Εμφανιζόμενη ανάρτηση

Σάββατο 27 Ιουλίου 2019

4ο] Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ

                      Το τηλεφώνημα ήταν λιτό, περιεκτικό και απίστευτο...'' Πολυάνθη, η αστυνομία άνοιξε το σπίτι της Άννας. Μπόχα αναδυόταν από κει μέσα κι έβγαινε έξω.. Στα σκαλοπάτια κυλούσαν υγρά που μοίριζαν πτωμα'ί'νη... Και στο χωλ καθισμένη σε μια καρέκλα, βρήκαν νεκρή την Βενετία... Δεκαπέντε ημέρες η Αννούλα ζούσε με την νεκρή αδελφή της... Την πήραν και την έστειλαν στο ψυχιατρείο της Τριπολης... Γίνεται χαμός...''  Σοκ.. Σαν ηλεκτρική εκκένωση κάτι διαπέρασε το σώμα της Πολυάνθης...Αυτό ήταν αληθινή τραγωδία... Κάτι που δεν το χωρούσε ο ανθρώπινος νους... Η Αννούλα; Αυτήν που δεν την είχε χορτάσει το φως του ήλιου; Η αρχοντοπούλα που ξένιζαν τους πάντες οι δικοί της με την συμπεριφορά τους και την μύτη που την είχαν πάντα ψηλά; Θυμήθηκε τις παλιές φωτογραφίες των δύο γυναικών, όταν ήταν ακόμα νεαρές δεσποινίδες.. Σαν να έβλεπε γόησσες του Χόλυγουντ.. Και μετά τον σεισμό, όταν είχαν έρθει οι Αμερικάνοι και έφτιαξαν τις βάσεις στο μεγάλο βουνό τον Αίνο, είχαν στην Σάμη φτιάξει και ένα Τολ, αυτά τα κυλινδρικά αλουμινένια κατασκευάσματα για τον στρατό. Σε μια δεξίωση λοιπόν αποκριάτικη που είχαν δώσει οι στρατιωτικοί, η Άννα φωτογραφήθηκε με ένα τυρολέζικο μακρύ φόρεμα, κούκλα σωστή. Και στην εφταετία της Χούντας του 1967, ο πατέρας της βγήκε πρόεδρος αδιαφορώντας για το τι έλεγαν πίσω από την πλάτη του .Τα Σαβατοκύριακα η μάνα και οι κόρες βολτάρανε ανέμελες στην παραλία και η Άννα ντυμένη πάντα με πλούσια φορέματα, όπως μια κίτρινη οργαντίνα, προκαλούσε πάντα την προσοχή. Τα διάφορα σχόλια για την πολιτική τοποθέτηση του σιορ Πίπη δεν την άγγιζαν, ίσως να μην είχε καν καταλάβει και το τι συνέβαινε. Όπως δεν απασχολούσε και την λοιπή οικογένεια. Κλεισμένοι στο κάστρο τους, είχαν κλείσει και τ' αυτιά τους στις κουβέντες των συγχωριανών. Την Άννα την ενδιέφερε το περιοδικό ΓΥΝΑΙΚΑ που είχε αφιερώσει εκτενέστατο άρθρο και πλήθος φωτογραφιών για τον βασιλέα Κωνσταντίνο και την πανέμορφη βασίλισσα Άννα- Μαρία στο παλάτι τους το Τατό'ι'.Κι όταν έφυγε ο βασιλιάς παρακολουθούσε την ζωή του βασιλικού ζεύγους στο εξωτερικό, θαυμάζοντας τις τουαλέτες που φορούσε η τότε νεαρή βασίλισσα.

                  Έτσι έβλεπε την ζωή. Ξώφαλτσα. Δεν εισχωρούσε στο βάθος των γεγονότων. Ούτε την ένοιαζε τι έλεγε το πόπολο. Γνώριζε όμως ποια παντρεύτηκε ποιον, την οικονομική τους κατάσταση και κάποιες πιπεράτες ιστορίες που αναμασούσε η Σάμη, έφταναν αμέσως στο απόρθητο σπιτικό τους...Κύλησε η ζωή της σαν πολύχρωμη πομφόλυγα, πάνω στα φτερά του αέρα. Στην πραγματικότητα, όπως αποδείχτηκε, άβουλη, μπροστά σους μητρικούς κανόνες που την ισοπέδωσαν κυριολεκτικά, όταν κλείστηκε τελείως στο σπιτικό της, φροντίζοντας τους δυο γέρους γονείς της, αποδεχόμενη την μοίρα της. Το να φροντίζεις τους γονείς σου στα γεράματά τους, είναι θείος άγραφος νόμος και μπράβο της... Θα μπορούσε όμως να έχει την δική της οικογένεια, μία προσωπική υγιή ζωή και συνάμα να κοιτάζει τους γέρους. Έτσι δεν κάνουν οι περισσότεροι φυσιολογικοί άνθρωποι; Στην περίπτωσή της όμως κάτι δεν ήταν υγιές, φυσιολογικό... Πιάστηκε σαν πεταλούδα στα δίχτυα μιας αράχνης. Και ο ψυχισμός της συμβιβάστηκε με την αιχμαλωσία, για να μην πούμε ότι έτσι ένιωθε και σιγουριά, γιατί αυτό είχε μάθει να βιώνει μια ολόκληρη ζωή... Και το μυαλό κάπου σάλεψε... Κάπου ταρακουνήθηκε... Αφέθηκε σε ένα τέλμα που κάθε μέρα την ρουφούσε όλο και πιο πολύ...
                 Έτσι, όταν ήρθε η ώρα να συγκατοικήσει με την αδελφή της, η προσωπικότητα της Άννας είχε αλλάξει κατά 300 μοίρες... Μάλλον ο ψυχισμός της είχε δεχτεί ένα μη αναστρέψιμο πλήγμα...Ήσυχη η Βενετία, αλλά με τον δικό της απροσδιορίστου υφής χαρακτήρα. Δύσκολη η συμβίωση μαζί της .Ένα πλάσμα άβουλο, με εμμονές και δύσκολη η επικοινωνία μαζί της.Κρίμα στην ομορφιά της... Η Άννα είχε γιατροπορέψει τους γονείς της . Τώρα έπρεπε να γιατροπορέψει και την μεγάλη της αδελφή... Δεν εύρισκε λεπτό να ασχοληθεί με τον εαυτό της. Δεν έβρισκε στιγμή να ξεφύγει το μυαλό της από τις αρρώστιες και τις έγνοιες. Η κατάθλιψη που την κατάτρωγε και την βύθιζε στα ύπουλα νερά της, θέριεψε...Έπρεπε να πει χίλιες φορές την ίδια κουβέντα για να την κατανοήσει η αδελφή της. Αυτό τής ανέβαζε το αίμα στο κεφάλι και οι φωνές της, ιδίως τα βράδια που έχει ησυχία, ακούγονταν στα γειτονικά σπίτια.Πουθενά δεν σύγκαναν... Όλοι καταλάβαιναν ότι κάτι δεν πάει καλά, ότι κάτι τρέχει στο Ιακωβατέ'ι'κο, αλλά δεν ήξεραν τι να κάνουν... Και η πληγή στο πόδι της Βενετίας χειροτέρευε... Της άλλαζε τις γάζες η Αννούλα, έβαζε το φάρμοκο που έπρεπε επάνω, αλλά το σκοτισμένο μυαλό της, δεν της είπε να φωνάξει γιατρό... Εξ άλλου την είχε δει γιατρός στο Αργοστόλι. Έκαναν αυτά που είχε πει, τι τον ήθελαν τώρα τον άλλον γιατρό; Έτσι σκεφτόταν πιθανόν και η Βενετία, γι' αυτό και δεν σήκωσε το τηλέφωνο να καλέσει κάποιον να δει πώς πάει το πόδι..Η πληγή όμως μεγάλωσε και σε λίγο βγήκαν κι άλλες που μύριζαν κι έτρεχαν πύον... Λες και σάπιζε ζωντανή... Κι η μυρωδιά μέρα με την μέρα γινόταν όλο και πιο βαριά...

                 Η επικοινωνία μεταξύ των δυο αδελφων χειροτέρευε.. Η Βενετία δεν πολυκαταλάβαινε τι της έλεγε η Αννούλα κι εκείνη ένιωθε μια έκρηξη στο κεφάλι της μέσα, και ξεσπούσε σε φωνές... Ώσπου ένα πρωινό, βρήκε την Βενετία να κάθεται στην καρέκλα στο δωμάτιο που είχαν για καθιστικό, δίπλα στην πόρτα . Της μίλησε, μα δεν έλαβε απάντηση. Της φώναξε από την κουζίνα που ήταν, τίποτε. Εκνευρισμένη μπήκε στο δωμάτιο:'' Μπορείς να μου πεις γιατί δεν απαντάς; Μ' έχεις σκάσει, το ξέρεις;;'' Η Βενετία τσιμουδιά.. Την κοίταζε μ'ένα απλανές βλέμμα... Πήγε κοντά της,  την σκούντησε.. Το κεφάλι έγειρε απαλά δεξιά. Της έπιασε το χέρι.. Μάταια. Έπεσε μονοκόματο πάνω στα γόνατά της . ''Βενετίααα!!!'' φώναξε δυνατά. Τίποτα.. Κατάλαβε... Η αδελφή της είχε πεθάνει.. Και τότε το μυαλό της Άννας έκανε ένα θανάσιμο μακροβούτι ως τα έγκατα του είναι της.Εκεί πάλεψε με κόκκινες ρουφήχτρες, μαύρες χαράδρες, σκοτεινές σπηλιές, αφυκτικά ερέβη. Κι όταν ξαναεπανήλθε στην θέση του, εγκατέστησε στα ματια της Άννας ένα βλέμμα πιο απλανές από της νεκρής και μια θολούρα γκριζωπή που σκέπασε κάθε ίνα του νευρικού της συστήματος... Σηκώθηκε, όρθια, ίσιωσε την ράχη της, έφτιαξε τα μαλλιά της αδελφής της και είπε με ήρεμη φωνή:''Αν θέλεις κάτι, εδώ γύρω θα είμαι. Πάω στην κουζίνα να φτιάξω καφέ... Θα το φέρω να τον πιούμε μαζί... Μετά θα μαγειρέψω κάτι ελαφρύ για το μεσημέρι...'' Κι όλα έγιναν όπως τα είπε. Έφερε τον καφέ της και κάθισε απέναντι.  '' Τα μαλλιά σου νομίζω θέλουν λίγο κρεπάρισμα.. Αργότερα. Θα τηλεφωνήσω στην Κατερίνα που μας φέρνει τα ψώνια, να μας φέρει λίγες μπανάνες. Αν και έχουμε κάποιες στο ψυγείο'' Αφού τελείωσε τον καφέ της, πήγε και έκλεισε τις μπαλκονόπορτες.
                     Φυσικά δεν τηλεφώνησε στην κυρά Κατερίνα.. Έτσι κι αλλιώς είχε κόψει από καιρό τις παραγγελίες. Τα πλέον απαραίτητα στριμώχνονταν να μπουν είτε από το παράθυρο της εξώπορτας είτε από την στενή χαρμάδα που άνοιγε τσίμα- τσίμα για να πάρει ό,τι είχε παραγγείλει...Έκανε τις δουλειές του σπιτιού, σαν να μην συνέβη τίποτε... Να ειδοποιήσει κάποιον, ούτε της πέρασε από το μυαλό... Εξ άλλου τι έλεγε η μαμά;''Όταν αρρωσταίνουμε δεν είναι ανάγκη να το μαθαίνει ο κόσμος''. Βέβαια τώρα δεν γινόταν λόγος για σύγριση καμία, το μικρόβιο όμως είχε αφήσει τον απόηχό του, που το μυαλό της δεν μπορούσε να μετρήσει την τεράστια διαφορά... Το μεσημέρι ξάπλωσε λίγο.. ''Αν θέλεις τίποτε μου λες'' είπε περνώντας από το μικρό σαλόνι. Όχι το καλό. Αυτό έμενε κλειστό για τις ξεχωριστές περιπτώσεις. Άνοιξε την τηλεόραση μάλλον από συνήθεια . Το μυαλό της το 'νιωθε σκόρπιο και δεν μπορούσε να εστιάσει. Και το βράδυ ο ύπνος δεν ήρθε χαλαρωτικός. Άναψε όλα τα φώτα του σπιτιού. Κατέβηκε να δει αν έχει τροφή ο κατακαημένος γάτος της και αναγκαστικά πέρασε μπρος από την Βενετία. Άρχισε να κόβει βόλτες... Το εσωτερικό τρέμουλο  πυροδότησε μια ανεξέλεγκτη οργή. Άρχισε να φωνάζει: '' Μου φάγατε την ζωή... Όλοι σας!!! Δεν μ' αφήσατε να ζήσω!!! Κι εσύ τώρα δεν με σκέφτηκες καθόλου!! Δεν έφταναν όσα τράβηξα με τους γέρους. ήρθες κι εσύ με το ποδάρι σου.... Πρέπει να σου πω τριακόσιες φορές την ίδια κουβέντα για να την καταλάβεις... Γιατί δεν έμενες στο σπίτι σου;; Έχω τόσες έγνοιες κι εσύ δεν βοηθάς καθόλου!!! Τι θα κάνω τώρα με σένα;;; Ε;;;Πες μου τι;;;;''

                 Άκουγαν οι γείτονες τις φωνές μέσα στην ησυχία της νύχτας κι έλεγαν: ''Πάλι τσακώνονται οι δυο αδερφές!! Αυτές παιδί μου, θα φαγωθούν, να μου το θυμηθείς... Δεν τις βλέπω καθόλου καλά...'' Κατά το χάραμα την πήρε ο ύπνος εξαντλημένη από τα χιλιόμετρα που είχε διανύσει ολονυχτίς... Σηκώθηκε βαρύθυμη,έριξε μια ματιά στο καθιστικό και πήγε να φτιάξει καφέ. Τον ήπιε στο δωμάτιό της  Δεν είχε όρεξη να βλέπει πρωί-πρωί τα μούτρα της αδελφής της. Κάποια στιγμή που ξαστέρωσε το μυαλό της στάθηκε απέναντί της με τρόμο:  ''Θεέ μου! Η Βενετία πέθανε!!!! Τι θα κάμωωωωω;;;;;''' Η πραγματικότητα την διαπέρασε σαν πιστολιά... Το μυαλό της δεν άντεχε την αλήθεια. Γι' αυτό, γύρισε την πλάτη και πήγε στο δωμάτιό της... Πεινούσε. Έφαγε μια μπανάνα και με το μεγάλο κουτάλι, έφαγε μπόλικο ζαχαρούχο γάλα...'' Δεν με φτάνουν οι έγνοιες μου, έχω και το πόδι της Βενετίας. Αύριο θα πάω στο Αργοστόλι.. Δεν αντέχω άλλο κλεισμένη εδώ μέσα... Θα μου στρίψει στο τέλος.. Θα ντυθώ καλά και θα πάρω αγκαζέ το ταξί του Αυγερινού να πάω Αργοστόλι.. Αν θέλει, ας έρθει μαζί μου... Δεν θα την παρακαλέσω κι όλας... Καλύτερα μόνη, να ξεφύγω από όλον τούτον τον μπελά...''
                     Ζούσε σε μια παραζάλη... Μπέρδευε το φανταστικό με την οδυνηρή πραγματικότητα... Το βράδυ ξανάρχισε το πηγαιν' έλα και τις φωνές   '' Εσύ καλά κάθεσαι ευτού που είσαι... Ρωτάς κι εμένα τι τραβάω;;; Όλοι πάνω μου πέσατε... Αννούλα το ένα...Αννούλα το άλλο... Δεν αντέχω άλλο... Παρατάτε με πια!!'' Κι επειδή ακούγονταν φωνές, πού να υποψιαστούν οι γείτονες το μακάβριο θέατρο του παραλόγου που ξετυλιγόταν ακριβώς δίπλα τους.... Και ο κεραυνός που την συγκλόνισε και της έπληξε το μυαλό, την έκανε ν' αντέξει πολλές μέρες τούτη την τρέλα... Ζώντας μ'ένα πτώμα, περνούσε τις μέρες της μέσα σε μια ομίχλη. Όταν η θολούρα αραίωνε κι έβλεπε την πραγματικότητα, ο νούς της δεν μπορούσε να την αντέξει... Ξανάκανε βουτιά κι ερχόταν  ο περίεργος κόσμος να την κρατήσει όρθια στα πόδια της και να μην καταρρεύσει σωματικά. Γιατί ψυχικά είχε γίνει κουρέλι...

                  Ήταν κατακαλόκαιρο. Η ζέστη πολλή. Και το σώμα της Βενετίας άρχισε να αποσυντίθεται... ''Μα, τι μυρίζει; Πολύ  άσχημη μυρωδιά... Εσύ δεν την νιώθεις; Μα τι λέω... Από σένα θα είναι... Τα κατάφερες.. Πέθανες... Πάω ν'ανοίξω κανένα τζάμι να ξεβρωμίσουμε... Εσύ καλά κάθεσαι εκεί..Δεν θ'αργήσω...Ά! Θα έρθω και να σε πλύνω.... Βρωμοκοπάς...''  Πήρε το λάστιχο του ποτίσματος και γύρισε στο καθιστικό...Δεν μπορούσε να την αγγίξει με τόσες πληγές που είχε...Σιχαινόταν.Κι αν κόλλαγε κάτι; Όλα τα 'χει η Μαριωρή, αυτό της έλειπε τώρα... Άνοιξε τη βρύση και το νερό έπεσε ορμητικό πάνω στην νεκρή. Αφού θεώρησε ότι την είχε πλύνει καλά, έκλεισε την βρύση, μάζεψε το λάστιχο και το 'βαλε στην θέση του, ψιθυρίζοντας:  ''Πάει κι αυτό...''  Δεν σκέφτηκε ότι τα νερά θα κατρακυλούσαν στην σκάλα και θα έβγαιναν στον δρόμο. Έτσι, δεν τα μάζεψε.  'Εντωμεταξύ, η μυρωδιά είχε αρχίσει να φτάνει ως έξω...Από μέρες το κουβέντιαζαν: ''Σου μυρίζει τίποτε κυρά Κλεονίκη; Τι μπόχα είναι αυτή... Δεν σ'ενοχλεί;''   ''Αν μ'ενοχλεί λέει; Τις τελευταίες μέρες έχει γίνει αφόρητη... Από πού λες να 'ρχεται;;'' ''Από κάπου εδώ κοντά να σε χαρώ... Δεν μπορώ να καταλάβω...'' Και όταν είδαν κάτι  περίεργα νερά  να ξεμυτίζουν  κάτω από την εξώπορτα  του Ιακωβάτου και να μην σταματούν, αναστατώθηκαν....Τι ήταν τούτο πάλι;; Τα συνδύασαν όλα... Κάτι αφύσικο γινόταν...Η μπόχα έβγαινε σίγουρα απ'το Ιακωβατέ'ι'κο... Κτύπησαν το κουδούνι πολλές φορές  Τίποτα. Ειδοποίησαν την Αστυνομία... ''Μέσα είναι κυρ Αστυνόμε... Χθες βράδυ ακούγαμε πάλι φωνές.. Μπας κι έχουν πάθει τίποτε; Κι αυτή η μυρωδιά είναι ανυπόφορη....''  Ο Αστυνόμος άνοιξε και έφριξε... Πάνω στα σκαλοπάτια που έφερναν στον πρώτο όροφο, ένα υγρό βρωμερό μόλυνε την ατμόσφαιρα..  Απαγορεύτηκε η είσοδος στους περίεργους που είχαν αρχίσει να μαζεύονται. Οι Αστυνομικοί ανέβηκαν την σκάλα με τις πεταλούδες, χτύπησαν την πόρτα και πάγωσαν κυριολεκτικά...
                    Μια γυναίκα με αλλόκοτη ηρεμία τους άνοιξε. Ήταν η Αννούλα που τους κοίταζε με ένα βλέμμα απόμακρο, θολό, απλανές... Στα δεξιά τους,δίπλα στην πόρτα, πάνω σε μια καρέκλα, βρισκόταν καθιστό το πτώμα μιας γυναίκας... Η μπόχα τούς έκοψε την ανάσα και κάτω, τα υγρά από το πτώμα που είχε αρχίσει να σαπίζει, λίμναζαν  στο μωσα'ι'κό του πατώματος και χύνονταν σιγά-σιγά προς τα σκαλοπάτια... Οι επόμενες στιγμές κύλησαν σαν μια ταινία σε τρομερά γρήγορη κίνηση.  Απέκλεισαν το κτήριο και κατέβασαν την Άννα που τους ακολούθησε ήρεμα, τελείως άβουλα. Την έβαλαν να καθίσει σε μια καρέκλα, μπροστά στο ισόγειο του σπιτιού της. Εν τω μεταξύ πλήθος κόσμου είχε συγκεντρωθεί ολόγυρα σιγοψιθυρίζοντας:  '' Η μυρωδιά ήταν από την πεθαμένη... Λένε ότι η αδελφή της ζούσε με το πτώμα μέρες τώρα...'' ''Ω. Μεγαλοδύναμε!! Τι τραγωδία είναι αυτή!!''  ''Την δύστυχη.. Θα της έστριψε φαίνεται! Πού έχει ξανακουστεί τέτοιο πράγμα;''  ''Κυρ Αστυνόμε τι έγινε;''' ''Άσ'τε να κάνουμε την δουλειά μας... Η γυναίκα έμενε με ένα πτώμα πάνω από 10 μέρες! Σκέτη τραγωδία!''

             Το συνεργείο της Αστυνομίας έπραξε τα δέοντα ... Το πτώμα απομακρύνθηκε, την Άννα την πήγαν στο νοσοκομείο. Όλη αυτήν την ώρα καθόταν ακίνητη... Άχνα δεν έβγαλε. Κοιτούσε κάπου μακριά, σαν να μην έβλεπε , σαν να μην άκουγε τον θόρυβο από τους περίεργους που τώρα είχαν πληθύνει. Ο βόμβος  από τις κουβέντες, η μεταφορά της νεκρής,το τρεχαλητό των αστυνομικών,  λες και δεν την άγγιζαν... Το μυαλό της βρισκόταν σε κάποιες σπηλιές σκοτεινές και ήσυχες που χέρι ανθρώπου δεν φτάνει... Ακολούθησε πειθήνεια τον γιατρό και τον αστυνομικό... Ούτε ρώτησε πού την πάνε... Πίσω έμειναν οι περίεργοι και κάποιοι που πραγματικά ταράχτηκαν και πόνεσαν... Το διόροφο κλείστηκε με την κίτρινη ταινία της αστυνομίας. Αύριο θα ερχόταν συνεργείο για απολύμανση... Ήταν και τα τυπικά... Να σταλεί το πτώμα στην Πάτρα για νεκροψία, να συζητήσουν με την Άννα, να ειδοποιηθούν οι συγγενείς και η κόρη της αποθανούσης στην Αμερική...

                Εκείνο το βράδυ, μια φίλη της Πολυάνθης την πήρε τηλέφωνο και της είπε τα φριχτά μαντάτα....Όλη η Σάμη είχε αναστατωθεί...Θα αργούσε να περάσει ο απόηχος ενός τέτοιου γεγονότος... Την άλλη μέρα έμαθε η Πολυάνθη, ότι την Αννούλα την έστειλαν στο ψυχιατρείο της Τρίπολης. Ένιωσε δυνατή συγκίνηση . Την πήραν τα κλάματα... Η Αννούλα;  Τέτοια τύχη; Με την νεκρή αδελφή της τόσες ημέρες; Και τώρα στο ψυχιατρείο;  Αυτό ήταν κατάρα.. Ούτε αρχαία τραγωδία να ήταν...Πού πήγε το άλλοτε γελαστό κορίτσι; Απλούστατα... Είχε φύγει πριν καιρό από την χώρα των ψυχικά υγιών ατόμων...Μόνον που οι πολλοί δεν το είχαν καταλάβει...Κάποιοι είχαν προείδει μια άσχημη κατάληξη, όχι όμως και μέχρι αυτού του σημείου...Η μοίρα όμως δεν είχε πει ακόμη την τελευταία της λέξη... Επεφύλασσε με χαιρεκάκια άλλο ένα δύσκολο κεφάλαιο... Τι σου είναι οι θεοί τέλος πάντων, όταν θέλουν να παίξουν με τις τύχες των ανθρώπων....Αδυσώπητοι...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου