ΜΙΑ ΠΑΡΑΠΟΝΕΜΕΝΗ
Ο Ήλιος και το Σύννεφο, εκάτσανε στου Γκύζη.
- Για δες ετούτη την κυρά που όλο αναστενάζει.
Τι νά 'χει λες μες στην καρδιά που την αναστατώνει;
- Αφέντη μου ήλιε μου θαρρώ, πως μοναχή της είναι,
οπότε από μοναξιά παραπονιέται πάλι...
- Κάνε πιο πέρα σύννεφο να ρίξω μιάν αχτίδα,
να μπει στο παραθύρι της και να μας πει τι είδε.
- Μην το κουράζεις άρχοντα...Οι κόρες παντρευτήκαν
κι απόμεινε μονάχη της και, δεν το συνηθίζει...
- Για μορφωμένη φαίνεται.Πώς τέτοια συλλογιέται;
Αφού η ίδια δίδασκε πως, όταν έρθει η ώρα,
πρέπει ν' ανοίξουνε φτερά οι γιοί κι οι θυγατέρες...
- Τα ξέρει ήλιε μου χρυσέ, ελπιδοφορεμένε!
Κι ή ίδια τα ίδια έκανε στους εδικούς γονείς της!
Παντρεύτηκε και έφυγε απ' το νησί μιά μέρα
κι αφήκε πίσω της γονείς και μία αδελφούλα.
- Οπότε σύννεφο λευκό, γιατί να μαραζώνει;
Αυτός ο κύκλος της ζωής είναι και τονέ ξέρει.
Αφήκε πίσω της γονείς, αφήκε αδελφούλα,
τον ίδιο δρόμο τράβηξαν κι οι κόρες της μιά μέρα...
- Το ξέρει ήλιε μου τρανέ και φλογοφιλημένε.
Αλλά τον πόνο πού 'νιωσαν τα γονικά της τότες,
τώρα το νιώθει και αυτή και ξέρει πώς ενιώσαν
ετότες οι γοναίοι της που μπάρκαρε νυφούλα...
- Αυτά έχει σύννεφο η ζωή. Κι οι κόρες - σου το λέω -,
θα νιώσουνε το ίδιο τους, σαν παντρευτούν οι γυιοί τους.
Βλέπεις, αδειάζει η φωλιά, η πατρική, καλέ μου
κι η μάννα κλώσσα κάθεται, μονάχη στο κοτέτσι.
Κι άν έχει σύντροφο καλό, μεριάζει η ερμα'ί'λα.
Αν όμως μόνη κάθεται,πολύ πιο δύσκολο είναι...
- Σοφά μιλάς ηλιόσοφε. Πες μου τι θες να κάμω;
Να σε σκεπάσω απαλά και να γενώ μεγάλο
ή θες εσύ να πορευτείς ολόλαμπρος στην μέρα;
- Λέω εγώ να πορευτώ ολόλαμπρος στην μέρα.
Εσύ 'χεις μέρες άφθονες μετά το καλοκαίρι.
Ωραία η παρέα σου κι η ομορφιά σου φίνα!
Ωσάν δαντέλα Βρυξελών ολόλευκη σαλεύεις,
αφράτο και πανάλαφρο σαν να σε ζωγραφίσαν!
- Σε χαιρετώ περίλαμπρε Άνακτα της ημέρας!
Κουβέντα στήσαμε καλή κι είσαι ψυχοπονιάρης!
Θε να τα πούμε σίγουρα, γλυκιά στιγμή στο μέλλον!
Είπε το ώριο σύννεφο κι έξανε το κορμί του,
σε χίλιες τούφες ομορφες, ασπριδερές κι αφράτες,
που φάνταζαν από μακριά, σαν λευκοφόρα ρόδα!
Κι ο ήλιος ο παμμέγιστος απλώθηκε στα ουράνια,
χρυσός μανδύας λαμπερός κι εζέστανε την πλάση.
Μπήκε και στο παράθυρο της μάνας που μουρμούρα
και στόλισαν τον χώρο της στραφταλιστές αχτίδες.
Τα βλεπεις όλα πιο καλά σαν λάμπει ο ήλιος έξω.
Μεριάζουν τα προβλήματα. Κι οι έγνοιες με το φως του,
την αληθή υπόσταση που έχουν παίρνουν πάλι.
Στο φως του συρρικνώνονται οι σκέψεις που αγχώνουν
κι αντικρούεις εύκολα ό,τι σε βασανίζει.
Γι' αυτό κι η μάνα κάπου κει, στην γειτονιά του Γκύζη,
νιώθει σαν να ξαλάφρωσε κι ανέλαβε δυνάμεις.
Της ήρθε η όρεξη ξανά για να δημιουργήσει
και πήρε το μολύβι της, κάτι να γράψει πάλι...
Κι ο ήλιος χαμογέλασε και το γνωρίσαν όλοι,
ότι οι αχτίδες σήμερα στον ουρανό θα στείλουν
τις έγνοιες και τα βάσανα πολλών θνητών κει κάτω,
που θα χαρούνε στην ψυχή κι όλα θα τα ειδούνε,
μ' άλλη ματιά, πιο καθαρή, κατόρθωμα του ήλιου...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου