Εμφανιζόμενη ανάρτηση

Τρίτη 30 Ιουλίου 2019

9ο] Η ΚΑΤΑΠΤΩΣΗ

                    Η Πασχαλίνα γύριζε από την δουλειά της... Τι μέρα κι αυτή... Έβρεχε συνέχεια από το  πρωί... ''Όπως πάει, θα βρέχει όλη νύχτα... Μουλιάσαμε πια. Έκλεισε βιαστικά την ομπρέλα της, γιατί μια ριπή του ανέμου της την γύρισε ανάποδα. Παρ'ολίγο να την πάρει απ'τα χέρια της. Ευτυχώς που φορούσε αδιάβροχο.Ίσιωσε την κουκούλα και άνοιξε το βήμα της .Πήγαινε στο σπίτι της .Η βάρδια στο ζαχαροπλαστείο-καφενείο τους, είχε τελειώσει. Οικογενειακή επιχείρηση. Όλοι δούλευαν εκεί, γονείς, αδέρφια κι αυτή. Η μάνα έφτιαχνε καρυδόπιτες, αμυγδαλόπιτες, παντεσπάνι και από το Αργοστόλι ερχόντουσαν οι πάστες. Σέρβιραν και μεζεδάκια με ρομπόλα, έβγαζαν και εισιτήρια για το φέρυ- μποτ. Δραστήρια οικογένεια. Μπορεί να κουραζόντουσαν, αλλά οι κόποι τους πάντα αμείβονταν.Θα έφτιαχε κάτι γρήγορο, μια στραπατσάδα να πούμε, γιατί με την δουλειά δεν εύρισκε ώρα να φάει σαν άνθρωπος, μόνον τσιμπολογούσε πότε-πότε...

                      Επιτάχυνε το βήμα της, όταν το μάτι της είδε έναν μαύρο μπόγο στο πεζούλι του αγάλματος. Σακούλα ήταν; Έβρεχε και δεν μπορούσε να διακρίνει καλά, όταν ο μαύρος μπόγος κινήθηκε και γύρισε από την άλλη πλευρά. ''Μνήσθητί μου Κύριε!!! Άλλο και τούτο!! Λες να είναι άνθρωπος;'' Πλησίασε κοντά και έκπληκτη είδε λευκά μαλλιά να μουσκεύουν ένα πρόσωπο...''Κυρία; Τι κάνετε μες στην βροχή;;'' Το λευκό κεφάλι σηκώθηκε και μια υπόκοφη φωνή τραύλισε:  ΄΄Κρυώνω... Κρυώνω πολύ..'' Και τότε την αναγνώρισε... ''Κυρία Άννα;; Τι κάνετε μέσα σ' αυτόν τον χαμό;; Τι σας συνέβη; Είστε μούσκεμα!! Θα πάθετε καμιά πνευμονία.. Ελάτε να σας πάω στο σπίτι σας!!''' Η Άννα χωρίς να σηκώσει κεφάλι ψιθύρισε:  ''Όχι!! Όχι σπίτι μου!!!''   Η Πασχαλίνα την ρώτησε έλπληκτη:  ''Τι είπατε κυρία Άννα; Σας παρακαλώ μιλήστε πιο δυνατα,δεν κατάλαβα τι είπατε...''  Φώναζε, γιατί με τ'αστραπόβροντα δεν μπορούσε να συννενοηθεί κανονικά...Και δεν πίστευε στ'αυτιά της αυτό που είχε ξεστομίσει η Αννούλα...'' 'Οχι στο σπίτι μου... Πασχαλίνα εσύ είσαι; Πάμε στο δικό σου σπίτι;'' Τα 'χασε η κοπέλα.. Δεν γινόταν όμως και να αρχίσει διαλογική συζήτηση μεσα στο κατακλυσμό.. Και τουρτούριζε απ' το κρύο. Φύσαγε παγωμένος βοριάς. Χωρίς να το πολυσκεφτεί,βοήθησε την γυναίκα να σηκωθεί και άνοιξε πάλι την ομπρέλα της μπας και την προστατέψει  λιγάκι από το μπουρίνι..Την έπιασε αγκαζέ για να την στηρίξει και κούτσα -κούτσα, μές στην κοσμοχαλασιά, ου δυο γυναίκες μ'ενάντια το άνεμο που ξύριζε πραγματικά, έφτασν στο σπίτι της Πασχαλίνας.
                               Έβαλε την Άννα σε ένα δωμάτιο, της έδωσε ρούχα και πετσέτες και μέχρι να ετοιμαστεί, κρέμασε το αδιάβροχο,φόρεσε  μια ζεστή ζακέτα, παντόφλες κι 'εβαλε να φτιάξει  το φαγητό. Καθώς χτυπούσε τ' αυγά,  μπήκε στην κουζίνα η Άννα. ''Μπορεί να μην είναι στα μέτρα σου τα ρούχα κυρία Άννα, είναι όμως ζεστά. Έλα κοντά στην σόμπα. Αν δεν πουντιάσεις σήμερα, θα 'χεις τύχη βουνό... Να τριφτείς με οινόπνευμα προτού κοιμηθείς, μπας και γλυτώσεις το κρυολόγημα. Σου αρέσει η στραπατσάδα; Την τρως;  Σου φτιάχνω τσά'ι', να το πιεις να συνέλθεις.... Κάτσε να ρίξω τ'αυγά και θα στο σερβίρω...'' ''Ολα τα τρώω Πασχαλίνα μου. Ο Άγιος Γεράσιμος σ'έφερε να με βρεις. Χίλια ευχαριστώ είναι λίγα. Αχ...Ωραίο το τσά'ι'. Η σόμπα είναι αυτή που διαφημίζει η τηλεόραση;; Καλή φαίνεται. Βγάζει πολλή ζέστη...'' Το τρέμουλο της Αννούλας πέρασε κοντά στα μεσάνυχτα... Πόσο τυχερή ήταν που την βρήκε η Πασχαλίνα... Διαφορετικά τι θα 'χε απογίνει μες στον κατακλυσμό;

                         Η Παχαλίνα φέρθηκε υπέροχα στην Αννούλα. Την κράτησε στο σπίτι της σχεδόν μήνα. Τηλεφώνησε και στην Νανά για το τι θα γίνει, η οποία της τόνισε, ότι αφού ο ψυχίατρος είπε ότι μπορεί να μείνει σπίτι της, αυτή δεν μπορούσε να κάνει κάτι... Υπήρχαν πολλοί συγγενείς, αλλά κανένας τόσο κοντινός που να αναλάβει την ευθύνη να την βάλει σε ένα ίδρυμα, όπου τουλάχιστον θα φρόντιζαν την φαρμακευτική αγωγή της.. Μόνον η κόρη τής Βενετίας μπορεί να έπαιρνε μια τέτοια απόφαση, αλλά ήταν στην Αμερική και δεν προβλεπόταν να έρθει Ελλάδα. Οπότε η Άννα θα έπρεπε να ξαναγυρίσει πάλι στο σπίτι της... Έτσι κι έγινε. Μια μέρα η Πασχαλίνα ευγενικά είπε στην Αννούλα ότι χρειάζεται το δωμάτιο και πρέπει να επιστρέψει  σπίτι της. Αν ήθελε κάτι, μπορούσε να της τηλεφωνήσει και να της ζητήσει το οτιδήποτε... Έτσι η Άννα ξαναβρέθηκε στο σπιτικό της... Ο γάτος της είχε από καιρό πεθάνει.... Τον θυμόταν καθόλου ή μόνον όταν το μυαλό της ήταν καθαρό του κατέβαζε φα'ί';... Ποιος ξέρει. Μαρτυρική ζωή πέρασε το δύστυχο ζωάκι... Τουλάχιστον πέθανε για να μην υποφέρει πια....
                          Η Άννα το πήρε απόφαση ότι δεν μπορούσε να πάει σε κανένα άλλο σπίτι... Όλοι κάποια στιγμή ευγενικά της έδειχναν την πόρτα.. Άσε και που ήταν μεγάλη ευθύνη μην πάθει τίποτε στα χέρια τους...Λένε ότι τελικά η Άννα είχε παρανο'ι'κή σχιζοφρένεια, κάτι που αν το είχαν διαγνώσει ενωρίς και έπαιρνε συστηματικά τα φάρμακά της, θα μπορούσε να ζήσει ευπρεπώς... Όμως ο γιατρός του ψυχιατρείου της Τριπόλεως και ο δεύτερος που την είδε σπίτι της είχαν βγάλει, απ' ό,τι φαίνεται, λάθος διάγνωση. Ιδίως ο δεύτερος θα πρέπει να είχε παραπλανηθεί από την εξαίρετη συμπεριφορά που επέδειξε η Άννα...Το θέμα είναι ότι αυτή η γυναίκα πήγε άδικα. Επιστρέφοντας σπίτι της,μετά την Πασχαλίνα, άλλαξε τελείως συμπεριφορά. Εκεί που άλλοτε δεν άνοιγε παράθυρο για παράθυρο, τώρα τα είχε όλα τέντα, ανοιχτά, πρωί -βράδυ, βρέξει -χιονίσει... Και οι Σαμικοί έβλεπαν έκπληκτοι το άλλοτε κατάκλειστο σπίτι ολάνοιχτο... Έβρεχε και ο αέρας ανέμιζε τις κουρτίνες σαν παντιέρες; Ανοιχτό... Τουρτούριζες από το κρύο κι επέφταν κεραυνοί; Ανοιχτό...Είχε ήλιο; Ανοιχτό. Έσκαγε ο τζίτζικας από την ζέστη; Ανοιχτό...

                       Τι είχε αλλάξει; Απλά η Άννα δεν άντεχε πλέον το σκοτάδι και την μοναξιά... Αφήνοντας τα πάντα ανοιχτά, είχε την αίσθηση πως ερχόταν πιο κοντά στους ανθρώπους και δεν ήταν μόνη. Αν έκλεινε τα παντζούρια, φοβόταν ότι οι σκιές θα ερχόντουσαν απαιτητικές να αλώσουν το μυαλό της με μεγαλύτερη ορμή και κακία... Τώρα και τα βράδια, έχοντας όλα τα φώτα αναμμένα και τις μπαλκονόπορτες διάπλατες, θα το σκεφτόντουσαν δυο φορέ να ρθούν να την ενοχλήσουν. Για το πρωί δεν γεννάται ζήτημα... Ο ήλιος έδιωχνε κάθε σκιά μπαίνοντας με όλο το καυτερό του, ολόφωτο μεγαλείο στις κάμαρες μέσα. Κι αν τύχαινε να βρέξει ή έκανε παγωνιά, ντυνότανε γερά,κι  άφηνε το αγιάζι να μπει μέσα και να τρομάξει τις μορφές που σέρνονταν αθόρυβα πάνω στους τοίχους...
                               Ο κόσμος που τα έβλεπε αυτά, έλεγε πως η Ιακωβάτισσα θα πλευριτώσει σίγουρα κι ότι της έχει στρίψει για τα καλά... Τι μπορούσαν όμως να κάνουν ; Συζητιόταν ότι  πλέον έστελνε κάποιον για ψώνια αριά και πού και ότι διατρέφετο μόνον με γάλα και τις αγαπημένες της μπανάνες.Άλλοι έλεγαν πως σε όποιον της έκανε κάποια χάρη και την εξυπηρετούσε, αντί για χαρζηλίκι , του έδινε πολύτιμα πράγματα από το σπίτι της, μέχρι και κοσμήματα έλεγαν μερικοί...Αλήθεια, ψέματα, φουσκωμένες φήμες; Ποιος το ξέρει;Το θέμα ήταν πως η Αννούλα είχε πάρει την κάτω βόλτα...Η έλλειψη φαρμάκων, καθόρισε την κάθετη πτώση της πνευματικής της υγείας... Καημένη Άννα. Όταν ένιωθε πως δεν μπορούσε να ανασάνει, πήγαινε δίπλα στην μπαλκονόπορτα... Και καθώς φυσούσε ο αέρας την κουρτίνα σαν πανί ιστιοφόρου, το λεπτό ύφασμα την σκέπαζε ολόκληρη κι έμοιαζε με μια τεράστια πεταλούδα που αγωνιζόταν να βγει απ' το μεταξωτό, διάφανο, πάλευκο  κουκούλι της . Στην πραγματικότητα η Άννα είχε βυθιστεί μέσα σε ένα απόρθητο κουκούλι που της ρουφούσε την ζωή, κάθε μέρα που πέρναγε, όλο και πιο πολύ...Και τι κρίμα...Δεν θα μεταμορφωνόταν ποτέ σε ελεύθερη πεταλούδα, όσο κι αν προσπαθούσε να ξορκίσει το κακό... Η ξανθιά πεταλούδα είχε χαθεί κάπου στα περασμένα , ταραγμένα χρόνια, στην αρχή του δικού της δειλινού, του δικού της ηλιοβασιλέματος...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου