Εμφανιζόμενη ανάρτηση

Τετάρτη 13 Οκτωβρίου 2021

Η  ΩΡΑ  ΤΩΝ  ΜΑΘΗΤΩΝ

Αυτή η φορά, είναι διαφορετική από τις άλλες. Είναι τελείως αλλιώτικη, με πονεμένη έκβαση. Ο μαθητής μου Ντανιέλ Στρούγκα ήταν από την Αλβανία. Ένα παιδί που μπορεί να μην "έτρεχε" στα μαθήματα, αλλά ήταν τρομερά ευσυνείδητος και πολύ ευαίσθητος. Μέσα από τα θεατρικά μας, βρήκε το ταλέντο του και σε όλες τις παραστάσεις μας, ξεχώριζε. Ήξερε μάλιστα και τέλειο μπρέϊκ ντάνς!!! Ένα παιδί που αργότερα, ακόμα και ως μαθητής Γυμνασίου, ερχόταν να με δει, γεμάτος χαρά. Ώσπου τον έχασα. Έμαθα ότι ένα βράδυ που γύριζε με τον φίλο του από διασκέδαση με το αυτοκίνητο, στο φανάρι της Αγίας Παρασκευής, έγινε το καθοριστικό ατύχημα. Ο Ντανιέλ ως συνεπιβάτης έλαβε όλο το φοβερό τράκο. Κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις.. Ποιος;; Ο Ντανιέλ, ο υπερδραστήριος, ο ασίγαστος Ντανιέλ μας... Το αγόρι που ήταν πάντα πλάϊ μου, έτοιμος να πάρει τα βιβλία, να με βοηθήσει σε ό,τι μπορούσε, γεμάτος προσφορά... Μετά κάποιο καιρό, τον είδα σπίτι του. Είχαμε πάει με τον Λευτέρη, τον άντρα της κόρης μου, της Ελπίδας. Είχε συνέρθει, αλλά θα είχε για πάντα κινητικά προβλήματα και δυσχέρεια λόγου... Με γνώρισε και δάκρυσε... Ο πατέρας του έμεινε για πάντα σπίτι να τον φροντίζει. Η μητέρα του και τ' αδέλφια του στην δουλειά... Δεν δέχθηκε να μείνει όσο καιρό έπρεπε στο κέντρο αποκατάστασης. Σήμερα είναι στην ίδια κατάσταση... Ποιος ;; Ο Ντανιέλ, ο πρώτος  χορευτής, η αγαθή ψυχή, η μεγάλη καρδιά... Για το Ντανιέλ γράφω αναλυτικά στα κείμενά μου Η ΑΠΩΛΕΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΔΑΣΚΑΛΟ, όπου αναφέρω γεγονότα που σημάδεψαν την καρδιά όλων μας... Εγώ πάντως, θα θυμάμαι τον Ντανιέλ  ό ρ θ ι ο, να παίζει στο χριστουγεννιάτικο θεατρικό μας Η ΕΝΤΕΚΑΤΗ  ΕΝΤΟΛΗ, να μας συγκινεί όλους με το παίξιμό του και να μας ξεσηκώνει στα ρώσικα χορευτικά μας...

    Την υπόσχεση που δίνει στο παρακάτω κείμενο, την κράτησε.. Δυο φορές τον χρόνο, κυρίως Πάσχα, ερχόταν και με έβλεπε..  Ήθελε να είναι παρών στην ζωή μου κι ας είχε τελειώσει το Δημοτικό..... Ώσπου η μοίρα χτύπησε σκληρή...

    Μια μέρα  - όταν τον είχα μαθητή-  είπα στην τάξη μου, να γράψουν ένα δικό τους θέμα. Τότε ακόμη και οι δύο θυγατέρες μου ήταν ανύπαντρες... Όμως το μυαλό του μαθητή μου, έφτιαξε ολόκληρο σενάριο... Ήθελε να μου τονίσει ότι θα ήταν πάντα δίπλα μου... Συγκινήθηκα πολύ... Και να, τι φαντάστηκε, πώς τα συνέδεσε, η καρδούλα του αγαπημένου μου, Ντανιέλ...


ΚΑΙ Η ΧΑΡΑ ΞΑΝΑΡΘΕ...

Ήταν ένα σπίτι, που γύρω του δεν υπήρχαν άλλα σπίτια, ούτε άνθρωποι. Στην αυλή του μόνο φύτρωναν λίγα δέντρα, χορτάρι πράσινο και είχαν ξεμείνει κάτι κούνιες με μια τσουλήθρα... Περνούσα από εκεί συχνά.

    Μια φορά πέρναγα από εκεί με κάτι φίλους, για να πάμε να παίξουμε ποδόσφαιρο και ξαφνικά βλέπουμε ένα παράθυρο ανοιχτό, αλλά δεν δώσαμε σημασία και προχωρήσαμε. Όταν επιστρέψαμε, είδαμε το παράθυρο κλειστό.

    Μετά από πολύ καιρό, ξαναπεράσαμε από το μοναχικό σπίτι, για να πάμε πάλι να παίξουμε ποδόσφαιρο. Καθώς γυρίζαμε, ακούσαμε μια φωνή. Τρέξαμε να δούμε και βλέπουμε στην πόρτα του σπιτιού μια γιαγιά που ήθελε να μαζέψει την γάτα της από τον κήπο, αλλά δεν μπορούσε να τρέξει να πιάσει το σκανταλιάρικο γατί, που έτρεχε στην αυλή και στον κήπο, όλο χαρά! Τότε εμείς τρέξαμε, πιάσαμε το γατάκι και το δώσαμε στην γιαγιά. Εκείνη, για να μας ευχαριστήσει, μας κέρασε κουλούρια και γλυκό του κουταλιού κεράσι.

    Το σπίτι ήταν πολύ μεγάλο και έμενε μόνη της. Την ρωτήσαμε πώς την λένε και μας είπε "Πολυάνθη". Την ρωτήσαμε αν έχει συγγενείς και εκείνη την στιγμή κατέβασε το κεφάλι.  Μας είπε ότι κάποτε το σπίτι βούιζε από παιδικές φωνές και ότι αυτές οι κούνιες και αυτή η τσουλήθρα, ήταν πάντοτε ζεστές... Σε αυτές ανέβαιναν τα εγγόνια της. Τώρα οι κούνιες πήγαιναν πέρα-δώθε, επειδή τις κουνούσε ο άνεμος... Τα παιδιά της και τα εγγόνια της, μετακόμισαν σε άλλη, μακρινή πολιτεία... Γι' αυτό γύρω υπήρχε τόση μοναξιά...

    Εμείς τότε, πήγαμε και αγκαλιάσαμε την γιαγιά και της είπαμε ότι μπορούσαμε να γίνουμε εμείς τα εγγόνια της, μέχρι να έρθουν τα δικά της και τρέξαμε όλοι να παίξουμε στην τσουλήθρα και στις κούνιες. Και τότε η γιαγιά κάθισε - μετά από πολλά χρόνια - στην πολυθρόνα που είχε στην αυλή και που κοίταζε κάποτε να παίζουν τα εγγόνια της. Τώρα χαμογελούσε και έβλεπε εμάς...

    Μετά από λίγο, γυρίσαμε και καθίσαμε κοντά στην γιαγιά. Ήμασταν ιδρωμένοι από το παιχνίδι, όμως η γιαγιά πήρε το μαντήλι της, μας σκούπισε τα πρόσωπα και άρχισε να μας λέει όμορφες ιστορίες και παραμύθια.

    Από τότε, δεν πηγαίναμε για ποδόσφαιρο, αλλά  τρέχαμε στη γιαγιά Πολυάνθη. Παίζαμε στις κούνιες και στην τσουλήθρα και τρώγαμε το γλυκό που μας κερνούσε. Γιατί, μ έ χ ρ ι να έρθουν οι κόρες της και τα εγγόνια της, δεν ήμαστε πια ξένα παιδιά. αλλά  γ ί ν α μ ε  σαν τα εγγόνια και τα παιδιά της...

                                [ Ε ν τ ά ξ ε ι   κ υ ρ ί α;;...]

                                                                       ΝΤΑΝΙΕΛ  ΣΤΡΟΥΓΚΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου