Οι μέρες που ήρθαν, κύλησαν λες και ήταν το γεγονός ενός προαναγγελθέντος και αναμενόμενου αύριου...Τίποτε δεν πήγαινε καλά για την Άννα. Η ζωή της διαγραφόταν επαναλαμβανόμενη και πανομοιότυπη διαρκώς, λες και η μία μέρα έβγαινε σε καρμπόν με την άλλη και την άλλη και την άλλη... Έπαψε να έχει ενδιαφέρον για το οτιδήποτε. Όσοι της ήταν πιο κοντά, απορούσαν που δεν ξανακάλεσε κανέναν έστω και για κείνα τα λιγοστά ψώνια που παράγγελνε τελευταία...''Θα πάθει τίποτε από την αφαγία... Δεν πας βρε Σταύρο να της χτυπήσεις την πόρτα; Αλλά να επιμένεις, γιατί δεν ανοίγει με το πρώτο... Χτύπα της συνεχώς''. Σε λίγες μέρες η Άννα αρρώστησε και την πήγαν στο Νοσοκομείο του Αργοστολίου... Τελείως εξαντλημένος ο οργανισμός της... Την κράτησαν κάποιες μέρες μέσα και μετά την έστειλαν στο σπίτι της... Ένιωθε τόση εξάντληση.. Να πέσει στο κρεβάτι της... Μόνο αυτό επιθυμούσε... Να πέσει και να μην σκέφτεται τίποτε... Ούτε ήθελε να κάνει τίποτε... Λίγον ελληνικό καφέ που αποζήτησε, δεν είχε την αντοχή να σηκωθεί και να πάει να τον φτιάξει...Έμεινε ξαπλωμένη στο νεανικό και αμόλυντο κρεβάτι της, κοιτάζοντας χωρίς να βλέπει τον καθρέφτη της χαριτωμένης τουαλέτας της, απέναντι... Οι δυο μικρές κούκλες με τις τοπικές παραδοσιακές κερκυρα'ι'κές στολές, την κοιτούσαν χαμογελαστά και πάνω στον καθρέφτη στερεωμένες, την ατένιζαν δύο φωτογραφίες: Η μία της Αλίκης Βουγιουκλάκης από ''ΤΟ ΞΥΛΟ ΒΓΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ'' και η άλλη της Τζένης Καρέζης από το ''ΛΑΤΕΡΝΑ ΦΤΩΧΕΙΑ ΚΑΙ ΦΙΛΙΟΤΙΜΟ ''.
Ωραίες εποχές... Κάποτε έμοιαζε κι αυτή με την Βουγιουκλάκη... Τώρα δεν μπορεί να σύρει τα πόδια της, όχι να φρεσκαρισθεί, να καλλωπισθεί, να ντυθεί όμορφα όπως παλιά και να πάει σ' ένα εστιατόριο... Οι δυνάμεις της την είχαν εγκαταλείψει... Δεν την είχε όμως εγκαταλείψει η ιδέα του γάμου... Μια ολόκληρη ζωή περίμενε τον Εκλεκτό... Πόσο ακόμα θ'αργούσε να εμφανισθεί;...Α! Και τώρα που το θυμήθηκε... Σε μια μικρή κουβέντα που είχε με τον γιατρό του νοσοκομείου, όταν η συζήτησε οδήγησε σε κάποιο ευχάριστο σημείο και η Άννα του είπε ότι δεν πίστευε πως θ'αργούσε να παντρευτεί, ο γιατρός την είχε κοιτάξει κάπως περίεργα... Έδειχνε μάλλον ξαφνιασμένος, λες και δεν περίμενε ν' ακούσει κάτι τέτοιο... Ίσως πάλι να ήταν η ιδέα της... Και γιατί παρακαλώ να έδειχνε έκπληκτος; Αυτή δεν θα το έβαζε κάτω... Να, αύριο- μεθαύριο, θα ένιωθε καλύτερα, θα σηκωνόταν, θα στολιζόταν και θα πήγαινε για ψώνια στο Αργοστόλι. Θα έπαιρνε ό,τι λαχταρούσε η καρδιά της...Για να μη σου πω ότι θα έβαφε και τα μαλλιά της!! Αρκετό καιρό είχε εγκαταλείψει τον εαυτό της... Καιρός ήταν να ανακάμψει!! Χαμογελώντας έγειρε το κεφάλι και αποκοιμήθηκε... Τα φάρμακα παρέμεναν ανέγγιχτα πάνω στο κομοδίνο της... Αν είχαν ζωή, θα της χαμογελούσαν σαρδώνια....
Άνοξε τα μάτια της κοντά οχτώ η ώρα το απόγευμα... Κοιμόταν από τις τρεις το μεσημέρι... Τι ύπνος κι αυτός... Πιστολιά να έπεφτε δίπλα της, δεν θα την άκουγε... Τόσο βαριά είχε κοιμηθεί... Περίμενε πως με τόσον ύπνο θα είχε αναλάβει δυνάμεις... Θα είχε ξεκουραστεί για τα καλά... Μα φαίνεται πως γελάστηκε... Της πήρε πέντε λεπτά για ν'ανακαθίσει και με σκυφτό κορμί σύρθηκε στην κουζίνα... Έφτιαξε τον καφέ που είχε επιθυμήσει...Τον ήπιε στο καλό το σαλόνι... Άνοιξε την τηλεόραση και προσπάθησε να συγκεντρωθεί σε κάποια εκπομπή... Πουθενά δεν εστίαζε το μυαλό της... Στο τέλος βαρέθηκε και την άφησε να παίζει μην προσέχοντας τίποτε, έτσι για να 'χει μια φωνή για συντροφιά...Το βράδυ με τα φώτα ολάνοιχτα, ξενύχτησε αναπολώντας περασμένα μεγαλεία που όμως μπερδευόντουσαν ενοχλητικά με πρόσφατες σκοτεινές ιστορίες... Τι όμορφη παράνυφος που ήταν στον γάμο της αδελφής της!! Και η νύφη ήρθε με πληγιασμένο πόδι... Ο...Όχι. Στάσου!! Το πληγιασμένο πόδι ήταν πολύ αργότερα! Πώς τα μπέρδεψε έτσι;; Και τι όμορφο κοριτσάκι που γέννησε η Βενετία!! Η Λου'ί'ζα πήρε το μυαλό του πατέρα της. Το καλοκαίρι που την έφεραν ήταν τεσσάρων χρονών....΄΄ΕΕΕ!!!! Στάσου!! Τι λέει; Αυτό έγινε πριν πολλά- πολλά χρόνια!! Σήμερα η Λου'ιζα είναι κοτζάμ κοπέλα, παντρεμένη,γυναίκα σωστή, με ένα τρισχαριτωμένο αγοράκι!! Θεέ μου!! Τι έπαθε και μπερδεύει έτσι τα γεγονότα;; Μπιτ μυαλό δεν της έμεινε πια στο κεφάλι της;
Ένας πανικός την κατάπιε απότομα... Πού βρισκόταν; Ένιωθε σαν να την είχαν πετάξει σ'ένα άγνωστο ερημικό μέρος... Κοίταζε δεξιά, κοίταζε αριστερά, προσπαθώντας να δει κάποιο γνωστό στοιχείο για να πιαστεί... Σε ποια χρονική στιγμή βρισκόταν;; Πανικοβλημένη, πετάχτηκε επάνω, παίρνοντας βαθιές ανάσες! Να!! Την ξανάπιασε αυτό που της στερούσε τον αέρα και δεν μπορούσε να ανασάνει κανονικά... Δεν έμπαινε αρκετό οξυγόνο στα πνευμόνια της... Έπρεπε να ανασάνει. Άρχισε να κόβει βόλτες, βρίζοντας την μοναξιά της και το πώς της τα είχε φέρει η ρημάδα η τύχη. Στην μπαλκονόπορτα ακούμπησε βαριά, παίρνοντας βαθιές ανάσες... Τι φρικτό πράγμα που είναι να μην ξέρεις έστω και προς στιγμή πού βρίσκεσαι... Νιώθεις την γη να χάνεται κάτω από τα πόδια σου... Σαν να βρίσκεσαι μόνος, όλα γύρω σου να έχουν σβήσει και συ να μην ξέρεις πού είσαι... Φριχτό συναίσθημα...Νιώθεις έρημος, απροστάτευτος,να κοιτάζεις με τρόμο ένα γυμνό, γκρίζο τοπίο... Μέχρι να ξαναγυρίσει η συνείδηση και να σε τοποθετήσει χρονικά και τοπικά, στο μέρος που ανήκεις, μέχρι να κάνει κλικ το μυαλό σου και να να γνωρίσεις τον χώρο σου και τον εαυτό σου...
Η Αννούλα είχε πολλά τέτοια περιστατικά καθημερινώς.... Μέρα με την ημέρα κατάπεφτε... Η κατάρρευσις είχε αρχίσει να συντελείται...Οι άνθρωποι που της έφερναν κάτι να φάει την είδαν ότι πλέον χρειαζόταν επί εικοσιτετραώρου βάσεως ιατρική παρακολούθηση... Η Άννα, ένιωθε τόσο εξαντλημένη που όταν της είπαν πως πρέπει να πάει στο Αργοστόλι, δεν έφερε καμία αντίρρηση... Την πήγαν στο Γηροκομείο Αργοστολίου. Κοίταζε αδιάφορα τα καινούρια πρόσωπα γύρω της... Ούτε μία γνωστή φυσιογνωμία.. Και όλοι γέροι... Τι δουλειά είχε αυτή μαζί με τόσες γριές;. Ευτυχώς που ήταν και οι νοσοκόμες κι έβλεπε ένα νεανικό πρόσωπο... Μόλις γινόταν καλά θα γύριζε σπίτι της.Στο ωραίο της σαλόνι, στα όμορφα πράγματά της...Άραγε το πράσινο φόρεμα θα της έκανε ή έπρεπε να το μεταποιήσει; Θα φορούσε και το ωραίο βραχιόλι της με τα κρεμαστά χρυσά μπρελόγκ... Αυτή τα είχε ζωγραφίσει και σύμφωνα με το σχέδιό της τα είχε φτιάξει ο χρυσοχόος... Τώρα που το σκεφτόταν είχε πάρα πολύ καιρό να το δει... Όπως και τα άλλα χρυσαφικά της ...Και τις χρυσές λίρες της... Τι να είχαν γίνει άραγε;Αυτά τα ερωτηματικά δεν εμφανίζονταν πρώτη φορά... Κι άλλοτε την είχαν απασχολήσει κι επειδή δεν εύρισκε απάντηση, άλλαζε ρότα το μυαλό της... Ο σκοτισμένος νους της φταίει που δεν μπορεί να θυμηθεί; Γιατί μπερδεύονται έτσι οι σκέψεις της; Α, να η κυρία που φέρνει τα χάπια! ''Μπορείτε να πείτε στον γιατρό ότι πονάω;'' ''Πονάτε κυρία Άννα; Πού ακριβώς;'' ''Εδώ, χαμηλά'' ''Μην ανησυχείτε, θα το πω αμέσως στον γιατρό... Θα περάσει να σας δει. Πότε άρχισε ο πόνος; '' ΄΄Πολλές μέρες τώρα...'' '' Και γιατί δεν μας το είπατε;'' ''Σας το είπα... Νομίζω...'' Ο γιατρός μετά τις κατάλληλες εξετάσεις, διέγνωσε βαρβάτη ουρολοίμωξη... Η Άννα υπεβλήθη στην πρέπουσα θεραπεία, μα ο οργανισμός της δεν ανταποκρίθηκε... Ήταν τόσο, μα τόσο ταλαιπωρημένη... Χάλια το ανοσοποιητικό της... Και από πάνω, καμία επιθυμία να παλέψει, ν' αγωνισθεί... Ο ψυχισμός της ένα ρετάλι και οι σωματικές αντοχές της μηδαμινές, ανύπαρκτες... Έσβησε σαν το κεράκι... Φύσηξε το αεράκι και σβήστηκε το φως της ζωής της. Μιας ζωής που είχε ξεκινήσει μέσα στα χρώματα και στην ανεμελιά κι είχε μεταλλαχτεί σε μια βασανισμένη, τυραννισμένη ζωή...
Την έθαψαν στην Σάμη, στο νεκροταφείο με την ωραιότερη θέα, στον οικογενειακό της τάφο..Την αδελφή της την είχαν θάψει στα Τουλιάτα. Έτσι δεν θα συνέχιζαν την γκρίνια τους και στην άλλη διάσταση που βρέθηκαν....Στην εξώδιο ακολουθία, παρέστησαν ελάχιστα άτομα... Το άλλοτε όμορφο κορίτσι της Σάμης, το αποχαιρέτησαν το πολύ δέκα άνθρωποι...Έσβησε μόνη κι έρημη... Μία όμορφη ντάλια που άνθιζε πολύφυλλη, συναρπαστική και ο βοριάς τής έσπασε το πράσινο κοτσάνι και την έσυρε ανελέητα σε μονοπάτια δύσβατα, σκοτεινά, εκεί που φυτρώνουν μόνον βάτα κι άγριοι θάμνοι αγκαθωτοί... Εδώ πάνω όμως, στο ηλιόλουστο κοιμητήρι, η ψυχή της θα βρήκε σίγουρα την γαλήνη της.. Θα ξεκουράστηκε το ταλαιπωρημένο κορμί της και θα ησύχασε επιτέλους η βασανισμένη καρδιά της...Θα βρήκε την πολυπόθητη ηρεμία.... Και θα είχε για θέα πάντα, το απέραντο, ζαφειρένιο γαλάζιο της θάλασσας και το σμαραγδένιο πράσινο της κατάφυτης βουνοπλαγιάς...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου