Είμαι ο Ηρακλής- Φωτεινός, ένα από τα εγγονάκια της γιαγιάς Πολυάνθης.
Εφέτος πηγαίνω σε μεγάλο σχολείο. Στο κανονικό νηπιαγωγείο! Μου αρέσει πάρα πολύ. Μόνο την ώρα που σχολάμε και η κολλητή μου φίλη Βένια φεύγει, ενώ εγώ μένω στο ολοήμερο, είναι μια πολύ δύσκολη ώρα...
«Να ’ρθει και ο Ηρακλής μαζί μας!» οδύρεται η Βάλια, ενώ εγώ γυρνώ το κεφαλάκι μου και δακρύζω σιωπηλά. Ελπίζω οι γονείς μου που είναι και οι δύο εκπαιδευτικοί να φτιάξουν το πρόγραμμά τους και να φεύγω κι εγώ μαζί με την Βάλια μου. Ο μεγάλος αδελφός μου, πάει στο πολύ μεγάλο σχολείο ... στο Δημοτικό και φέτος είναι στην Δ' τάξη! Κάθε φορά παίρνει το ενδεικτικό του με «Α» αλλά για ν’ αποφασίσει ότι τελείωσε το καλοκαίρι και πρέπει να μαντρωθεί, ολίγον τι γίνεται σπίτι μας το έλα να δεις! Μέχρι να το πάρει απόφαση ότι του χρόνου θα ξανάρθουν οι διακοπές εις την οικία μας, γίνεται το Ανάστα ο Κύριος!
Κάθε χρόνο το ίδιο βιολί. Μετά συμβιβάζεται με την μοίρα του και είναι όπως σας είπα και παραπάνω από τους πρώτους μαθητές. Φέτος όμως η προσαρμογή άργησε να φανεί! Δηλαδή ο αδελφός μου, ο Μιχαήλ - Άγγελος, δεν λέει να αποδεχθεί την λήξη του καλοκαιριού και την έναρξη της νέας σχολικής χρονιάς.
«Σας το έλεγα εγώ. Μην βάλετε το παιδί πενταμισάρι, αλλά εσείς δεν ακούσατε» επαναλαμβάνει η γιαγιά.
«Δεν είναι όλα τα πενταμισάρια έτσι μαμά!» απαντά η δική μας μαμά.
«Πολύ ωραία. Αλλά ο Μιχαήλ - Άγγελος είναι από τα πενταμισάρια που αργούν να αποδεχθούν την έναρξη του σχολείου. Είναι ο μικρότερος στην τάξη του, δεν είναι;»
«Καλά, όλο του παίρνεις το μέρος, αλλά ξέρεις ως δασκάλα ότι αν και πενταμισάρια πολλά αριστεύουν, μεταξύ αυτών και ο εγγονός σου!»
«Κι εσύ ως εκπαιδευτικός πρέπει να δίνεις περισσότερο χρόνο στον Μιχαήλ - Άγγελο γιατί κανονικά έπρεπε να είναι στην Τρίτη, όχι στην Τετάρτη και μου τον κουράζετε!»
Η συζήτηση σταματημό δεν έχει κι εγώ τώρα θα σας παρουσιάσω μία εικόνα σπιτικής αγαλλιάσεως!
Η ώρα 4:30 μεσημέρι. Ο μπαμπάς που έχει αναλάβει να διαβάζει τον αδελφό μου και χαρακτηρίζεται από υπέρμετρη υπομονή, δεν έχει έρθει ακόμα. Μέχρι λοιπόν να έρθει, η μαμά λέει στον Μιχαήλ - Άγγελο να γράψουν τις ασκήσεις γραμματικής. Κι από κείνη τη στιγμή αρχίζει η γκρίνια η οποία βαίνει αυξανόμενη. Για να μην μπλέκω στα πόδια τους, πάω στο δωμάτιό μου να παίξω με την ησυχία μου. Αφήνω ανοιχτή την πόρτα και ακούω τα πάντα.
Μαμά: Γιατί γκρινιάζεις Μιχαήλ μου; Δεν θέλεις να κάνουμε μαζί τις ασκήσεις μέχρι να έρθει ο μπαμπάς;
Μιχαήλ – Άγγελος: Θέλω, αλλά δεν μπορώ να τις γράψω... Γράψε μου εσύ! Να στις λέω εγώ, να τις γράφεις εσύ!
Μαμά: Δεν γίνεται αυτό και το ξέρεις... Γιατί γρυλλίζεις Μιχαήλ;
Μιχαήλ – Άγγελος: (έτοιμος να βάλει τα κλάματα): Δεν γρυλίζω... Δ...δεν ...δεν θέλω να τις γράψω!
Μαμά: Παιδάκι μου, μη μου κλαις! Έλα φέρε μου το τετράδιό σου!
Μιχαήλ – Άγγελος: Δεν ξέρω πού το έχω! Πάρε τον Αλέξανδρο να σου πει τις ασκήσεις.
Μαμά: Την άσκηση την έγραψες έτσι δεν είναι; Έλα να σου σκουπίσω τα δάκρυα απ’ τα όμορφα ματάκια σου!
Μιχαήλ – Άγγελος: (κλαίγοντας): Σου είπα δεν...δεν κλαίω! Δώσε μου την τσάντα μου... Θα... θα διαβάσω στο ...στο... δ...δωμάτιό μου.
Φεύγει με αναφιλητά ο μεγάλος αδελφός και εγώ συνεχίζω το παιχνίδι. Μας χωρίζει ένας τοίχος, αλλά οι πόρτες μας είναι ανοιχτές.
Παίζω με τον μεγάλο δράκο μου στο κάστρο του πλέ'ί' - μομπίλ και σφυρίζω καθώς απογειώνεται να βρει τον κακό βασιλιά.
Εγώ (Ηρακλής): Βζζζζ! Πολεμιστές μου! Όλθιοι (δεν λέω καλά το ρο). Ελάτε! Ήλθε ο μεγάλος δλάκος να μας βοηθήσει! Να ο κακός αλχηγός! Επίθεση!
Μιχαήλ – Άγγελος: (μέσα από το δωμάτιό του): Πάψε Ηρακλή! Δεν μπορώ να διαβάσω! Εσύ παίζεις και εγώ διαβάζω! Μην σε ξανακούσω γιατί, γιατί...
Ηρακλής-Φωτεινός: Μα τι έκανα τώρα; Μαμά, ο Μιχαήλ με μαλώνει!
Μιχαήλ – Άγγελος: (κλαίγοντας δυνατά): Κλαψιά...ρη! Καλά κά...κάνω και σε μαλώ...λώνω! Εσείς γιατί δεν έχετε διά...διά...βασμα; ε; ε; ε;
Η μαμά πάει στον Μιχαήλ κατασυγκινημένη.
Μαμά: Μιχαήλ - Άγγελε ο αδελφός σου παίζει γιατί είναι στο νηπιαγωγείο, είναι μικρός. Δεν έχει διάβασμα.
Μιχαήλ – Άγγελος: (με αναφιλητά): Κι εγώ, κι εγώ θέλω να...να παίξω! Δεν θέλω να...να...να γράψω!
Μαμά: Εσύ μάτια μου, είσαι μεγάλο παιδί κι έχεις διαβάσματα. Ξεκίνα και θα τελειώσεις γρήγορα. Μην κλαις όμως και με στενοχωρείς!
Μιχαήλ – Άγγελος: Ε..εγώ στενοχωριέμαι! Δεν θέλω να είμαι μεγάλος! Θέλω να είμαι τριών χρονών! Θα γίνει ό,τι έγινε και πέρυσι! Θα διαβάζω με τον μπαμπά κάθε φορά! Ουάααα! (κλάμα δυνατό).
Τέρμα οι διακοπές! Τέρμα η Κρήτη! Τέρμα η Καλαμάτα! Θέλω να πάω στο χωριό! Θέλω να πάω στην θάλασσααα!
Μαμά: Μην κλαις άλλο Μιχαήλ μου. Θα αρρωστήσεις!
Μιχαήλ – Άγγελος: Ν’ αρρωστήσω! Δεν θέλω να διαβάσω. Αφήστε με!
Μαμά: Άκου, όταν ήμουν στην ηλικία σου, μόλις έφτανα σπίτι, άλλαζα, έπλενα τα χέρια μου, έτρωγα, διάβαζα κι είχα πολλή ώρα το απόγευμα να παίξω. Εσύ έτσι που κάνεις καθυστερείς και χάνεις άδικα τον χρόνο σου. Άσε που θ’ αρρωστήσεις αν συνεχίσεις να κλαις!
Μιχαήλ – Άγγελος: Κι επειδή έκανες έτσι ήταν το σωστό; Δεν λυπόσουν που δεν μπορούσες να παίζεις;
Μαμά: Αυτό σου λέω Μιχαήλ μου! Αν ξεκινήσεις ενωρίς και είσαι συγκεντρωμένος θα σου μείνει χρόνος για παιχνίδι!
Μιχαήλ – Άγγελος: Όλο το ίδιο μου λέτε! Πείτε μου! Αφού πάω το πρωί σχολείο, γιατί πρέπει να διαβάζω και το απόγευμα;
Μαμά: Τι να κάνουμε Μιχαήλ μου... Έτσι είναι το σύστημα των σχολείων εδώ στην Ελλάδα. Δηλαδή να σε στείλω Σουηδία, Φιλανδία, Νορβηγία;
Μιχαήλ – Άγγελος: Να, βλέπεις; Έχω δίκιο. Σ’ αυτές τις χώρες τα παιδιά δεν διαβάζουν το απόγευμα. Εδώ, γιατί; Είναι αδικία! Αδικία! Αδικία!
Μαμά: Παιδάκι μου, δεν μπορώ να σε βλέπω να κλαις, ούτε όμως και να φωνάζεις πρέπει... Θα χαλάσεις την φωνή σου!
Μιχαήλ – Άγγελος: Να την χαλάσω! Δεν θέλω να ’ ναι φθινόπωροοοο!
Μαμά: Σκέψου ότι τέτοια ώρα, όλα τα παιδιά διαβάζουν!
Μιχαήλ – Άγγελος: Ε, και; Ε...εγώ, δεν θέλω να διαβάζω! Είμαι δυστυχισμένος! Δεν θέλω! Πάψε κι εσύ Ηρακλή με τα παιχνίδια σου! Και μαμά, γιατί δεν λέει η ιστορία μας αυτά που μου έλεγες ότι θα διάβαζα φέτος;
Μαμά: Είναι αρχή ακόμα γιε μου. Σε λίγο καιρό θα δεις ότι έχω δίκιο.
Μιχαήλ – Άγγελος: Ναι, καλά, μου ’λεγες ότι θα είχε πολέμους, νίκες, σκοτωμούς, ήρωες! Τίποτα δεν λέει το βιβλίο μέχρι τώρα! Και για εκείνον τον Περικλή, τον Λεωνίδα και τον Αλέξανδρο τον Μεγάλο, πότε θα τα μάθω; Ε; Πότε; (δάκρυα πλημμύρα).
Μαμά: Κάνε υπομονή. Δεν σου έδειξα τις εικόνες από τα βιβλία του «Στρατίκη» για τον Περικλή και τους Περσικούς πολέμους; Αυτά θα τα μάθετε εφέτος!...
Μιχαήλ – Άγγελος: Καααλά...Θα, θα δούμε... Τ...τ...τώρα θα γράψουμε τις προτάσεις;
Μαμά: Να τις γράψουμε. Θα τις σκυφτούμε μαζί κι όταν μεγαλώσεις και θα έχεις γίνει ό,τι αποφασίσεις - δάσκαλος, μηχανικός, ζωγράφος - θα γελάς καθώς θα θυμάσαι αυτές τις στιγμές.
Μιχαήλ – Άγγελος: Δεν θα γελάω καθόλου! Και δεν θέλω να γίνω τίποτα! Ούτε δάσκαλος, ούτε ζωγράφος, ούτε μηχανικός. Τίποτα!
Μαμά: Μα αφού είσαι άριστος μαθητής.
Μιχαήλ – Άγγελος: Ας είμαι!
Μαμά: Έχεις αποδείξει ότι έχεις πολύ μυαλό!
Μιχαήλ – Άγγελος: Ας έχω! Εγώ δεν θέλω να διαβάζω. Τώρα αν ήμασταν στην Κρήτη δεν θα έπαιζα; Θα έπαιζα... Γι’ αυτό, αν είναι να διαβάσω, δεν θα διαβάζω ποτέ μόνος μου. Θα με διαβάζετε εσείς! Και καλύτερα ο μπαμπάς!...
Πού είναι; Άργησε και...και...ααα...πέρασε η ώρα και δεν θα προλάβουμε να πάμε για πατίνιαααα! (κλαυθμός κι οδυρμός).
Μαμά: Αυτό σου λέω τόσην ώρα! Αν αποφάσιζες να ξεκινήσεις τα διαβάσματά σου ενωρίς, θα είχαμε τώρα τελειώσει τουλάχιστον το γράψιμο!
Μιχαήλ – Άγγελος: Καλά... Να, το τετράδιο... Αλλά να ξέρεις είμαι πολύ δυστυχισμένος!
Μαμά: Μην λες τέτοια πράγματα Μιχαήλ μου! Όσο για τις ασκησούλες εύκολες είναι και λίγες... Και μην ανησυχείς, το καλοκαίρι θα ξανάρθει κι εσύ σε μία εβδομάδα θα έχεις συνηθίσει και θα ξαναείσαι το ξεφτέρι μου!
Μιχαήλ – Άγγελος: Δεν θέλω να είμαι ξεφτέρι! Και δεν θα συνηθίσω! Ποτέ!... Όσο για τις ασκήσεις, ξέρω ότι είναι εύκολες. Αφού τις ξέρω γιατί να τις γράψω; Εεε;
Το βραδάκι η μαμά μίλησε στο τηλέφωνο με την γιαγιά, η οποία πώς δεν έβαλε τα κλάματα από την περιγραφή του γεγονότος. Συγκινήθηκε τα μάλα κι έλεγε πόσο παιδί και πόσο σοφός είναι ο Μιχαήλ - Άγγελος. «Είδες τι είπε το παιδί; Αφού πηγαίνω το πρωί σχολείο, γιατί να διαβάζω και το απόγευμα; Το χρυσό μου! Δίνει την μάχη της ανεμελιάς, την οποία θα χάσει μόλις μπει για τα καλά στο μαγγανοπήγαδο της καθημερινής σχολικής ύλης! Ελπίδα, δεν σου κρύβω ότι λυπάμαι πολύ τα παιδιά με το παιδαγωγικό μας σύστημα. Πρόσεχε τι τσάντα θα του πάρεις για να προστατευθεί η σπονδυλική του στήλη. Δύο βιβλία γλώσσας, δύο αριθμητικής (εννοώ τα βοηθητικά με τις ασκήσεις), δύο Ιστορίας, βάλε και Αγγλικά, και να μία τσάντα ασήκωτη είκοσι κιλών».
Η μαμά είπε στη γιαγιά ότι μέσα σ’ όλα τα παιδιά θα συνηθίσει και ο Μιχαήλ. Όσο για το παιδαγωγικό σύστημα, θα έπρεπε ν’ αλλάξει άρδην, κάτι που δεν βλέπει να γίνεται ούτε στα δισέγγονα του Μιχαήλ και του Ηρακλή -Φωτεινού, εμένα δηλαδή. Πάντως και η μαμά συγκινήθηκε από την αγνή απελπισία του Μιχαήλ - Άγγελου.
«Φώναζε και τα δάκρυα πλημμύριζαν τα όμορφα μαγουλάκια του, κοκκίνιζε η μυτούλα του και τα ματάκια του είχαν τόση απελπισία που μου ’ρθε κι εμένα κάτι σαν κόμπος, στον λαιμό. Όντως όμως μαμά, έχεις δίκιο για τα βιβλία. Δεν συμφωνώ με όλα και κάποια πλατιάζουν τόσο πολύ που χάνεται στο τέλος η ουσία».
Αυτά κι άλλα πολλά είπαν στο τηλέφωνο η μαμά και η γιαγιά. Εγώ δεν βγήκα από την κάμαρά μου μέχρι να έρθει ο μπαμπάς. Έχω κι εγώ τα προβλήματά μου. Είμαι σε άλλο νηπιαγωγείο φέτος και πρέπει να κάνω καινούργιους φίλους. Αν καταφέρουν οι γονείς μου και φεύγω με την Βάλια, θα νιώσω πολύ ευτυχισμένος. Προσπαθώ να προσαρμοστώ στο νέο περιβάλλον και δεν είναι και τόσο εύκολο πράγμα. Μελαγχολώ, αγκαλιάζω τα γονατάκια μου με τα χεράκια μου και σκύβω το κεφαλάκι μου σκεπτόμενος διάφορα. Με προβληματίζει η κουβέντα του αδερφού μου:''Όλο θα διαβάζω;;''...Αν είναι έτσι στο Δημοτικό, τότε τι θα γίνει στα πολύ - πολύ - πολύ μεγάλα σχολεία, Γυμνάσιο, Λύκειο που πηγαίνει η αδελφή της Βάλιας;
Ευτυχώς που είμαι ακόμη μικρούλης. Έχω ψηλώσει αρκετά, αλλά με τα κιλά έχουμε πάρει... διαζύγιο!! «Ιρλανδέζικο ξωτικό» με φωνάζει η γιαγιά Πολυάνθη και μ’ αρχίζει στα φιλιά, υπερβολικά θα ’λεγα συνήθως!
Λοιπόν αυτοί οι μεγάλοι είναι ανεκδιήγητοι! Ποιος τους είπε ότι μας αρέσουν οι σφιχτές αγκαλιές και τα σβουριχτά φιλιά; Σιγά κύριε! Με το μαλακό! Ένα φιλάκι στην κορυφή της κεφαλής είναι υπεραρκετό. Για να μην μιλήσω για τα συνεχή: «Είπες καλησπέρα στον παππού Ηρακλή; Χαιρέτησες την γιαγιά σου; Της είπες ευχαριστώ για τις καραμέλες που σου έφερε;» Εντάξει μαμά! Τα μάθαμε πια! Τρόποι καλής συμπεριφοράς! Ωραία, τους εμπεδώσαμε κι αν κάτι ξεχνάμε καμιά φορά, τι να γίνει; Παιδιά είμαστε... Ακόμη...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου