ΠΑΡ' ΟΛΙΓΟ....
Τριανταφυλλί χρώμα και χρυσαφί αναδεύεται κάτω από τα ματόφυλλά της.
Χείμαρροι φωτός πυρπολούν την ανατολή. Τα παγωμένα δάχτυλα του ποταμού, ψηλαφούν τα πόδια της που βρέχονται στις άκριές του...
Τα νερά γυαλοκοπούν και τα μάτια της που λουλουδίζουν, τα αχνολούζουνε οι ανοιξιάτικες πνοές.
Μουδιασμένοι οι κάμποι ξυπνούν ράθυμα στο ξετύλιγμα της ημέρας.
Δακρυοστάλαχτα δέντρα λαμπυρίζουν από τα διαμαντόμορφα της πρωινής δροσιάς.
Ρουφάει άπληστα το δυνατό κρασί της Φύσης...
Χειρίζεται το τόξο της νοημοσύνης, τα ίχνη των όμορφων γυμνών ποδιών από τις μελωδίες που είχαν περπατήσει στην καρδιά της.
Όμοιος με υγρό μετάξι, ένας στιλπνός ψίθυρος αιωρείται στην ατμόσφαιρα.
Είναι ο ανασασμός της γης που ανακλαδίζεται παθιάρικα μπροστά στην κροκόπεπλο κόρη Ηώ και στα πρώτα βλεφαρίσματα αραχνο'ύ'φαντου φωτός.
Μέσα από τους θαμνοφράχτες σπαθίζει ένας αδιόρατος λυγμός, σαν την ηχώ του πόθου της Άρτεμης που αποχωρίζεται την ερωτιάρα Σελήνη....
Ξενύχτησε δίπλα στο ποτάμι, αφήνοντας το κοιμισμένο νερό να της χα'ι'δεύει ηδονικά τα πόδια.
Οι σκέψεις της, όμοιες με νιφάδες, αιωρούνται κι αυτές σαν ψίθυροι που σκαρφαλώνουν στις αστέρινες σκαλωσιές... Με την πρώτη χρυσακτίνα υποχωρούν μπροστά στην απαράμιλλη ομορφιά της εισβολής του Φοίβου.
Μέσα σε τόση φωτοπλημμύρα πλύθηκαν από το βάρος της έγνοιας και την κύκλωσαν ανάλαφρα, σαν χρυσοποίκιλτες πεταλούδες.Η διεργασία όμως της κάθαρσης είχε ξεκινήσει μέσα στην νύχτα. Τώρα ολοκληρωνόταν...
Ο νερένιος καθρέφτης του ποταμού, τής φανερώνει ένα πρόσωπο κουρασμένο, σαν σε από μάχη βγαλμένο...Τα σημάδια φωνάζουν πως ήταν παραδομένο στα πλοκάμια σκοτεινής σκέψης...
Έσκυψε κι έριξε ποταμίσια φιλιά στα μάτια της, που λαχτάρησαν λίγη ανάταση μέσα στο ηλιοφώς...
Πόσες φορές ξενύχτησε χωρίς να βρει απαντήσεις; Αλλά χθες, κάτω από την σκέπη του ουράνιου θόλου, ένιωσε να μοιράζεται το βάρος της, με όλο το σύμπαν. Δεν λύθηκαν τα προβλήματά της, αλλά τα μοιράστηκε με την νυχτερινή Κυρά. Άλλα τα χά'ι'δεψαν δέσμες ασημένιου φεγγαρόφωτος. Κάποια τα νανούρισε ο στροβιλισμός από φωταψίες του Γαλαξία.
Ώσπου τον Γόρδιο Δεσμό έσπασε ολοκληρωτικά, ο Ήλιος ο Παντοκράτωρ...Μπροστά στο μεγαλείο του Σύμπαντος, όσα την βασάνιζαν έλαβαν την σωστή τους διάσταση... Έχασαν βάρος. Και τώρα νιώθει πιο ελαφριά...
Δεν την πιέζει στο στήθος εκείνος ο τρομερός ογκόλιθος. Δεν της θολώνει το βλέμμα το κόκκινο, αφρισμένο βουητό του αίματος.Οι κακές σκέψεις θρυμματίστηκαν...
Τελικά, είναι τόσο ωραίο να ζεις!Αξίζει να χαίρεσαι το ασημένιο, στραφταλιστό σώμα του ποταμού, που σκορπάει ζωή απ' όπου διαβαίνει, χωρίς να το φορτώνεις με σκοτεινές σκέψεις...
Δεν μπορείς να τον μολύνεις με την στέρηση κάποιας ζωής, και να τον κάνεις συνεργό σε κάτι αποτρόπαιο, εν αγνοία του...Θα ήταν άδικο, βεβήλωση σωστή στο αέναο, τραγουδιστό, ζωογόνο, κάλεσμά του...
Πόσο κοντά είχε φτάσει να κάνει το απονενοημένο διάβημα... Εύκολη λύση το βάθος της ποταμίσιας κοίτης...Μα, δεν το τόλμησε τελικά...
Τα κατάφερε!! Είδε να ξημερώνει!! Όλα λοιπόν είναι δυνατά! Έχει την φύση στο πλευρό της. Τον ίδιο τον Θεό με τα μεγαλουργήματά Του, δίπλα της. Η ομορφιά και η σοφία γύρω της, απέραντες.
Το κελάηδημα του κορυδαλλού, υπογράφει την νίκη της.
Ξαπλώνει στο νοτισμένο από την δροσιά χορτάρι και κοιτά το ηλιοφώς χαμογελαστή.
Γύρω της η φύση οργιάζει, στέλνοντας την ευγνωμοσύνη της στον Δημιουργό της.
Χα'ι'δεύοντας τα κοντινά της, τρυφερά, πολύχρωμα, αθώα αγριολούλουδα, ψιθυρίζει με χείλη τρεμάμενα ''Ε υ χ α ρ ι σ τ ώ!!''...