Όλα όσα είχαν συμβεί, κλωθογύριζαν στο μυαλό της Αννούλας σαν πύρινη σφαίρα... Σε όποιο δωμάτιο κι αν πήγαινε, έβλεπε τα φαντάσματα των δικών της. Την κάμαρα των γονιών της δεν την πλησίαζε... Η φιγούρα του πατέρα της σκυμμένου πάνω σε χαρτιά, η φιγουρα της μάνας της να την φωνάζει για κάποια δουλειά, στοίχειωναν τα μέρη του σπιτιού. Εκεί όμως που δεν μπορούσε να καθίσει στιγμή, ήταν το καθιστικό... Η μορφή της αδερφής της το είχε στοιχειώσει για τα καλά...Νόμιζε ότι άκουγε τις φωνές τους, και κάποιες φορές ένιωθε ένα ελαφρό αεράκι δίπλα της, σαν κάποιος να είχε διαβεί από μπροστά της...''Η φαντασία μου οργιάζει, ψιθύρισε ένα απόγευμα... Το ρεύμα που κάνουν τα ανοιχτά τζάμια είναι, κι εγώ νομίζω ότι κάποιος με ακουμπά... Θα μου στρίψει τελικά εδώ μέσα. Μόνο στο δωμάτιό μου και στο σαλόνι βρίσκω λίγη ησυχία... Μα να μην μπορώ να περάσω από το χωλ; Σύνελθε Αννούλα!! Θα σε ξανακλείσουν στο τρελάδικο!!'' Από την ώρα όμως που άρχιζε να νυχτώνει, ξεκινούσε το μαρτύριό της... Οι ίσκιοι πλήθαιναν, μεγάλωναν... Την κοιτούσαν απειλητικά λες κι ήθελαν να την καταπιούν...Οι σκέψεις ερχόντουσαν αμείλικτες και καταλάμβαναν το μεγαλύτερο μέρος του μυαλού της... Τα γεγονόταν μεγεθύνονταν κι ένιωθε σιγά-σιγά τον πανικό να έρχεται πορφυρός και απειλητικός... Και τότε ξεκινούσε τον μονόλογο και το ασταμάτητο περπάτημα...
Στήριξη δεν είχε καμία, γιατί τα φάρμακά της τα είχε παραμελήσει ολοσχερώς...Κι η κατάθλιψη βρήκε προσοδοφόρο έδαφος και θέριεψε ανεξέλεγκτη... Ο ένας πανικός διαδεχόταν τον άλλον και η Άννα οχυρωνόταν πίσω από τις κλειστές πόρτες και τα παραθύρια. Το σπίτι την έδιωχνε... Της φώναζε με σειρικτή φωνή ''Φύγε μακριά!!! Φύγε!! Εδώ μέσα θα σε καταπιώ!!'' Αυτό ήθελε κι αυτή... Να φύγει... Μα πού να πάει; Μία-μία οι πόρτες που είχε κτυπήσει, έκλειναν ερμητικά... Βλέπεις, ο καθένας θέλει την ηρεμία του... Μ' αυτήν θα ασχολιόνταν; Δεν φτάνουν τα προβλήματα που είχε ο κάθε νοικοκύρης, θα έβαζε κι άλλο ένα στο τσερβέλο του; Οπότε, τι της έμενε να κάνει;; Συλλογιζόταν τη παλιά της ζωή και δάκρυα ανέβαιναν στα μάτια της.. Κοιταζόταν στον καθρέφτη και απέστρεφε το βλέμμα της αμέσως... Δεν μπορούσε να βλέπει τα κατάλευκα μαλλιά της... Και το πρόσωπό της... Πού είναι η σφριγηλότητα που είχε άλλοτε; Σαν να είχαν κρεμάσει τα μάγουλα και τα μάτια της είχαν χάσει την σπιρτάδα τους... Επομένως, γιατί να καθρεφτίζεται; Για να στεναχωριέται περισσότερο; Η όμορφη ξανθιά εντυπωσιακή κοπέλα είχε χαθεί για πάντα. Είχε πάει να κατοικήσει σε μια σκοτεινή γωνιά της καρδιάς της Αννούλας, τρομαγμένη, κουλουριασμένη για όσα ανείπωτα γινόντουσαν στον άνθρωπο που είχε μεταμορφωθεί τώρα... Κι αυτήν την νεανική λαμπερή μορφή, η Άννα την φύλαγε σαν φυλαχτό στα κατάβαθα του είναι της, έτσι για να μην ξεχάσει ποια ήταν στην πραγματικότητα. Γιατί το σώμα της μορεί να είχε αλλάξει, όμως η ψυχή της έστω και λαβωμένη έμενε πάντα νέα,έστω κι αν περιτριγυριζόταν από τον φράκτη του φόβου...
Εκείνη την χειμωνιάτικη ημέρα έβρεχε από το πρωί. Η μελαγχολία σρογγυλοκάθισε στην καρδιά της Αννούλας... Όταν είναι ήλιος όλα τα βλέπεις διαφορετικά, πιο αισιόδοξα, ενώ με την συννεφιά τα ίδια προβλήματα μεγεθύνονται και σε αγχώνουν πολύ... Κάτι τέτοιο έγινε και με την Άννα... Όσο δυνάμωνε η βροχή, τόσο το σφίξιμο στο στήθος της γινόταν εντονότερο... Σε λίγο δεν θα μπορούσε ν'ανασάνει... Κυκλοφορούσε σαν την άδικη κατάρα μέσα στα δωμάτια. Στάθηκε πίσω από τις μπαλκονόπορτες τής μπροστινής βεράντας και κοίταζε από τις γρίλλιες την θυμωμένη βροχή που έπεφτε καταρρακτωδώς... ''Όταν αρχίσει να βρέχει στην Κεφαλονιά, ξεχνάει να σταματήσει'' ψιθύρισε, σφίγγοντας πάνω της την ζακέτα που φορούσε... Η σκέψη αυτή την τρόμαξε.. Τι θα έκανε αν κι αύριο συνεχιζόταν το μπουρίνι; Δεν θ' άντεχε μόνη της... Η εύθραυστη ψυχική της υγεία κλονίστηκε περισσότερο. ''Θεέ μου, τι θα κάμω;'' βόγγηξε νοερά.. Έξω η βροχή έδερνε αλύπητα τα δέντρα και τα κύματα της θάλασσας ερχόντουσα πανύψηλα, με μανία, σκάζοντας με δύναμη στην προβλήτα και φτάνοντας ίσα με τα παγκάκια, στον δρόμο επάνω... Οι κεραυνοί τράνταζαν το σύμπαν και οι αστραπές, όμοια με πύρινα φίδια, ξέσχιζαν τα μαύρα, βαριά σύννεφα... Η Αννούλα ανατρίχιασε σύγκορμη. Όχι τόσο από την ψύχρα, όσο από έναν αδιόρατο τρόμο που λεπτό με λεπτό, θέριευε, φούντωνε μέσα της... ''Σκοτείνιασε κι είναι μόλις τρεις το μεσημέρι... Ν' ανάψω τα φώτα.. Κοίτα μαυρίλα και κακό έξω... Ψυχή δεν περνά...Κι αυτός ο αέρας, πώς λυσσομανά... Θεέ μου!!! Ποπο!!! Κοίτα πως τινάζουν τα κύματα τις βάρκες!!! Λίγο ακόμα και θα τις πετάξουν στον γιαλό...'' Ο αέρας ούρλιαζε με μανία, δέρνοντας ανελέητα ό,τι εύρισκε μπροστά του, παρασέρνοντας κάθε τι που στεκόταν στο διάβα του...Ήταν μια άγρια χειμωνιάτικη μέρα, που η Κεφαλονιά την αντιμετώπιζε ατάραχη, γιατί γνώριζε καλά τον θυμό του χειμώνα και την μανία της νερένιας κόρης του, της βροχής...Η Άννα όμως δεν το άντεχε.
Κατά τις τέσσερις το απόγευμα, όλη εκείνη η πλημμύρα άρχισε να κοπάζει. Σε λίγο σταμάτησε εντελώς. '' Τώρα είναι ευκαιρία, που δεν βρέχει'' ψιθύρισε η Άννα. Ξαφνικά ενεργοποιήθηκε... Άρπαξε το παλτό της φόρεσε τα παπούτσια της και κατέβηκε τρέχοντας την σκάλα. Το είχε πάρει απόφαση. Τέτοια νύχτα μόνη της δεν θα περνούσε. Γιατί σίγουρα θα ξανάρχιζε να βρέχει. Σήκωσε τα μάτια στον ουρανό και είδε μαύρα σύννεφα να έχουν σκεπάσει τις κορφές των γύρω βουνών... Η καρδιά της πήγε να σπάσει. Η βροχή θα ερχόταν πολύ σύντομα. Ήξερε πως όταν μαζεύονται πολλά μαύρα σύννεφα, φέρνει βροχή.. Το θέμα ήταν πού θα αποφάσιζε να πάει. Στάθηκε αναποφάσιστη στο πεζοδρόμιο κοιτώντας δεξιά- αριστερά.. Ένα-ένα όνομα που ερχόταν στο μυαλό της το απέρριπτε ασυζητητί.. Όχι. Όχι.. Οι συγκεκριμένοι δεν θα την δεχόντουσαν. Κι έπρεπε να αποφασίσει γρήγορα, γιατί η μπόρα δεν θ' αργούσε να ξεσπάσει. Χωρίς να ξέρει γιατί σκεφτηκε να πάει δεξιά, προς το Λιμεναρχείο. Πίσω του ήταν το διώροφο της Τζούλιας, μόνον που ήταν κλεισμένο, γιατί ήταν χειμώνας και έρχονταν οικογενειακώς μόνον τα καλοκαίρια... ΄Α! Η Τζούλια!!Τι να κάνει τώρα στην Αθήνα!! Την πήρε προχθές τηλέφωνο και την άκουσε μια χαρά! Στην σκέψη της ξαδέλφης της χαμογέλασε τρυφερά.. Μόνον αυτήν έπαιρνε πλέον τηλέφωνο. Δεν μιλούσε με κανέναν άλλον.
Κουράστηκε. Νόμισε ότι ένιωσε μια σταλαγματιά στο μέτωπό της... Παναγία μου! Λες ν'αρχιζε να βρέχει από τα τώρα; Και κοίτα να δεις... Πάνω στην βιασύνη της ξέχασε να πάρει ομπρέλα!!! Έπρεπε να βιαστεί... Μούσκεμα θα γινόταν αν άρχιζε πάλι ο μεσημεριανός κατακλυσμός... Τρέκλισε από σαστιμάρα και φόβο... Να βιαστεί και να πάει πού;;; Και ξαφνικά άνοιξαν οι κρουνοί του ουρανού... Αυτό δεν ήταν νεροποντή... Οι καταρράκτες του Νιαγάρα ήταν. Άρχισε να τρέχει στον άδειο δρόμο σαν πληγωμένη ελαφίνα. Μέσα σε πέντε λεπτά είχε γίνει ολόκληρη μουσκίδι... Έτρεξε κάτω από ένα υπόστεγο, μα ο αέρας φύσαγε πλαγιαστά , όρμησε θρασύτατα κάτω απ'το στέγαστρο που δημιουργούσε το διώροφο και έλουσε την Άννα με το παγωμένο νερό της αδελφής του, βροχής. Όλα τα σπίτια κατά μήκος της παραλίας είναι διώροφα και η Άννα έτρεχε να προφυλαχτεί κάτω από τα μπαλκόνια τους. Άδικος όμως κόπος. Ο αέρας κι η βροχή την έβρισκαν όπου πήγαινε να φωλιάσει. Ο άνεμος μάλιστα ήταν τόσο μανιασμένος που θαρρούσες ότι θα συνέτριβε τα πλεούμενα πάνω στον μόλο.
Κουράστηκε. Νόμισε ότι ένιωσε μια σταλαγματιά στο μέτωπό της... Παναγία μου! Λες ν'αρχιζε να βρέχει από τα τώρα; Και κοίτα να δεις... Πάνω στην βιασύνη της ξέχασε να πάρει ομπρέλα!!! Έπρεπε να βιαστεί... Μούσκεμα θα γινόταν αν άρχιζε πάλι ο μεσημεριανός κατακλυσμός... Τρέκλισε από σαστιμάρα και φόβο... Να βιαστεί και να πάει πού;;; Και ξαφνικά άνοιξαν οι κρουνοί του ουρανού... Αυτό δεν ήταν νεροποντή... Οι καταρράκτες του Νιαγάρα ήταν. Άρχισε να τρέχει στον άδειο δρόμο σαν πληγωμένη ελαφίνα. Μέσα σε πέντε λεπτά είχε γίνει ολόκληρη μουσκίδι... Έτρεξε κάτω από ένα υπόστεγο, μα ο αέρας φύσαγε πλαγιαστά , όρμησε θρασύτατα κάτω απ'το στέγαστρο που δημιουργούσε το διώροφο και έλουσε την Άννα με το παγωμένο νερό της αδελφής του, βροχής. Όλα τα σπίτια κατά μήκος της παραλίας είναι διώροφα και η Άννα έτρεχε να προφυλαχτεί κάτω από τα μπαλκόνια τους. Άδικος όμως κόπος. Ο αέρας κι η βροχή την έβρισκαν όπου πήγαινε να φωλιάσει. Ο άνεμος μάλιστα ήταν τόσο μανιασμένος που θαρρούσες ότι θα συνέτριβε τα πλεούμενα πάνω στον μόλο.
Το φως είχε χαθεί από ώρα.Και να μην έβρεχε θα είχε σκοτεινιάσει, μιας κι ήτανε χειμώνας. Η Άννα δεν ήξερε τι να κάνει. Ένιωθε τα ρούχα βαριά επάνω της και παγωμένα, έτσι που ήταν μούσκεμα ως το κόκαλο. Εξακολουθούσε να προχωράει μέσα στην θεομηνία και κάποια στιγμή, χωρίς να το καταλάβει βρέθηκε να περπατά καταμεσίς του δρόμου...Τα σπίτια ερμητικά κλειστά..Αριστερά η θάλασσα μούγκριζε σαν μανιασμένο θηρίο που όρμούσε να καταπιεί την στεριά. Βαρκούλες χοροπηδούσαν πάνω στα αγριεμένα άλογα του Ποσειδώνα, τα αφρισμένα τεράστια κύματα που φωσφόριζαν από τις χρυσοπράσινες αστραπές που έσκιζαν το στερέωμα... Μαύρος ο ουρανός, σκοτεινός,ο αέρας έδερνε κατά ριπές τον λιμενοβραχίονα, τα βουνά, τα δέντρα και χωρίς συναίσθημα τα λύγιζε για να υποκλιθούν στο πέρασμά του. Κι η βροχή μαστίγωνε αλύπητα την πλάση όλη με τέτοιο μένος λες και της ξεπλήρωνε μια παλιά ματωβαμμένη βεντέτα. Η Αννούλα, μέσα σε όλη αυτήν την νεροποντή, βάδιζε τρεκλίζοντας στην μέση του πλημμυρισμένου δρόμου. Το νερό είχε μπει στα παπούτσια της, έσταζε από τα μαλλιά της, από τα καταμουσκεμένα ρούχα της. Έτρεμε από το κρύο. Ήταν βρεγμένη ως το κόκαλο. Ο αέρας ανακάτωνε τα μαλλιά της σε ένα τρελό σχεδιασμό. Η βροχή έτσι που έπεφτε, την χαστούκιζε στο πρόσωπο κι ένιωθε το υγρό της μαστίγωμα να τσούζει το πρόσωπό της και χιλιάδες τσιμπήματα να τρυπούν τα μάγουλά της...Η φούστα της κολλούσε στα πόδια της εμποδίζοντάς την να βαδίσει και το παλτό το ένιωθε ασήκωτο στους ώμους της καθώς είχε ρουφήξει όλο το νερό και έχε γίνει τρεις φορές πιο βαρύ...Το οργισμένο φύσημα του αέρα την έσπρωχνε μια από δω, μια από κει κι αν την έβλεπε κανείς θα νόμιζε πως είναι μια σπασμένη μαριονέττα που την κινεί άσπλαχνα ο άνεμος και θα περίμενες μέσα στο ουρλιαχτό του ν' ακούσεις κι ένα μοχθηρό, σαρδώνιο, σατανικό γέλιο για το άσπλαχνο κατόρθωμά του...Κάποια στιγμή, η Άννα τελείως εξαντλημένη, είδε ότι είχε φτάσει στο ύψος του Λιμεναρχείου... Μπροστά της ορθωνόταν το άγαλμα ενός στρατηγού... Θεέ μου!! Ήταν τόσο κουρασμένη... Να κάτσει... Κάπου να καθίσει... Δεν την ένιαζε που έβρεχε... Να ξεκουραστεί... Αυτό ήθελε... Έκανε ξερικά κουράγιο κι έφτασε στο άγαλμα.
Άφησε τον εαυτό της να πέσει κυριολεκτικά σαν σακί στο πεζούλι που κύκλωνε τον χώρο του αγάλματος. Τα φώτα είχαν ανάψει στα γύρω σπίτια μιας κι είχε σκοτεινιάσει από ώρα για τα καλά.. Έριχναν τον χλωμό τους φωτισμό στον μπροστινό τους δρόμο, σχίζοντας δειλά το πυκνό σκοτάδι. Η Άννα κουλουριάστηκε στην θέση της Δεν την ένοιαζε πια αν έβρεχε.. Ίσως και να μην είχε πλέον συνείδηση αυτού που βίωνε...Τα μαλλιά της-άσπρα βρεγμένα πλοκάμια- έκρυβαν το πρόσωπό της... Κι έκανε τόσο κρύο...Άρχισε να τρέμει... Η τρεματούρα ξεκίνησε με ρίγη από τους ώμους και το τρέμουλο εξαπλώθηκε μέχρι τις άκρες των ποδιών της. 'Εμοιαζε με μια καμπουριαστή σκιά με φόντο το μάρμαρο του στρατηγού ,μουσική υπόκρουση το μούγκρισμα της θάλασσας, ένα ανθρώπινο ρετάλι, έρμαιο στα στοιχειά της φύσης, ενώ πάνω της έπεφταν χείμαρροι τα ουράνια δάκρυα...Δεν έβλεπες γύρω ούτε ένα αδέσποτο σκυλάκι, ούτε μα αδέσποτη γατούλα. Όλα είχαν φροντίσει να προφυλαχτούν από την κοσμοχαλασιά. Το μόνο αδέσποτο μέσα σε όλη αυτήν την ακατάπαυστη καταιγίδα, ήταν ένα ανθρώπινο ον: Η Αννούλα Ιακωβάτου...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου