Ήμουν
δεκαοχτώ ετών, πήγαινα για δασκάλα.
Σε φροντιστήριο γράφτηκα, ήταν του Τζουγανάτου.
Έφθασα απ' την Κεφαλλονιά με όνειρα χιλιάδες.
Στον θειό μου, έμενα Μεμά, στην θειά την Αντζολίνα.
Γιατρός ο θείος ξακουστός κι η θεία κοντεσίνα.
Πλατεία Αμερικής ζούσανε και με καλοδεχτήκαν.
Μου δείξαν την πρωτεύουσα, οργάνωναν βεγγέρες.
Στο “Ηχος Και Φως”
πήγαμε, σε πάρκα και Μουσεία.
Τότε το πρώτο σοβαρό ένιωσα καρδιοχτύπι.
Πήγαινε στην Ιατρική, τον λέγαν Παναγιώτη,
μα όλα ήταν δύσκολα, γιατί οι δυό μου θείοι,
στιγμή μόνη δεν μ' άφηναν, τα πάντα εκοιτούσαν.
Στο φροντιστήριο διάλεγα ποιό μάθημα θ' ακούσω.
Μπορούσα μόνη μου καλά να μάθω Ιστορία.
Η τάξη μας κατάφερνε σωστά να προχωρήσει
κι όλα εκεί μέσα τα παιδιά, ήμασταν μιά ομάδα.
Ένας απ' τους συμμαθητές που τον ελέγαν Γιώργο,
ζήτησε να τα “φτιάξουμε”, μα εγώ αλλού κοιτούσα.
Για φίλο μόνον καρδιακό τού 'πα τον ελογιόμουν
κι αλέγρα συνεχίστηκε των νιάτων το ταξίδι...
Το αληθινό μου αίσθημα δεν φτούρισε, διαλύθη.
Μες στο μυαλό μου μοναχά έπλασα ιστορία,
που 'χάθηκε προτού καλά, οστά πάρει και σάρκα,
ρομαντικό τρεμούλιασμα που σύντομα μαράθη...
Οι μέρες διάβηκαν γοργά, ήρθε η μεγάλη ώρα,
για δάσκαλοι να δώσουμε όλες τις εξετάσεις.
Το φροντιστήριο έκλεισε και πριν να χωριστούμε,
ο Γιώργος μου' δωσε σεμνά ποίημα για μέ, στο χέρι...
Μόνη μου σαν ευρέθηκα, το διάβασα και είδα
τι όμορφα που έγραφε, τι τέλεια μιλούσε
κι ένιωσα πόση διαφορά είχαν οι δυό καρδιές μας,
που χτύπαγαν αλλιώτικα σε άλλα μονοπάτια...
Σαν ήρθε η μητέρα μου κουράγιο να μου δώσει
που θα'δινα διαγωνισμό, δασκάλα για να γίνω,
αρχίσαμε και λέγαμε τα νέα η μιά στην άλλη
κι εγώ της είπα με χαρά για του Γιωργή το ποίημα...
“Τον έβλεπα σαν φίλο μου, όμως μητέρα κοίτα
τι όμρφο το ποίημα του που έγραψε για μένα!”
Ήθελα να το μοιραστώ αυτό που είχε γίνει,
γιατί χαιρόμουν μέσα μου για το σπουδαίο δώρο...
“Για δώσ' το μου να το ιδώ από κοντά παιδί μου”
είπε η σιόρα μάνα μου γλυκά χαμογελώντας.
Κι εγώ ευθύς της το 'δωσα με ζηλευτό καμάρι,
νομίζοντας πως θα χαρεί, θ' αρχίσουμε κουβέντα...
Όμως δεν το επέστρεψε. Στα χέρια το βαστούσε...
“Θα το κρατήσω κόρη μου, εγώ το ποίημα τούτο.
Εσύ γύρνα στο διάβασμα. Μην πάει αλλού ο νους σου...
Και ούτε στον πατέρα σου θε ν'άρεσε παιδί μου,
ποιήματα να δίνουνε στην κόρη την δικιά του...
Επήγες για ένανε σκοπό, όχι να κάνεις φίλους
και δεν αρμόζει σε μιά νια να παίρνει ραβασάκια”
είπε, και μες στην τσάντα της τσάκισε την σελίδα
κι έκοψε την συζήτηση, δεν δέχθηκε κουβέντα...
Ό,τι και νά 'πα έπεσε στον βρόντο και εχάθη.
Άδικο το θεώρησα κι όλο κατηγορούσα
εμένανε, που πίστεψα πως θα μπορούσα πλέρια,
να συζητήσω φιλικά μαζί με την μητέρα...
Η μάνα πάντα έστεκε φρουρός στην ηθική μας...
Πώς τόσο ξεγελάστηκα, δεν το εφανταζόμουν
και το χειρότερο εύρισκα πως ήτανε αθώο
το ποίημα που μου άρπαξε και δεν το ξαναείδα.
Τα χρόνια πέρασαν γοργά, σαν άμμος στην κλεψύδρα.
Πόσα μεσολαβήσανε στο πέρασμα του χρόνου...
Δασκάλα, γάμος και παιδιά, καριέρα και εγγόνια,
όλα συντονιστήκανε στης σύνταξης τις μέρες...
Πολλές φορές σαν κάθομαι μόνη μου και θυμάμαι,
αναλογίζομαι παλιά, της νιότης γεγονότα
και πάντοτε χαμογελώ σαν σκέφτομαι το ποίημα,
που τέλος τόσο άδοξο του έμελλε να έχει...
Μα ευτυχώς δεν ξέχασα την τέταρτη στροφή του.
Ήταν η τελευταία του, πιο όμορφη απ'τις άλλες,
γι' αυτό κι ίσως την χάραξα βαθιά μες στο μυαλό μου
και με καμάρι την κοιτώ, την σιγοτραγουδάω...
Έτσι, σαν ονειρεύομαι τα τόσα περασμένα,
βλέπω ένα ανέμελο κορίτσι να γελάει,
με μαύρα μακριά μαλλιά και μιά φωνή καμπάνα,
να ψιθυρίζει γελαστή τους παρακάτω στίχους
που, κάποιος έγραψε για μέ, πριχού σαράντα χρόνια:
“Γλυκό τ' ονείρου όραμα,
πλήθος σε ραίνουν άνθη!...
Σε βλέπω και στοχάζομαι
και σου μαντεύω τ' όνομα:
Σε λένε Πολυάνθη!!!”
Εμφανιζόμενη ανάρτηση

Τρίτη 20 Νοεμβρίου 2018
ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΠΟΥ ΕΧΑΘΗ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου