Την Άννα την πήγαν στο ψυχιατρείο της Τριπόλεως...Ο ιατρός απεφάνθη ισχυρό ψυχωσικό σοκ και χορήγηση των κατάλληλων φαρμάκων...Όταν η Πολυάνθη πήρε τηλέφωνο, τα έχασε ακούγοντας την φωνή της Αννούλας.Λες και ερχόταν από μακριά, βραχνή, μακρυνή, απόκοσμη... Από τα φάρμακα.. Ευτυχώς σε λίγες σχετικά ημέρες η φωνή της άρχισε να παίρνει την αρχική της χροιά. Και κάποια ημέρα, ο θεράπων ιατρός απεφάνθη ότι η δεσποινίς Ιακωβάτου, θα μπορούσε να επιστρέψει στο σπίτι της... Η ξαδέλφη της Πολυάνθης, η Τζούλια, η όμορφη θερινή συντροφιά των νιάτων της, είχε γίνει αναισθησιολόγος και της είπε ότι δεν είναι φρόνιμο να βγει τώρα η Αννα από το ψυχιατρείο...Ποιος θα την φρόντιζε; Ποιος θα είχε την ευθύνη της;Πέρασε ισχυρό σοκ, δεν θα έχει αναλάβει εκατό τοις εκατό... Αργότερα θα μπορούσε να βγει. Τώρα δεν ενδείκνυτο η έξοδός της...Σωστά, σοβαρά λόγια.. Όμως η Πολυάνθη ήταν πολύ εκρηκτική και σκεφτόταν πολύ συναισθηματικά..Για πότε οριοθετείτο εκείνο το ''αργότερα'';Το έβλεπαν στο απώτερο ή στο εγγύς μέλλον; Και στο κάτω- κάτω της γραφής, αφού ο γιατρός τούς έλεγε ότι μπορεί να φύγει, ας πήγαινε στο σπίτι της κι ας πέθαινε μέσα στον δικό της χώρο κι όχι μόνη κι έρημη να ζει σ'ένα ξένο γι'αυτήν μέρος...Συμφωνούσε με τα λόγια της Τζούλιας, αλλά επέμενε ότι αφού το ιατρικό προσωπικό έδιναν εξιτήριο στην Άννα, γιατί να μην γυρίσει στην Σάμη;
Δεν μπορούσε ο νους της να χωρέσει ότι η Άννα θα έμενε εκεί εγκαταλελειμένη... Γιατί ποιος θα πήγαινε να την δει; Όλοι οι στενοί συγγενείς της έμεναν στην Αθήνα και η Λου'ί'ζα, η κόρη της θανούσης, η ανιψιά της, δεν μπορούσε να έρθει από την Αμερική, ένεκα κάποιων προβλημάτων... Ξανασκέφτηκε κάτι πολύ σοβαρό: Αφού θα έμενε πάλι μόνη η Αννούλα, θα έπαιρνε τα φάρμακά της;Όταν κάποια στιγμή τής πέρασε αυτό απ' το μυαλό, απάντησε στον εαυτό της να ειδοποιηθεί η Κοινωνική Μέριμνα, να περνάει από το σπίτι της μια γυναίκα, να της δίνει τα φάρμακα και να της πηγαίνει και φαγητό...Δεν αφήνει μια Κοινότητα ένα μέλος της τελείως αβοήθητο... Ίσως να έπρεπε να πάει να της μιλήσει και ο παπα-Χρυσόστομος...Το ότι η Αννούλα μπορεί να μην τους άνοιγε, το απέρριπτε με την σκέψη ότι πρώτον: έναν άνθρωπο δεν τον αφήνουμε στο ψυχιατρείο επειδή μένει μόνος και δεύτερον πίστευε ότι η Κοινωνική Υπηρεσία θα μετέρχετο όλους τους τρόπους προστασίας ενός συμπολίτη, που έχει περάσει μαλιστα και τέτοια τραγωδία... Γι' αυτό΄κι όταν ο γιατρός ξανάπε ''Ελάτε να την πάρετε'', παρακάλεσε την μικρή της κόρη που έμενε με τον άντρα της κοντά στην Τρίπολη, να πάνε να την παραλάβουν και μετά να την πάνε στην Κεφαλονιά.
Τα παιδιά έκαναν όπως τους είπε η μητέρα τους... Η χαρά της Αννούλας όταν τους είδε, μεγάλη. Την πήραν σπίτι τους και μετά από πολύωρη συζήτηση για χίλια δυο άσχετα θέματα,η Άννα έπεσε να κοιμηθεί με τον γατούλη του σπιτιού αγκαλιά... Σε δυο μέρες, ταξίδεψαν για Κεφαλονιά. Φτάνοντας, νοίκιασαν δωμάτιο γι'αυτούς και για την Άννα, διότι δεν το διανοείτο κανείς τους, να την αφήσουν να γυρίσει σπίτι της, μόλις πάτησε το πόδι της στην Σάμη. Άσε που το είχε σφραγίσει η Αστυνομία...Έτσι τα παιδιά, έμειναν για χάρη της αρκετές μέρες.Τα βράδια πήγαινε στο δωμάτιό τους για παρέα. Πολλές φορές, ανοίγοντας τα μάτια της η Αλίσια, έβλεπε την Άννα να κόβει βόλτες πέρα-δώθε μες στο δωμάτιο... Σκιαχτικό λίγο, αλλά δεν μιλούσε γιατί φανταζόταν το πόσο ταραγμένη θα ήταν η σχεδόν κατάλευκη πια, άλλοτε ξανθιά γυναίκα...Τους έλεγε να μην φύγουν, να πάνε στο σπίτι της να κάτσουν όλοι μαζί, αλλά τα παιδιά, παρ'ότι πονούσαν που την άκουγαν, της εξήγησαν ότι έχουν τις δουλειές τους και κάποια μέρα θα έπρεπε να γυρίσουν πίσω... Οι μέρες περνούσαν και η Άννα αρνήθηκε την πρόταση των παιδιών να της νοικιάσουν ένα δωμάτιο και στο σπίτι της να πάει μόνον όταν αυτή ένιωθε έτοιμη... Το αρνήθηκε, λέγοντας πως θα πήγαινε μόλις φύγουν τα παιδιά, γιατί ένιωθε ήδη καλύτερα... Κι οι μέρες περνούσαν χωρίς καμία πρόοδο.
. Στο διώροφο η Αστυνομία είχε βάλει λουκέτο και για να νοικιαστεί δωμάτιο, ούτε λόγος . ''Φυγέτε εσείς κι εγώ θα τα καταφέρω...'' Πώς να φύγουν; Κι ο καιρός μάκραινε...Κι ένα μεσημέρι η Πολυάνθη είχε ένα τηλεφώνημα από έναν Σαμικό-καλή του η ώρα- που της είπε: ''Πήρα το τηλέφωνό σας από τα παιδιά σας... Ακούστε τι έγινε... Περνούσα κάτω από το Ιακωβατέ'ι'κο και είδα την Αννούλα να χτυπάει με μια πέτρα το λουκέτο της Αστυνομίας... ''Θέλω να μπω σπίτι μου!! Γιατί το κλείδωσαν!!!! Πρέπει να δω αν έχει νερό και φα'ί' ο γάτος μου!!! Δεν μπορώ ν'ανοίξω!!!'' Τι να σας πω... Μου σπάραξε την καρδίά... Η κόρη του Πίπη σ' αυτά τα χάλια; Σήκωσα που λες κι εγώ την μαγγούρα μου κι έσπασα το λουκέτο!! Περνούσε από κει ένας Αστυνομικός και μου είπε ότι δεν έπρεπε να είχα ανοίξει και να περάσω από την Αστυνομία. Κάλεσαν και την κόρη σου και τον γαμπρό σου κυρία Πολυάνθη, αλλά ο εισαγγελέας ήταν καλός και μας άφησε...'' Κεραυνός στην Πολυάνθη... Γιατί; Τι έφταιγαν τα παιδιά της; '' Φταίτε!!! φώναξε έξαλλη μέσα στο αστυνομικό τμήμα η γυναίκα ενός θείου τους, που εκτελούσε χρέη νεωκόρισσας. Φταίτε!!!!! Ποιος σας είπε να την βγάλετε από το τρελοκομείο;;;Ε;;; Σε μένα θα έρθει!!!! Που να μην σώσετε, εγώ θα την φορτωθώ πάλι!!!! Ου, να μου χαθείτε!!!!!'' Ράκος η Αλίσια από αυτήν την αντιμετώπιση γνωστού της ατόμου...Μα το άσχημο ήταν πως και άλλοι της είπαν πως δεν έπρεπε να την βγάλουν από το ψυχιατρείο....''Μα ο γιατρός παράγγειλε να πάμε να την πάρουμε!!'' Τίποτα... Δεν καταλάβαιναν... Όλοι φοβόντουσαν μήπως πάει και τους φορτωθεί η Άννα....Τι τράβηξαν τα παιδιά της!... Και την πήραν από το νοσοκομείο και την είχαν να κοιμάται μαζί τους τόσες μέρες και τις δουλειές τους είχαν αφήσει και τόσα έξοδα είχαν κάνει...Νοίκι, φαγητό, είχαν ξεπαραδιαστεί κανονικά... Και μια καλή κουβέντα δεν άκουσαν...Τελικά η Πολυάνθη ένιωσε τρομερές τύψεις...Αφού δεν μπορούσε η ίδια, γιατί άφησε να μπουν τα παιδιά της σε τέτοια ταλαιπωρία;; Καλό πήγαν να κάμουν και τ' άκουσαν κι από πάνω...Τι ήθελε κι άνοιγε το στόμα της;;; Κάποια ημέρα, ο Εισαγγελέας επέτρεψε στην Άννα να πάει σπίτι της και τότε μόνον τα παιδιά έφυγαν από την Κεφαλονιά, ήσυχα, ότι είχαν κάνει ό,τι μπορούσαν...Να έχουν την ευχή της...
Η Πολυάνθη τηλεφωνιόταν με την γειτόνισσα της Αννούλας και την κυρία που είχε εστιατόριο στο ισόγειο... Της έλεγαν ότι τους επισκεπτόταν καθημερινά, ιδίως στο εστιατόριο δεν ξεκολλούσε αν δεν νύχτωνε για τα καλά...Την καταλάβαινε... Απομάκρυνε όσο μπορούσε την ώρα που θα έπρεπε να γυρίσει στον τόπο της τραγωδίας... Της είπαν ακόμη ότι το βράδυ ανάβει όλα τα φώτα και σεργιανάει συνέχεια μέσα -έξω...Κάποια στιγμή, μετά από μέρες, ένιωσε μιαν ψυχρότητα στα τηλεφωνήματα... Είχαν και δουλειές... Δεν έχουν χρόνο για κουβεντολό'ι'.... Και η Πολυάνθη κατάλαβε ότι οι άνθρωποι αυτοί είχαν βαρεθεί την παρουσία της Αννούλας που σίγουρα δεν ήταν και η πλέον ευχάριστη... Το κατάλαβε και η Άννα που αναγκαστικά μαζευόταν ενωρίτερα στο σπίτι της...
Τι κάψιμο στην καρδιά ένιωθε ανεβαίνοντας τις σκάλες... Χμ... Οι πεταλούδες της στέκουν τόσο ωραία επάνω στα ψεύτικα λουλούδια!... Ωχ... Τωρα ανοίγει την πόρτα και μπαίνει στο καθιστικό... Δεν θα κοιτάξει δεξιά... Εκεί καθόταν η πεθαμένη αδελφή της... Ευτυχώς πήραν μαζί και την καρέκλα... Τι; Να την άφηναν; Χάλια θα είχε γίνει από τα υγρά της νεκρής ... Την γλίτωσαν από τον κόπο να την πετάξει η ίδια... Λοιπόν ανοίγουμε όλα τα φώτα και τρώμε ζαχαρούχο γάλα!!Τι ωραίο που είναι παγωμένο από το ψυγείο!! Μα και βραστό,μια χαρά!!Τώρα σειρά έχει η μπανάνα... Ευτυχώς. έχει μπόλικες... Και τώρα; Να δει τηλεόραση! Μα το μυαλό ξεστράτιζε και δεν συγκεντρωνόταν πουθενά...Άλλαζε τα κανάλια και σε κανένα δεν στεκόταν...Κάποιος της είπε σήμερα να έχει το νου της στους λογαριασμούς του νερού και της ΔΕΗ...Ένας άλλος την ρώτησε αν παίρνει σύνταξη από τους γονείς της.....Λογαριασμοί... Συντάξεις... Δεν ήταν γι' αυτά τώρα... Άλλο την απασχολούσε... 'Ενιωθε κουρασμένη και δεν μπορούσε να κοιμηθεί... Μόλις έκλεινε τα μάτια της, τσαφ!! ξεπηδούσε μπροστά της η μορφή της αδερφής της... Όχι ωραία,αλλά ταλαιπωρημένη όπως ήταν τις τελευταίες μέρες που το έπαιζε πεθαμένη... Μα τι λέει; Όντως ήταν πεθαμένη!! Και κείνη η μυρωδιά Θεέ μου, ακόμα την θυμάται και αναγουλιάζει το είναι της, λες και ποτίστηκε ολόκληρη με δαύτην... Ευτυχώς που βρήκε τα παντζούρια κλειστά, αλλά τα τζάμια ανοιχτά, για να ξεβρωμίσει ο τόπος... Θα πάει να πάρει μια ασπιρίνη... Άρχισε ο πονοκέφαλος... Α! Τώρα που το θυμάται, να πάρει και τα χάπια της... Πού στην ευχή τα έχει βάλει; Στο καλό! Δεν θα κάθεται βραδιάτικα να ψάχνει... Θα τα πάρει αύριο... Της είπαν να μην τα ξεχνά...Καλά...Και τι θα πάθει αν δεν τα πάρει μια φορά; Μία;;Χμ.... Νομίζει ότι ούτε χτες τα πήρε....Ή μήπως τα πήρε;;;Οχού!!!
Εκνευρίστηκε τώρα...Πάλι όρθια θα την βγάλει όλο το βράδυ!! Θα βηματίζει πέρα-δώθε μέχρι να σκάψει χαντάκι στο πάτωμα....Είδες η κυρά γειτόνισσα; Δεν είχε όρεξη σήμερα για κουβέντες. Θα πήγαινε λέει στην αδελφή της και στο όρθιο είπαν μια καλημέρα... Μα και η ταβερνιάρισσα; Να, κάτι μούτρα!!! Τους έπιανε τον χώρο βλέπεις ... Αυτή φταίει που τους είχε φερθεί τόσο εξηγημένα.... Δεν θα ξαναπατούσε στο εστιατόριό τους!! Ποπό!! Και τι να κάνει ως το πρωί; Είναι μόνον δύο... Πώς θα περάσει η ώρα της μέχρι να ξημερώσει;;; Και ξαφνικά κοντοστάθηκε και έβαλε τα γέλια!! Ο καθρέφτης της,έδειχνε μια γυναίκα που προχωρούσε πάνω κάτω, κουνώντας τα χέρια και μιλώντας!! Καλέ!! Είναι αυτή!!Τόση ώρα μονολογούσε, λέγοντας τις σκέψεις της δυνατά!!Βρε, κοίτα τι παθαίνει ο άνθρωπος!!!! Να την ακούσει η διπλανή της και να της βγει το όνομα πως παραμιλάει μοναχή της... Ψέματα το 'χεις να την πουν και τρελή;; Ιδίως μετά την ταλαιπωρία που πέρασε με την αδελφή της... Αυτή φταίει για όλα... Την αποδιοργάνωσε τελείως...
Ο ύπνος την βρήκε στις πέντε το πρωί. Όυτε το κατάλαβε πώς βρέθηκε στην κρεβατοκάμαρα... Σωριάστηκε με τα ρούχα και τα πόδια της να κρέμονται απ' το κρεβάτι. Η αριστερή παντόφλα, έφυγε από την φτέρνα της σε λίγο κι έπεσε πάνω στην δίδυμή της... Μέσα στο βύθισμα του αρρωστημένου ύπνου της, νόμισε ότι άκουσε ένα νιαούρισμα κια μια σκέψη γοργοπέρασε απ'το υποσεινήδητό της... Ο γάτος της... Του πήγε φα'ί' σήμερα;;;Και μια κίτρινη αστραπή ψιθύρισε :''Του πήγα... Μάλλον...''
Ο ύπνος την βρήκε στις πέντε το πρωί. Όυτε το κατάλαβε πώς βρέθηκε στην κρεβατοκάμαρα... Σωριάστηκε με τα ρούχα και τα πόδια της να κρέμονται απ' το κρεβάτι. Η αριστερή παντόφλα, έφυγε από την φτέρνα της σε λίγο κι έπεσε πάνω στην δίδυμή της... Μέσα στο βύθισμα του αρρωστημένου ύπνου της, νόμισε ότι άκουσε ένα νιαούρισμα κια μια σκέψη γοργοπέρασε απ'το υποσεινήδητό της... Ο γάτος της... Του πήγε φα'ί' σήμερα;;;Και μια κίτρινη αστραπή ψιθύρισε :''Του πήγα... Μάλλον...''
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου