Σαν πούπουλα ολόλευκα με μιά λαμπρή ασπράδα,
σαν πάχνη πρωινιάτικη, πυκνή και ασημένια
της Κατερίνης της γιαγιάς φαντάζαν τα μαλλιά της
και φώτιζαν το πρόσωπο με μιά λεπτή φροντίδα,
πιασμένα πίσω στον λαιμό σε μιά φαρδιά πλεξούδα.
Ψηλή, λεπτή, ευγενική, σεμνή και μετρημένη,
ακούραστη πολέμησε στις μάχες της ζωής της.
Τις κόρες και τον άντρα της πολύ τους αγαπούσε
και σ' όλα τα εγγόνια της έδινε την καρδιά της.
Χαρά μεγάλη λάβαινα σαν ήταν να μας έρθει
απ' τ' Αντυπάτα πού 'μενε σε μας εδώ στην Σάμη.
Θαύμαζα το ανάστημα, μα και την αρχοντιά της
απ' το ταξί σαν έβγαινε καλούδια φορτωμένη.
Θαρρούσα φωτοστέφανο πως είχε στο κεφάλι,
καθώς ο ήλιος χάιδευε τα ασημιά μαλλιά της,
κι έτρεχα να την υποδεχτώ στο σπιτικό μας μέσα.
Λαδάκι πάντα θά 'φερνε απ' τις δικές ελιές της
και το πιο νόστιμο ψωμί που δεν θα το ξεχάσω.
Ζεστό- ζεστό κι ολόμαυρο, ένα παχύ καρβέλι.
Μοσκοβολούσε το ψωμί οπού 'χε η ίδια πλάσει
και ψήσει στον δικόνε της, μες στην αυλή της, φούρνο.
Θεέ μου, νέκταρ ήτανε καθώς το εβουτούσα
μέσα στο λάδι πού 'τανε νιο κι είχε ελαφρά πικράδα,
μιά γεύση πεντανόστιμη που γεύομαι ακόμα
και την γυρεύω άδικα στα λάδια της Αθήνας.
Και στα γλυκά του κουταλιού, επρώτευε η γιαγιά μας.
Το καρυδάκι της γνωστό, δεν λίγωνε καθόλου
κι η πρόκα το γαρίφαλο, τού 'δινε την σπιρτάδα.
Μα και το νεραντζάκι της, αμίμητο περνιόταν.
Ούτε πικρό, ούτε γλυκό, μιά φίνα ισορροπία
κι ουδέποτε ματάφαγα τέτοιο γλυκό νεράντζι.
Τ' αναζητώ πεισματικά στων Αθηνών την πόλη,
μα, δεν μπορεί να συγκριθεί κανένα με εκείνα
τα διάφανα, λεπτόγευστα διαμάντια της γιαγιάς μας...
Αικατερίνη λέγανε της μάνας μου την μάνα,
και όλοι την φωνάζανε ''κυρά Αικατερίνη''.
Μου άρεσε που ολόκληρο άφησε τ' όνομά της...
Της ταίριαζε με την ευγενική, ψηλή κορμοστασιά της.
Λεπτή και λιγομίλητη, αρχοντική γυναίκα,
πάντα μ' ένα γλυκόλογο στο στόμα σαν μιλούσε.
Μιά παρουσία ήσυχη, που σκόρπιζε γαλήνη
κι ήθελα περισσότερο στο σπίτι μας να μένει.
Έτσι, σαν εμεγάλωσα με στείλαν οι γονείς μου
να μείνω στους παππούδες μου μέσα στο καλοκαίρι.
Επέρασα πανέμορφα εκείνες τις ημέρες.
Ο παππούς Νιόνιος ήρεμος, τι θέλω με ρωτούσε
και η γιαγιά με φρόντισε πιότερο κι από μάνα.
Κι εγώ χαιρόμουν την δροσιά του κήπου με τα άνθη.
Τα δέντρα καταπράσινα, γλαρό το φύλλωμά τους,
αστράφταν ολοζώντανα, πυκνά σαν νά 'ταν δάσος...
Για την Πολυάνθη την γιαγιά, την μάνα του πατέρα,
θ' αναφερθώ κάποια στιγμή, γιατί πολλά της πρέπουν.
Μα τώρα τις νοσταλγικές θύμησες θε να κλείσω
με γεύση από ολόφρεσκο μαύρο ψωμί με λάδι
κι ένα πιατέλο γυάλινο με τροφαντό νεράντζι,
σερβιρισμένο όμορφα από την Αικατερίνη,
την όμορφη κυρά-γιαγιά που φώτιζε έναν γύρο
με τα αφρόλευκα μαλλιά και την σεμνή μορφή της...
---------------------------------------------------------------------
Εκείνα τα δύσκολα χρόνια, ο παππούς και η γιαγιά, δώσανε την μητέρα μου Αλίκη, όταν ήταν πολύ μικρή, στην αδελφή της γιαγιάς, την θεία Σοφία, η οποία την μεγάλωσε σαν κόρη της. Έμενε στην Κέρκυρα και έτσι η μαμά μεγάλωσε εκεί. Θυμόταν πάντα με απέραντη νοσταλγία την πανέμορφη Κέρκυρα και μας έλεγε πολλές ιστορίες από την ζωή της στο καταπράσινο νησί του Ιονίου. Γυρίζοντας μετά από χρόνια στην Κεφαλονιά, ερωτεύθηκε τον πατέρα μας τον Κώστα και παντρεύτηκαν. Η Αλίκη και η αδελφή της η Κική, ήταν δυο πανέμορφες κατάξανθες κοπέλες. Τα παιδιά και τα εγγόνια αυτών των δύο αδελφών, έχουν την καλλιτεχνία μέσα τους και ξεχωρίζουν στην ζωγραφική, την μουσική και το γράψιμο, πεζό και ποίηση. Μέσα της η Αλίκη, πιθανόν να αναρωτιόταν γιατί οι γονείς της από τα τρία κορίτσια που είχαν διάλεξαν αυτήν να δώσουν στην Σοφία, με την οποία πέρασε - όπως είπαμε - θαυμάσια. Ώσπου με το πέρασμα των χρόνων και φτιάχνοντας την δική της αγαπημένη οικογένεια, όλα γλύκαναν... Υπήρξε μια ερωτευμένη σύζυγος και σπουδαία μητέρα. Κι όλα έγιναν όμορφες ιστορίες να τις λες τις χειμωνιάτικες νύχτες, δίπλα στο μαγκάλι...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου