Εμφανιζόμενη ανάρτηση

Τρίτη 23 Απριλίου 2024
ΤΟΝ ΒΡΗΚΑ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ...
Τρίτη 16 Απριλίου 2024
ΣΤΗΝ ΜΥΡΤΩ ΜΑΣ
Μικρούλικο, στην αγκαλιά της μάνας γαντζωμένο,
επρωτοείδα την Μυρτώ, την κόρη της Κορίνας.
Ήτανε Πάσχα κι έρχονταν στο σπίτι της γιαγιάς της,
πού 'χα γειτόνισσα καλή, την όμορφη Ματίνα.
Τα χρόνια που περνούσανε, δώσανε στην Μυρτούλα
μιά καλοσύνη ζηλευτή, μιά ζηλευτή φινέτσα.
Ερχότανε συχνά- πυκνά να δούνε την γιαγιά της,
γιατί η Ματίνα λάτρευε την εγγονή με τρέλα!
Καλούδια γι' αυτήν έφτιαχνε και πάντοτε η αγάπη
για την Μυρτώ, ξεχείλιζε απ' της γιαγιάς τα στήθια.
Την πόρτα μου χτυπούσανε, για να συναντηθούμε.
Καθόμαστε με την μικρή και λέγαμε ιστορίες
κι εκείνη τις ασφάλιζε βαθιά μες στην καρδιά της.
Με τον Ερμή μου έπαιζε, τον όμορφο γατούλη
και θύμιζε λευκόκρινο, γλυκό και μυρωμένο.
Αφού η μαμά της δούλευε, την πήγαινε η γιαγιά της
σε κάθε απογευματινή, δικιά της ασχολία.
Την έντυνε πριγκιπικά κι εβγαίνανε για βόλτα.
Και στα μαθήματα χορού, επρώτευε η Μυρτούλα.
Πώς άλλαξε η κοπελιά μέσα σε λίγα χρόνια!
Όταν την συναπάντησα του Γυμνασίου κόρη,
εδυσκολεύτηκα πολύ να την αναγνωρίσω!
Μπροστά μου εστεκότανε μιά γελαστή κοπέλα,
με νερα'ι'δένιο πρόσωπο κι ολόμαυρα μαλλάκια
που έφερναν αντίθεση με το κρινένιο χρώμα
που είχε η πανέμορφη και ήρεμη μορφή της!
Ωραία είναι κι η μαμά, ωραία και η θεία,
ωραία είναι η γιαγιά κι ο ευγενικός πατέρας.
Οπότε η Μυρτούλα μας, πήρε την ομορφιά τους
και σαν λουλούδι άνθισε αβρό κι ευλογημένο!
Μυρτώ μου, νά 'ναι η ζήση σου, γιομάτη ομορφάδα!
Να σου χαρίζει η ζωή τα πιο τρανά της δώρα,
γιατί τ' αξίζεις μάτια μου κι εσύ και οι δικοί σου.
Καρδιά χρυσή, αγγελική σε καθορίζει φως μου.
Η καλοσύνη σου τρανή σ' ανθρώπους και ζωάκια.
Για μένα θά 'σαι πάντοτε, πριγκίπισσα, Μυρτώ μου!
Με την γιαγιά σου πιάνουμε καμιά φορά κουβέντα
και βλέπω πως στα στήθη της τα δυό της τα εγγόνια,
είναι αστέρια λαμπερά, είν' η καρδιά της όλη!
Ν' αξιωθείς Μυρτούλα μου, όλα τα όνειρά σου,
να τα θωρείς να γίνονται αληθινά μιά μέρα.
Τριγύρω έχεις άφθονη αγάπη απ' τους δικούς σου
που, στέκονται στο πλά'ι' σου σαν κάστρα αντειωμένα!
Απ' την αγάπη έγινες Μυρτώ μου μία μέρα
η δεσποσύνη η όμορφη, μ' ανθούς μες στην καρδιά σου!...
Μακάρι αστέρια λαμπερά να φέγγουν στο στρατί σου
και στης ζωής τα βήματα ο ήλιος να σου στρώνει,
μονάχα φως κι απανεμιά, χαμόγελα κι ελπίδες!!!
-------------------------------
Με όλη μου την αγάπη, η γειτόνισσσα της γιαγιάς σου που σου λέγαμε ιστορίες, δασκάλα Πολυάνθη.
ΣΤΗΝ ΞΕΧΩΡΙΣΤΗ ΜΑΤΙΝΑ ΜΟΥ
Χρόνια σαράντα βρίσκονται στην πολυκατοικία
κι είναι καλές γειτόνισσες όλα τα χρόνια τούτα.
''Ματίνα μου'', ''Πολυάνθη μου'' μ' ευγένεια μεγάλη
η μιά την άλλη προσφωνεί με χάρη και φινέτσα.
Και μες στο απομεσήμερο κάθεται η Πολυάνθη
να γράψει για την φίλη της όσα η καρδιά της κρύβει
για μιά καλή συνάνθρωπο που πάντα προχωράει
στον δρόμο τούτο της ζωής, ωσάν σωστή κυρία.
-- Ματίνα μου περάσαμε ζωή γεμάτη έγνοιες...
Η καθεμιά στο σπίτι της με τα χρυσά παιδιά της
και στην δουλειά μας ήμασταν σωστά οργανωμένες
κι όλοι για μας θε να μιλούν με σεβασμό κι αγάπη.
Την τύχη μου την θεωρώ υπέροχη που σ' είχα
γειτόνισσα ευγενική, καλή και προσεγμένη.
Ποτέ σου δεν χαράμισες την ώρα σου με λόγια
ανώφελα, και ήσουνα υπόδειγμα κυρίας.
Εδούλεψες πολύ σκληρά να θρέψεις δυό κορίτσια,
αφού η μοίρα σ' άφησε από νωρίς μονάχη.
Τα μόρφωσες, τα σπούδασες με της καρδιάς σου το αίμα
κι ουδέποτε παράπονο δεν βγήκε από το στόμα.
Κατόρθωμα τεράστιο επέτυχες Ματίνα.
Σπουδαίοι ανθρώποι γίνανε οι δυο σου θυγατέρες.
και στήσαν οικογένειες ολόχρυσα διαμάντια
κι όπου βρεθούν κι όπου σταθούν, πάντοτε ξεχωρίζουν.
Κι αφότου έγινες γιαγιά, προσέφερες τα πάντα
στα δυό σου τα εγγόνια σου που τόσο σε λατρεύουν.
Είσαι υπόδειγμα γιαγιάς και πρότυπο μητέρας
και βλέπεις τα κορίτσια σου να λάμπουν σαν αστέρια.
Έχεις μεγάλο χάρισμα Ματίνα μου στο λέγειν.
Σαν αφηγείσαι στέκεται ο άλλος να θαυμάσει
τα όσα ωραία εξιστορείς με ρητορία πλέρια.
Μπροστά μας ζωντανεύουνε πανέμορφες εικόνες,
καθώς θυμάσια τα παλιά, τα παιδικά σου χρόνια.
Σου έχω πει πολλές φορές να κάτσεις να τα γράψεις
τα όσα τόσα θαυμαστά συχνά αναθυμιέσαι...
Θ' αφήσεις στα εγγόνια σου πολύτιμο βιβλίο
τα όσα κρύβεις στην καρδιά σαν ήσουνα παιδάκι.
Θα ήταν ένα γάργαρο ποτάμι αναμνήσεις
από τα χρόνια τα αγνά που δεν ξαναγυρίζουν.
Θα μάθαινε η Μυρτούλα σου μαζί κι ο Παναγιώτης,
πόσο πανώρια έζησες σε σμαραγδένιους τόπους.
Πώς χαίρονται οι κόρες σου όταν σε αντικρύζουν!
Πώς χαίρονται που βλέπουνε τόσο κομψή μανούλα!
Κι όποτε ντύνεσαι να βγεις πάντοτε σε θαυμάζω,
γιατί θυμίζεις μανεκέν, με άρωμα γαρδένιας
κι έχεις το στυλ το όμορφο της φίνας Μαίρης Λίντα!
Για την καρδιά σου τι ναπω;; Χρυσάφι σαν τον ήλιο...
Απλόχερη και δοτική,να δώσεις στον πλησίον
πάντα με μιά σεμνότητα που συγκινεί τον άλλον
και θέλει χίλια ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ στα χέρια σου ν' αφήσει...
Την ζεστασιά σου που σκορπάς κι εγώ την έχω νιώσει
και λέω μύρια ευχαριστώ στην τρυφερή ψυχή σου.
Η Ανθρωπιά σου ουράνια, σαν άγγιγμα αγγέλου,
την συνοδεύουν πάντοτε λεπτότητα και χάρη...
Ματίνα μου αγωνίστρια, μάνα αγιοτάτη,
παρακαλώ την Παναγιά να σου χαρίζει πάντα
τις ευλογίες του Θεού σε σένα, στα παιδιά σου,
σε όλους όσους αγαπάς και όσους συλλογιέσαι...
Να είναι πάντα ο δρόμος σου στρωμένος με λουλούδια.
Να χαίρεσαι παιδόγγονα, γαμπρούς αγαπημένους.
Αστέρια πάντα να κοσμούν την στράτα της ζωής σου,
που την διαβαίνεις μ' αρχοντιά, με σύνεση και χάρη!!
---------------------------------------
Με όλη μου την αγάπη και την βαθιά εκτίμηση, η γειτόνισσά σου δασκάλα, Πολυάνθη.
Τετάρτη 10 Απριλίου 2024
ΘΑ ΤΟ ΠΑΛΕΨΩ...
Μου είναι πολύ δύσκολο σε ποίημα ν' αποδώσω
τον κόσμο που θρονιάζεται στα σώψυχά μου μέσα...
Οι λέξεις μπλέκουν σωρηδόν στης πένας μου την άκρη
κι ορμούν πολλές κι ακάθεκτες με βιάση να προβούνε...
Για να τις βάλω σε σειρά, εύκολο δεν λογιέται.
Τα χαρωπά ενθυμήματα αναφανδόν θα μπλέκουν,
με ολοσκότεινες στιγμές και φόβους στριμωγμένους,
καθώς θα τρέχουν να χυθούν απ' του μυαλού την πόρτα...
Παίρνω και στήνω εκεί ψηλά ένα ουράνιο τόξο,
που φύλαγα στ' απόρθητο σεντούκι της ψυχής μου.
Και πριν περάσουν δυό λεπτά ορμούνε σαν τις άρπυιες
οι έγνοιες, τ' αμαρτήματα, τα λάθη και τα πρέπει...
Τι πλάσματα ανήμπορα πού 'μαστε οι ανθρώποι...
Μιά μέρα ηλιοστάλαχτη, δύσκολα την κρατούμε.
Κάποια στιγμή θα πεταχτούν μικρότητες, κακίες
που θα λερώσουν της χαράς τον άσπρο της χιτώνα...
Σκέψεις αγνές που πλέουνε σαν άσπρα συννεφάκια,
συχνά συνταξιδεύουνε με ''θέλω'' πικραμένα..
Και νιώθεις τόσο μοναχός που, κλαίγοντας γυρεύεις
το χέρι που θα κρατηθείς μακριά από το τέλμα...
Στο αυγινό το χάραμα η ελπίδα με γεμίζει.
Στο φλογερό το δειλινό ο έρως στήνει γλέντι
και με τ'αστέρια της νυχτιάς σωρός οι αμφιβολίες,
ορμούν να συνταράξουνε το θάμπος της ζωής μου...
Να γυμνασθεί πρέπει η ψυχή, να μάθει να χωρίζει
τις ώρες της ξεκούρασης μ' εκείνες πού 'χουν έγνοιες..
Να πάψω να πυροβολώ τον δόλιο εαυτό μου
και να φροντίσω να χαρεί κάποιες στιγμές της μέρας...
Και θά 'ναι κείνες οι στιγμές γεμάτες ομορφάδα
που θα μου δώσουν δύναμη τον δρόμο να περάσω
ολόρθη και χαρούμενη, μ' αγάπη στην ματιά μου,
για την γυναίκα πού 'γινα με κόπο και θυσίες...
Θε να σμικρύνω τον καιρό που θά 'χω επισκέψεις
από τις έγνοιες τις παλιές που πάντα ταλανίζουν
την ζήση καθενός θνητού με την μαβιά θωριά τους...
Ετούτη την απόφαση ελπίζω να κρατήσω...
Να βάλω τάξη σε όλα αυτά που μέσα μου παλεύουν...
Να ορθώσω το ανάστημα στις σκέψεις που γκριζάρουν
και ν' αρμενίσει στην ζωή, θερμή αισιοδοξία...
Σάββατο 6 Απριλίου 2024
ΚΥΜΑΤΙΣΜΟΙ ΨΥΧΗΣ...
Τους έπλεξε ο καιρός ξανά, πολλά τρελά παιχνίδια
κι οι νεραντζιές ανθίσανε και πάλι από νωρίς.
Η φύση επλανεύτηκε ακόμα και η ίδια
και γύρω έναν παράδεισο πανέμορφο θωρείς...
Πετά η ψυχή μου ελεύθερη επάνω απ' τις γαρδένιες,
λουφάζει στης κομψής ροδιάς την φίνα αγκαλιά...
Αφήνει στα χρυσόδεντρα, χειμάρρους χίλιες έγνοιες,
βαδίζει αλαφροπάτητη μες στην πυκνή σκιά...
Μονάχη μες στον κήπο της, με σκέψη αργοδιαβαίνει,
χαϊδεύοντας δυό ντάλιες αφράτες, απαλά.
Το μύρο του αγιοκλήματος, βαθιά το ανασαίνει
και γέρνει στην χαρούμενη, ψηλή βερυκοκιά.
Με ρόγκολα πολύχρωμα, τσετσέλια και χαρτάκια,
στολίζεται γιορτάρικα η ανήσυχη ψυχή.
Με ηλιαχτίδες χαρωπές που πλέκουνε στιχάκια,
το χελιδόνι τραγουδά γι' αυτήν απ' την σκεπή.
Μπρος στο δικό της σπιτικό, πετά συλλογισμένη...
Πού ν' ακουμπήσει τέτοιον φόρτο που κρατά...
Χαμογελά στις πεταλούδες τις πανώριες, ζαλισμένη
κι από τα μάτια της το δάκρυ αργοκυλά...
Να, η νυφούλα κι οι βελούδινοι πανσέδες!
Να κι οι βιολέτες, οι μπιγκόνιες, οι μουριές.
Πόσο καλά κρατούν ακόμα οι μεντεσέδες...
Ρουφά το νέκταρ απ' των ρόδων τις φωλιές...
Η μικρή σαύρα απ' την πέτρα πίσω βγαίνει.
Σκύβει η ψυχή και την χαϊδεύει απαλά...
Στέκει μετέωρος ο χρόνος, δεν διαβαίνει...
Το... χτεσινό παιδί με την γιαγιά τώρα μιλά...
Πολύ θα τό 'θελε να ξεφορτώσει όλα τα άγχη
στα μπουγαρίνια, στα σκυλάκια, στις σκιές...
Περάσαν χρόνια και δεν μπόρεσε να τά 'χει
πιο φροντισμένα όσα ανοίγουνε πληγές...
Να πάρει πλοίο και να πάει πάλι πίσω,
δεν το μπορεί και τό ' χει πιά, αποδεχθεί...
''Δεν το νομίζω να μπορέσω να σ' αφήσω''
λαλεί η ψυχή της χωρίς καν να ερωτηθεί...
Γι' αυτό ταξίδια κάνει χίλια με τον νου της...
Μα, κουβαλάει αποσκευές ένα σωρό...
Ν' αποτινάξει πια τα βάρη του κορμού της,
της ψιθυρίζει η ψυχή από καιρό...
Και κουλουριάζεται γιατί κανείς δεν ξέρει,
αν καταφέρει ν'αλαφρώσει την καρδιά...
Το βάρος έγινε παμπόνηρο ξεφτέρι
που αμφιβολίες σπέρνει μες στα σωθικά...
Κόβει γαρίφαλο και βάζει στα μαλλιά της.
Θά 'βρει έναν τρόπο νά ' ρθει ήλιος χαρωπός...
Την φίλη ελπίδα θα κρατεί στην αγκαλιά της
και για όλα τ' άλλα, έχει πάντα κι ο Θεός...