πατέρα μου, την έγνοια της μάνας μου, 

τα σκέρτσα και το νάζι της αδελφής μου.

Με ακολουθεί με χορευτικό βήμα ο σκυλάκος μου ο Ντικ.

Στην σειρά ο ασπρούλης μου ο γάτος και η γάτα μου η Μπιρμπίλω.

Ακούμπησα το κεφάλι στους συμμαθητές μου,

στις εκδρομές μας, στ' αστεία μας, στην ανεμελιά...

Και όσο προχωρούσα ήμουν νέα, δυνατή, αποφασιστική.

Κάποια στιγμή, κάπου τ' ακούμπησα όλα αυτά, σαν ιερές εικόνες.

'Εφτιαξα νέες εικόνες, έγινα εγώ η μάνα,

φύτρωσαν δίπλα μου νέα φυντάνια, οι κόρες μου...

Κι αφού μεγάλωσαν και βρήκαν τον δικό τους δρόμο,

ξαναποζήτησα τα παλιά μου πατήματα.

'Ολα τα βρήκα όπως τ' άφησα, στις αναμνήσεις μέσα...

Δυσκολεύομαι όμως να μυρίσω το αγιόκλημα και το γιασεμί...

Τα βλέπω, μα δεν μπορώ να τ' αγγίξω...

Πάνω τους έχουν την πατίνα του χρόνου, ανεξίτηλη.

Δεν είναι πια τόσο ζωντανές οι μαργαρίτες...

Όλα γίνανε σαν πολύχρωμες κάρτ- ποστάλ...

Πανέμορφες εικόνες, μα είναι πλέον φωτογραφίες για να μπουν στο λεύκωμα...

Η μαμά που κρατάει τον Ντικ, η Αντζέλα, εγώ και η εξ Αθηνών εξαδέλφη Άννα.

Τριγύρω οργιάζουν τα λουλούδια του κήπου μας...

Ο πατέρας διαβάζει στην βεράντα έργα του Χεμιγουαίη...

Κι έγινε το παρελθόν εκατοντάδες, πανέμορφες, συγκινητικές φωτογραφίες...

Κάποια πρόσωπα που μου χαμογελούν, δεν υπάρχουν πια...

Κοιτάω το άλμπουμ. Επάνω γράφει: '' Τα νιάτα σου.Η ζωή που σ' έφερε στο τώρα...

Ευλογημένη. Μυρωμένη. Να την τιμάς. Μην την ξεχνάς...''