Η νύχτα έπεσε απαλά τυλίγοντας τα πάντα γύρω της με τον μυστηριακό της χιτώνα. Οι λάμπες στους δρόμους και οι γιορταστικές γιρλάντες μετριάζουν το σκοτάδι δίνοντας μια χαρούμενη, πολύχρωμη όψη στην πόλη.
Από το μεσημέρι όλοι έλεγαν ότι απόψε θα χιονίσει. Ο ουρανός βαρύς, είχε κατέβει πολύ χαμηλά, σημάδι του χιονιά που θα ερχόταν τις επόμενες ώρες. Ο Κωνσταντίνος βάδιζε γρήγορα προς το σπιτικό του. Σήκωσε ακόμη πιο ψηλά τον γιακά του παλτού του, κατέβασε ως τ’ αυτιά του τον μπερέ που συνήθιζε να φοράει κι έσφιξε τρεις βόλτες το κασκόλ γύρω από τον λαιμό του. Με τα χέρια βαθιά στις τσέπες περπατούσε κοιτάζοντας με ευχαρίστηση τις κατάφωτες, στολισμένες βιτρίνες. Μακάρι να κρατούσαν περισσότερο οι γιορτές, του άρεσαν πάρα πολύ και ειδικά του άρεσε όπως τις γιόρταζαν με την οικογένειά του στο «κάστρο» τους.
Όχι να το παινευτεί, μα χάρη σ’ αυτόν τα Χριστούγεννα και η Πρωτοχρονιά – ιδίως η Πρωτοχρονιά – θα έμεναν αξέχαστες στις κόρες του, μια παρακαταθήκη και για τα δικά τους σπιτικά, όταν ερχόταν η ώρα – πολύ αργότερα ήλπιζε – με το καλό.
Ήταν η πρώτη φορά εφέτος που χιόνιζε στην Κεφαλλονιά. Ο Αίνος, το μεγάλο βουνό, είχε ντύσει τις στρατιές από την μοναδική στον κόσμο Κεφαλλονίτικη Ελάτη του, στα κατάλευκα. «Ευτυχώς», σκέφτηκε, είχε προνοήσει για τις δύο μανταρινιές και τις δύο πορτοκαλιές του από χθες, μόλις άρχισε το κρύο να γίνεται ιδιαίτερα αισθητό. Πήρε δηλαδή εφημερίδες και με την βοήθεια της συμβίας του της Αλίκης, ντύσανε τα δεντράκια τους με αυτοσχέδια παλτά, για να μην τα κάψει το χιόνι. Όσο για τον Ντικ, φρόντισε να βάλει στο καλοφτιαγμένο, ξύλινο σπιτάκι του, άλλη μια κουβέρτα.
Με την Μπιρμπίλω όμως τι γινόταν; Μαζί της είχαν κάμει μια μυστική συμφωνία. Όταν πήγαινε να ξυριστεί, άφηνε ανοιχτό το παράθυρο της τουαλέτας και η μικρή σουσουράδα, σκαρφάλωνε από την περγουλιά και, τσουφ! Πηδούσε περιχαρής στο σπίτι. «Ξέχασα πάλι το παράθυρο ανοιχτό», έλεγε χαμογελώντας πονηρά κάτω από τα μουστάκια του, αν και όλοι στο σπίτι το είχαν πια καταλάβει – έστω αν δεν το έδειχναν. Έτσι, η Μπιρμπίλω μπαινόβγαινε ελεύθερη, κουνιστή και ωραία. Το θέμα όμως ήταν ακριβώς αυτό! «Μπαινόβγαινε». Με τέτοιο κρύο θα ερχόταν σπίτι ή θα κυνηγούσε τίποτε μες στο κρύο που δυνάμωνε σιγά-σιγά;
- Κωστάκη, έχεις να πάρω ψωμί;
Σήκωσε το κεφάλι του ξαφνιασμένος. Μπροστά του στεκόταν ο Νιόνιος, ο τρελο-Νιόνιος, όπως τον έλεγαν κάποιοι έξυπνοι…
- Τι γυρεύεις τέτοια ώρα Νιόνιο έξω; Δεν άκουσες ότι θα χιονίσει;
- Εκεί πάω, μα πρέπει να πάλω, τυρί, τσωμί. Λάδι μου έδωσε ο παπάς χτες. Έχεις Κωστάκη;
Ο άνδρας κοίταξε την ταλαιπωρημένη όψη του συνομιλητή του, τα αχτένιστα μαλλιά, το αξύριστο κουρασμένο πρόσωπο και το αιώνια ίδιο σκούρο γκρι παλτό. Ευτυχώς οι δικοί του τού είχαν αφήσει ένα μικρό σπιτάκι. Ζούσε από τα φιλοδωρήματα που έπαιρνε, κάνοντας μικροθελήματα.
«Να πάρεις κι ένα τσουρέκι Νιόνιο και να πας κατευθείαν στο σπίτι σου. Θα σε βλέπω! Α, στάσου…». Έβγαλε τα μάλλινα γάντια από τα χέρια του και τα φόρεσε στα παγωμένα δάχτυλα του άλλου άντρα.
«Εσύ είσαι καλός άνθρωπος Κωστάκη. Όχι σαν εκείνους που με πειράζουν. Που διαλεμπαμέσα τους, όλο με κοροϊδεύουν.»
«Ε, Νιόνιο, σου είπα να μην βλαστημάς, άντε πάρε αυτά που θέλεις και κατευθείαν σπίτι… Θα σε βλέπω!».
«Καληνύχτα Κώστα… Κοίτα με και θα δεις ότι έτσι θα κάμω…».
Καημένε Νιόνιο… Πώς μπορείς να κοροϊδεύεις έναν ατυχή συνάνθρωπό σου; Θαρρείς πως δεν καταλαβαίνει τον εξευτελισμό που υφίσταται; Πως δεν υποφέρει;
Ο Κωνσταντίνος τάχυνε το βήμα του αποδιώχνοντας κείνους τους ψευτόμαγκες από το μυαλό του, μπροστά στην εικόνα που είδε και τον έκανε να μείνει σύξυλος. Ακριβώς μπροστά στον φούρνο του κυρ Αντρέα, καθόταν τυλιγμένη σε μία εσάρπα σαν κουβέρτα, η Κλειώ. Επάγγελμά της η ζητιανιά. Κάποιοι λέγανε ότι ζούσε σε αξιοπρεπές σπίτι και άλλοι ότι την είχαν συναντήσει στο λεωφορείο αγνώριστη, περιποιημένη και πεντακάθαρη. Ο Κώστας την είχε δει στο σχολείο που πήγαιναν τα παιδιά του. Το δικό της, το μεγαλύτερο, πήγαινε προνήπιο, ένα χαριτωμένο κοριτσάκι. Η μάνα όμως, τις Κυριακές στηνόταν στα σκαλιά της Εκκλησίας, έχοντας το μικρότερο παιδί της στην αγκαλιά της και τα άλλα δύο κοριτσάκια της να τρέχουν δεξιά-αριστερά. Μια φορά που γινόταν παζάρι, η πρώτη του κόρη αγόρασε μια κουκλίτσα για το μεγαλύτερο παιδί που την δέχτηκε ντροπαλά και με χαμογελαστά ματάκια. Μια άλλη φορά η γυναίκα του που την βρήκε έξω απ’ τον φούρνο, της είπε ότι το βρέφος που κουβαλά θα αρρωστήσει, αλλά της απάντησε ότι στέκεται σε απάγγειο. Η Αλίκη, πήρε δύο τυρόπιτες ζεστές και τις έδωσε στ’ άλλα παιδιά, πιστή σ’ αυτό που πρέσβευε η οικογένειά της. Δηλαδή: «Μη δίνεις λεφτά σε μικρά παιδιά, γιατί οι μεγάλοι τα έχουν για κράχτες και τους τα παίρνουν. Αν θες, πάρε τους κάτι να φάνε».
Ο Κώστας σκέφτηκε πώς θα ένιωθε το κοριτσάκι στο νηπιαγωγείο, όταν όλοι είχαν σταμπάρει την μάνα της και την δουλειά που έκανε. Δυστυχισμένες, αθώες ψυχούλες, έρμαιες της ανθρώπινης παγωνιάς.
«Τι κάνετε εδώ; Δεν βλέπετε ότι θα χιονίσει;» την ρώτησε αυστηρά.
«Το μωρό τ’ άφησα με την αδελφή του στο σπίτι».
«Ναι, αλλά έχετε την Ρηνούλα μαζί σας. Θα πάθει καμιά πνευμονία. Πρέπει να πάτε σπίτι σας».
«Λίγο θα κάτσω ακόμα. Ενωρίς είναι. Πέντε η ώρα».
«Πέντε η ώρα αλλά καταχείμωνο. Σκοτεινιάζει ενωρίς. Μπλάβισαν τα χείλη του παιδιού σας. Περιμένετε ένα λεπτό».
Ο Κωνσταντίνος μπήκε στη ζεστασιά του γιορτινού φούρνου. Αγόρασε δύο μεγάλες φραντζόλες ψωμί, ένα κιλό γλυκά σε χρυσόχαρτο και δύο μεγάλα κουτιά γάλα.
«Πάρτε αυτά και τρεχάτε σπίτι σας. Ο φούρνος ξεπούλησε και θα κλείσει σ’ ένα τέταρτο. Α, κοριτσάκι, έλα εδώ». Έβγαλε το ζεστό κασκόλ από τον λαιμό του, ανέβασε όσο πιο ψηλά μπορούσε το γιακά του και τύλιξε το μάλλινο κασκόλ πρώτα γύρω από το κεφάλι της μικρούλας, προστατεύοντας τ’ αυτιά της και μετά το έφερε βόλτα γύρω από τον παιδικό λαιμό. Κάτι στην στάση του, κάτι στον τόνο της φωνής του, έφεραν το αποτέλεσμα που ήθελε. Η Κλειώ πήρε τις σακούλες ευχαριστώντας τον με σιγανή φωνή και έφυγε ακολουθούμενη από την μικρή της. Μετά από δύο βήματα, το παιδί, γύρισε και κούνησε το χεράκι του χαμογελώντας αθώα και χαρωπά. Ύστερα, με γρήγορο βήμα έτρεξε να προλάβει την μάνα του.
Τέτοιες εικόνες ξέσκιζαν την καρδιά του Κωνσταντίνου. Άνοιξε το βήμα του, καθώς είδε τις πρώτες χιονονιφάδες να πέφτουν στη γη. Όταν ήταν μικρός λάτρευε το χιόνι. Δεν έπεφτε συχνά στο νησί του, αλλά το χαιρόταν όταν ανέβαινε στους συγγενείς του στην Αθήνα. Τότε μαγευόταν από την άσπιλη, αφράτη λευκότητα του χιονένιου μανδύα… Πόσο ωραία ήταν όλα γύρω του χιονισμένα! Του θύμιζαν τις χριστουγεννιάτικες κάρτες με το άφθονο χιόνι και τα καταστόλιστα από ηλεκτρικά λαμπιόνια σπίτια. Μαγεία! Σκέτη μαγεία! Μόνον όταν μεγάλωσε αρκετά, όταν είδε, όταν έπαθε, όταν έμαθε, όταν γνώρισε, άλλαξε γνώμη για το χιόνι…
Θα χιονίσει; Και τι θα γίνουν οι άστεγοι, οι άποροι, τα αδέσποτα ζώα; Θα επιβιώσουν ή θα τους βρουν ξυλιασμένους από την παγωνιά; Α… Ο χειμώνας δεν είναι ο κατάλληλος καιρός για τους φτωχούς και τα αδύναμα πλάσματα του Θεού. Είναι γι’ αυτούς που έχουν μπόλικα και δεν τους ενδιαφέρει πώς θα τα καταφέρουν. Μόνον αυτοί δεν νοιάζονται αν είναι καύσωνας ή παγετός…
Εκείνη τη στιγμή – λες και κάποιο αναίσθητο ξωτικό, έστειλε μπροστά του ένα σκυλί. Ο σκυλάκος τον προσπέρασε κοιτάζοντάς τον με τα μεγάλα εκφραστικά του μάτια… Κάτι σκίρτησε μέσα του. Ανάθεμα σ’ αυτούς που πετάνε στον δρόμο τα κατοικίδιά τους. Δεν το θέλεις κυρά μου; Μην το πάρεις. Το ζώο δεν είναι παιχνίδι για να το βαρεθείς και να το πετάξεις. Τα ζώα αγαπούν, νιώθουν, πονούν, πανικοβάλλονται, ευγνωμονούν, πεινούν, διψούν, κλαίνε, χαίρονται…. Και άντε τα γατάκια, ίσως, βρουν κάπου να χωθούν, αν και τα περισσότερα δεν αντέχουν, οι σκύλοι όμως; Έτσι μεγαλόσωμοι που είναι πού να πάνε να λουφάξουν; Έχουν άδικο μετά που οι ξένοι σέρνουν την Ελλάδα στα διεθνή δικαστήρια, για απάνθρωπη συμπεριφορά προς τα ζώα;
Για τον Κώστα τον οποίον, πού θα τον έχανες πού θα τον έβρισκες, πάντα με ένα βιβλίο στο χέρι, αυτό ήταν βαρύ πλήγμα για την αξιοπρέπειά του ως άνθρωπος, αλλά και ως Έλληνας. Η Ελλάδα του, η Ελλάδα του Σωκράτη, του Οδυσσέα, του Κανάρη, να φτάσει σε τέτοιο επίπεδο; Όσο κι αν προσπαθούσαν οι φιλοζωικοί σύλλογοι, ελάχιστα κατάφερναν. «Ο λαός θέλει εκπαίδευση από τα μικράτα του», συνήθιζε να λέει. «Στα σχολεία πρέπει να δίνεται μεγάλη σημασία στην συμπεριφορά των ανθρώπων προς τα ζώα… Εδώ όμως τι μέριμνα παίρνει ο δήμος για τους ανθρώπους σαν τον χαζούλη Νιόνιο, την τρελο - Κάτε και την Ρόζα την μπεκρού; Τα ζωάκια θα κοιτάξει; Φτωχοκομείο, γηροκομείο, ορφανοτροφείο, είναι λέξεις που βρέθηκαν και έννοιες που υψώθηκαν κατά το Βυζάντιο, όταν πράγματι υπήρχε το Κράτος Δικαίου που φρόντιζε τους ανήμπορους και τιμούσε τα γηρατειά». Τώρα; Για ποιο Κράτος Πρόνοιας να μιλήσει ο οποιοσδήποτε Κώστας;
Την κατήφεια του την έσπασε ένας νεαρός άντρας που έτρεχε από το απέναντι στενό φωνάζοντας: «Κύλων! Κύλων! Πού είσαι αγόρι μου;»
Μια γλυκιά ζεστασιά απλώθηκε στην καρδιά του Κωστάκη.
«Μήπως ψάχνετε για τον σκύλο σας;»
«Ναι, κύριε! Δυο λεπτά μίλησα μ’ έναν γνωστό μου και το μπαγάσικο λες και εξαφανίστηκε… Και με τέτοιο κρύο… Αν πάθει τίποτε θα τρελαθώ…»
«Μόλις πριν τρία λεπτά συναντηθήκαμε. Ένας ψηλός όμορφος καστανοτρίχης δεν είναι;».
«Ναι αυτός!» και βγάζοντας μια σφυρίχτρα σφύριξε γεμάτος ελπίδα,δυνατά. Ο Κώστας δεν κινήθηκε απ’ την θέση του. Ο νεαρός έτρεξε μπροστά, μια σφυρίζοντας, μια φωνάζοντας το όνομα του σκύλου του. Όταν ξαφνικά από τον παράπλευρο δρόμο ακούστηκε ένα γαύγισμα και μετά κι άλλο, κι άλλο…
Ο Κώστας προχώρησε, μόνον όταν είδε τον ψηλόσωμο σκύλο να τρέχει σφαίρα στην αγκαλιά του αφέντη του, που γονατίζοντας στο κρύο πεζοδρόμιο, τον έσφιξε δυνατά στην αγκαλιά του, περνώντας και το λουρί στον όμορφο λαιμό του.
Ο Κωστής γυρίζοντας το κεφάλι, είδε τον νεαρό να σηκώνει το χέρι του για χαιρετισμό και μετά ξαναγύρισε να χαϊδέψει τον πανέξυπνο φίλο του.
«Τι καλά! Να μια ιστορία με ωραίο τέλος! Μ’ εκείνα τα γατιά που ζούσαν στο αδιέξοδο τι θα γινόταν. Τρία μεγάλα και πέντε τριχόμπαλες – δύο κατακόκκινες, ένα μαυρόασπρο, ένα τιγρέ και ένα μαύρο με πορτοκαλιές τριχούλες. Η μεγάλη του κόρη τα τάιζε, όμως ποιο το αποτέλεσμα αν δεν στειρώνονταν τα θηλυκά; Η οδοντίατρός τους η Μαρία, μία υπέροχη επιστήμονας, καταπληκτική φιλάνθρωπος και συγκινητικότατη ζωόφιλος, είχε στειρώσει τρεις γάτες της γειτονιάς, αλλά το πρόβλημα δεν λυνόταν σίγουρα έτσι. Η πολιτεία έπρεπε να ξυπνήσει κάποτε,να ευαισθητοποιηθεί και να τείνει ουσιαστικά χείρα βοηθείας, σε όσα πλάσματα του Θεού είχαν, έχουν και θα έχουν ανάγκη…
Ο Κωνσταντίνος πήρε μια βαθιά ανάσα και κοίταξε τριγύρω του. Ό,τι κι αν έκρυβε από κάτω του το λευκό σεντόνι του χιονιού, σαν το κοίταζες, ήταν μια μαγεία, ένα όνειρο… Τα γυμνά δέντρα αντί για φρούτα και φυλλώματα γέμισαν με πανάλαφρο μπαμπάκι που, αν το κρύο κρατούσε, αύριο θα έμοιαζαν με στραφταλιστούς πολυελαίους.
Το λασπωμένο χαντάκι στο πλάι είχε μεταμορφωθεί σε μια πάλλευκη γούνα με απαλές πτυχώσεις και οι ασχήμιες των πεταγμένων αντικειμένων έξω από το σιδεράδικο, φάνταζαν με μεσαιωνικές κρυστάλλινες πανοπλίες και διαμαντένια, φωσφορίζοντα δόρατα.
Τελικά, χρονοτριβώντας από δω και από κει, ούτε το κατάλαβε πότε το χιόνι από ανάριο και δειλό, έπεσε κυριαρχικό, βαρύ, στολίζοντας τα πάντα με την βασιλική μεγαλοπρέπεια του Αυτοκράτορα της παγωνιάς. Ο πουπουλένιος μανδύας του κάλυπτε σιγά-σιγά τα πάντα με την υπέρλαμπρη ωραιότητά του, κάνοντάς τα όλα να μοιάζουν σαν να έχουν βγει από παραμύθι του Ντίσνεϊ.
Προσπαθώντας να μη σκέφτεται τι μπορεί να κρυβόταν κάτω απ’ το χιόνι που μεταμόρφωνε τις ασχήμιες σε ουράνια σχήματα, ο Κώστας διέσχισε τον υπόλοιπο δρόμο ως το σπίτι του, σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, προσέχοντας όμως μην γλιστρήσει στον ήδη παγωμένο δρόμο.
Τα έχασε όταν έφτασε στο πορτόνι και δεν άκουσε το γαύγισμα του Ντικ να τον υποδέχεται.
Άλλοτε ερχόταν με το ποδήλατο και πριν τα μεγάλη στροφή, όλη η γειτονιά γνώριζε ότι ο Κωστάκης γύριζε σπίτι του, από το γεμάτο χαρά θορυβώδες γαύγισμα του Ντικ. Έστησε αυτί περνώντας στην αυλή και από κάπου βαθιά άκουσε έναν σκύλο να φωνάζει θαμπά. Βάζοντας το κλειδί στην πόρτα, διαπίστωσε ότι τα λουλούδια της κυράς του, όπως και οι δύο αράχνες που σαν Καρυάτιδες στόλιζαν την είσοδο, είχαν αρχίσει να πασπαλίζονται με τη ζάχαρη άχνη του χιονιού.
Φωνές, κακό με την είσοδό του!
«Σου τηλεφωνούσα να κλείσεις πιο ενωρίς, γιατί πρωτοφανές για τα μέρη μας, θα χιονίσει!».
«Τι θα χιονίσει1 Χιονίζει ήδη μαμά!»
«Δεν είναι ωραία; Έχεις πάνω σου μπαμπά χιλιάδες χιονονιφάδες, όμοιες με αστεράκια! Εεε! Σιγά Ντικ! Θα με ρίξεις κάτω!»,φώναζε χοροπηδώντας η δεύτερη κόρη.
«Ώστε τον μπάσατε μέσα τον κύριο! Κι εγώ σκεφτόμουν ότι η κουβέρτα δεν θα έκοβε το κρύο! Έλα Ντικ, κάτσε ήσυχα αγόρι μου!».
Αλλά ο Ντικ, ολόρθος αγκάλιαζε το αφεντικό του, του έγλειφε με μανία το χιόνι από τα μουστάκια, του έγλειφε τα τσίνορα ώσπου μ’ έναν πήδο άρπαξε το μπερέ του, τρέχοντας γύρω-γύρω στο σαλόνι, ξετρελαμένος απ’ τη χαρά του! Ω, μα τούτη ήταν μια υπέροχη βραδιά! Όλοι μαζί μέσα στο σπίτι. Δε μπορούσε να φανταστεί τέτοια ευτυχία… Όχι ότι την ημέρα δεν μπαινόβγαινε στο σπιτικό,αλλά συνήθως τα βράδια κοιμόταν στο δικό του ξύλινο σπιτάκι. Ενώ τώρα! Τώρα!!
«Έκλεισα ενωρίτερα σήμερα γιατί άκουσα κι εγώ τον καιρό».
«Φοβήθηκα μη σε καθυστερήσει κανένας πελάτης τελευταία στιγμή», είπε η σιόρα Αλίκη, παίρνοντας το κατάστικτο από χιόνι παλτό του. «Μα,το κασκόλ; Ήρθες τέτοια μέρα χωρίς κασκόλ; Ήμαρτον κύριε!».
«Χμ… Το φορούσα το κασκόλ, αλλά να… Έξω από τον φούρνο ήταν εκείνη η κυρία που ζητιανεύει και το κοριτσάκι της ήταν ξεπαγιασμένο… Άστα αυτά τώρα… Τι καλό έχουμε για βραδινό; Μοσχοβολάει όλη η γειτονιά απ’ αυτό που ετοίμασες!».
Η μάνα έκλεισε το μάτι στις κόρες της κι εκείνες ένιωσαν πολύ υπερήφανες για τον πατέρα τους. Σίγουρα δεν είχε δώσει μόνον το κασκόλ… Αλλά ήταν τόσο σεμνός που άλλαζε γρήγορα συζήτηση, για να μην αποδοθεί το σωστό βάρος στις καλοσύνες που έκανε. Γι’ αυτό και τον είχαν για πρότυπο.
«Αντεράκια τηγανητά και πατσά κοκκινιστή. Άντε, πάω να σερβίρω!».
Η γιαχνιστή πατσά της μάνας τους ήταν ονομαστή για την άφατη νοστιμιά της. Το μοσχοβόλημά της, όποτε μαγείρευε αυτό το φαγητό, σου έσπαγε την μύτη, τέσσερα τετράγωνα πιο πέρα.
Ο πατέρας έτριψε με χαρά τα χέρια του, μια συνήθεια οικεία πια, όταν γύρισε ξαφνιασμένος. Στο πόδι του τρεμόπαιζε μια ουρά και ένα σκανταλιάρικο γατίσιο κεφαλάκι τριβόταν στο μπατζάκι του.
«Μπα! Βλέπω απαρτία! Πώς και δεν τσίριξε η κυρά μάνα σας;», ρώτησε χαμογελώντας και σκύβοντας να καμαρώσει τη Μπιρμπίλω,την χαδιάρα γατούλα.
«Την λυπήθηκε μπαμπά!», απάντησε η πρώτη κόρη. Είχε βγει για βόλτα, είδε όμως τα σκούρα κι άρχισε να νιαουρίζει σπαραχτικά! Η μαμά κάνει την σκληρή, αλλά εκείνη την έβαλε μέσα…»
Ίσως αναρωτηθεί κάποιος, πώς ήταν δυνατόν να συνυπάρχουν σκύλος και γάτα μαζί! Κι όμως ήταν. Στις καλές μέρες, ο Ντικ κοιμόταν στο κεφαλόσκαλο και η γατούλα θρονιαζόταν στην κοιλότητα της κοιλιάς του, φωλιάζοντας σε ζεστή αγκαλιά. Οι περαστικοί από το δρόμο, βλέποντας να κοιμούνται αγκαλιασμένοι, σκύλος και γάτα, στέκονταν προς στιγμή παραξενεμένοι από τα περίεργα της φύσης! Έτσι, αυτό το βράδυ, σίγουρα δεν θα είχαν κανένα σκυλογατοεπεισόδιο!
Η μικρή κόρη πήρε τον μπερέ από τον Ντικ και άπλωσε το χεράκι της. Ο πατέρας τής έβαλε μια χούφτα καραμέλες «Νάσκο». Πήγε να δώσει και στη μεγάλη, όταν την είδε να καθαρίζει κάτι τσίμπλες από τα ματάκια της γατούλας. Την είχε ξαναδεί να το κάνει. Άφησε τις καραμέλες στο τραπέζι και είπε ήρεμα: «Μόλις πλύνεις τα χέρια σου, οι καραμέλες σου σε περιμένουν στο πιατέλο».
Ο Ντικ πήγε πίσω από την θυγατέρα, στάθηκε όρθιος, έβαλε τα μπροστινά του πόδια στους ώμους της και κλαψούρισε χαδιάρικα.
«Καλά βρε Ντικ! Μην παραπονιέσαι! Εσύ έχεις καθαρά ματάκια. Τώρα θα καμαρώσω κι εσένα! Ποπό! Μ’ έφτασες! Είσαι κούκλος!».
Τον είχαν από κουταβάκι ημερών, μια σταλιά πραγματάκι στα σκαλοπάτια της κουζίνας στα πόδια της μάνας τους. Τρυφερή εικόνα… Έγινε ένα κουκλί! Κατάμαυρο γυαλιστερό τρίχωμα, δύο καφέ κύκλοι πάνω από τα μάτια, μία άσπρη καρδιά στον… ποπό του και λευκό χρώμα στην κοιλίτσα. Ποιον αγαπούσε; Όλους! Τόσο που κανείς τους δεν μπορούσε να το φανταστεί. Αργότερα το κατάλαβαν… Ποιον λάτρευε; Τον πατέρα! Τον είχε Θεό του και χωρίς αυτόν, ο Ντικ δεν θα μπορούσε να συνεχίσει να ζει…
Για την ώρα, το τραπέζι στήθηκε. Ευδαιμονία στο τραπέζι, στις καρδιές. Προφυλαγμένοι άνθρωποι και ζώα. Το φαγητό λουκούμι.
«Θα δούμε τηλεόραση ή να σας πω μια ιστορία;», ρώτησε ο πατέρας, καθώς σήκωνε η μαμά τα άδεια πιάτα.
«Ιστορία!». Η απαίτηση ήταν γενική και δίκαιη. Όλοι γνώριζαν, ότι όταν άνοιγε ο Κωστάκης το στόμα του, έκλειναν οι τηλεοράσεις. Συζητητής, ρήτορας και παραμυθάς μέγας. Είχε έναν δικό του συναρπαστικό τρόπο να αφηγείται.
Σε λίγο όλα είχαν ηρεμήσει. Ο Ντικ κουλούρα στα πόδια του μπαμπά. Η Μπιρμπίλω στα γόνατα πότε της μιας, πότε της άλλης κόρης. Και η μητέρα έφερε πιο κοντά την σόμπα για να ζεσταθούν.
«Θα σας πως για «Τον αιχμάλωτο της Ζέντα». Τον είχα δει στην Αθήνα στον κινηματογράφο και ήταν θαυμάσιο έργο. Είχα δει και τη «Χιονάτη με τους εφτά νάνους» του Ντίσνεϊ. Άλλη μαγεία εκείνη πάλι. Αυτή ήταν με καταπληκτικά κινούμενα σχέδια. Το έργο όμως που θα σας πω το είδα με εξαιρετικούς ηθοποιούς της εποχής τους και το διάβασα και σε βιβλίο. Λοιπόν…».
Η ιστορία άρχιζε. Στο σπίτι πλανιόταν μια τρυφερή ζέστη με γεύση φαγητού και γαλήνια αρμονία.
Έξι ζευγάρια μάτια ρουφούσαν μια ολοζώντανη αφήγηση με μουσική υπόκρουση ένα βαρύ σκυλίσιο ροχαλητό και ένα γατίσιο ρονρόνισμα.
Από το άνοιγμα που άφηνε η δαντελωτή κουρτίνα, φαίνονταν οι χιονονιφάδες που έπεφταν όλο και πιο πυκνές πάνω σε λουλούδια, δέντρα και παρτέρια. Σε λίγο η μαμά θα έψηνε φέτες ψωμί για επιδόρπιο και θα τις βουτούσαν σε γλυκό μούστο, το κότο όπως το λέμε, που τους είχαν δώσει οι καλοί τους γείτονες, η κυρα-Αγγελική, ο κουμπάρος Βαγγέλης (τον έλεγαν κουμπάρο από αγάπη) και η μοναδική σε καλοσύνη κόρη τους, η Πόπη. Κι ύστερα θα ερχόταν η ώρα του ευλογημένου ύπνου. Έτσι κι έγινε.
Η μητέρα που πήγε τελευταία στο κρεβάτι γιατί συνήθιζε να συμμαζεύει λίγο πριν πέσει να κοιμηθεί, κοίταξε έξω απ’ το παράθυρο του σαλονιού… Οι χιονονιφάδες στροβιλίζονταν σ’ έναν ξωτικό χορό και είχαν ντύσει στα ολόλευκα το σπιτάκι του σκύλου, τα δέντρα, τον δρόμο, ως εκεί που έφθανε το μάτι σου.
Προσεχτικά, να μην ξυπνήσει τους τετράποδους προστατευόμενούς τους, πέρασε από το δωμάτιο των κοριτσιών, τα σταύρωσε κι ύστερα χώθηκε αναστενάζοντας ευτυχισμένη κάτω από τα σκεπάσματα του συζυγικού κρεβατιού.
Το χέρι του άντρα της απλώθηκε στους ώμους της και την τράβηξε προς το μέρος του:
«Σου άρεσε η ιστορία Αλίκη;»
«Πάρα πολύ Κώστα μου!»
«Αφού έβλεπα να κλείνουν τα μάτια σου!»
«Τι λες; Τα ανοιγόκλεινα! Άλλη φορά, για να πεισθείς θα βάζω οδοντογλυφίδες για να τα κρατώ τελείως ανοιχτά, όπως μου πρότεινες προχθές!»
«Μη μου πεις πως σε έθιξα!», έκανε ο Κώστας χαμογελώντας πονηρά! «Και μη μιλάς δυνατά μην ξυπνήσουν τα κορίτσια!»
«Έξω το έχει στρώσει για τα καλά! Αύριο λέω να μην βγεις έξω. Να μείνουμε όλοι μαζί. Εξ’ άλλου είναι επικίνδυνα γλιστερός ο δρόμος!»
«Πονήρω μου εσύ! Όταν χιονίζει δηλαδή ο κόσμος δεν δουλεύει, ε; Έλα, κοιμήσου τώρα. Και έλα πιο κοντά! Τα χέρια σου είναι κρύα… Βάλ’ τα στον κόρφο μου να στα ζεστάνω!... Έτσι μπράβο!... Αλίκη…»
«Μμμμ…;»
«Το ξέρεις ότι είμαι ευτυχισμένος; Κοντά σας τα ξεχνάω όλα… Όλα…»
«Κι εγώ Κωστή μου… Πάψε όμως τώρα, γιατί τα κορίτσια, το ξέρεις ότι στήνουν αυτί όταν μιλάμε σιγά;»
«Και τι κακό κάνουμε δηλαδή Αλικάκι; Ή … μήπως θέλεις να κάνουμε κάτι κακό;»
«Κώστα, δεν υποφέρεσαι! Έπρεπε να μου το πεις προτού πέσω, για να κλείσω την ενδιάμεση πόρτα. Αν το κάνω τώρα, όποια είναι ξύπνια θα πονηρευτεί και κάτι θα καταλάβει! Αύριο, να είμαστε και προετοιμασμένοι!...»
Αχ, αυτά τα μικρά σπίτια…
«Αύριο λοιπόν κυρία Αλικη… Αύριο… Δεν πρόκειται να το ξεχάσω!» και την τράβηξε ακόμα πιο κοντά του. Γίνανε ένα…
Τα βλέφαρα έκλεισαν. Τα όνειρα ήρθαν. Οι ελπίδες μεγάλωσαν. Οι έγνοιες χαθήκαν.
Και έξω ο χιονιάς εξακολουθούσε να ντύνει παραμυθένια με τον ουράνιο, πανάκριβο, αμίμητο χιτώνα του, όλα τα κακά και τα καλά της γης μας…
(Εμφανίσεις filonas.gr: 434)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου