Συνοικέσιο τους έκαμε και η μητέρα της Πολυάνθης, η Αλίκη, με έναν εξαίρετο κύριο συνεργάτη του άντρα της από το Αργοστόλι. Η συνάντηση πήγε θαύμα, αλλά η απάντηση ήταν πάλι αρνητική... Τι έψαχναν τέλος πάντων αυτές οι γυναίκες;Ευγενική κατά τ' άλλα η θεία Κάτε, επισκεπτόταν το σπίτι του Κωστάκη και έδειξε πραγματικό ενδιαφέρον με την ιλαρά που ταλαιπώρησε την Πολυάνθη στην ηλικία του Γυμνασίου. Τα καλοκαιρινά βραδινά, καθόντουσαν όλοι έξω από το όμορφο μαγαζί του Κωστάκη που είχε την Αντιπροσωπεία ΙΖΟΛΑ ΚΑΙ ΚΕΛΒΙΝΕ'Ι'ΤΟΡ. Τότε έρχονταν από την Αθήνα οι περισσότεροι συγγενείς.Από την αδελφή της μητέρας του, της θείας, Βασιλικής, ερχόταν η κόρη της η Λίτσα με τον ευγενέστατο άντρα της τον θείο Παύλο και την αγαπημένη κόρη τους, την εξαδέλφη Τζούλια. Καθόντουσαν έξω από το μαγαζί, παίρνοντας καρέκλες από το διπλανό ζαχαροπλαστείο, του κυρ Παναγή και της κυρίας Αγγλα'ί'ας, από όπου παράγγελναν τις πάστες τους, τους λουκουμάδες και την αμυγδαλόπιτά τους. Κ ι όσο οι μεγάλοι συζητούσαν, η Τζούλια, η Πολυάνθη και η μικρή Αντζέλα βολτάρανε στον παραλιακό δρόμο, ανάμεσα στο πλήθος που χαιρόταν την βραδινή δροσιά... Τύχαινε δε, συχνά, Ιταλοί τουρίστες να βολτάρουν, τραγουδώντας δυνατά κάτω απ' το σεληνόφως.
Στις 6 Αυγούστου που ήταν τα γενέθλια της Τζούλιας, η θεία Λίτσα έφτιαχνε την καταπληκτική της τούρτα, ενώ η Αντζέλα με την παιδική της αθωότητα χόρευε τραγούδια του σινεμά,εξ ου κι η προσωνυμία της-'οσο ήταν μικρή- Αλίκη Βουγιουκλάκη!!!!!Η μαμά Αλίκη θυσία γινόταν για όλους. Έκανε τραπέζι στους Αθηναίους συγγενείς και οι μικρές δεν έλεγαν να χορτάσουν τα τραγούδια της θείας Αντζολίνας, της θείας Αρτεμούλας και της θείας Φώφης εξ Αφρικής , μετά το μεσημεριανό γεύμα στο σπιτικό τους!!! Ολοι χαρούμενοι, η γάτα η Μπιρμπίλω στο πρεβάζι και ο σκυλάκος τους ο Ντικ φωτογραφιζόταν χαρωπός με τις αφεντικίνες του και την ξαδέλφη Φιόνα Λιβιεράτου, κι αυτή εξ Αθηνών. Αξέχαστο το καλοκαίρι που είχε έρθει από την Αμερική η αδελφή της γιαγιάς Πολυάνθης και νονά της εγγονής που έφερε το όνομά της!! Πόσο ωραία είχαν περάσει τότε!! Φιλοξενούσαν την νονά σπίτι τους και το κλάμα που έριξε η Πολυάνθη όταν έφυγε η νονά της, δεν περιγράφεται!!!Αλληλογραφούσαν, μέχρι τον θάνατο της θείας -νονάς Ρεγγίνας...Τι όμορφα χρόνια, ανέμελα, ασυννέφιαστα...
Και πάντα στο επίκεντρο η Αννούλα... Μια μέρα, στο σαλόνι του Κωστάκη, χόρεψε και τραγούδησε για τα κορίτσια! Ήταν όλο σκέρτσο και νάζι... Κρίμα που δεν χάρηκε κανείς τις τόσες χάρες της.....Και ο καιρός κυλούσε... Και ήρθε μια σκοτεινή ημέρα... Πέθανε ο Κωστάκης, αυτός ο τόσο δοτικός άνθρωπος,ο τόσο τίμιος και υποδειγματικός πατέρας...Όσο γιατροπορευόταν, έμενε στηνΑθήνα, στο διαμέρισμα που είχε νοικιάσει η κόρη του Πολυάνθη με τον άντρα της.Όταν πέθανε, τον έφεραν να τον θάψουν στην αγαπημένη του Σάμη... Και η μια στεναχώρια έφερε την άλλη... Η πρώτη κόρη,η παντρεμένη, έπρεπε να γυρίσει στην Αθήνα. Μαζί της έμενε και η αδελφή της η Αντζέλα, που σπούδαζε νηπιαγωγός. Τον Ντικ τον πήρε στο χωριό η γιαγιά Αικατερίνη, η μητέρα της συζύγου του Κωστάκη. Πέθανε στον μήνα επάνω από μαρασμό... Κάτι που για χρόνια έτρωγε την Πολυάνθη... Και η μάνα έμεινε πίσω, να αδειάσει το σπίτι, γιατί το είχαν πουλήσει... Ο Κωστάκης αθώος είχε υπογράψει τριτεγγυητής καλόπιστα σε έναν νεαρό συμπολίτη του από καλή οικογένεια... Εκείνος όμως δεν πλήρωσε και η τράπεζα κυνήγησε τον Κωστάκη... Κι αυτός, για να έχει το μέτωπο ψηλά,πούλησε το σπίτι του, αφού πρώτα ζήτησε βοήθεια από τον πατέρα του, ο οποιος είχε φτιάξει νέα οικογένεια... Η απάντηση ήταν ψυχρά αρνητική.. Και ο Κώστας το πούλησε... Κι η Αλίκη, έχασε τον νεαρότατο άντρα της, έχασε και το σπίτι της...
Την ημέρα που έπρεπε να το αδειάσει, ήταν γι'αυτήν δεύτερος θάνατος...Παρακάλεσε την θεία Κάτε να πάει τα πράγματά της στο μισοτελειωμένο σπίτι του θείου Μεμά, που είχε από χρόνια πεθάνει. Της είπαν ''Φέρ'τα, αλλά για λίγο καιρό''..Κι ένα ολόκληρο νοικοκυριό μπήκε σε κούτες και φυλάχτηκε σ' ένα μισοφτιαγμένο σπίτι... Η Αλίκη δεν φιλοξενήθηκε από κανέναν συγγενή... Νοίκιασε σε μια καλή γειτόνισσα. 45 χρονών χήρα. Αυτήν που την λάτρευε ο άντρας της... Που πέθαινε και της έλεγε :'' Να προσέχεις τον εαυτό σου Αλίκη μου... Να φορείς γαλάζια γιατί σου πάνε. Και μην ξεχνάς να βάφεις ξανθά τα όμορφα μαλλιά σου...'' Και της κρατούσε το χέρι σφιχτά ως την τελευταία στιγμή... Έτσι τους βρήκε η Πολυάνθη που τους είχε σπίτι της εκείνες τις δύσκολες μέρες. Είχε μισοκλείσει τα μάτια στο διπλανό ντιβάνι όταν ένιωσε ότι πνίγεται... Άνοιξε τα μάτια κι εκείνη την στιγμή ξεψυχούσε ο πατέρας της... Λιανοψιχάλα έπεφτε στο μπαλκόνι και σκέφτηκε : ''Κοίτα! Ακόμα κι ο ουρανός κλαίει που έφυγε ο μπαμπάς''. Την ίδια στιγμή στην Σάμη, ο Ντικ αλληχτούσε με σπαραγμό... Η μάνα έζησε, οι κόρες ζήσανε, ο Ντικ πέθανε μέσα στον μήνα....Κι έπρεπε η Αλίκη να μείνει στην Κεφαλονιά για να ξεστελιάσει ένα ολόκληρο σπιτικό φτιαγμένο με αγάπη και τόσες αναμνήσεις.... Αυτό κι αν ήταν δεύτερος θάνατος...Και πριν περάσει καλα-καλά ο μήνας, η θεία Κάτε της παραγγέλνει ότι πρέπει να αδειάσει τον χώρο που κρατούσε στο μισοφτιαγμένο σπίτι του θείου Μεμά.... Πώς άντεξε η καρδιά της; Πώς άντεξε η Αννούλα να βλέπει τέτοιον σπαραγμό;;;
Την Αλίκη την έπιασε κάτι σαν τρέλα... Άρχισε να πετάει 'ο,τι εύρισκε μπροστά της .... Τετράδια των κοριτσιών της, βιβλία, ρούχα, είδη ηλεκτρικά, διότι ο άντρας της είχε τελειώσει την Σιβιτανείδιο και εκτός από το μαγαζί ασχολείτο με μεγάλες ηλεκτρικές εγκαταστάσεις....Κράτησε ελάχιστα πράγματα. Τα υπόλοιπα πετάχτηκαν... Μόνο το ποδήλατο του Κώστα το πήρε ο αδελφός του. Κατόπιν της είπαν ότι με τα τετράδια των εκθέσεων της πρώτης της κόρης, κάποια νεαρή τα πήρε και έγραφε τις εκθέσεις της στο Γυμνάσιο.... Ε, και; Εδώ άνθρωπος πέθανε... Εδώ νοικοκυριό διαλύθηκε... Εδώ σκυλάκος αυτοκτόνησε...Αλλά έτσι τα λέμε, από παράπονο... Σκεφτείτε... Η Πολυάνθη είναι γιαγιά τώρα κι όμως πολλές φορές στον ύπνο της βλέπει το πατρικό της σπίτι... Με τον σκυλάκο της, την γατούλα της, τον πανέμορφο ανθόκηπό της, το μποστάνι με τα κηπευτικά από την πίσω μεριά, το κοτέτσι, την βερυκοκιά που μπόλιασε ο πατέρας, την ακακία και τις μαργαρίτες, το καμάρι της μάνας της.Τους καλούς τους γείτονες, την κυρά- Αγγελική και τον κουμπάρο Βαγγέλη. Κουμπάρο τον λέγανε επειδή είχαν έρθει πολύ κοντά οι δύο οικογένειες... Κι απόμειναν οι αναμνήσεις,άλλες πικρές, χολή κι άλλες γλυκές, σερπέτι....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου