Η ΩΡΑ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ [Κείμενο διαχρονικό, με μεγάλες ιστορικές αλήθειες]
-------------------------------------------------------
Η Κωνσταντίνα Τζέμου, είχε ένα ανοιχτό μυαλό, που ρουφούσε τα πάντα σαν σφουγγάρι. Ό,τι και να της έδινες το έφερνε εις πέρας με άνεση, μεγάλη ευσυνειδησία και ευγένεια. Θα την θυμάμαι στα κατάλευκα ντυμένη Ελλάδα, στο χορόδραμά μας ΛΑΒΑ Η ΕΛΛΑΔΑ ΜΑΣ και στα ολοπόρφυρα, στο χριστουγεννιάτικο έργο μας Η ΕΝΤΕΚΑΤΗ ΕΝΤΟΛΗ. Σήμερα, έχει τελειώσει με Άριστα την ΣΧΟΛΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ ΠΑΤΡΩΝ. Η Κωνσταντίνα, έκανε 1ο] Εράσμους Πλέϊσμεντ, στην Αρχιτεκτονική Εταιρεία του Ντομινίκ Περώ στο Παρίσι 2ο] Διπλωματική εργασία με Άριστα 3ο] Πρακτική στην Εταιρεία του Ζαν Νουβέλ στο Παρίσι 4ο] Υποτροφία από το Χάρβαρντ με διετές Μεταπτυχιακό στον Αστικό Σχεδιασμό, όπου αρίστευσε και μάλιστα με την καλύτερη επίδοση. 5ο] Εργάσθηκε δύο χρόνια στην Νέα Υόρκη και τώρα βρίσκεται στην Βασιλεία της Ελβετίας όπου εργάζεται στην εκεί μεγαλύτερη Αρχιτεκτονική Εταιρεία... Το κείμενο που υπογράφει, είναι από την ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΩΡΑ που είχαμε εφαρμόσει στην τάξη, γνωρίζοντας μεγάλους Έλληνες πεζογράφους και ποιητές. Εκτός από την Ανάλυση Καλολογικών στοιχείων, είχαμε και την εννοιολογική Ανάλυση του εκάστοτε έργου. Συζητούσαμε πολύ, εμβαθύναμε και κ ρ α τ ο ύ σ α μ ε σημειώσεις. Τέτοια Ανάλυση επιχειρεί η Κωνσταντίνα. Το συγκεκριμένο διήγημα του Καρκαβίτσα, βρίθει κοσμητικών επιθέτων, παρομοιώσεων, μεταφορών και μαγευτικών εικόνων. Το θέμα είναι να π ρ ο σ α ρ μ ό σ ο υ ν τα καλολογικά στοιχεία στον δικό τους λόγο, ώστε οι μαθητές να τα χρησιμοποιούν με άνεση στις εκθέσεις τους και να ψάχνουν να βρίσκουν τι κ ρ ύ β ε τ α ι κ ά τ ω από το προφανές. Η Κωνσταντίνα - όπως κι άλλα παιδιά - ανταποκρίθηκε υπέροχα. Θα το νιώσετε διαβάζοντας την ανάλυσή της. Και δείτε, τι μπορεί να σ η μ α ί ν ε ι η γοργόνα και τι απάντησαν ότι κ ρ ύ β ε τ α ι κάτω από την ερώτηση "Ο Μέγας Αλέξανδρος απέθανε για ζει;;;"...
Η ΓΟΡΓΟΝΑ
του ΑΝΔΡΕΑ ΚΑΡΚΑΒΙΤΣΑ
Κόντευε να νυχτώνει. Όλοι στο πλοίο ετοιμάζονταν να κοιμηθούν... Ο ήλιος ήταν ώρα βασιλεμένος. Ένας ναύτης όμως δεν μπορούσε να κοιμηθεί.. Τι να του έφταιγε; Η γαληνεμένη θάλασσα, ο ξάστερος ουρανός ή το τσουχτερό αγιάζι; Την απάντηση δεν την ήξερε. Τα σύννεφα εκείνη την ώρα ήταν χρυσοπόρφυρα και συντρόφευαν το ηλιοβασίλεμα. Σαν ήρθε όμως η νύχτα, σκέπασε τα σύννεφα με τα μαύρα πέπλα της. Ο ουρανός γέμισε αστέρια και ένα από αυτά, ο Αποσπερίτης, έλαμπε σαν κρυσταλλόχιονο πάνω στο βαθύ μπλε νυχτερινό βελούδο. Ο ναύτης πήγε να πιάσει κουβέντα με τον τιμονιέρη μα, ήταν τόσο βαρετά που τα παράτησε. Ούτε με τον σκύλο του πλοίου, τον Μπραχάμη, έπαιξε πάνω από δύο λεπτά, μιας και τον βρήκε βαριεστημένον. Και έτσι ο ναύτης μας ξάπλωσε στο κατάστρωμα και αγνάντευε τον ουρανό.
Ξαφνικά, ένα πορφυρό κύμα χύθηκε πάνω του, τρόμαξε και έκλεισε τα μάτια του φοβισμένος... Σαν τα ξανάνοιξε, ο ουρανός και η θάλασσα είχαν το ίδιο χρώμα, το χρώμα της φωτιάς, το λαμπερό κόκκινο! Ήταν τόσο όμορφα!! Ένα μενεξεδένιο σύννεφο τύλιξε γαλαζόχρωμα τ' αστέρια και τα έκρυψε κάτω από το πυκνό μαγνάδι του. Από πάνω ένα ουράνιο τόξο έχυνε ποτάμια πράσινα, χρυσορόδινα και γλαυκά, βάφοντας το στερέωμα με λάμψεις ουρανομήκεις, αστραφτερές, εξαίσιες. Όλα γύρω έστεκαν ξαφνιασμένα, κατάπληκτα μπροστά στην μαγικιά αυτή λάμψη. Μα περισσότερο κατάπληκτος έστεκε ο ναύτης... Ένιωθε πως ήρθε η συντέλεια του κόσμου! Τέτοια όμως συντέλεια θα ευχαριστούσε τον καθένα! Η γη ήθελε να πεθάνει μέσα στα ροδοκύματα!
Ο ναύτης ανατρίχιασε βλέποντας ξαφνικά ένα πελώριο κύμα να έρχεται κατά το μέρος του κι είπε τρέμοντας πως ήρθε ο θεόσταλτος άγγελος, ο κοσμοχαλαστής και ο σωτήρας! Όμως όσο το ζωντανό κύμα ερχόταν προς το μέρος του, τόσο και μίκραινε, ώσπου μπροστά του φάνηκε μια χιλιόχρονη, πανέμορφη, χιλιόμορφη κόρη! Φορούσε μια δαμαντοστόλιστη κορώνα στο ουράνιο κεφάλι της και τα πλούσια, υπέροχα μαλλιά της, απλώνονταν απαλά σαν μετάξι, πάνω στα κύματα... Το πλατύ, φωτεινό μέτωπο, τα σπινθηροβόλα μάτια της, τα κοραλλένια χείλη της, του έκοψαν την μιλιά... Είχε βασιλική περηφάνεια, μια μοναδική μεγαλοπρέπεια... Στο αριστερό της χέρι κρατούσε μια ολόλαμπρη μακεδονική ασπίδα και στο δεξί της, την ονομαστή, μακεδονική σάρισσα...
Η φωνή της χιλιόμορφης κόρης ακούστηκε να τον ρωτάει μελωδικά, αν ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος. Εκείνος, με θολωμένο το μυαλό, χωρίς να το σκεφτεί, απάντησε πως τώρα πια, ούτε τα κόκαλά του δεν υπάρχουν. Τι το 'θελε και τό 'πε;; Με μιας τα πάντα άλλαξαν γύρω του... Η θεϊκιά κόρη μεταμορφώθηκε στην στιγμή, σε ένα σίχαμα φοβερό, όμοιο με Κύκλωπα. Τα ωραία μαλλιά της έγιναν φίδια που πήγαιναν πέρα δώθε απειλητικά... Μπροστά του ορθωνόταν πλέον ο φριχτός κοσμοχαλαστής. Και τότε ο ναύτης κατάλαβε... Μπροστά του στεκόταν η αδελφή του Μέγα Αλέξανδρου, μεταμορφωμένη σε γοργόνα, γιατί είχε πιει κατά λάθος το αθάνατο νερό, που προόριζε για τον αδελφό της... Και αυτός ο ανόητος την είχε θυμώσει με τα λόγια του... Το κατάλαβε πως ρωτώντας τον, δεν ε ν ν ο ο ύ σ ε το φθαρτό σώμα, αλλά την μ ν ή μ η του στρατηλάτη αδερφού της... Πώς μπόρεσε να κάμει τέτοιο λάθος;; Ήταν η γοργόνα! Α ν τ ι π ρ ο σ ώ π ε υ ε το αιώνιο Ελληνικό πνεύμα!!! Ήταν η δ ό ξ α του Μεγάλου Αλεξάνδρου αγέραστη και α θ ά ν α τ η σε στεριά και θάλασσα, σε όλες τις χώρες της γης!!! Και μόνον για εκείνης τον ερχομό, ο Πόλος έριξε το Σέλας του να στρώσει τον αιθέρα με το χρώμα της πορφύρας και τους θεσπέσιους κυματισμούς του!!
Και την ώρα που το τεράστιο χέρι της μεταμορφωμένης κόρης άρπαξε την κουπαστή του καραβιού για να την τσακίσει και να βουλιάξει το πλοίο από τον σπαραγμό της, ο ναύτης τρομαγμένος φώναξε με όλη του την δύναμη, πως ΔΕΝ ήταν αλήθεια όσα της είπε, πως έκανε ένα τρομερό λάθος... Εκείνη, τον κοίταξε από το θεόρατο ύψος της αυστηρά και τον ξαναρώτησε:
- Ναύτη, καλέ ναύτη, ο βασιλιάς Αλέξανδρος, απέθανε, για ζει;
- Κυρά μου!! Ζει και βασιλεύει και τον κόσμο κ υ ρ ι ε ύ ε ι!!!!!!
Και τότε έγινε το θαύμα!! Η γοργόνα, σαν άκουσε την απάντηση, έγινε ξανά, η πανέμορφη κόρη... Το τέρας χάθηκε και την θέση του πήρε μια ουράνια οπτασία! Πήρε μια χρυσή χτένα και άπλωσε τα χρυσά της μαλλιά, σαν αστραφτερό πέπλο στην θάλασσα που ξανάγινε ήσυχη σαν λάδι. Και τ ό τ ε μια λάμψη άστραψε στα ουράνια... Ο ναύτης άλαλος σήκωσε τα μάτια του ψηλά στον ουρανό και είδε μέσα στα σύννεφα τα γλαυκά, να εμφανίζεται ο Μέγας Αλέξανδρος, καβάλα στο πανέμορφο άτι του τον Βουκεφάλα!!!! Είδε κατάπληκτος την πεντάμορφη κόρη, να χαιρετά μέσα από τα θαλάσσια νερά τον αδελφό της συγκινημένη, ενώ μ ε τ α ξ ύ ουρανού και γης, μετεωριζόταν ένα ολόχρυσο δάφνινο στεφάνι!! Καθώς αποχωρούσε ο Μέγας Αλέξανδρος χαιρετώντας με την σάρισα την πολυαγαπημένη του αδελφή, απομακρυνόταν και η γοργόνα με ένα χαμόγελο ευτυχίας, αργοπαίρνοντας μαζί της όλες τις ομορφιές της θαυμαστής εκείνης νυχτιάς: τα ρόδινα ποτάμια φωτός, το βόρειο σέλας με τις πολύχρωμες πτυχώσεις του, που ιριδίζανε εκτυφλωτικά, το γέλιο των ανέμων και το τραγούδι των νηρηίδων... Συνάμα, από παντού ακουγόταν να πλανιέται ένα τραγούδι πολεμικό, δ ι θ υ ρ α μ β ι κ ό, που γέμιζε με νότες θριαμβευτικές το σύμπαν, λες και γύριζε νικητής από τον πόλεμο, ο ένδοξος μακεδονικός στρατός...
Και σιγά - σιγά όλα έσβησαν, χάθηκαν λες και τα ρούφηξε ο ουρανός και η απέραντη θάλασσα... Όλα ηρέμησαν έτσι μαγικά, όπως είχαν ξεκινήσει.. Το υπέρλαμπρο Σέλας, μάζεψε τα κρόσσια του και ο Μέγας Αλέξανδρος κλείστηκε στην χώρα της μνήμης του κ ά θ ε Έλληνα, όσο και όπου υπάρχει Ελληνισμός... Και η γοργόνα,η αγαπημένη του αδελφή, θα βασιλεύει παντοτινά σε μια γωνιά του νερένιου σύμπαντος, π ο τ ί ζ ο ν τ α ς όλον τον κόσμο με το ΑΘΑΝΑΤΟ νερό του ελληνικού πολιτισμού, θυμίζοντας σε όλους μας, ότι ΔΕΝ πρέπει π ο τ έ να ξεχνάμε την ένδοξη πεντακισχιλιάχρονη, ελληνική ιστορία μας... Και τονίζοντάς μας, ότι η ΕΛΛΑΔΑ μας, θα ζει και θα βασιλεύει για π ά ν τ α στους αιώνες των αιώνων με την μεγαλειώδη ιστορία της και το απαράμιλλο, ΑΘΑΝΑΤΟ πνεύμα της!!!!!
Και όλα ηρέμησαν και ξανάγιναν όπως πρώτα... Ταραγμένος ο ναύτης, συγκινημένος και τρέμοντας ακόμα από την αναπάντεχη συνάντηση με τον θρύλο της Μακεδονίας και ολόκληρης της Ελλάδας, ένιωθε μέσα του έναν λυγμό, γιατί δεν υπάρχει πια κανένας Μέγας Αλέξανδρος να διατηρήσει και σήμερα, το ίδιο δοξασμένη όπως παλιά, την πορφύρα του μεγαλείου της Ελλάδας, σε αυτόν τον κόσμο. Για κάποιες πολύτιμες στιγμές, ο ναύτης είχε ξαναζήσει την δόξα της χώρας μας, σε όλο της το μεγαλείο...
Και το καράβι, χωρίς μάγια πλέον, στη μέση του πελάγου, συνέχισε ήρεμα το ταξίδι του... Μόνο που το θαλασσινό αεράκι, ψιθύριζε πάνω στο κατάστρωμα, σαν στεναγμός τις λέξεις: "ΜΗΝ ΞΕΧΝΑΣ... Έ λ λ η ν α ΜΗΝ ξ ε χ ν ά ς... Μην ξεχνάτε... Μ Η Ν Ξ Ε Χ Ν Α Σ..."
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΤΖΕΜΟΥ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου