Ήτανε κάποτε λαμπρή, ωραία παρουσία.
Εσπούδασε, παντρεύτηκε, εγίνηκε μητέρα.
Εργάσθηκε, κουράστηκε, επάλεψε με πείσμα
και χάρηκε που ο Θεός της χάρισε εγγόνια.
Χαρές πολλές εμάζεψε πρώτα απ' τα παιδιά της.
Χαρές κι από τους μαθητές που πήρε την δροσιά τους.
Κι όσα στραβά της τύχανε με θάρρος τα νικούσε,
γιατί 'χε πάντα μέσα της το θάρρος και το πείσμα...
Τα χρόνια πέρασαν γοργά σαν την πνοή τ' ανέμου...
Γινήκαν άσπρα τα μαλλιά, οι ώμοι κυρτωθήκαν...
Το βάδισμα δυσκόλεψε, δεν τρέχει σαν και πρώτα.
Κάθεται στην καρέκλα της, αντικρυστά στον ήλιο,
να της ζεστάνει γόνατα, την μέση και τις σκέψεις...
Οι θύμησες κλωθογυρνούν και πλέκουνε γιορτάνι:
Χριστούγεννα, οι κόρες της, η τάξη, το σχολείο,
το θέατρο, το γράψιμο περνούν από μπροστά της
και λουλουδίζουν την καρδιά, τον λογισμό, τις έγνοιες...
Μα μέσα της φυλλορροεί δειλά η ανησυχία...
Τι θα γενεί στο αύριο, στου χρόνου το υφάδι;
Θα ζήσει ''ανεπαίσχυντα, ειρηνικά '' στο μέλλον
και θα 'ναι αξιοπρεπές το τέλος της ζωής της;...
Δεν θέλει βάρος να γενεί. Να φύγει ό ρ θ ι α θέλει...
Να μην κουράσει συγγενείς, εγγόνια και παιδιά της....
Μ' ειρήνη να 'ναι η φυγή από αυτόν τον κόσμο
και πίσω της κάποια γλυκιά ανάμνηση να μείνει...
Κι αν κάτι έρθει δύσκολο μιάν ταραχή να φέρει,
θα 'θελε να ρωτούσανε κι αυτήν τι προτιμούσε...
Να πάει σ' ένα ίδρυμα δεν πάει να λογιέται...
Ανυποχώρητα θα πει στο σπίτι της να μείνει...
Και θα 'λεγε προς τα παιδιά, ετούτα δω τα λόγια:
Θυμήσου πρώτη κόρη μου την μάνα σου πιο νέα...
Το ξέρεις πως επέρασε πολλά μες στην ζωή της...
Μα, δεν σε άφησε ποτέ να νιώσεις πικραμένη...
Κι εσύ μικρή κορούλα μου, πάντα φτερούγες είχες
που σε σκεπάζαν τρυφερά σε κάθε δυσκολία...
Σας έδινα το κίνητρο μπροστά να φτερουγάτε
και να'στε πάντα ήρεμες στις μπόρες που ερχόνταν...
Να μην με νιώστε βάρος σας τώρα που μεγαλώνω...
Το χέρι μου κρατάτε μου στις ομλιχλώδεις ώρες...
Αυτό το χέρι που άλλοτε χτένιζε τα μαλλιά σας
και σας εσταύρωνε γλυκά προτού να κοιμηθείτε...
Χτενίστε τώρα κόρες μου, εσείς τ' άσπρα μαλλιά μου...
Κι αν μουρμουράω σιγανά, σκεφτείτε το τραγούδι
που άστραφτε στο σπίτι μας με τις σωστές φωνές μας
και πέστε μου νανούρισμα γλυκό να μ' ησυχάσει...
Σωστά,ξέρω,μεγάλωσα τις δυό μου θυγατέρες
και ξέρω πως θα κάνουνε το πιο σωστό για μένα.
Μα φέρνουν τα γεράματα συχνά ανησυχία,
γι' αυτό να μην κουράζεστε το ''σ' αγαπώ'' να λέτε...
Θα παίρνω αυτό το ''σ' αγαπώ '' σαν φυλαχτό στα στήθη.
Τα χέρια μου που κάποτε ζωγράφιζαν και γράφαν,
θα γίνονται νεανικά καθώς θα μ'ακουμπάτε
και θ' αγαλλιάζει η ψυχή στο κάθε φίλημά σας...
Της Παναγίας την ευχή κορίτσια μου να πάρτε.
Στον δρόμο σας ροδόκρινα ν'ανθούν και μπουγαρίνια..
Τα εγγόνια μου κι οι άντρες σας λεβέντες πάντα να 'ναι
κι η ευτυχία κι η χαρά ν' ανθούν στα σπιτικά σας!
''Της μάνας πάρε την ευχή και στα βουνά περπάτα''
ελέγαν οι παλιότεροι και μέγα δίκιο είχαν.
Κι εγώ αγαπημένες μου, πανώριες θυγατέρες,
σας δίνω την ευχούλα μου βαθια απ' τα φυλλοκάρδια!
Κι όταν θα γίνω Αυγερινός κι αστέρι στα ουράνια,
να ξέρετε κορούλες μου κοντά σας θα 'μαι πάντα,
να σας γιομίζω με ευχές, αρώματα και ρόδα,
γιτί η καρδιά μου μάτια μου, μαζί σας θα ΄χει μείνει...
------------------------------------------------------------------------------------------------
Είναι το 2ο ποίημα που γράφω με αυτό το θέμα...Περνάω φαίνεται μια συγκινησιακή περίοδο...Γράφω για το μέλλον που εύχομαι να έρθει φωτεινό και γαλήνιο.Για την ώρα,ηλικιακά, νιώθω όσο μου λέει η καρδιά μου. Νέα δηλαδή!!!! Θα τα ξαναπούμε σε κάποιες δεκαετίες!!!!
Εσπούδασε, παντρεύτηκε, εγίνηκε μητέρα.
Εργάσθηκε, κουράστηκε, επάλεψε με πείσμα
και χάρηκε που ο Θεός της χάρισε εγγόνια.
Χαρές πολλές εμάζεψε πρώτα απ' τα παιδιά της.
Χαρές κι από τους μαθητές που πήρε την δροσιά τους.
Κι όσα στραβά της τύχανε με θάρρος τα νικούσε,
γιατί 'χε πάντα μέσα της το θάρρος και το πείσμα...
Τα χρόνια πέρασαν γοργά σαν την πνοή τ' ανέμου...
Γινήκαν άσπρα τα μαλλιά, οι ώμοι κυρτωθήκαν...
Το βάδισμα δυσκόλεψε, δεν τρέχει σαν και πρώτα.
Κάθεται στην καρέκλα της, αντικρυστά στον ήλιο,
να της ζεστάνει γόνατα, την μέση και τις σκέψεις...
Οι θύμησες κλωθογυρνούν και πλέκουνε γιορτάνι:
Χριστούγεννα, οι κόρες της, η τάξη, το σχολείο,
το θέατρο, το γράψιμο περνούν από μπροστά της
και λουλουδίζουν την καρδιά, τον λογισμό, τις έγνοιες...
Μα μέσα της φυλλορροεί δειλά η ανησυχία...
Τι θα γενεί στο αύριο, στου χρόνου το υφάδι;
Θα ζήσει ''ανεπαίσχυντα, ειρηνικά '' στο μέλλον
και θα 'ναι αξιοπρεπές το τέλος της ζωής της;...
Δεν θέλει βάρος να γενεί. Να φύγει ό ρ θ ι α θέλει...
Να μην κουράσει συγγενείς, εγγόνια και παιδιά της....
Μ' ειρήνη να 'ναι η φυγή από αυτόν τον κόσμο
και πίσω της κάποια γλυκιά ανάμνηση να μείνει...
Κι αν κάτι έρθει δύσκολο μιάν ταραχή να φέρει,
θα 'θελε να ρωτούσανε κι αυτήν τι προτιμούσε...
Να πάει σ' ένα ίδρυμα δεν πάει να λογιέται...
Ανυποχώρητα θα πει στο σπίτι της να μείνει...
Και θα 'λεγε προς τα παιδιά, ετούτα δω τα λόγια:
Θυμήσου πρώτη κόρη μου την μάνα σου πιο νέα...
Το ξέρεις πως επέρασε πολλά μες στην ζωή της...
Μα, δεν σε άφησε ποτέ να νιώσεις πικραμένη...
Κι εσύ μικρή κορούλα μου, πάντα φτερούγες είχες
που σε σκεπάζαν τρυφερά σε κάθε δυσκολία...
Σας έδινα το κίνητρο μπροστά να φτερουγάτε
και να'στε πάντα ήρεμες στις μπόρες που ερχόνταν...
Να μην με νιώστε βάρος σας τώρα που μεγαλώνω...
Το χέρι μου κρατάτε μου στις ομλιχλώδεις ώρες...
Αυτό το χέρι που άλλοτε χτένιζε τα μαλλιά σας
και σας εσταύρωνε γλυκά προτού να κοιμηθείτε...
Χτενίστε τώρα κόρες μου, εσείς τ' άσπρα μαλλιά μου...
Κι αν μουρμουράω σιγανά, σκεφτείτε το τραγούδι
που άστραφτε στο σπίτι μας με τις σωστές φωνές μας
και πέστε μου νανούρισμα γλυκό να μ' ησυχάσει...
Σωστά,ξέρω,μεγάλωσα τις δυό μου θυγατέρες
και ξέρω πως θα κάνουνε το πιο σωστό για μένα.
Μα φέρνουν τα γεράματα συχνά ανησυχία,
γι' αυτό να μην κουράζεστε το ''σ' αγαπώ'' να λέτε...
Θα παίρνω αυτό το ''σ' αγαπώ '' σαν φυλαχτό στα στήθη.
Τα χέρια μου που κάποτε ζωγράφιζαν και γράφαν,
θα γίνονται νεανικά καθώς θα μ'ακουμπάτε
και θ' αγαλλιάζει η ψυχή στο κάθε φίλημά σας...
Της Παναγίας την ευχή κορίτσια μου να πάρτε.
Στον δρόμο σας ροδόκρινα ν'ανθούν και μπουγαρίνια..
Τα εγγόνια μου κι οι άντρες σας λεβέντες πάντα να 'ναι
κι η ευτυχία κι η χαρά ν' ανθούν στα σπιτικά σας!
''Της μάνας πάρε την ευχή και στα βουνά περπάτα''
ελέγαν οι παλιότεροι και μέγα δίκιο είχαν.
Κι εγώ αγαπημένες μου, πανώριες θυγατέρες,
σας δίνω την ευχούλα μου βαθια απ' τα φυλλοκάρδια!
Κι όταν θα γίνω Αυγερινός κι αστέρι στα ουράνια,
να ξέρετε κορούλες μου κοντά σας θα 'μαι πάντα,
να σας γιομίζω με ευχές, αρώματα και ρόδα,
γιτί η καρδιά μου μάτια μου, μαζί σας θα ΄χει μείνει...
------------------------------------------------------------------------------------------------
Είναι το 2ο ποίημα που γράφω με αυτό το θέμα...Περνάω φαίνεται μια συγκινησιακή περίοδο...Γράφω για το μέλλον που εύχομαι να έρθει φωτεινό και γαλήνιο.Για την ώρα,ηλικιακά, νιώθω όσο μου λέει η καρδιά μου. Νέα δηλαδή!!!! Θα τα ξαναπούμε σε κάποιες δεκαετίες!!!!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου