Η Βασιλική βρήκε την Άννα να την περιμένει καθισμένη έξω στην αυλή.Μόλις της είπε τον λόγο της επισκέψεώς της,τής ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι... Νόμιζε ότι θα την έπιανε κόλπος...Αν έλεγε ''Όχι'' θα βρίσκονταν κάποιοι καλοθελητές που θα λέγανε: ''Άνθρωπος της εκκλησίας κι ένα καλό δεν μπορεί να κάνει; Και της έχει και υποχρέωση. Για ψωροδεκάρες πήρε το κτήμα. Και μετά σου λένε συγγγενείς...'' Τα 'ξερε αυτά η Βασιλική και δεν ήθελε να μπει στο στόμα των Σαμικών... ''Αχ,κυρία Αλίσια τι μου έκανες!!! Ορίστε τώρα!! Θα την φορτωθώ εγώ!! Μη σε βλαστημήσω εκεί πέρα που 'σαι...''. Έσφιξε τα δόντια και είπε το ''Ναι''. Την έβαλε σε ένα από τα δωμάτια που περίσσευαν στο σπιτικό της, γιατί κάποτε νοίκιαζε δωμάτια , της έβαλε να φάει κι έφυγε να πάει στις φιλενάδες της να τους ανακοινώσει το κακό που την βρήκε... ''Τι πάει να πει, ο γιατρός είπε να την πάρουμε και ότι η γυναίκα δεν χρειάζεται να μείνει πλέον στο ψυχιατρείο;Αφού δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα μόνη της... Έλα εδώ κυρά μου να την φροντίζεις εσύ αν έχεις τα κότσια... Και μην μου τσαμπουνάς για Κοινωνική Μέριμνα και κουραφέξαλα.... Ούτε και να της βάλουμε γυναίκα... Αφού δεν θέλει κανέναν... Κοίτα τι μου ξημέρωσε της κατακαημένης...'' Άναψε και βρόντησε κι από κοντά σιγοντάρανε οι φιλενέδες...Δεν ήταν πάντα έτσι η Βασιλική...Σαν νέα ήταν μια όμορφη κοπέλα, που αγαπούσε πολύ τους δικούς της. Την παντρέψανε όμως μ' έναν άντρα που δεν αγάπησε ποτέ και μια ζωή πέρασε δουλεύοντας και προσφέροντας στην οικογένειά της.Έτρεχε πάνω κάτω κι η διασκέδασή της ήταν τα πρόσφορα και τα μνημόσυνα... Έτσι όμως μεγάλωσε και σπούδασε τα παιδιά της και τα προίκισε και με το παραπάνω. Τα χρόνια άλλαξαν τον χαρακτήρα, η προσωπική της ζωή την σκλήρυνε ,όπως σκλήρυνε και την γλώσσα.
Παρ' όλα αυτά, η εκκλησία-εκκλησία. Ίσως ούτε και η ίδια να μην καταλάβαινε τι σημαίνει πραγματικά το ''Αγαπάτε Αλλήλους''. Συγγενής του αντρός της ήταν η Αννούλα, αυτή τι έφταιγε να πληρώνει αμαρτίες αλλονών; Και κάπου εδώ χανόταν και το πνεύμα του προσφέρειν και του συμπονώ...Ποτέ δεν σκέφτηκε τα λόγια του ψυχιάτρου: ''Η γυναίκα πρέπει να γυρίσει σπίτι της. Να φροντίσει κάποιος την φαρμακευτική αγωγή της''... Ούτε σκέφτηκε αν έπρεπε η Αλίσια να ξενιτευτεί; '' Γιατί θεία; Συγγενείς για πρώτο χέρι βοηθείας υπήρχαν στην Σάμη... Δεν φτάνει η ταλαιπωρία που τράβηξε το κορίτσι και τα έξοδα που έκαμε; ΄Αχ, βρε μάνα, γιατί να σε ακούσουμε; Ας έμενε στο τρελάδικο... Αλλά και πάλι, όταν την είδαμε και αφού μας μίλησε ο γιατρός, δεν μας έκανε καρδιά να μην την πάρουμε μαζί μας... Ξέρεις πόσο μας στοίχισε συνολικά το ταξίδι στην Κεφαλονιά; Και ψυχικά και οικονομικά... Αλλά δεν πειράζει... Εμείς κάναμε ό,τι έλεγε η συνείδησή μας... Άσε τους άλλους να λένε... Όχι ότι δεν μας κόστισε... Ιδιαίτερα το πώς μας μίλησε η θειά...'' Τελικά, αν κάποιος ήθελε να βρίσει, έπρεπε να βρίσει την Πολυάνθη κι όχι τα παιδιά της...Κάτι που θεωρείς καλό, κάποιοι στο γυρίζουν μπούμεραγκ... Εναντίον σου...Μήπως είχε δίκιο η Τζούλια και να την είχαν αφήσει στην Τρίπολη;;;Άγνωστο...
Παρ' όλα αυτά, η εκκλησία-εκκλησία. Ίσως ούτε και η ίδια να μην καταλάβαινε τι σημαίνει πραγματικά το ''Αγαπάτε Αλλήλους''. Συγγενής του αντρός της ήταν η Αννούλα, αυτή τι έφταιγε να πληρώνει αμαρτίες αλλονών; Και κάπου εδώ χανόταν και το πνεύμα του προσφέρειν και του συμπονώ...Ποτέ δεν σκέφτηκε τα λόγια του ψυχιάτρου: ''Η γυναίκα πρέπει να γυρίσει σπίτι της. Να φροντίσει κάποιος την φαρμακευτική αγωγή της''... Ούτε σκέφτηκε αν έπρεπε η Αλίσια να ξενιτευτεί; '' Γιατί θεία; Συγγενείς για πρώτο χέρι βοηθείας υπήρχαν στην Σάμη... Δεν φτάνει η ταλαιπωρία που τράβηξε το κορίτσι και τα έξοδα που έκαμε; ΄Αχ, βρε μάνα, γιατί να σε ακούσουμε; Ας έμενε στο τρελάδικο... Αλλά και πάλι, όταν την είδαμε και αφού μας μίλησε ο γιατρός, δεν μας έκανε καρδιά να μην την πάρουμε μαζί μας... Ξέρεις πόσο μας στοίχισε συνολικά το ταξίδι στην Κεφαλονιά; Και ψυχικά και οικονομικά... Αλλά δεν πειράζει... Εμείς κάναμε ό,τι έλεγε η συνείδησή μας... Άσε τους άλλους να λένε... Όχι ότι δεν μας κόστισε... Ιδιαίτερα το πώς μας μίλησε η θειά...'' Τελικά, αν κάποιος ήθελε να βρίσει, έπρεπε να βρίσει την Πολυάνθη κι όχι τα παιδιά της...Κάτι που θεωρείς καλό, κάποιοι στο γυρίζουν μπούμεραγκ... Εναντίον σου...Μήπως είχε δίκιο η Τζούλια και να την είχαν αφήσει στην Τρίπολη;;;Άγνωστο...
Και μία μέρα, η Βασιλική είπε στην Αννούλα ότι πρέπει να φύγει γιατί είχε κάποιες υποχρεώσεις...Η Άννα με σφιγμένη την καρδιά γύρισε σπίτι της...Με το που μπήκε ένιωσε πάλι να πνίγεται... Δεν της έφτανε ο αέρας...Στάθηκε ώρες αμίλητη στο σαλόνι της κοιτάζοντας χωρίς να τους βλέπει τους κεντητούς με σταυροβελονιά πίνακες που είχε κεντήσει και καδράρει... Το φως του ήλιου έμπαινε λιανό από τα κλειστά παντζούρια και το αεράκι την δρόσιζε από τις ανοικτές τζαμόπορτες... Δεν ξέρει πόσες ώρες καθόταν ακίνητη σαν άγαλμα... Τι μέλει γενέσθαι; Άκου να της πουν να φύγει... Μα, δεν έκανε τίποτε... Καθόταν ήσυχη και παρατηρούσε...Πού θα πήγαινε λέει; Εκδρομή με τις κυρίες της ενορίας και τον παπά; Ε, και; Τι πείραζε... Θα την περίμενε να γυρίσει... Μα η ξαδέλφη δεν ήθελε και ο ξάδελφος τσιμουδιά... Τι θα έκανε από δω και μπρος; Θα γύριζε και θα χτύπαγε τις πόρτες να την φιλοξενήσουν, αυτή, η κόρη του Ιακωβάτου; Κάτι τέτοιο κατάντια δεν το λες; Και πώς θα δικαιολογιόταν; Αφού είχε σπιταρώνα, τι θα τους έλεγε; Πως φοβόταν να μείνει μόνη της; Την έπιασε απελπισία... Οι επόμενες μέρες κύλησαν πανομοιότυπες... Σουλάτσο το βράδυ μέσα στις κάμαρες και βραδινός μονόλογος που άλλοτε υψωνόταν κι έμπαινε στα διπλανά σπίτια κι άλλοτε σιγανός σαν ένα ακατάλληπτο παραμιλητό...
Ώσπου μια μέρα χτύπησε επίμονα και δυνατά το κουδούνι. Κατέβηκε δύσθυμη ν' ανοίξει... Μπροστά της στεκόταν ένας σοβαρός, ευγενικός κύριος, ένας Αστυνομικός και μια κυρία που κρατούσε έναν ντοσιέ. Από κεκτημένη κοκεταρία, η Άννα σήκωσε το χέρι και έστρωσε τα μαλλιά της. Της εξήγησαν ότι έπρεπε να της μιλήσουν και εάν συνεργάζετο, δεν θα την απασχολούσαν πολύ. Θες ο τόνος που ειπώθηκαν τα λόγια, θες οι ευγενικές αλλά αποφασιστικές φυσιογνωμίες, η Αννούλα κατάλαβε πως δεν την έπαιρνε να αρνηθεί. Χαμογελώντας ευγενικά τους συνόδεψε στην σκάλα και τους έμπασε στο καλό σαλόνι. Το μόνο παράφωνο ήταν τα κλειστά παντζούρια, ώρα 11 το πρωί, αλλά η Αννα άνοιξε όλα τα φώτα συν τον πολυέλαιο. Της εξήγησαν ότι συγγενείς και φίλοι είχαν ζητήσει την γνωμάτευση εμπειρογνώμονος ψυχιάτρου, για την δική της και μόνον ασφάλεια,εφ' όσον έμενε και μόνη της .Ήθελαν να διαπιστώσουν την πνευματική της κατάσταση και αν θα ήτο καλόν δια την ιδία να μένει μόνη της ή να υπάρχει η αναγκαιότητα μίας ειδικευμένης παρουσίας στο πλευρό της. Ο ευγενικός και συμπαθητικός κύριος που ήταν ο ψυχίατρος, άρχισε τις ερωτήσεις Η συζήτηση κράτησε αρκετή ώρα και η κυρία με το ντοσιέ, όλο κάτι σημείωνε. Ο Αστυνομικός δεν έβγαλε κιχ.Η Άννα θυμήθηκε τον παλιό, καλό εαυτό της... Μέχρι και αν θέλουν να τους τρατάρει, ρώτησε... Στάθηκε μια ευγενέστατη, χαριτωμένη οικοδέσποινα. Απαντούσε σε ό,τι την ρωτούσαν με ευγένεια και καθαρότητα λόγου. Βέβαια η μελαγχολία έγινε αντιληπτή, αλλά ως εδώ... Όταν τελείωσαν η Άννα τους ξεπροβόδισε ωσάν σωστή κυρία, που ήταν εξ άλλου και ομολόγησε κλείνοντας απαλά την πόρτα ότι είχε ευχαριστηθεί την συζήτηση... Και πόσο τζέντλεμαν ο γιατρός!! Στην ψυχή της μπήκε... Σε λίγες ημέρες οι ενδιαφερόμενοι ένθεν κι ένθεν συγγενείς πήραν την απάντηση του ψυχιάτρου, όστις απεφάνθη ότι η δεσποινίς Αννούλα Ιακωβάτου ήτο ψυχικώς υγιής, εκτός από μία κατάθλιψη, η οποία θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί με την κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή...
Για πολλές μέρες, κάποια στόματα έκλεισαν... Ποιος θα επέβλεπε όμως αν έπαιρνε τα φάρμακα; Η προχωρημένη κατάθλιψη είναι ασθένεια με απρόβλεπτες και πολύ σοβαρές επιπτώσεις. Δεν μπορούσαν να κάνουν όμως τίποτε άλλο... Ό,τι έπρεπε να γίνει και επιστημονικά, έγινε. Τώρα πια έμενε στην μοίρα της... Αυτοί είχαν πράξει τα δέοντα... Από δω και πέρα, ας έβαζε και ο Θεός το χέρι του... Η Κοινωνική Λειτουργός πέρασε από το σπίτι της Άννας, για να δει πρώτα-πρώτα πώς πάει η ασθενής και αν παίρνει τα φάρμακά της.. Πήγε κι άλλη μια φορά. Ήταν η τελευταία. Η Άννα δεν ξανάνοιξε ούτε σε αυτήν, αλλά ούτε και σε κανέναν άλλον. Η Πολυάνθη την έπαιρνε τηλέφωνο και την άκουσε να της παραπονιέται πως κάποιοι της κάνουν τηλεφωνικές φάρσες... Τι κρίμα... Όταν δεν συμπονάς τον συνάνθρωπό σου και δη τον ταλαιπωρημένον, δεν μπορείς να λέγεσαι άνθρωπος. Είσαι υπάνθρωπος... Τηλεφωνούσε στην Άννα όμως και η ξαδέλφη τους η Πηγή. Κι όταν πήγε στην Σάμη, κτύπησε στην Άννα. Άνοιξε το παραθυράκι της εξώπορτας . Την χαιρέτησε χαμογελαστή, την ρώτησε τι κάνει, αλλά είχε κόσμο πάνω και θα τα έλεγαν μιαν άλλη φορά. Η Πηγή κατάλαβε... Ξαναπέρασε, αλλά δεν αποκρίθηκε κανείς. Από το τηλέφωνο κάλεσε την Άννα να πάει στην Πάτρα και να την φιλοξενήσει σπίτι της. Μάλιστα αν πήγαινε την Αποκριά, θα περνούσαν αξέχαστα στο Πατρινό Καρναβάλι. Η Αννούλα της είπε ''Ναι'', αλλά δεν πήγε... Όσες φορές και αν την κάλεσε η Πηγή σπίτι της, η Αννούλα αρνιόταν.''Πολυάνθη φοβάμαι... Τι θα γίνει η Άννα; Πόσο θ'αντέξει κλεισμένη σε κείνο το σπίτι;'' της είπε στο τηλέφωνο. ''Κι εγώ φοβάμαι , Πηγή μου. Δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι....Ο ψυχίατρος την βρήκε ψυχικά υγιή...Δεν είναι όμως στην σφαίρα του ψυχολογικού και η κατάθλιψη;'' ΄΄Συζητούσαν οι δυο ξαδέλφες για το θέμα της Άννας και άκρη δεν έβρισκαν... Από την μια οι περισσότεροι έχουν κατάθλιψη, από την άλλη σε τι βαθμό κατάθλιψης μπορούσες να κατατάξεις την Άννα; Και μια μέρα η Πολυάνθη είχε ένα απρόσμενο τηλεφώνημα...
Την πήρε μια συμπαθέστατη συμπατριώτισσά της .Νεαρή στην ηλικία και κόρη πολύ αγαπητής οικογένειας. Την μητέρα της, τον πατέρα της, τ'αδέρφια της και την ίδια, τους εκτιμούσαν πολύ για την εργατικότητά τους, οι γονείς της Πολυάνθης και της Αντζέλας. ''Άκου Πολυάνθη... Θέλω να σου πω κάτι που συνέβη... Όταν η Αννούλα ήταν στο ψυχιατρείο, η Αστυνομία είχε σφραγίσει όλο το σπίτι, το ξέρεις Δεν μπορούσε λοιπόν να μπει κανείς μέσα... Ένα βράδυ λοπόν, γυρίζοντας σπίτι μου, είδα ένα φως στο δωμάτιο της γωνίας. Τα έχασα... Παρακολούθησα και είδα το φως να κινείται στο διπλανό δωμάτιο. Σιγουρεύτηκα... Κάποιος ήταν μέσα. Είχε μπει κρυφά... Πώς όμως μπήκε; Την άλλη ημέρα πήγα κι έκανα καταγγελία στην Αστυνομία. Μου είπαν πως θα το ερευνήσουν το θέμα. Πέρασε όμως τόσος καιρός και δεν έχω λάβει απάντηση καμία...'' ''Ω, Θεέ μου!! Θα μπήκαν να κλέψουν!! Η Αννούλα είχε και λεφτά, αλλά και πολλά χρυσαφικά!!'' ''Ποια χρυσαφικά; Το βράδυ που βρήκαν την νεκρή, είπαν ότι δεν υπήρχε τίποτε αξίας μέσα στο σπίτι!!'' ''Τι λες κορίτσι μου; Η ίδια η Αννούλα μου είχε δείξει τα χρυσαφικά της!!! Τα είδα ιδίοις όμμασι! Κι ήταν πολλά καλή μου, αξίας κομμάτια, βαριά και ξεχωριστά!! Δεν μπορεί να εξα'υ'λώθηκαν! Κάποιο χέρι τ' άρπαξε!! Και από χρήματα μηδέν;; Είχε και λίρες χρυσές!!'' ''Τίποτα δεν βρέθηκε Πολυάνθη... Τ ί π ο τ α!!!Εγώ έκαμα αυτό που μου υπαγόρευσε η συνείδησή μου. . Την Αννούλα λυπάμαι.. Έχει τραβήξει τόσα αυτό το κορίτσι. Και ακούω ότι έχει απομονωθεί τελείως... Δεν πάει καλά... Την γδύσανε την γυναίκα... Ο Θεός να την φυλάει...''
Η Πολυάνθη ευχαρίστησε την κοπέλα και σκέφτηκε πόσο καλό πλάσμα είναι. Σκέφτηκε και πόσο επικίνδυνο πλάσμα είναι ο άνθρωπος ... Ενώ μπορεί να γίνει υπερήφανος αετός και να πετά ψηλά προς τον ήλιο, προτιμά κατά 80 τοις εκατό να σέρνεται σαν σιχαμερό ερπετό και να συμπεριφέρεται σαν πτωματοφάγος ύαινα ακόμα και πάνω από γνωστούς του συνανθρώπους...Κάποιοι, μέσα από την απίστευτη τραγωδία των αδελφών Ιακωβάτου, με την μία νεκρή και την άλλη να τρέμει στο πεζοδρόμιο καθώς την έπαιρναν για το ψυχιατρείο, βρήκαν την ευκαιρία ν' απλώσουν το ρυπαρό τους χέρι και να κλέψουν, ν' αρπάξουν... Και όχι... Δεν είναι σαν τις άλλες κλεψιές... Είτε πραγματοποιήθηκε την ώρα της τραγωδίας είτε αργότερα, όταν το δράμα βρισκόταν σε εξέλιξη, είναι εκατονταπλάσια πιο αποτρόπαια πράξη, γιατί ενώ ακόμα μυρίζει θάνατος και το βάσανο κάποιου πλανάται,εσύ σέρνεσαι και αρπάζεις προς ιδίον όφελος, ξένα τιμαλφή από ανθρώπους που μέχρι χτες τους έλεγες καλημέρα, τους έμπαζες στο σπίτι σου, τους έδινες μια μερίδα φαγητό, γελοιοποιώντας έτσι την εμπιστοσύνη που σου είχαν δείξει.. Ντροπή σου...Δείγμα βδελυρό ανθρώπου... Που το παίζεις άνετα πολιτισμένος... Υπάνθρωπε...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου