Εμφανιζόμενη ανάρτηση

Δευτέρα 11 Μαρτίου 2024

Η ΓΙΑΓΙΑ ΜΟΥ, Η ΠΟΛΥΑΝΘΗ

Μεγάλος έμπορος τρανός την εποχή εκείνη,
ο Φλαμιάτος πρόκοψε και πάμπλουτος εγίνη.
Κεφαλονίτης εύστροφος, απ' την σειργιά του πρώτος,
κατείχε την εκτίμηση απ' όλους στο νησί του...
Με την Κορίνα γέννησαν εννιά παιδιά σαν ρόδα,
αγόρια δύο κι ένα σωρό τα θηλυκά στο σπίτι.
 
Το σπίτι τους πετρόχτιστο, αρχοντικό μεγάλο. 
Τεχνίτες άρτιοι Ιταλοί, στολίσαν το ταβάνι
με σχέδια πανέμορφα που άναυδο σ' αφήναν...
Και στα μπαούλο στοίβαζε ο έμπορος συνέχεια
πανάκριβα υφάσματα, μετάξια και ταφτάδες
κι ολόκληρα τόπια έφερνε απ' ακριβό βελούδο, 
το πιο υπέροχο σιφόν και τις γκυπούρ δαντέλες...
 
Στ' αρχοντικό τους έμεινε ολόκληρη βδομάδα,
ο Γουότερ Λόου - πρεσβευτής - που γύριζε Αγγλία.
Και η Κορίνα η κυρά, μονάχη της επήγε 
μες στην Κωνσταντινούπολη, κατόρθωμα μεγάλο,
για μιά γυναίκα μοναχή, την εποχή εκείνη.
Επήγε στην Αγιά Σοφιά σεμνά να προσκυνήσει,
όταν της είπε, ''δεν μπορεί'' ο Τούρκος μπρος στην πόρτα.
Και τότε τον επρόγκηξε με μιά φωνή οργίλη:
''Για κάνε πέρα που θα πεις σε με να μην περάσω...
Εκίνησα απ' τα πέρατα να ρθώ να προσκυνήσω
και θα μου πεις εσύ ορέ, πως δεν μπορώ να έμπω;;;''
Κι ευθύς του δίνει μιά σπρωξιά και μπαίνει με καμάρι
και σεβασμό απέραντο, στον λατρεμένο χώρο...
Σωστή Κεφαλονίτισσα, Δέσποινα ψυχωμένη,
ανάστησε εννιά παιδιά, τον Τούρκο θα φοβόταν;;;
 
Τ' αγόρια της μορφώθηκαν μες στα Πανεπιστήμια.
Ο ένας γιος εγίνηκε γιατρός πολύ σπουδαίος.
Διευθυντής στο Τζάνειο ο Μεμάς, φυματιολόγος
μα, ο Πίπης επαρέμεινε για πάντα στο νησί του.
Οι κόρες βγάλαν Λύκειο κι απέ μετά στο σπίτι. 
Εμάθαν πιάνο, γαλλικά, πανώριες δεσποσύνες
που ο γέρος τους τις πάντρεψε, γιατί τό 'χαν συνήθειο,
οι κόρες τότε από νωρίς να παντρευτούν, να φύγουν
από την πατρική φωλιά, να φτιάξουν την δικιά τους...
 
Στην έκτη κόρη άρεσε βιβλία να διαβάζει.
Να ζωγραφίζει, να κεντά, στο πιάνο της να παίζει,
να γράφει και ποιήματα με έμπνευση μεγάλη...
Τα γράμματά της ήτανε αληθινό στολίδι.
Έγραφε καλλιγραφικά, σαν κόσμημα η γραφή της 
και ζούσε πάντα αρμονικά, με αδελφές και φίλες...
 
Περίπατοι και εκδρομές, βολτάρισμα, παιχνίδια,
γεμάτη γέλια η ζωή, με άνεση και λάμψη.
Τις σκανταλιές τους κάνανε όλες οι δεσποσύνες,
και η παρέα της, χαρές τις κέρναγε με κέφι.
 
Η έκτη κόρη λεύκωμα αγόρασε μιά μέρα.
Παίρνει ένα ύφασμα καφέ πού 'χε χρυσές ριγούλες
και ντύνει ευθύς το λεύκωμα που αγνώριστο εγίνη!
Ύστερα γράφει πλαγιαστά στην πρώτη την σελίδα
την λέξη ''λεύκωμα'' σε μπλε, με σινική μελάνη.
Εστόλισε τα γράμματα με πάμπολλες γραμμούλες
έτσι, που ένα κόσμημα εφάνταζε η λέξη.
Και βάζει κάτω και ψηλά δυό όμορφους αγγέλους
κι όλα μαζί φαντάζανε σαν πίνακας ζωγράφου...
 
Αφιερώσεις-ποιήματα γεμίσαν τις σελίδες 
από τις τόσες φίλες της, όλες αρχοντοπούλες.
Με ροζ, με μαύρο και με μπλε μελάνι τα γραπτά τους.
Έγραφαν καλλιγραφικά, όλες οι σινιορίνες.
Μιλούσαν όλες τρυφερά για την καλή τους φίλη
και τις αφιερώνανε ποιήματα ωραία.
Και πάντα δίπλα όμορφη εικόνα εκολλούσαν,
παιδάκια, ρόδα και πουλιά, λαντώ και μαρκησίες...
 
Αυτό ήταν το λεύκωμα της σιόρας Πολυάνθης.
Γεμάτο ευχές κι ονείρατα, αγάπη και φιλία.
Πόσες ελπίδες είχανε ετούτα τα κορίτσια!
Κορίτσια μοσχανάθρεφτα, κοντέσες στον καιρό τους
κι όλες αγνές μες στην καρδιά, με όνειρα μυριάδες,
πού 'διναν όρκους της καρδιάς για δυνατή φιλία...
''Ενθυμού και μη λησμόνει...Τη φιλτάτη μου Πολυάνθη...''
κι αρωματίζαν το χαρτί μ' αρώματα και άνθη!!
 
Κατά το τέλος έγραψε η Πολυάνθη ποίημα,
πού 'δειχνε να την απασχολούν κάτι που δεν μαρτύρα...
Σαν φόβος για το αύριο... Διαίσθηση λες κι ήταν...
Δεν ήξερε πώς θά 'τανε τα χρόνια που θα 'ρθούνε
και μία θλίψη απαλή υπόβοσκε στους στίχους...
 
Κάποια στιγμή οι αδελφές σκορπίσαν παντρεμένες,
σ' Ελλάδα και σ' Αμερική, ως κι Αφρική ακόμη
κι όλες προκόψαν στην ζωή, εκτός της Πολυάνθης...
 
Η ταλαντούχα κι όμορφη εκείνη Πολυάνθη, 
υπάκουσε και σύντροφο επήρε έναν άντρα,
οπού δεν είχε τίποτα κοινό με την κοπέλα.
 
Πάνε τα πιάνα, οι χοροί, οι ζωγραφιές, οι φίλες...
Ο σύζυγος δεν σκάμπαζε κανένα από δαύτα...
Δουλευταράς, αλλά βαρύς, μονόχνωτος, τσιγγούνης,
σε τίποτε δεν ταίριαζε με την αρχοντοπούλα...
Πώς να ταιριάξει ο χρυσός με την σκουριά, την γάνα;;
Πώς να ταιριάξει η μουσική σιμά στην μουγγαμάρα;
Τι θέση έχει το γράψιμο όταν σε σένα πέφτουν, 
όλες οι έγνοιες του σπιτιού, χωρίς καμιά βοήθεια;;...
 
Τον Κωνσταντίνο γέννησε, πανώριο αγοράκι
και πάνω εκεί που χρόνιζε, απέκτησε αδελφάκι.
Μα, τι 'ναι τούτη η ζωή;; Πώς φέρνει καταιγίδες;;
Λεχώνα νεαρότατη, η Πολυάνθη πάει...
Ο επιλόχιος πυρετός της στέρησε τα πάντα...
Κι ήταν μικρούλα κι όμορφη, γλυκιά, χαριτωμένη...
 
Τον Κωνσταντή μεγάλωσε της μάνας του το σόι.
Μες στο Φλαμιατέικο εγίνηκε λεβέντης.
Εσπούδασε, παντρεύτηκε κι εγίνηκ' ένας κούκλος
που τα κορίτσια λιώνανε στο συναπάντημά του!!!
Μόλις ακούγανε: ''Έρχεται ο Κωνσταντής, κοπέλες!!!''
τρέχοντας εκατέβαιναν οι τσούπρες στην πλατεία, 
να δούνε τον παλλήκαρο που μοιάζει με αστέρι, 
με γόη απ' το Χόλυγουντ, κι ήταν ξετρελαμένες!!!
 
Ο κόσμος όμως άλλαξε. Σεισμός το '53, 
όλα τα ισοπέδωσε και όλοι γινήκαν ίσοι...
Ο Κωνσταντής παντρεύτηκε κι απόκτησε δυό κόρες.
Ήταν η πρώτη κόρη του εννιά μηνών μωράκι
κι απ' το Σικάγο είχε 'ρθεί η θειά τους η Ρεγγίνα, 
η αδελφή της μάνας του, η πολυαγαπημένη.
Κατέβαινε με το μωρό σφιχτά στην αγκαλιά της,
το ταίρι, η Αλίκη του, ξανθιά, γαλανομάτα,
όταν η θειά Ρεγγίνα τους, κοιτώντας το μωράκι 
π' ολόγλυκα τους κοίταζε, ταράχτηκε τα μάλα...
Κρατήθηκε απ' τα κάγκελα και φώναξε με πάθος:
''Ίδια η Πολυάνθη μου!!Η λατρευτή αδελφή μου!!
Κωστάκη, το κορίτσι σου, Πολυάνθη θα το πούμε!!
Κι εγώ Νονά της θα γενώ, θα την προσέχω πάντα!!!''
 
Κι έτσι η μικρή βαπτίστηκε με τ' όνομα της νόνας.
Και στα βαφτίσια ο Κωστής μοίραζε κατοστάρια 
απ' την μεγάλη του χαρά και την συγκίνησή του...
 
Δεν ήταν εύκολη η ζωή στα χρόνια που διαβήκαν. 
Αν ζούσε η μητέρα του, θά'ταν αλλιώς το πράγμα. 
Μα ο πατέρας του ενωρίς, νέα γυναίκα πήρε...
Η μητριά αυταρχική, απόμακρη και πείσμων 
κι απέκτησε ο γέρος του, άλλα παιδιά μ' εκείνη...
 
Από το βιός της μάνας του, τίποτε δεν επήρε
ο Κωνσταντής, και τό 'φερνε πάντα πολύ βαρέως...
Απ' τα κοσμήματα μηδέν, απ' τα προικιά κανένα...
Να τό 'χει για ανάμνηση, κάτι να την θυμάται...
Μα, ένα τραπεζομάντηλο, ένα ασπροκεντήδι,
μία καρφίτσα ή σεμέν, τίποτα δεν επήρε...
 
Το μόνο που του έμεινε, ήταν το λεύκωμά της...
Οι ''άλλοι'' το θεώρησαν σαν μια χαρτούρα μόνον 
κι έσι στα χέρια έφτασε, στου Κωνσταντή τα χέρια...
Το έδειχνε στις κόρες του, βαθιά συγκινημένος...
''Αυτό είναι από την μάνα μου, δεν έχω τίποτ' άλλο,
να μου θυμίζει την καλή γιαγιά σας, κοριτσάκια...
Να τό 'χετε σαν θησαυρό, σαν ιερό κειμήλιο,
γιατί εδώ χτυπά η καρδιά, της νόνας σας, παιδιά μου...''
 
Το έσφιγγε στο στήθος του σαν άγια εικόνα
και με ευλάβεια πολλή, τό 'βαζε στο γραφείο. 
Στα χέρια της πρωτότοκης το λεύκωμα κρατήθη.
Σαν έκανε οικογένεια τό 'δειξε στα παιδιά της 
κι οι δυό της κόρες θαύμασαν τις θαυμαστές σελίδες...
 
Η Πολυάνθη λάτρεψε και την καλλιγραφία 
από αυτό το λεύκωμα της συνονόματής της...
Μα, τι γιαγιά ήταν αυτή! Υπέροχη γυναίκα!
Για δες πώς γράφαν τότενες! Μπιζού τα γράμματά τους!
Και η γλώσσα λεπτεπίλεπτη, αβρή, χαριτωμένη, 
με λίγη καθαρεύουσα κι υπέροχες προτάσεις,
γεμάτες αυθορμητισμό, νεανική φρεσκάδα,
από κορίτσια εύστροφα και καλλιεργημένα...
 
Κι η Πολυάνθη έμαθε να γράφει, να στολίζει
και να ζητά το όμορφο σε κάθε 'να γραπτό της,
διακοσμώντας γράμματα με τις μικρές γραμμούλες,
που είχε δει στο λεύκωμα που μέτραγε αιώνα...
Κι έψαχνε πάντα κι εύρισκε τις όμορφες φιγούρες
που ήταν μιάς άλλης εποχής, εκείνης της γιαγιάς της...
 
Σήμερα έχει αρκετές σαν συλλογή ωραία.
Και πάντοτε την συγκινούν εικόνες παλιών χρόνων,
χαριτωμένες, διαλεχτές, μ' αβρή ευαισθησία,
χέρια με κρινοδάχτυλα, πρόσωπα κερασένια,
αγγέλοι χαριτόβρυτοι, ζωάκια λατρεμένα,
κορίτσια - αγόρια τρυφερά, πουλιά ηλιοσταγμένα 
ρούχα μιάς άλλης εποχής, παραδεισένια άνθη...
 
''Πάλαι ποτέ'' θα έλεγε όλη την συλλογή της.
Επήρε κι ένα λεύκωμα και στις σελίδες βάζει,
σαν πλαίσιο ολοτρόγυρα, τις τρυφερές φιγούρες.
Όμως το κέντρο άφησε κενό κι όχι γραμμένο...
Θα πρέπει πρώτα να σκεφτεί το τι θα λεν οι στίχοι...
Θα είναι λόγια ιστορικών; Φράσεις των φιλοσόφων;
Θά 'ναι στροφές του Σολωμού ή του Βαλαωρίτη;
Ή μήπως κάποιο κείμενο και τα ποιήματά της
θε να της δώσουν υλικό που το κενό θα κλείσει;
Αλλάξαν βλέπεις οι καιροί κι οι φίλες δεν σου γράφουν
σε λεύκωμα τις σκέψεις τους, όπως παλιά γινόταν...
 
Για τώρα τα λευκώματα τά 'χει η βιβλιοθήκη.
Στην πιο καλύτερη μεριά, εκείνο της γιαγιάς της
και σ' άλλο ράφι ακούμπησε και το δικό της έργο.
Θα' ρθεί η στιγμή π' οριστικά θε να τ' ολοκληρώσει.
Ως τότε δεν βιάζεται, θε να σκεφτεί λιγάκι,
για να το δουν οι κόρες της σαν είναι τελειωμένο
και νά 'ναι υπερήφανες για την δική τους μάνα...
 
Για κοίτα! Τι σού 'ναι τα γονίδια και τι σου μεταφέρουν!!
Η Πολυάνθη απ' την γιαγιά, πήρε απ' όλα κάτι,
μα στα κορίτσια της γερό το χάρισμα εδόθη!
Έγινε η Αλίσια μουσικός, η Ελπίδα ζωγραφίζει...
Επήγε στην ΚΑΛΩΝ ΤΕΧΝΩΝ κι η Πολυάνθη, γράφει...
 
Αυτήν κι αν λες κληρονομιά χιλιοευλογημένη!!
Τα δώρα της γιαγιούλας τους, φωτίζουν την ζωή τους.
Μπορεί να μην την γνώρισαν, όμως οι χάρες ήρθαν
κι εγέμισαν με ηλιοφώς τους κλώνους της γενιάς της!!!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου