Το τελευταίο Ρόδο του καλοκαιριού, λυπάται μοναχό του.
Κανένα λούλουδο γλυκό δεν βρίσκεται σιμά του,
να καθρεφτίζει φιλικά τ' αχνοροδίσματά του
και τρυφερά ν'αντιλαλεί τους στεναγμούς του όλους...
Τριγύρω ομίχλη απλώνεται, πανί αραχνιασμένο.
Το πεύκο το γλυκοκοιτά και με στοργή τού λέει:
- Δεν ξέρεις πού θε να βρεθείς ρόδο μου ανθισμένο...
Μπορεί να ρθεί κανένας νιος και τρυφερά σε κόψει...
Σ' ένα κουτί ολοκόκκινο, μέσα του θα σε κλείσει
και με κορδέλα από σατέν το δώρο θα στολίσει...
Μετά, στην κόρη που αγαπά το δώρο του θα δώσει.
Η κοπελιά στα χέρια της γλυκά θα σε κρατήσει
κι ύστερα σε κρυστάλλινο βάζο θα σε αφήσει.
Κι όταν θα χάσεις την δροσιά, θ' ανοίξει ένα βιβλίο
και μες στα φύλλα τρυφερά, ρόδο μου θα σε κλείσει.
Μιά όμορφη ανάμνηση θα γίνεις για την κόρη,
που θα θυμάται πάντοτε την προσφορά του νέου...
- Κι αν δεν συμβούνε όλα αυτά, πεύκο μου τι θα γίνω;;
- Στην μάνα την τριανταφυλλιά θα παραμείνεις ρόδο.
Θα σου μαδήσει ο άνεμος το μυρωδάτο άνθος,
ώσπου μιά μέρα θα βρεθείς γυμνό και μαδημένο,
αφού τα ώρια πέταλα ο άνεμος θα πάρει...
- Πώς με φοβίζει η μοναξιά, πεύκο μου, γείτονά μου...
Μέχρι τον ύπερο γροικώ το κρύο που θεριεύει...
Λιγόστεψαν οι μέρες μου, τα πέταλα τρεμίζουν.
Ποθώ χρυσό αποτύπωμα της ζήσης μου ν' αφήσω...
Να λένε για εμένανε κι αφού θα έχω φύγει...
Δεν βλέπω νιος να μού 'ρχεται, στην κόρη να με δώσει...
Να δω φιόγκο μετάξινο στον μίσχο μου να δένει
και στην κοπέλα του αβρά, με χάρη να με δίνει...
- Κάνε κουράγιο ρόδο μου, δεν ξέρεις τι σου μέλει...
- Κουράστηκα αφέντη μου να μένω μοναχό μου...
Θα κρατηθώ απ' την μάνα μου ωσότου ξεψυχήσω.
Μονάχο κι απροστάτευτο στα κρύα και στις μπόρες...
Τ' αδέλφια μου τελέψανε πολύ πριν από μένα...
Η ευωδιά μου, πεύκο μου, κι η ομορφιά μου σβήνουν.
Δεν έχω κάποιο λούλουδο να στήσουμε κουβέντα.
Να κορδωθώ για την λαμπρή, πάναγνη ομορφιά μου...
Τους στεναγμούς μου τους ρουφά τ' αγέρι που διαβαίνει.
Μονάχα εσύ αγροίκησες το κλάμα της ψυχής μου...
Ο ήλιος μες στα σύννεφα, βρήκε σχισμή και βγήκε.
Εσυγκινήθηκε πολύ απ' το πανώριο ρόδο.
Του στέλνει ρόδινα φιλιά κι ευθύς οι χρυσακτίνες,
τ' αγκάλιασαν ολόθερμα, το φίλησαν με πάθος.
Χαζέψανε την χάρη του, την μοναξιά του είδαν
και όλες στριμωχτήκανε στο πράσινο κλαδί του.
Μιά μέλισσα που ξέμεινε, τού τρύγησε το νέκταρ
και πεταλούδα σπάνια, στην κορυφή του στάθη.
Το ρόδο χαμογέλασε που βρήκε τόσους φίλους.
Οι ηλιοκόρες έμειναν ώρες πολλές κοντά του
κι η πεταλούδα ρούφηξε το μέλι το γλυκό του.
Κι όταν το βράδυ κόπιασε, ο πεύκος του ψιθύρα:
- Κοιμήσου ρόδο μου καλό, εγώ κοντά σου θά 'μαι.
Κλείσε τα ωριοπέταλα στης νύχτας το αγιάζι.
Μιά άλλη μέρα αύριο, φίλε μου θα ξυπνήσει.
Δεν ξέρουμε το αύριο τι μέλει να μας φέρει.
Να ξέρεις όμως πως εγώ, φίλος σου πάντα θά 'μαι...
Κι αν έρθει εκείνη η στιγμή που θα φυλλορροήσεις,
να μην ξεχνάς πως σύντομα θα ξανανθίσεις πάλι.
Κοιμήσου ρόδο μου όμορφο, κοιμήσου κι ονειρέψου,
πως ήρθε πάλι η άνοιξη π' όλα τα ανασταίνει
κι η μάνα σου η τριανταφυλλιά σωστή νυφούλα θά 'ναι,
γιατί ολόκληρη αγκαλιά με ρόδα θα γεμίσει
και θα φαντάζει όραμα λευκό και μυρωμένο...
Και με τα λόγια του δεντριού, η μοναξιά εκρύφτη.
Κοιμήθηκε το ρόδο μας μ' ονείρατα ωραία.
Ομίχλη λεπτεπίλεπτη τ' αγκάλιασε με χάρη
κι αστέρια το στολίσανε μ' ασήμια και χρυσάφια.
Μα, βήματα ακούγονται στην σιγαλιά της νύχτας..
Ο πλάτανος εκοίταξε και μιά χαρά τον πήρε...
Λεβέντης λυγερόκορμος ερχότανε κοντά τους...
Ψαλίδι μες στο χέρι του κούρνιαζε ασημένιο.
και στ' αλλο χέρι ένα κουτί κομψό λαμποκοπούσε.
Πλησίασε το ρόδο μας το μύρισε με πάθος
και τρυφερά στα χέρια του το πήρε να το κόψει...
Στην άκρη ο γέρο-πλάτανος, καθώς χαμογελούσε,
εκούνησε τα φύλλα του, που σιγοψιθυρίσαν:
''Να μας θυμούνται θέλουμε κι όχι να ξεχαστούμε...
Η υστεροφημία μας να λάμπει σαν διαμάντι.
Ν' αφήσουμε ξοπίσω μας ωραίες αναμνήσεις
και σαν το ρόδο αρώματα στους πάντες να σκορπούμε...
Και κάτι άλλο φίλοι μου, απόψε θα τονίσω:
Το τι θα γίνει αύριο κανείς μας δεν το ξέρει...
Γι' αυτό μ'αστέρια κι ευωδιές με ήλιους και φεγγάρια,
ας είναι η κάθε μέρα μας, το κοντινό μας μέλλον...''
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου