Πλησίαζε η γιορτή του πατέρα μου. Έπρεπε να σκεφτώ τι δώρο θα του κάνω... Ήμουν μεγάλο κορίτσι πια. Πήγαινα Β΄ Λυκείου... Έσπαγα το μυαλό μου... Ώσπου το βρήκα... Θα του έγραφα ένα ποίημα! Εκείνη την εποχή, σκάρωνα ποιήματα συνεχώς, λες και μου ήταν δεύτερη φύση... Έπρεπε να είναι όμως κάτι το εξαιρετικό και να μην το καταλάβει κανείς.. Πώς θα γινόταν; Η ημέρα περνούσε με σχολείο, διαβάσματα και συγκέντρωση της οικογένειας γύρω από το μεσημεριανό και βραδινό τραπέζι. Πότε θα το έγραφα; Το βρήκα! Στο κρεβάτι μου, την νύχτα, όταν όλοι θα κοιμόντουσαν! Ξεκίνησα από το ίδιο εκείνο βράδυ. Περίμενα να κοιμηθούν όλοι. Αφού σιγουρεύτηκα ότι και η αδελφούλα μου η Αντζέλα που μοιραζόμαστε το δωμάτιο, είχε αποκοιμηθεί στο δικό της κρεβάτι, γύρισα πλευρό, άναψα το πορτατίφ με το γεμάτο λευκές πτυχές καπέλο του, αγορά από το κατάστημα ηλεκτρικών του Φόρτε στο Αργοστόλι και άρχισα το γράψιμο! Οι ιδέες κατέβαιναν αβίαστα, σαν δροσερή πηγή. Έγραφα και δεν μπορούσα να βάλω την τελική τελεία! Είχα τόσα να πω!! Όταν ένιωσα ότι τα βλέφαρά μου έκλειναν, έσβησα τον φακό, με την σκέψη να συνεχίσω την επομένη.
Το άλλο βράδυ τα ίδια. Η πένα κυλούσε αβίαστα στο χαρτί. Είχε περάσει αρκετή ώρα, όταν η σιγανή φωνή του πατέρα μου, με έκανε να αναπηδήσω:
- Τι κάνεις εκεί Πολυάνθη; Τι διαβάζεις; Ξέρεις τι ώρα είναι; Σβήσε αμέσως το φως, γιατί αύριο δεν θα ξυπνάς για να πας σχολείο...
Ήταν ανάγκη να διψάσει και να σηκωθεί; Ευτυχώς που δεν κατάλαβε τίποτα... Το πρωί, πήρα απ' το χέρι την αδελφή μου και φύγαμε, ακούγοντας απ' το ραδιόφωνο τον Μπιθικώτση να τραγουδάει: "Μέσα στα μαύρα σου κυρά μου τα μαλλιά, φωλιάζουν άστρα κι ανοιξιάτικα πουλιά". Ακούγαμε στο σπίτι πολλή μουσική και το ραδιόφωνο ήταν συνέχεια σχεδόν ανοιχτό. Μάλιστα το πρωινό πρόγραμμα, μετέδιδε υπέροχα τραγούδια με την Γιοβάνα, τον Κώστα Χατζή, την Μούσχουρη και τον Μπιθικώτση. Ο μπαμπάς φαίνεται το ξέχασε και δεν με ρώτησε. Την τρίτη βραδιά όμως με ξανάπιασε και το μεσημέρι το κουβέντιασε στο τραπέζι...
"Παιδάκι μου, δεν πρέπει να ξενυχτάς... Θα κοιμάσαι όρθια στο σχολείο σου. Τι διαβάζεις; Την ΜΑΣΚΑ ή κάποιο άλλο καλό βιβλίο; Ό,τι κι αν είναι πάντως, σταμάτα το, γιατί δεν θα αντέξεις..." Υποσχέθηκα στον πατέρα μου ότι δεν θα ξανασυμβεί... Μια υπόσχεση που δεν κράτησα, γιατί έφτανα στο τέλος. Έγινα πολύ πιο προσεχτική και άλλαξα πορεία! Πήρα έναν φακό, τον άναψα κάτω από το σεντόνι και έπεσα με θέρμη στο γράψιμο!! Κανείς δεν με κατάλαβε και ένα βράδυ, έσβησα τον φακό χαμογελώντας... Είχα τελειώσει!!! Τριάντα τετράστιχες στροφές!!! Προσπάθησα να χωρέσω μέσα, όσα περισσότερα μπορούσα. Βλέπετε ο πατέρας μου ήταν ξεχωριστός άνθρωπος... Είχε μύρια καλά... Ερωτευμένος με την μάνα μας.. Στοργικός στα παιδιά του, μορφωμένος, με τεράστια φαντασία, βιβλιοφάγος, λάτρης του ωραίου και πάνω από όλα, ΚΑΛΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ!!! Τίμιος, εργατικός, μπεσαλής. Στο όμορφο κατάστημά του στην παραλία, δίπλα στο ζαχαροπλαστείο του κυρ Παναγή και της Αγγλαΐας, είχε αντιπροσωπεία της ΙΖΟΛΑ και ΚΕΛΒΙΝΕΪΤΟΡ. Εκεί, αφού έκλειναν τα μαγαζιά, μαζεύονταν τα βράδια ο αγαπημένος καθηγητής της Φυσικής Δίλαλος, ο ξεχωριστός γιατρός Κορκός, πολλοί άλλοι και συζητούσαν για χίλια θέματα. Ο μπαμπάς είχε τελειώσει την ΣΙΒΙΤΑΝΙΔΕΙΟ και λάτρευε το διάβασμα. Μου έγραψε κάποιες φορές τις εκθέσεις μου και μου χάρισε ένα τετράδιο για να γράφω προτάσεις πανέμορφες από τα βιβλία που διάβαζα.. Από εκεί πήρα την ιδέα και αργότερα ως δασκάλα, εφάρμοσα στην τάξη μου τις ΧΡΥΣΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ, ένα τετράδιο που μέσα γράφαμε υπέροχες φράσεις από βιβλία, καλολογικά στοιχεία, και ζωγραφίζαμε εμπνευσμένοι από το εκάστοτε κείμενο. Τα παιδιά το λάτρεψαν και κάποια τετράδια έγιναν αληθινά έργα τέχνης...
Οπότε το ποίημά μου, έπρεπε να είναι μεγάλο για να συμπεριλαμβάνει όσο το δυνατόν περισσότερα χαρίσματα του πατέρα μας... Έπρεπε όμως να του το δώσω με ξεχωριστό τρόπο... Το σκέφτηκα, το συζήτησα με την μαμά και την Αντζέλα και το σχέδιο ολοκληρώθηκε... Ήμουν πολύ αναστατωμένη και ένιωθα μεγάλη ανυπομονησία... Την ημέρα της γιορτής του, η μαμά έστρωσε το μεγάλο βελουδένιο ροζ τραπεζομάντηλο με τα λευκά λουλούδια. Στο κέντρο έβαλε το βάζο με ολάσπρους κρίνους. Έσκυψα να τους μυρίσω και είδα στον καθρέφτη, ότι είχα γίνει Κινέζα!!! Έτριψα πολλή ώρα με νερό το πρόσωπό μου, ώσπου να φύγει η γύρη και τελείωσα την ώρα που ο παπα-Χρυσόστομος έμπαινε σπίτι να μας ευλογήσει. Η μαμά τον κέρασε τα υπέροχά της αμυγδαλωτά και το απόγευμα, ήρθαν οι κυρίες για βίζιτα. Σε όποιας το σπίτι είχε πάει η μαμά να ευχηθεί στην δική τους εορτή, ανταπέδιδαν, ερχόμενες στο σπιτικό μας, όταν γιορτάζαμε κι εμείς... Υπήρχε μια σειρά που έπρεπε να ακολουθήσεις. Πρώτα κερνούσες λικέρ. Μετά σοκολατάκι. Και ύστερα από λίγο, το βασικό γλυκό. Αμυγδαλόπιτα, καρυδόπιτα, αμυγδαλωτά ή πάστες. Καθόσουν λίγο κι ύστερα έφευγες, λέγοντας ευχές και ότι είχες να επισκεφθείς και άλλους εορτάζοντες. Όταν πήγαινα ΣΤ΄ Δημοτικού, με είχε πάρει η μαμά μαζί της στο σπίτι του Βαλέτα. Θυμάμαι την εξαίρετη οικοδέσποινα και το πόσο φρόνιμα έκατσα στην θέση μου, μέχρι να φύγουμε. Βλέπετε τα καλά κορίτσια με αρχές, έπρεπε να είναι ήσυχα, ευγενικά, να τρώνε το γλυκό τους προσεχτικά και να μην μιλούν, αν δεν τους απευθύνουν οι μεγαλύτεροι τον λόγο...
Μετά την μεγάλη αυτή παρένθεση, ξαναγυρνάμε στην ημέρα γιορτής του δικού μου πατέρα... Είχα κουβεντιάσει είπαμε το σχέδιο με μαμά και αδελφή... Δεν έπρεπε να πάει τίποτε λάθος. Την προηγούμενη μέρα, είχα μαγνητοφωνήσει στο κασετόφωνό μου, που ήταν πρωτοχρονιάτικο δώρο, όλο το ποίημα!!! Η καθηγήτρια μαθηματικών μας, η κυρία Κονιδάρη, γυναίκα μετά του γιατρού μας του Κορκού, όταν είχα απαγγείλει το ποίημα του Βαλαωρίτη Ο ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ στην γιορτή της 25ης Μαρτίου στο σχολείο, μου είχε πει: "Πολυάνθη, έχεις μεγάλο ταλέντο!!! Να το κοιτάξεις!!! Πρέπει οι γονείς σου να δουν τι θα κάνουν μαζί σου!!! Τέλεια απαγγελία!! Είσαι μεγάλο ταλέντο!!" Οι γονείς μου δεν ήξεραν από αυτά, όμως έγινα δασκάλα και το ταλέντο μου βρήκε τον δρόμο του!!! Παίρνοντας θάρρος λοιπόν από αυτά τα λόγια, απήγγειλα το ποίημα που είχα γράψει, με πάθος, συγκίνηση και έξαρση συναισθηματική!! Η μαγνητοφώνηση πέτυχε. Το σχέδιο; Απλό. Όταν ερχόταν ο μπαμπάς το μεσημέρι, μόλις έμπαινε μέσα, να πατούσα το κουμπί και να το άκουγε μαγνητοφωνημένο με όλες εμάς παρούσες μπροστά του!!!
Έτσι κι έγινε... Ο αγαπημένος μας Ντικ, ο σκυλάκος μας, μάς έδωσε το σύνθημα... Καταλάβαινε ότι ερχόταν ο μπαμπάς, προτού καν φανεί, όταν βρισκόταν ακόμη μπροστά από το παντοπωλείο του Δημουλά. Στην στροφή άρχισε να γαβγίζει ξετρελαμένος από χαρά... Ο μπαμπάς κατέβηκε από το ποδήλατό του, το πέρασε μέσα από τις ολάνθιστες μαργαρίτες της μαμάς και το καμάρι της, τις δίχρωμες τριανταφυλλιές και πήγε κατευθείαν να λύσει τον σκύλο μας. Ξετρελαμένος ο Ντικ απ' την χαρά του, έφερε βόλτα τρέχοντας ξέφρενα τρεις φορές τον γύρο του σπιτιού κι έπειτα άρχισε να μας γλύφει όλους με την ουρά του έτοιμη να ξεκολλήσει από το χαρούμενο κούνημα. Η μαμά και η Αντζέλα έφεραν τον μπαμπά στο σαλόνι.
- Μα γιατί επιμένετε να έρθω πρώτα εδώ; Α, εδώ είσαι Πολυάνθη; Μια στιγμή να πλύνω τα χέρια μου και...
- Όχι, Κώστα... Κάτι σε θέλουν οι κόρες σου... Για άκου...
Πάτησα το κουμπί και στάθηκα δίπλα του. Ευθύς η φωνή μου πλημμύρισε το σπίτι... Δυνατή, θεατράλε, γεμάτη συναίσθημα, αλλού τρεμουλιαστή, αλλού ενθουσιώδης, γεμάτη άπειρα "ευχαριστώ" και συγκίνηση... Το ποίημα, μεγάλο... Όσο συνέχιζε, η πρώτη έκπληξη του πατέρα έφυγε και τα μάτια του γυάλισαν σαν γαλάζια διαμάντια. Κάθισε απαλά στον καναπέ... Όταν το κασετόφωνο σίγασε, ένα δάκρυ ξέφυγε και κατρακύλησε προδοτικά στο πατρικό μάγουλο... Άνοιξε την αγκαλιά του και χωθήκαμε μέσα όλες τρισευτυχισμένες...
- Σου άρεσε μπαμπά;
- Αν μου άρεσε; Τι λες παιδάκι μου; Είναι το ωραιότερο δώρο που έλαβα ποτέ...
- Και ξέρεις Κώστα μου, πότε το έγραψε; ρώτησε η μαμά. Τα μεσάνυχτα, κάτω από το σεντόνι της, με έναν φακό, για να στο κάνει έκπληξη... Κι εμείς την μαλώναμε, ότι ξενυχτάει διαβάζοντας εξωσχολικά..
- Φανταστείτε, ούτε εγώ το κατάλαβα! είπε η Αντζέλα. Το έκαμε σε πλήρη μυστικότητα!!
Τότε μπήκε και ο Ντικ στο σαλόνι χαρούμενος, διεκδικώντας κι αυτός χάδια και αγκαλιές, που τις έλαβε πλουσιοπάροχα!! Ήμασταν όλοι συγκινημένοι, αλλά και ευτυχισμένοι όσο δεν λέγεται... Εγώ ένιωθα αγαλλίαση! Το σχέδιό μου πέτυχε και το ποίημά μου, άρεσε πολύ!!! Δεν είχα παρά να κοιτάξω τα μάτια του πατέρα μου που γυάλιζαν συνέχεια υγρά και να πάρω την απάντηση...
Ήταν μια αξέχαστη ημέρα!!! Αλησμόνητη!!! Το απόγευμα άρχισαν να έρχονται οι επισκέψεις για τα χρόνια πολλά. Εκείνη την εποχή του '60, τις λέγαμε βίζιτες. Αργότερα η λέξη έχασε την αρχική της σημασία και σήμαινε κάτι κακό. Το σπίτι μας υποδεχόταν τις κυρίες πανέμορφο! Έλαμπε από πάστρα και ομορφιά! Η μαμά πριν μέρες είχε ασβεστώσει τους εξωτερικούς τοίχους, καθώς και τις άσπρες πέτρες που χώριζαν τις βραγιές του κήπου. Θάμνοι σωστοί οι μαργαρίτες, ολάνθιστες. Το χρυσόδεντρο, τα ρόγκολα, τα τσετσέλια, τα χαρτάκια, τα μοσχοβολιστά γαρύφαλα, οι φουντωτές τριανταφυλλιές και η βερυκοκιά που είχε φυτρώσει από ένα κουκούτσι που είχα φυτέψει, μαζί με τις ολοπράσινες αράχνες που στέκονταν σαν παραστάτες δεξιά και αριστερά από την μπροστινή πόρτα, ζωγράφιζαν έναν φανταστικό πίνακα χαράς!! Πίσω ήταν το μικρό πριβόλι με τα λαχανικά, έργο της μαμάς, και οι κάλοταϊσμένες κότες, που τόσο περιποιείτο ο μπαμπάς... Τις είχαμε μόνον για τα αυγά τους... Ποτέ δεν σφάξαμε καμία τους... Μαζί και η λεμονιά, που ο μπαμπάς τον χειμώνα την σκέπαζε με εφημερίδες για να μην την κάψει το κρύο και άλλες δυο βερυκοκιές. Έξω ακριβώς από την κουζίνα, η ψηλή, σκιερή μας περγουλιά, που τα σταφύλια της κρεμούσε ο πατέρας στην σοφίτα για νά 'χουμε τις κρύες μέρες... Στο αριστερό πλάϊ του σπιτιού, εκεί που ήταν η κρεβατοκάμαρά μας, φύτρωνε αναρριχώμενη τριανταφυλλιά με μικρά ευωδιαστά άνθη. Στο δεξιό πλαϊνό, που συνόρευε με τους υπέροχους γείτονές μας την κυρά Αγγελική και τον αγαπημένο μας σύζυγό της Βαγγέλη Σπαθή, φύτρωναν λυγερόκορμες νυφούλες που τα κατάλευκα φιόρα τους φιλούσαν τα τζάμια του παραθύρου στο σαλόνι. Όλα ασβεστωμένα, πεντακάθαρα και λαμπερά...
Στο γιορτινό τραπέζι, η μαμά σερβίρισε κρεατόπιτα, αντεράκια τηγανητά, άφθονη σαλάτα, ένα ξεχωριστό πιάτο με πισάρα, αμυγδαλωτά και μια υπέροχη κρέμα καραμελέ... Για τον μπαμπά υπήρχε ρομπόλα και όλοι κάναμε πως δεν βλέπαμε ότι η γάτα μας η Μπιρμπίλω, όσο τρώγαμε, ήταν θρονιασμένη στα γόνατα του μπαμπά, κάτω από το τραπέζι!!!
- Μα πού πήγε πάλι αυτό το γατί; Ρωτούσε η μαμά...
- Έ, κάπου εδώ θα τριγυρίζει!! Φάε το φαΐ σου τώρα Αλίκη... Χίλια μπράβο!!! Δεν έχω φάει ωραιότερη κρεατόπιτα!
Ο μπαμπάς έκανε τον ανήξερο, ενώ χαμογελούσε κάτω από τα μουστάκια του... Κι εγώ, προσεχτικά να μην με δει κανείς, έδινα κρυφές μπουκιές στον Ντικ, που γύριζε ανάμεσά μας, περιμένοντας μια νοστιμιά...
Τα χρόνια πέρασαν... Κύλησαν απρόσμενα δύσκολα... Ο μπαμπάς έγινε αστεράκι, μόλις στα πενηνταένα του, προλαβαίνοντας να δει, μόνον ένα εγγόνι... Το σπίτι χάθηκε... Η μαμά έδωσε τον Ντικ στην μητέρα της... Όμως δεν άντεξε τον ξεριζωμό... Δεν άντεξε, δεν έτρωγε και πέθανε μέσα στον μήνα... Η μαμά ήρθε ξεριζωμένη στην Αθήνα... Εγώ δασκάλα, η Αντζέλα νηπιαγωγός... Ο χρόνος είναι πανδαμάτωρ... Απαλύνει τον πόνο, λειαίνει τις πληγές... Ήρθαν χαρούμενες μέρες... Δοξάζω τον Θεό για την μεγαλοσύνη του... Παρακαλώ να δίνει υγεία στα παιδιά όλου του κόσμου, καθώς και στα δικά μου παιδιά, γαμπρούς και εγγονάκια μου, και επίσης σε μένα, σε μας τους γονείς, γιαγιάδες και παππούδες...
Πώς άλλαξαν τα πράγματα... Στο παλιό σπίτι, δεν έμεινε τίποτε από την καταπράσινη βλάστηση που το περιέζωνε.. Οι νέοι ιδιοκτήτες, δεν ακολούθησαν τον ίδιο δρόμο της χλωρίδας... Άλλαξα κάπου κι εγώ!.. Δεν τρώω πλέον κρέας, αλλά μπροστά σε μια κρεατόπιτα, σηκώνω τα χέρια ψηλά... Άσε που την κάνω σαν της μάνας μου, υπέροχη δηλαδή!!! Και αρέσει σε παιδιά κι εγγόνια!! Καρυδόπιτα καταπληκτική έκανε η Αντζέλα. Αμυγδαλωτά δεν ξανάφτιαξε η μαμά ποτέ όλα αυτά τα χρόνια... Ευτυχώς που την συνταγή την πήρα από την αδελφή μου... Ίσως κάποια μέρα, την φτιάξουν ο κόρες μου.. Καιρός είναι...
Κάθε φορά που είναι η γιορτή του πατέρα, ξυπνούν μέσα μου τόσες αναμνήσεις... Κοιτώ την αράχνη που έχω κι εγώ στο μπαλκόνι μου και ξαναθυμάμαι... Οι θύμησες ορμούν και πλημμυρίζουν το είναι μου με άρωμα κρίνων, βελούδινα ροζ τραπεζομάντηλα, χαρούμενες μορφές στο σαλόνι και από ένα μαγνητόφωνο, να βγαίνει μια κοριτσίστικη θριαμβευτική φωνή που πλημμυρίζει το σπίτι κι ακούγεται ως έξω στον δρόμο, που πάει κατά τον Καραβόμυλο, καθώς απαγγέλλει την τελευταία στροφή ενός μακροσκελούς ποιήματος, πλημμυρισμένο αγάπη για τον αγαπημένο αγωνιστή, τρυφερό, όμορφο, σοφό, έντιμο εορτάζοντα γονιό:
Κοίτα πατέρα!!! Άνοιξαν με μιας οι ουρανοί!!
Ασημοστάλες πέφτουνε στα χέρια μας τ' αστέρια!
Και μια φωνή αγγελική ψάλλει μελωδική:
"Θα ζήσετε κι οι τέσσερις μες σ' ευτυχία πλέρια!!!!!!"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου