Τα γεγονότα μετά τον θάνατο της Αννούλας καταλάγιασαν απότομα...Μία ολόκληρη οικογένεια είχε περάσει τις πύλες τ' ουρανού... Πολλοί αναρωτιόντουσαν τι θα γινόταν το διώροφο... Μέσα στην παραλία, μαζί με ένα άλλο σπιτικό πίσω του- άσχετα αν ήταν μισοτελειωμένο- αποτελούσε ένα σεβαστότατο κληροδότημα, που στην προκειμένη περίπτωση, ο αποδέκτης ήταν η κόρη της Βενετίας, η Αθηνά, που έμενε στην Αμερική... Δεν είναι γνωστές οι λεπτομέρειες των τελευταίων ημερών... Τι έγιναν τα ρούχα της Άννας, αν πάρθηκε τίποτε μέσα από το σπίτι, αν βρέθηκε το παραμικρό ίχνος από τα χαμένα τιμαλφή, άν ανοίχτηκαν τα μπαούλα του ισογείου, αν υπήρχαν όντως αυτά τα μπαούλα, ήταν κάποια θέματα που απασχόλησαν πολλούς και απετέλεσαν το αλάτι στις συζητήσεις είτε στις γειτονιές, είτε στα καφενεία είτε και μέσα σε διάφορες οικογένειες...
Το σπίτι έστεκε βλοσυρό, θεοσκότεινο, σαν θυμωμένο πρόσωπο με τα μάτια και το στόμα του ερμητικά κλειστά . Όποτε περνούσες από μπροστά του,κι αυτό γινόταν κάθε τρεις και λίγο γιατί βρισκόταν σε κεντρικότατο σημείο, ένιωθες την καρδιά σου να σφίγγεται. ''Μια οικογένεια τόσο αρχοντική, είναι κρίμα που είχε τέτοια κατάληξη...'' ''Περίεργοι άνθρωποι.Κλεισμένοι στον εαυτό τους... Κι εκείνος ο Πίπης, καλός άνθρωπος, αλλά απόμακρος και δεν είχε πολλά-πολλά με κανέναν...'' ''Η μεγαλομανία τούς έφαγε... Ειδικά η μάνα, η κυρία Κάτε- Θεός σχωρέσ' την - αλλά δεν μπορώ να μην το πω: Την μύτη της την είχε πάντα ψηλά!Ούτε κόμισσα να ήτανε!!!'' '' Πριν τον πόλεμο και προ σεισμού η οικογένεια είχε πολλά χρήματα... Ήταν όντως πολύ πλούσια οικογένεια..Μετά τα πράγματα αλλάξανε...'' '' Μα, να μην έρθει η κόρη της Βενετίας από την Αμερική; Τόσα τρομερά συνέβησαν κι αυτή δεν είπε να ρθει να δει τι γίνεται;...'' ''Κάποιο λόγο θα 'χει που δεν ήρθε...Τώρα, ό,τι απόμεινε είναι δικό της.''' '' Λες να το πουλήσει το σπίτι; Μπορεί και να το κρατήσει για τις διακοπές της...'' ''Μπα! Να δεις που θα το δώσει... Δεν έδειξε και κανένα ενδιαφέρον για δαύτο...'' ''Ας κάνει ό,τι την φωτίσει ο Θεός. Εμάς τι μας κόφτει για τα ξένα νιτερέσια;... Τα λέμε για να περνάει η ώρα... Κουβέντα να γίνεται...'' ''Συμφωνώ, αλλά συντοπίτες μας ήτανε και στεναχωρέθηκα με το τέλος που είχανε...'' ''Και ποιος δεν στεναχωρέθηκε; Εμένα μου στοίχισε περισσότερο για την Άννα. Ήταν η καλύτερη όλων τους... Και τι πέρασε το δύστυχο... Γολγοθά...Την θυμάμαι στα καλά της... Όμορφη κοπέλα και προκομμένη. Όλα εκείνα που φορούσε, μόνη της τα έραβε. Χρυσοχέρα το άμοιρο...'' ''Ο Θεός να αναπάψει την ψυχούλα της... Πράγματι, ωραία κοπέλα. Με την αδελφή της λένε δεν τα πήγαιναν και πολύ καλά... Ποιος ξέρει τι είχαν να μοιράσουν.Αλλά η Άννα ταλαιπωρήθηκε πολύ... Δεν πρέπει να'ταν στα καλά της τα τελευταία χρόνια... Βασανίστηκε...'' ''Θυμάμαι τις δυο αδερφές μικρές!! Κούκλες!!! Αλλά τις είχαν πολύ περιορισμένες... Δεν τις άφηναν να παίξουν όπως τ' άλλα τα παιδιά...'' ''Είπαμε: Μεγαλομανία.. Ό,τι ήθελε η μάνα τους! Κι εκείνη η Άννα δεν έλεγε λέξη! Την μούρλαναν και ησύχασαν! Κρίμα το κορίτσι...''
Μετά από πέντε χρόνια, έμαθε η Πολυάνθη ότι το σπίτι το πούλησε η Αθηνά σε έναν που θα το έκανε κάτι σαν μπαρ. Μαζί πουλήθηκε και το κολλητό σπίτι του Μεμά του γιατρού...''Κι άκου τι έγινε Πολυάνθη! Αυτός που το πήρε, το πήρε με ό,τι είχε μέσα!'' ''Δηλαδή με τα έπιπλα, με τα σερβίτσια; Με τα ρούχα;;'' ''Δεν ακούς τι σου λέω; Το πήρε με όλα όσα είχε μέσα!!'' ''Δηλαδή σούμπιτο; Γιατί;;; Δεν έπρεπε να έρθει η Αθηνά και να διαλέξει όσα αποτελούσαν οικογενειακά κειμήλια; Δεν μπορεί να το συλλάβει ο νους μου αυτό που μου λες...'' ''Η Αθηνά μισούσε αυτό το σπίτι, γιατί εκεί μέσα πέθανε η μητέρα της κι είχε εκείνο το απαίσιο τέλος.. Είπε στον άνθρωπο να τα κρατήσει όλα... Λένε θα το κάνει μπαρ- εστιατόριο πολυτελείας, δεν ξέρω ακριβώς... Όταν πάω εκεί θα σου πω...'' Της Πολυάνθης δεν το χωρούσε ο νους της τέτοιο πράγμα... Το σπίτι δόθηκε με τα υπάρχοντα είδη; Κι αν υπήρχαν φωτογραφίες της γιαγιάς Πολυάνθης και της νονάς Ρεγγίνας; Αν υπήρχε κάποιο αντικείμενο με μεγάλη συναισθηματική αξία; Μια φωτογραφία του θείου Μεμά, το άλπουμ των οικογενειακών φωτογραφιών, ένα ξεχωριστό κέντημα,το σπιτάκι που έδειχνε τον καιρό με το τυρολέζικο ζευγάρι να βγαίνει εναλλάξ πότε ο άντρας, πότε η γυναίκα, ανάλογα με το αν θα είχε ήλιο ή βροχή; Πράγματα απλά, αλλα φορτισμένα με συναισθηματική αξία... Κρίμα..Αυτό η Αθηνά δεν θα έπρεπε να το διαχειριστεί έτσι... Τώρα, άσ' τα... Ό,τι έγινε έγινε... Ήταν κάτι όμως που στεναχώρησε πολύ την Πολυάνθη...Πάνω όμως σε καταστάσεις που δεν μπορείς ν'αλλάξεις, δεν ωφελεί να μένεις, γι' αυτό και η Πολυάνθη δεν το ξανασυζήτησε.
Κάποια μέρα καλοκαιριού, είχε ένα τηλέφωνο από γνωστή της που παραθέριζε στην Κεφαλονιά: ''Δεν θα πιστέψεις αυτό που έχω να σου πω! Αυτός που αγόρασε τα σπίτια του θείου σου του Ιακωβάτου, ξέρεις τι έκανε; Δεν το χωράει ο νους σου!!'' ''Δηλαδή; Τι έγινε κορίτσι μου;'' ''Άκου!!! Έβγαλε στο πεζοδρόμιο όσα έπιπλα δεν του έκαναν και όποιος ήθελε, περνούσε και έπαιρνε εκείνο που του άρεσε!! Το διανοείσαι;;; Βγήκε το Ιακωβατέ'ι'κο στο πεζοδρόμιο!!! Άκουσον. άκουσον!!!'' Η Πολυάνθη κέρωσε... Αχ, γιαγιά Αικατερίνη με τις σοφίες σου... Τι συνήθιζε να λέει η γιαγιά απ' την μεριά της μάνας της; '' ''Η μοίρα είναι ρόδα που γυρίζει... Σήμερα εγώ, αύριο εσύ... '' Κι αμέσως στο μυαλό της ήρθε μια άλλη σκηνή, πολλά χρόνια πίσω... Την Κάτε αυστηρή να επιβλέπει μήπως και μείνει τίποτε '' στον χώρο της '' και την νεαρή τότε μάνα της την Αλίκη, να πετάει στο πεζοδρόμιο με σπαραγμό ψυχής, το μεγαλύτερο μέρος του νοικοκυριού της, μέσα από το γιαπί του θείου του Μεμά όπου τα είχε καταχωνιάσει... Γιατί; Επειδή, λέει, τους έπιαναν τον χώρο που, έτσι κι αλλιώς, δεν τον χρησιμοποιούσαν... Σκληρότητα... Μεγάλη, και μάλιστα σε μια γυναίκα μοναχή που είχε χάσει τα πάντα...Κι η Πολυάνθη ανατρίχιασε... Με το πώς τα φέρνει η μοίρα καμιά φορά... ''Σήμερα εγώ, αύριο εσύ... Γι' αυτό μην ειρωνεύεσαι, ούτε να κάνεις το κακό... Κάνε το καλό και το σύμπαν θα σε ανταμείψει...'' Και φυσικά δεν εύχεσαι το κακό σε κανέναν... Όμως κάπου πρέπει να υπάρχει η άτεγκτη, αλλά πάντα σοφή, Θεία Δίκη...
Το κτήριο μεταμορφώθηκε εντελώς. Το άλλοτε ψηλό, μουντό σπίτι, σήμερα χαμογελά φρεσκοβαμμένο σε απαλή απόχρωση του γκρι-σιέλ, με τις μπαλκονόπορτες του ανοιχτές να μπαίνει το ζωογόνο θαλασσινό αεράκι του Ιονίου και ο φιλικός ήλιος με τις παιχνιδιάρικες, χρυσές ηλια χτίδες του... Το εσωτερικό έγινε αγνώριστο με ωραία τραπεζομάντηλα για το εστιατόριο και χαρούμενο φωτισμό για το μπαρ... Εκεί που άλλοτε δεν ακουγόταν μιλιά ή μόνον υστερικοί μονόλογοι, τώρα ένα μελίσσι από χαρωπές φωνές απλώνεται μέσα στα όμορφα διακοσμημένα δωμάτια. Οι γελαστές φωνές των πελατών σμίγουν με τις φωνές του εξυπηρετικότατου προσωπικού και ένα αδιάκοπο πήγαιν' έλα δίνει ζωή και μια πολύχρωμη νότα αισιοδοξίας σε όλον τον χώρο.Ιδίως τους καλοκαιρινούς μήνες, γίνεται το αδιαχώρητο... Κανείς δεν μιλάει πια για όσα θλιβερά είχαν λάβει κάποτε χώρα εκεί... Ίσως κάποιοι από τους παλιούς να τα κουβεντιάζουν αριά και πού σε κανένα παγκάκι ατενίζοντας την θάλασσα, έτσι για να περάσει η ώρα... Εξ άλλου ο πανδαμάτωρ χρόνος όλα τα αποχρωματίζει στο διάβα του και κάτι που παλιά είχε αναστατώσει μια μικρή κοινωνία, τώρα έμενε αποδυναμωμένο από την προτέρα του ένταση. Τι λένε; Ο χρόνος είναι μέγας γιατρός και σιγά-σιγά σβήνει από το μυαλό την ένταση και σοβαρότητα των γεγονότων... Εδώ ένας πόλεμος κι ένας εμφύλιος ξαναζεί μόνο μέσα από τα βιβλία και θα θυμόντουσαν για πολύ την μοίρα του Ιακωβατέ'ι'κου σογιού; Οι στενοί συγγενείς, σκορπισμένοι ανά την υφήλιο - Ελλάδα, Αμερική, Αφρική - πιθανόν να τα συζητούσαν σε κάποιες συναντήσεις τους, αλλά μετά επέστρεφαν στις καθημερινές ασχολίες τους και τα τωρινά ζητήματα που αναδείκνυε η ζωή...
Η όμορφη Σάμη, άστραφτε κάτω από το ολόγιομο φεγγάρι... Βαρκούλες στολισμένες με φωτάκια έπλεαν στον ατάραχο καθρέφτη της θάλασσας που αντιφέγγιζε όλα τα φώτα της παραλίας. Τ' αστέρια ψηλά, άστραφταν πάνω στον βελουδένιο νυχτερινό μανδύα της ευωδιαστής από τα γιασεμιά και τ'αγιοκλήματα νυχτιάς. Η θεά Άρτεμις, έβγαλε από την φαρέτρα της ένα βέλος, το έβαλε στο τόξο της και σκόρπισε απλόχερα τ'ασήμια της σελήνης σε όλο το λιμάνι. Καντάδες και βαρκαρόλες ακούγονταν από τον χρυσό κολιέ που σχημάτιζαν τα μικρά πλεούμενα, απλωμένον στα μαβιά νερά, ενώ κιθάρες και ακορνεόν μάγευαν τ'αυτιά των ανθρώπων οι οποίοι ξεκουράζονταν έχοντας το δροσερό μα'ι'στράλι να χα'ι'δεύει απαλά τα μαλλιά τους...Φίσκα από κόσμο τα ζαχαροπλαστεία, τα εστιατόρια, οι πιτσαρίες!! Μα είναι τόσο ωραία η Σάμη!!! Συνδυάζει βουνό και θάλασσα! Εξαίσιος συνδυασμός!!!Μαγευτικός!!! Να, κι άλλο ξένο γιωτ δένει στο λιμάνι!! Ζευγάρια και παρέες βολτάρουν στον παραθαλάσσιο δρόμο ή τρώνε το γλυκό τους σε τραπεζάκια δίπλα στο κύμα... Πουθενά το μαγαζί του Κωστάκη... Πουθενά το δυνατό, κελαρυστό γέλιο της εξαδέλφης του Άννας...Ανάμεσα στους περιπατητές θα βρεις σίγουρα την Τζούλια που έρχεται κάθε καλοκαίρι στο παλατάκι της,ακριβώς πάνω στο κύμα... Φέτος στην Σάμη πήγε η μικρότερη κόρη της Πολυάνθης, η Αλίσια, με την οικογένειά της και την οικογένεια της Χαρούλας, της αγαπημένης φίλης και συμμαθήτριάς της... Μαγεύτηκε απ' το νησί... Πιθανότατα μέσα στον Αύγουστο να έρθει και η πρώτη της κόρη, η Ελπίδα, με την δική της οικογένεια...
Τα χρόνια πέρασαν...Οι παλιοί έμειναν πίσω... Ο κόσμος, έτσι και η Σάμη, προχωράει μπροστά και φτιάχνουν ένα καλύτερο μέλλον... Και τα φαντάσματα του παρελθόντος - ξανθά κορίτσια που δεν είπαν να μεγαλώσουν ποτέ, ξεχασμένα, ίσως να πετούν πάνω από το λευκό κότερο που τώρα μπαίνει στο λιμάνι ή να παίζουν κρυφτό με τις πολύχρωμες κουρτίνες που τις φουσκώνει ο ζέφυρος, στην μπαλκονόπορτα ενός καλαίσθητου εστιατορίου που στολίζει με την χαρωπή του όψη, τον κεντρικότατο παραλιακό δρόμο, πάνω στον οποίον είναι χτισμένο.....
Το κτήριο μεταμορφώθηκε εντελώς. Το άλλοτε ψηλό, μουντό σπίτι, σήμερα χαμογελά φρεσκοβαμμένο σε απαλή απόχρωση του γκρι-σιέλ, με τις μπαλκονόπορτες του ανοιχτές να μπαίνει το ζωογόνο θαλασσινό αεράκι του Ιονίου και ο φιλικός ήλιος με τις παιχνιδιάρικες, χρυσές ηλια χτίδες του... Το εσωτερικό έγινε αγνώριστο με ωραία τραπεζομάντηλα για το εστιατόριο και χαρούμενο φωτισμό για το μπαρ... Εκεί που άλλοτε δεν ακουγόταν μιλιά ή μόνον υστερικοί μονόλογοι, τώρα ένα μελίσσι από χαρωπές φωνές απλώνεται μέσα στα όμορφα διακοσμημένα δωμάτια. Οι γελαστές φωνές των πελατών σμίγουν με τις φωνές του εξυπηρετικότατου προσωπικού και ένα αδιάκοπο πήγαιν' έλα δίνει ζωή και μια πολύχρωμη νότα αισιοδοξίας σε όλον τον χώρο.Ιδίως τους καλοκαιρινούς μήνες, γίνεται το αδιαχώρητο... Κανείς δεν μιλάει πια για όσα θλιβερά είχαν λάβει κάποτε χώρα εκεί... Ίσως κάποιοι από τους παλιούς να τα κουβεντιάζουν αριά και πού σε κανένα παγκάκι ατενίζοντας την θάλασσα, έτσι για να περάσει η ώρα... Εξ άλλου ο πανδαμάτωρ χρόνος όλα τα αποχρωματίζει στο διάβα του και κάτι που παλιά είχε αναστατώσει μια μικρή κοινωνία, τώρα έμενε αποδυναμωμένο από την προτέρα του ένταση. Τι λένε; Ο χρόνος είναι μέγας γιατρός και σιγά-σιγά σβήνει από το μυαλό την ένταση και σοβαρότητα των γεγονότων... Εδώ ένας πόλεμος κι ένας εμφύλιος ξαναζεί μόνο μέσα από τα βιβλία και θα θυμόντουσαν για πολύ την μοίρα του Ιακωβατέ'ι'κου σογιού; Οι στενοί συγγενείς, σκορπισμένοι ανά την υφήλιο - Ελλάδα, Αμερική, Αφρική - πιθανόν να τα συζητούσαν σε κάποιες συναντήσεις τους, αλλά μετά επέστρεφαν στις καθημερινές ασχολίες τους και τα τωρινά ζητήματα που αναδείκνυε η ζωή...
Η όμορφη Σάμη, άστραφτε κάτω από το ολόγιομο φεγγάρι... Βαρκούλες στολισμένες με φωτάκια έπλεαν στον ατάραχο καθρέφτη της θάλασσας που αντιφέγγιζε όλα τα φώτα της παραλίας. Τ' αστέρια ψηλά, άστραφταν πάνω στον βελουδένιο νυχτερινό μανδύα της ευωδιαστής από τα γιασεμιά και τ'αγιοκλήματα νυχτιάς. Η θεά Άρτεμις, έβγαλε από την φαρέτρα της ένα βέλος, το έβαλε στο τόξο της και σκόρπισε απλόχερα τ'ασήμια της σελήνης σε όλο το λιμάνι. Καντάδες και βαρκαρόλες ακούγονταν από τον χρυσό κολιέ που σχημάτιζαν τα μικρά πλεούμενα, απλωμένον στα μαβιά νερά, ενώ κιθάρες και ακορνεόν μάγευαν τ'αυτιά των ανθρώπων οι οποίοι ξεκουράζονταν έχοντας το δροσερό μα'ι'στράλι να χα'ι'δεύει απαλά τα μαλλιά τους...Φίσκα από κόσμο τα ζαχαροπλαστεία, τα εστιατόρια, οι πιτσαρίες!! Μα είναι τόσο ωραία η Σάμη!!! Συνδυάζει βουνό και θάλασσα! Εξαίσιος συνδυασμός!!!Μαγευτικός!!! Να, κι άλλο ξένο γιωτ δένει στο λιμάνι!! Ζευγάρια και παρέες βολτάρουν στον παραθαλάσσιο δρόμο ή τρώνε το γλυκό τους σε τραπεζάκια δίπλα στο κύμα... Πουθενά το μαγαζί του Κωστάκη... Πουθενά το δυνατό, κελαρυστό γέλιο της εξαδέλφης του Άννας...Ανάμεσα στους περιπατητές θα βρεις σίγουρα την Τζούλια που έρχεται κάθε καλοκαίρι στο παλατάκι της,ακριβώς πάνω στο κύμα... Φέτος στην Σάμη πήγε η μικρότερη κόρη της Πολυάνθης, η Αλίσια, με την οικογένειά της και την οικογένεια της Χαρούλας, της αγαπημένης φίλης και συμμαθήτριάς της... Μαγεύτηκε απ' το νησί... Πιθανότατα μέσα στον Αύγουστο να έρθει και η πρώτη της κόρη, η Ελπίδα, με την δική της οικογένεια...
Τα χρόνια πέρασαν...Οι παλιοί έμειναν πίσω... Ο κόσμος, έτσι και η Σάμη, προχωράει μπροστά και φτιάχνουν ένα καλύτερο μέλλον... Και τα φαντάσματα του παρελθόντος - ξανθά κορίτσια που δεν είπαν να μεγαλώσουν ποτέ, ξεχασμένα, ίσως να πετούν πάνω από το λευκό κότερο που τώρα μπαίνει στο λιμάνι ή να παίζουν κρυφτό με τις πολύχρωμες κουρτίνες που τις φουσκώνει ο ζέφυρος, στην μπαλκονόπορτα ενός καλαίσθητου εστιατορίου που στολίζει με την χαρωπή του όψη, τον κεντρικότατο παραλιακό δρόμο, πάνω στον οποίον είναι χτισμένο.....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου