Στα χρόνια που ακολούθησαν,παντρεύτηκε κι η Αντζέλα και κάποιες φορές πήγαν για διακοπές στην Κεφαλονιά. Ήταν δύσκολα όμως τα πράγματα... Να νοικιάζεις στον τόπο που γεννήθηκες; Και οικονομικά τα πράγματα ήταν δύσκολα, γιατί τα κορίτσια πήγαιναν με τις οικογένειές τους και το ποσόν ανέβαινε πολύ. Σε μια τέτοια εξόρμηση, η Πολυάνθη επισκέφθηκε το σπίτι της Αννούλας... Κτύπησε, ξαναχτύπησε, τίποτε... Την άλλη μέρα πήρε πρώτα τηλέφωνο. Έτσι, με ραντεβού τους επισκέφθηκε.. Δεν τους παρεξηγούσε, ίσως γιατί αποτελούσαν ένα κομμάτι της παιδικής της ηλικίας.Τυπικότατος ο θείος Πίπης την ρώτησε ευγενικά για την ζωή της κι ύστερα αποσύρθηκε αθόρυβα στο γραφείο του. Η θεία Κάτε λαλίστατη και η Αννούλα χαρούμενη και όμορφη παρά τα χρόνια που είχαν περάσει. Μια τρίτη προσπάθεια της Πολυάνθης, πήγε στον βρόντο. Περνούσε βραδάκι και κοίταξε το μπαλκόνι. ''Έχουν σβηστά τα φώτα για να μην φαίνονται'' της είπαν. Κτύπησε το κουδούνι, τίποτε...Επέμενε, μα και πάλι μηδέν εις το πηλίκον... Γνώριζε τις ιδιοτρπίες τους, όπως το ότι δεν έλεγαν πουθενά αν αρρώσταιναν, ακόμα κι από ένα απλό κρυολόγημα. Της είπαν ότι άνοιγαν τσίμα-τσίμα την πόρτα για να πάρουν τα ψώνια που τους έφερναν και δεν δέχονταν κανέναν...Η Άννα έβγαινε πλέον μόνον για να πάει στο Αργοστόλι.
Στεναχωρέθηκε... Έβλεπε ότι αυτή η οικογένεια δεν πήγαινε καλά... Στεναχωρέθηκε όμως πιο πολύ όταν στο επόμενο ταξίδι τούς ξαναεπισκέφθηκε...Ανεβαίνοντας την εσωτερική σκάλα που έφερνε στον πρώτο όροφο,είδε κάτι που έβλεπε και πριν 30 χρόνια: σε κάθε σκαλοπάτι μία γλαστρούλα με μία ψεύτικη πεταλούδα επάνω.... Σφίχτηκε η καρδιά της..Τίποτα δεν είχε αλλάξει...Μια κατάπτωση, ένας μαρασμός αναδυόταν σε κάθε της βήμα... Κι όταν είδε την Αννούλα, κέρωσε.. Έκανε προσπάθεια για να δείξει χαρούμενη, αλέγρα, ζωηρή... Μπροστά της στεκόταν μια ξανθιά γυναίκα με το παμπάλαιο τσάρλεστον μαλλί, με ολόλευκο δέρμα, μάγουλα ροζ που είχαν κρεμάσει κι ίσως αν την καλοκοίταζες σου έφερνε λιγάκι στον νου την άλλοτε εκρηκτική όλο ζωντάνια κοπέλα... Μόνον τα δάχτυλά της παρέμεναν τα ίδια, κρινένια και μακριά... Έπαθε σοκ... Δεν μπορούσε να το ξεπεράσει... Οι δυο γονείς της Άννας είχαν πεθάνει,οπότε θα μπορούσε , ελεύθερη πια, να βγει έξω, να πάει ένα ταξίδι, να ξαλεγράρει... Το κακό όμως είχε συντελεστεί... Γηροκόμησε και τους δυο γονείς της, κλείστηκε μέσα για χάρη τους, έγινε η προσωπική τους νοσοκόμα, και κάπου εκεί έχασε και τον εαυτό της ...Έχασε την Άννα... Η γυναίκα που της μιλούσε τώρα, ήταν η καρικατούρα του παλιού εαυτού της... Μα δεν καταλάβαινε ότι δεν έπρεπε να χτενίζεται έτσι; Και το τόσο έντονο κόκκινο κραγιόν στο χείλος που έγερνε ελαφρά;; Κάτι δεν έδενε... Κάτι δεν κολλούσε... Ανατρίχιασε κι ας ήταν κατακαλόκαιρο... Νόμιζε ότι έβλεπε μια ξανθιά μίσις Χάβισαμ από τις ΜΕΓΑΛΕΣ ΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ του Κάρολου Ντίκενς., Και πόνεσε πολύ...
Μπροστά της στεκόταν το χρωματισμένο κέλυφος μιας αδικοχαμένης ζωής... Της έδειξε πάλι τα κοσμήματά της... Της Πολυάνθης της ήρθε να φωνάξει... Αυτό είναι που λένε ντε κα τανς; ''Έχει έρθει από την Αμερική η αδελφή μου η Βενετία. Κάτι έχει στο πόδι της. Δερματικό... Πήγε στο Αργοστόλι να την δουν οι γιατροί. Θα πάει μετά στο χωριό του άντρα της και έπειτα θα έρθει να κάτσουμε εδώ, μαζί...Α, την Πολυάνθη μας!! Η μαμά σου; Η Αντζέλα; Τι κάνουν; Εκείνος ο Ηρακλήςο άντρας σου, τι κάνει; Θα μείνετε καιρό εδώ; Νοικιάσατε πάλι στης κυράς Βασιλικής,ε;'' Παρακμή... Όλο το περιβάλλον μύριζε, φώναζε: παρακμή και εγκατάλειψη. Εδώ μέσα, δεν υπήρχε ζωή... Το είχε σκάσει από κάποιο ανοικτό μπαλκόνι ποιος ξέρει πόσα χρόνια πριν... Αυτό ήταν ένα έργο που δεν είχε τελεστεί ξαφνικά... Αυτή η κατρακύλα έγινε σιγά-σιγά, βήμα-βήμα... Γονείς που στα γεράματα γίνονται εγωιστές, εαυτούληδες και θέλουν μόνον το δικό τους... Δεν ήταν σίγουρα έτσι στην αρχή... Ο σπόρος όμως του δεσποτισμού προ'υ'πήρχε και με την πάροδο του χρόνου θέριεψε και στραγγάλιασε τα νιάτα και το γέλιο της άβουλης Αννούλας...
Φταίει κι αυτή... Ποτέ δεν σήκωσε κεφάλι και ασπαζόταν με θρησκευτική ευλάβεια τα λόγια της μητρός της...Καλά, αυτή η κοπέλα δεν λαχτάρησε ποτέ αντρικό φιλί; Δεν πόθησε ποτέ χάδια από αντρικά χέρια;; Πώς άφησε να της λιώσουν την όρεξη για ζωή; Πώς δεν επαναστάτησε; Εκτός κι αν οι ιδέες της συνέπλεαν μ'εκείνες της μάνας της...Δεν γεννάς το παιδί σου για να σε γηροκομήσει... Το γεννάς για να ευτυχήσει...Της πέρασε ποτέ απ' το μυαλό της Κάτες τι θα γίνει η κόρη της μόλις εκείνη πεθάνει;;; Δεν νομίζω... Κι αν της πέρασε θα ήταν στιγμιαία, μπροστά στον φόβο των δικών της γηρατειών που έπρεπε να προστατευτούν.. Καημένη ΄Αννα...Η Πολυάνθη έφυγε άρρωστη από εκεί μέσα.Δεν μπορούσε να συνδέσει την απότομη αλλαγή που είδε μπροστά της... Και οι πεταλούδες στην σκάλα την αρρώσταιναν πιο πολύ...Έμαθε ότι η Άννα τελευταία διατρεφόταν με ζαχαρούχο γάλα και μπανάνες. Μια ξαδέλφη,η Πηγή, που της χτύπησε πολλή ώρα το κουδούνι, της είπε ότι άνοιξε το παράθυρο της εξώπορτας και της ανήγγειλε ότι δεν μπορεί να περάσει, γιατί έχει κόσμο τώρα επάνω... Ψέματα δηλαδή..Έμαθε ακόμη ότι και ο παπάς της κοινότητάς τους επεχείρησε να πάει, καθώς και κάποιες κυρίες από την Κοινωνική Μέριμνα, αλλά τους αρνιόταν την είσοδο... Όλοι έλεγαν ότι η Αννούλα δεν θα είχε καλό τέλος...Στο πρώην γραφείο του πατέρα της, είχε έναν γάτο με πολύ νερό και πολλή τροφή.Πάντα αγαπούσε τις γάτες. Στις καλές εποχές, στα νιάτα της, η Αννούλα είχε μια πανέμορφη τιγρέ γάτα την Τζούλια, την οποίαν την είχαν μαζί τους, μέσα στο σπίτι τους, όχι απομονωμένη...Πολλές φορές ρώτησε η Πολυάνθη διάφορους γι' αυτό το γατί, δεν λάβαινε όμως ποτέ μια συγκεκριμένη απάντηση...
Γυρίζοντας στην Αθήνα, εφάρμοσε να παίρνει τακτικά την Αννούλα τηλέφωνο. Στην αρχή ήταν όλα νορμάλ. Κάποια μέρα της είπε πως έχει συγκέντρωση στο σπίτι της και δεν μπορούσε να μιλήσει για πολλή ώρα. Μιαν άλλη φορά της είπε πως κάποιοι την παίρνουν τηλέφωνο και την ενοχλούν. Αυτό επαναλήφθηκε κι άλλες φορές, μέχρι που η Πολυάνθη σκέφτηκε μήπως κάποιοι θρασύτατοι της κάνουν φάρσα...Έχουν εντοπίσει την Αννούλα,γνωρίζουν την ιδιορυθμία της, ξέρουν ότι ζει μόνη με την αδελφή της που γύρισε από το χωριό και θέλουν να σπάσουν πλάκα...Άλλοι έλεγαν πως τα βράδια ακούνε φωνές και πως μάλλον οι δύο αδελφές δεν τα πάνε καλά...Ποιος ξέρει τι προβλήματα είχαν να χωρίσουν μεταξύ τους.. Δεν ήταν όμως πάντοτε έτσι... Συζητιόταν ότι η Άννα δεν ήθελε επ' ουδενί την αδελφή της. Έγινε φασαρία και μόνο με χαρτί του Εισαγγελέα μπόρεσε η Βενετία να γυρίσει στο πατρικό της σπίτι. Η Βενετία ήταν πάντα χαμηλών τόνων και δεν μπορούσε κανείς να την επαινέσει για την ευφυ'ί'α της. Πίσω στην Αμερική έμεινε η κούκλα και πανέξυπνη κόρη της, που πήρε όλα τα χαρίσματα του πατέρα της.Η μοίρα τα έφερε έτσι, ώστε οι δύο πρώην όμορφες αδελφές Ιακωβάτου, να συγκατοικήσουν και να βαδίσουν μαζί τον τελευταίο δρόμο της ζωής τους...Ώσπου μια μέρα έλαβε η Πολυάνθη ένα τηλεφώνημα....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου