Εμφανιζόμενη ανάρτηση

Τρίτη 1 Φεβρουαρίου 2022

ΚΕΝΤΗΔΙΑ ΟΜΙΧΛΗΣ

                                    ΚΕΝΤΗΔΙΑ  ΟΜΙΧΛΗΣ

Μιά ασημένια ομίχλη σκέπαζε την πλάση...

Κατέβαινε αργά και ξάπλωσε παντού.

Τα δέντρα ντύθηκαν χιτώνα λαμπυρίζοντα.

Πτυχές ιριδίζουσες πέφτανε απαλά απ' τα κλαδιά τους.

Τα σπίτια αχνοφαίνονταν μέσα στο γλαυκό αγκάλιασμα.

Τρεμάμενος ίσκιος ο καπνός απ' τα τζάκια,

ανέβαινε ψηλά σαν γκρίζος ιστός..

Κίτρινα μάτια αδύναμα, τα φωτισμένα παράθυρα ,

μέσα στον ομιχλώδη αφρό.

Διάφανη η ησυχία πλεκόταν στην ασημένια ανάσα.

Και τότε το φεγγάρι κάθισε μυστηριώδες στον ουράνιο θόλο του.

Τ' αστέρια χύθηκαν χαρούμενα στο στερέωμα και 

βαλθήκαν να στολίζουν το ασημογάλαζο πέπλο της ομίχλης.

Μπήκαν στις ασημοκλωστές, στεφάνωσαν τα μακρινά βουνά,

καθρεφτίστηκαν στο κοιμισμένο ποτάμι.

Γίνανε φανοστάτες στην μικρή γέφυρα και παίξανε γελώντας 

με τα γαλήνια νερά της μικρούλας λίμνης.

Κι η ομίχλη, πάντα ασημένια, το σκέφτηκε καλά και αποφάσισε να μην φύγει.

Της άρεσε που στολίστηκε με φεγγαροακτίνες και αστροφώς.

 Ένιωσε να γίνεται πιο ανάερη, πιο διάφανη, πιο ντελικάτη.

Οι πτυχές της έγιναν σατινένιες, ανάλαφρες, σαν φτερούγες νερά'ι'δας.

Και χαμογελώντας, αγκάλιασε τρυφερά με τους φίλους της τα χαμογελαστά αστέρια,

την τρυφερά κοιμισμένη, ανέμελη πολίχνη...


------------------------------------------------------------------------------------------------

                                                         Ο ΒΟΡΙΑΣ 

Έκανε κρύο. Δυνατό. Ανελέητο. Βράδυ με αστέρια και μιά παγωνιά άγρια κυμάτιζε ολούθε.

Ο αέρας ήρθε ξαφνικά από τον βορρά.

 Όρμησε  ακάθεκτος, ταρακουνώντας την παγωμένη σιγαλιά.

Φύσηξε θυμωμένος μ' έναν άγριο συριγμό. Λύγισε ως την γη τα κλαδιά των δένδρων.

Ταρακούνησε τις τέντες των σπιτιών και ένας βαρύς ήχος από σίδερα που χτυπιούνται μεταξύ τους, τρόμαξε ανθρώπους και ζώα.

Κάθε ζωντανό πλάσμα λούφαξε πιο βαθιά στη φωλιά ή στο σπιτικό του.

Μούγγρισε ο άνεμος και επιτέθηκε στον κοιμισμένο ποταμό.

Κι αυτός ξύπνησε ανταριασμένος. Ένιωσε τον αέρα να τον μαστιγώνει ξεδιάντροπα και θύμωσε πολύ.

Σήκωσε φρενιασμένος κύμα ψηλό τα νερά του που πέσανε με δύναμη και χτυπήσανε τ' αστέρια που ξεκουράζονταν πάνω του...

Τα πεσμένα φύλλα τα σήκωσε από το χώμα ο άνεμος άγρια. Τα στριφογύρισε, τα στροβίλισε σε μιά στήλη ψηλή σαν στήλη σίφουνα. Την παρέσυρε μακριά από τα λημέρια της και την άφησε να διαλυθεί σε χίλια κομμάτια στο πέρα χωράφι.

Μούγγρισε η θάλασσα νιώθοντας τον βοριά. Ανατρίχιασε σύγκορμη και αναταράχτηκαν τα σωθικά της.

Όρθωσε κύματα μαβιά, σαν άτια πολεμικά που, τρέχοντας, χύθηκαν αφρισμένα, ακράτητα στην στεριά, με  μουγκρητό λυσσαλέο.

Πνίγηκε η ακτή στα θυμωμένα  νερά και το φτέρνισμά τους έπεσε ορμητικό και μούσκεψε τα έρημα παγκάκια της παραλίας.

Ανήμπορες βάρκες χτυπιόντουσαν στους πολεμοχαρείς κυματισμούς που, όμοια με άγρια θηρία, ορμούσαν μανιασμένα να καταπιούν την στεριά.

Κι αυτοί οι κυματισμοί, κάτω από το φως της σελήνης είχαν μιάν άγρια μεγαλοπρέπεια...

Φωσφόριζαν με χίλιους εξαίσιους σελαγισμούς, που τους αφροστεφάνωναν πλούσιες, πάλευκες, αφρισμένες , νερένιες, φουρφουρένιες δαντέλες.

Χάρηκε ο βοριάς από την αναστάτωση που έφερε στην κοιμισμένη πολιτεία.Και αποφάσισε ότι αρκετά είχε καθυστερήσει σ' αυτό το μέρος. Ήθελε νέες εμπειρίες, σε άλλες πόλεις και χωριά.

Και ξαφνικά, όπως απότομα είχαν όλα αρχίσει, έτσι απότομα και σταμάτησαν, έσβησαν...

Ο αχός του σίδερου, ο ήχος των πραγμάτων που κατρακυλούσαν θορυβώδικα, κυνηγημένα από τον απρόσμενο άνεμο, το φοβιστικό ουρλιαχτό του αγέρα, όλα σταμάτησαν ξαφνικά...

Η ηρεμία απλώθηκε ξανά απορημένη και δισταχτική στην μικρή πολιτεία.

Ο ποταμός   μ' έναν βαθύ αναστεναγμό ηρέμησε και καλοδέχτηκε τ' αστέρια να παίξουν πάλι στα  γαληνεμένα πια νερά του.

 Η θάλασσα τράβηξε τα κύματά της από την στεριά κι έστειλε τον φλοίσβο να την καθησυχάσει και να της ψιθυρίσει γλυκά ''καληνύχτα''.

 Μιά φεγγαροστράτα φάνηκε  πάνω στα κουρασμένα νερά της που, ήρεμα τώρα, άφησαν να τα αγκαλιάσει βελούδινα η σελήνη στον νερένιο ύπνο της.

Ο βοριάς είχε φύγει πια. Δεν ήταν πλέον εδώ...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου