1ο] Α Ν Ν Α
Την βάφτισαν Άννα, οι περισσότεροι όμως την φώναζαν Αννούλα, μέχρι τα τελευταία της. Πολύ όμορφη κοπέλα που είχε υιοθετήσει το στυλ τσάρλεστον στα μαλλιά της, όπως η Αλίκη Βουγιουκλάκη σε πολλά έργα της... Γόνος γνωστής ευκατάστατης και απόμακρης οικογενείας... Η δυναστεία των Ιωακωβαταίων τέλειωσε με τον σεισμό του 1953, όμως η οικογένεια του Πίπη,του δεύτερου γιου, δεν θέλησε να το καταλάβει ποτέ..Προσεισμικά έμπαινες στο σπίτι τους , σήκωνες το κεφάλι και θαύμαζες το ζωγραφισμένο από Ιταλό τεχνίτη ταβάνι του... Έμπορος δαιμόνιος ο παππούς. Η σταφίδα του απέφερε πολλά και το κατώι του ήταν γεμάτο μπαούλα με βελούδα και δαντέλες...Όμως οι γιοι ακολούθησαν άλλον δρόμο... Γιατρός φυματιολόγος ο Μεμάς, διευθυντής στο Τζάνειο Νοσοκομείο στον Πειραιά, παντρεύτηκε την Αντζολίνα, κόρη του εφοπλιστή Γιαννουλάτου με τα καράβια τον Πολικό που έδενε στην Σάμη και τον γαλλομαθή Πίπη που παντρεύτηκε την Κάτε που ποτέ δεν προσγειώθηκε στην πραγματικότητα.Νόμιζε πάντα ότι ζούσε στους παλιούς καιρούς της χρηματικής ευφορίας και της κοινωνικής υπεροχής που φέρνει το χρήμα. Κορίτσια μπόλικα είχε ο παππούς, εφτά τον αριθμό, που τα καλοπάντρεψε όμως αποβλέποντας στην οικονομική ευμάρεια του γαμπρού, αδιαφορώντας αν η τάδε κόρη του θα έπρεπε να ζήσει στην Αφρική... Αρκεί που καλοπαντρεύτηκε... Ή αν ο γαμπρός ήταν κοινωνικά κατώτερος, αρκεί που είχε χρήμα... Έτσι πήγε χαμένη η κόρη του Πολυάνθη... Εκεί που έκανε παρέα με αρχοντοπούλες, έπαιζε πιάνο, έγραφε ποιήματα, βρέθηκε μ΄ 'εναν μονόχνωτο λατινιέρη και έφυγε από τούτη την ζωή νεότατη, αφήνοντας δύο βρέφη πίσω της...
Η μεγάλη οικογένεια, όσο κι αν μακριά απλώθηκε, πρόκοψε... Και ο Πίπης που έμεινε στην Σάμη, διατηρούσε εκδοτήριο εισιτηρίων για πλοία,αντιπροσωπία τραπέζης με το ύφος 15 καρδιναλίων... Δεν το έκανε επίτηδες.. Το είχε μέσα στο αίμα του... Έβλεπε τον κόσμο, με το ίδιο μάτι που το έβλεπε κι η κυρά του: πόπολο... Αυτοί ήταν από άλλη ράτσα.. Δεν είχε πολλά-πολλά με κανέναν... Λιγομίλητος απόμακρος, λεπτός πολύ, σου έφερνε στον νου, φιγούρα του Κάρολου Ντίκενς... Το φράνκο του έλειπε... ''Κυρ Πίπη να σου πω ...'' Ο απλός λαός χρησιμοποιούσε τον ενικό της προσέγγισης που συνηθίζει το πόπολο στους αφεντάδες, και δεν στερείτο τίποτε από τον πληθυντικό της μεγαλοπρεπείας... Είχε και την συμβία του που δεν παρέλειπε να τονίζει καθημερινά στις κόρες της την ξεχωριστή καταγωγή τους, απαγορεύοντάς τους να μιλούν στον όποιον κι όποιον... Η Βενετία, η πρώτη, ήταν κι αυτή όμορφη,αλλά τελείως άβουλη... Τουλάχιστον η Άννα είχε ένα μπρίο που ξεχείλιζε στα νιάτα της και ξέφευγε από τους περιορισμούς της μάνας της... Από έναν όμως δεν μπόρεσε να ξεφύγει καμιά τους!! Να κολυμπήσουν στην θάλασσα... Στην θάλασσα που ήταν δυο βήματα από το σπιτικό τους, μιας και το διόροφό τους ήταν επί του παραλιακού δρόμου... Να κολυμπήσουν οι κόρες του Πίπη και της Κάτες;;; Στα ίδια νερά που κολυμπάει κι ο λαουντζίκος;;; Ποτέ!!!! Αυτήν την απαγόρευση δεν μπόρεσαν να την παρακάμψουν τα κορίτσια, ούτε κι όταν έγιναν γυναίκες σωστές... Ίσως γιατί με το πες πες της μάνας τους, πιθανότα κάπου το είχαν πιστέψει κι οι ίδιες... Αλλιώς δεν εξηγείται... Κορίτσια ωραία, σαν τα κρύα τα νερά και να μην έχουν βρέξει ποτέ τα δάχτυλά τους στο θαλασσινό νερό;;; Ίσως αυτό να ήταν ένα σημάδι που το ντύσανε οι απ' έξω με το ρούχο της παραξενιάς, ενώ στην πραγματικότητα ήταν κάτι πολύ σοβαρό... Ένας έξυπνος παρατηρητής, ίσως να διέβλεπε τα πρώτα ανησυχητικά σημάδια που πολλά χράνια μετά θα χτυπούσαν σαν κεραυνός την καλά περιχαρακωμένη οικογένεια του σιορ Πίπη...
Ο άλλος αδελφός, ο Μεμάς, γιατρός ονομαστός στην Αθήνα, άκληρος, είχε άλλη νοοτροπία. Στα σαλόνια του σύχναζαν άνθρωποι μορφωμένοι, πολυταξιδεμένοι κι αν ερχόταν στο Τζάνειο κάποιος Κεφαλονίτης, τον πρόσεχε σαν αδελφό, τον βοηθούσε και οικονομικά... Γι' αυτό, κι όταν πέθανε και τον έφεραν να ταφεί στην Σάμη, έγινε πανκεφαλληνιακό προσκύνημα στον άνθρωπο ιατρό Γεράσιμο Φλαμιάτο που τόσο είχε βοηθήσει τους συμπατριώτες του Κεφαλονίτες...
Στο σπίτι της σιόρας Κάτες, τα ψώνια τα έφερνε μια γυναίκα που είχαν γι' αυτές τις δουλειές... Να κατεβεί κάποιος από την οικογένεια για τέτοιου είδους ψώνια; Απαράδεκτο!!! Έβγαιναν να ψωνίσουν μόνον υφάσματα, είδη ένδυσης, υπόδησης, αν και προτιμούσαν να πάρουν αγκαζέ ταξί και να πάνε στην πρωτεύουσα το Αργοστόλι και να αγοράσουν ό,τι ήθελαν...Τα χρυσαφικά τους μόνον από το Αργοστόλι ή την Αθήνα τα έπαιρναν. Συνήθως καθόντουσαν στο μπροστινό μπαλκόνι και χάζευαν τους Σαμικούς που το βραδάκι έκαναν την περαντζάδα τους στην παραλία. Από τον λιμενοβραχίονα μέχρι του οδοντογιατρού και πάλι πίσω απ' την αρχή. Όμως στα νιάτα της επάνω, η Αννούλα είχε ακόμη πολύ τσαγανό μέσα της και επαναστατούσε: ''Θα πάμε βόλτα!'' ή ''Θα πάμε σινεμά!!Σήμερα είναι Παρασκευή και θα πάμε στην πρεμιέρα!!!''' Κι έβγαιναν οικογενειακώς. Ο πατέρας καθόταν στο γραφείο του που ήταν ο κάτω όροφος του σπιτιού τους, με τον πιστό βοηθό του, τον κύριο Διονύσιο, μία φιγούρα βγαλμένη κι αυτή από τον Ντίκενς: Ευγενέστατος τόσο, που δεν πήγαινε άλλο, αμίλητος αν δεν του απηύθυνες κουβέντα, προθυμότατος και λίαν εξυπηρετικός. Ο τέλειος υπάλληλος δηλαδή... Κύριος σε όλα του... Το άλτερ έγκο του εργοδότη του...
Η Αννούλα όταν ντυνόταν για την βόλτα τους , πρόσεχε τα πάντα. Επειδή από μικρές οι δύο κόρες δεν έδειξαν ιδιαίτερη κλίση στα γράμματα, η μεν Βενετία προσπάθησε να μάθει Γαλλικά, η δε Άννα μετέβη στην Αθήνα όπου και ενεγράφη στην φημισμένη Σχολή του ΤΣΟΠΑΝΕΛΗ.
Φορούσε λοιπόν πανέμορφα φορέματα,τα οποία έραβε η ίδια, έφτιαχνε τσάρλεστον τα ξανθά πλούσια μαλλιά της, έριχνε στους ώμους της την όμοια με αφρό λευκή εσάρπα της και απ' όπου περνούσε έκανε αίσθηση!!! Το γνώριζε και το χαιρόταν!! Καθόντουσαν στο ζαχαροπλαστείο δίπλα στην θάλασσα και το γάργαρο γέλιο της έκανε τους περαστικούς να την κοιτούν με ενδιαφέρον κι ένα χαμόγελο! Ήταν χάρμα οφθαλμών και πηγή ανέμελης χαράς!! Οι προτάσεις για συνοικέσια έρχονταν βροχή, όμως σκόνταφταν πάνω στο ''Όχι'' της μεγαλοπιασμένης κυρίας Κάτες.... ''Αυτός δεν είναι για μας!! Εσύ, από τέτοια οικογένεια, θα πάρεις αυτόν; Να μας λείπει!!! Θα βρούμε άλλον!!! Πολύ καλύτερον!!''' Και η Αννούλα περίμενε... Μα όποιος ερχόταν έπεφτε πάνω στην μητρική άρνηση... Και τα χρόνια περνούσαν... Περιμένοντας και απορρίπτοντας... Παντρεύτηκε η Βενετία με συνοικέσιο. Ελληνοαμερικάνο, πανέξυπνο, άντρα σωστό... Κούκλα νύφη. Κούκλα και η παράνυμφος η Άννα και το μικρό παρανυφάκι η Αντζέλα, η μικρή κόρη του Κωστάκη, του γιου της αδικοχαμένης Πολυάνθης. Πολύ χαμηλών τόνων η Βενετία...Κάποιοι την είπαν ολιγοφρενή. Δεν έλεγε ποτέ όχι. Δεν είπε και τώρα. Την πήρε νιόπαντρη ο άντρας της και την πήγε με το υπερωκεάνειο ''Φρειδερίκη'' στην Αμερική. Εκεί γέννησαν ένα τρισχαριτωμένο πλάσμα, την Αθηνά.
Η άλλη κόρη του Κωστάκη,η Πολυάνθη, που είχε το όνομα της γιαγιάς της, μετά τον υποχρεωτικό Κυριακάτικο εκκλησιασμό, περνούσε για επίσκεψη από το σπίτι του θείου του Πίπη.''Να δεις Πολυάνθη τις φωτογραφίες που λάβαμε από την Αμερική!!'' Και η πιτσιρίκα Πολυάνθη θαύμαζε το θεαματικό χριστουγεννιάτικο δέντρο της Βενετίας που της θύμιζε Χριστούγεννα από παλιές ταινίες του Χόλυγουντ!!!Της άρεσε και η κραεβατοκάμαρα της Αννούλας με το λακαρισμένο κρεβάτι, το πλούσιο κουβέρ-λι και την όμορφη τουαλέτα με το σατέν σουρωτό ύφασμα, τον στρογγυλό καθρέφτη και τα ένα σωρό διακοσμητικά και αγαλματάκια πάνω στην γυάλινη επιφάνεια της τουαλέττας με τα αρώματα και τις κολώνιες. Μετά η Άννα της έδειχνε την ντουλάπα της.''' Να, αυτό το πράσινο φόρεμα, Πολυάνθη μου, το κέντησα μόνη μου με αυτές τις χάντρες που μοιάζουν με δάκρυα!!! Έφτιαξα και ασορτί τσάντα!Κι αυτό το κόκκκινο φόρεμα!! Δες! Έστειλα ίδιο ύφασμα στο Αργοστόλι και μου έφτιαξαν αυτές τις ασορτί γόβες!!'' ''Μπράβο Άννα μου!!! Γεια στα χέρια σου!!!!! Εσύ κορίτσι μου πρέπει να ανοίξεις κατάστημα στην Αθήνα!!!! Το σκέφτηκες;;'' Κι εκείνη χαρούμενη συνέχιζε: ''Έλα τώρα να σου δείξω τα κοσμήματά μου!!!!'' Κι άνοιγε τις κασετίνες με τα χρυσαφικά της... '' Βλέπεις αυτό το βραχιόλι; Τα κρεμαστά που κρέμονται από πάνω του, τα ζωγράφισα εγώ!!! Τα έδωσα στον χρυσοχόο τον Τζανετάτο και μου τα έφτιαξε!!!
Αυτό το δαχτυλίδι σε σχήμα ρόμβου η ουρανί πέτρα του, περιτριγυρίζεται από μπριγιαντάκια!!!!'' ''Βρε Άννα μου!!!Πόσες φορές θα στο πω!!! Πήγαινε στην Αθήνα!!! Έχεις μεγάλο ταλέντο!!! Εκεί θα θριαμβεύσεις!!!'' ''Να σου δείξω και το κάδρο που κέντησα!!!
Αυτό το δαχτυλίδι σε σχήμα ρόμβου η ουρανί πέτρα του, περιτριγυρίζεται από μπριγιαντάκια!!!!'' ''Βρε Άννα μου!!!Πόσες φορές θα στο πω!!! Πήγαινε στην Αθήνα!!! Έχεις μεγάλο ταλέντο!!! Εκεί θα θριαμβεύσεις!!!'' ''Να σου δείξω και το κάδρο που κέντησα!!!
Το κρεμάσαμε στο σαλόνι!!! Έλα να στο δείξω, γιατί ξέρεις το σαλόνι το ανοίγουμε στις βεγγέρες μόνο!!''' Και άνοιγαν το κλειστό σαλόνι και θαύμαζαν τον πίνακα και οι παραινέσεις της μικρής ξαδέλφης πήγαιναν στον βρόντο!! Άλλα λόγια ν'αγαπιόμαστε!! Και η ερώτηση έμενε αναπάντητη.... Καλά... Αυτοί οι γονείς δεν βλέπουν ότι έτσι χάνεται μια ευκαιρία για την κόρη τους; Οι συγγενείς στην Αθήνα πολλοί και ευκατάστατοι μέχρι να τακτοποιηθεί η Άννα θα την συντρέχανε σιγουρότατα. Και καλά... Ο πατέρας ήταν, πες ,πολύ απασχολημένος με την δουλειά του... Η μάνα; Δεν έβλεπε; Δεν έπρεπε να δραστηριοποιηθεί; Δυστυχώς δεν έβλεπε...Ή δεν ήθελε να δει... Ανάτρεφε μία μελλοντική υπεύθυνη για τα γηρατειά της...Κακιά δεν μπορούσες να την πεις... Χαιρόταν με τους επαίνους για την κόρη της, όμως μάλλον το μυαλό της δεν είχε την απαιτούμενη εμβέλεια.... Ευγενική, προσεχτική , τυπική και πολύ-πολύ απόμακρη... Και δεν ηρεμούσε αν δεν χάλαγε και το καινούριο συνοικέσιο για την Αννούλα!!!
Τι όμορφη κοπέλα η Αννούλα!!! Με τα ξανθά μαλλιά της, το κατάλευκο δέρμα της που δεν το είχε χορτάσει ποτέ το φως του ήλιου, με μακριά κρινένια δάχτυλα και ένα κεφάλι γεμάτο όνειρα... Κάποιες φορές πήγαινε να της πούνε το φλυτζάνι...Κρυφά... Μα τίποτε δεν στέριευε... ''Θα συναντήσεις κάποιον που...'' Μα ο κάποιος έπεφτε πάνω στο ΟΧΙ της μητέρας, που κανέναν δεν έβρισκε άξιο για την κόρη της... Και η Άννα μεγάλωνε.. Πάντα όμορφη και προσεγμένη... Ήταν 28η Οκτωβρίου και το οχτωτάξιο Γυμνάσιο ήταν παρατεταγμένο έξω από την παλιά εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής, όταν εμφανίστηκε η Άννα. Έκανε αίσθηση ο ερχομός της και καθώς περνούσε αεράτη ακούστηκαν πολλά σφυρίγματα από τους τελειόφοιτους που περίμεναν την λήξη της Δοξολογίας... Η Πολυάνθη ένιωσε υπερηφάνεια που άρεσε η ξαδέλφη της, μα συνάμα και μια μελαγχολία λες και ήξερε πως αυτή η ομορφιά θα πήγαινε χαμένη...Όταν την έβλεπε να αριβάρει με το μπλε ελεκτρικ ταγιέρ της , το στολισμένο στον λαιμό και στους καρπούς των χεριών με την φαρδιά λευκή γούνα, νόμιζε ότι ένα μανεκέν ανηφόριζε την στράτα...Κι όταν έκαναν οι δυο τους σουλάτσο από τον πίσω δρόμο του σπιτιού της Άννας με τις μοσχοβολιστές γαζίες κι εκείνη σιγοτραγουδούσε, ένιωθε μεγάλη χαρά για την δροσερή και σπιρτόζα ξαδέλφη της....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου