Εμφανιζόμενη ανάρτηση

Τρίτη 19 Ιουνίου 2018
Ο ΔΙΚΟΣ ΜΟΥ ΠΑΤΕΡΑΣ
Δευτέρα 18 Ιουνίου 2018
ΣΤΗΝ ΓΙΟΡΤΗ ΣΟΥ ΠΑΤΕΡΑ...
Πλησίαζε η 21η Μαΐου... Των αγίων
Κωνσταντίνου και Ελένης. Η μητέρα μ' έστειλε στην εκκλησία να πάω το εικόνισμά
τους, να ευλογηθεί. Στο μυαλό μου τριγύριζε η σκέψη:'' Τι δώρο θα κάνω στον
μπαμπά;'' Το χαρτζΙλίκι δεν έφτανε και η έγνοια μ’ έτρωγε. Περνούσα την
''Περίοδο της Ποίησης'' [!]. Δεκαεφτά χρονών... Αντί να μιλάω, έβγαιναν
στίχοι! Τότε το αποφάσισα... Θα έγραφα ένα ποίημα και θα το μαγνητοφωνούσα! Κι
όταν θα έμπαινε ο πατέρας σπίτι, θα άφηνα το κασετόφωνο να παίξει...
Το ίδιο εκείνο
βράδυ έβαλα σε εφαρμογή το σχέδιο... Αφού όλοι είχαν πέσει στο κρεβάτι, άναψα
το πορτατίφ με το πλούσιο, όλο πτυχώσεις καπέλο που 'χαμε πάρει από το
Αργοστόλι κι άρχισα να γράφω. Η πόρτα μισογερτή. Κατά τις 11.30 μ.μ., ακούω την
φωνή του πατέρα: ''Κλείσε το φως Πολυάνθη! Θα ξυπνήσεις την αδελφή σου... Γιατί
είσαι τέτοια ώρα ξύπνια; Δεν θα σηκώνεσαι το πρωί για σχολείο...'' Το φως
έκλεισε. Κοίταξα προς το κρεβάτι της αδελφής μου, με την οποία μοιραζόμαστε το
δωμάτιο. Κοιμόταν του καλού καιρού. Το άλλο βράδυ ξαναπήρα τετράδιο και στυλό
και άνοιξα πάλι το πορτατίφ. Είχα φθάσει στην 10η στροφή, όταν ξανακούστηκε η
φωνή του πατέρα: ''Πάλι τα ίδια Πολυάνθη; Γιατί δεν κοιμάσαι; Σβήσε επιτέλους
το φως!''
Δεν πήγαινε
άλλο... Κάτι έπρεπε να κάνω, αν ήθελα να τελειώσω το ποίημα στην ώρα του. Το
επόμενο βράδυ το φως δεν άναψε. Κάτω από το σεντόνι όμως, ο φακός που είχα
πάρει μαζί μου, με βοήθησε να συνεχίσω το γράψιμο... Αυτό συνεχίστηκε και τα
άλλα βράδια, ώσπου μιά νύχτα έγραψα και την τελευταία στροφή... Ήταν βλέπετε
μακροσκελέστατο ποίημα, 30 τόσες στροφές!! Βρήκα ευκαιρία τις επόμενες μέρες,
όταν κάποια ώρα βρέθηκα μόνη και μαγνητοφώνησα το ποίημα: ''ΣΤΗΝ ΓΙΟΡΤΗ ΣΟΥ
ΠΑΤΕΡΑ'', ο τίτλος. Το απήγγειλα με θεατρικό στυλ, άλλοτε δροσερά, άλλοτε
δραματικά, σαν να έπαιζα θεατρικό σκετς! Ήμουν πλήρως ικανοποιημένη. Και ήρθε η
21η Μαΐου.
Η μαμά έστρωσε
το βελούδινο τραπεζομάντιλο με τα ροζ τριαντάφυλλα. Έφτιαξε αμυγδαλωτά, το
καθιερωμένο γλυκό που ετοίμαζε τέτοια ημέρα και τα πετύχαινε όσο δεν λέγεται.
Ήρθε ο παπάς για ευλογία και το σπίτι όλο μοσχομύριζε πάστρα, ρόδα, γιασεμί και
μπουγαρίνι. Βλέπετε, το απόγευμα θα έρχονταν για τα ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ, κόσμος και
ντουνιάς. Η μαμά, φορώντας τα καλά της, θα σερβίριζε στις κυρίες πρώτα
σοκολατάκι, μετά λικέρ και μετά το κυρίως γλυκό. Ήταν μια ιεροτελεστία που την
σειρά της κρατούσαν όλες οι σιόρες με θρησκευτική ευλάβεια. Μετά το κυρίως
γλυκό, καθόσουν λίγο ακόμη, συζητούσες για χίλια δυό ανάλαφρα θέματα και μετά
σηκωνόσουν λέγοντας ευγενικά: ''Ώρα να πηγαίνω. Βλέπετε έχω να πάω και σε άλλες
βίζιτες... Χρόνια σας πολλά! Να τον χαίρεστε!'' και αποχωρούσες για να
ανταποδώσεις τις επισκέψεις που σε είχαν τιμήσει στην δική σου μεγάλη γιορτή,
τότε που ''Άνοιγες το σπίτι σου'', όπως λέγαμε. Εκείνη την εποχή, η λέξη
βίζιτα, δεν είχε καμία σχέση με την έννοια που της έχουν προσδώσει σήμερα.
Έφτασε λοιπόν
το μεσημέρι. Το σπίτι άστραφτε για το απόγευμα. Φρεσκοασβεστωμένες οι
γλάστρες και τα πεζούλια, πλημμύρα τα λουλούδια στην αυλή, οι μαργαρίτες, οι
παρθενόκρινοι, οι λύκοι, το χρυσόδεντρο, τα ρόγκολα, οι γαρυφαλλιές... Η μαμά
και η αδελφή μου ήταν στο κόλπο. Μόλις ο Ντίκ άρχισε να γαυγίζει χαρούμενα,
ξέραμε ότι ο μπαμπάς πλησίαζε με το ποδήλατό του. Ήταν το σύνθημα. Είχαμε
χρόνο... Πρώτα θα έλυνε τον Ντικ από το σπιτάκι του να τρέξει ελεύθερος σε αυλή
και στο περιβόλι πίσω και ύστερα θα έμπαινε στο σπίτι. Είχα ώρα λοιπόν. Έτρεξα
και έβαλα το κασετόφωνο και την στιγμή που έμπαινε στο σαλόνι, του λέει η
μαμά:'' Καλώς τον! Ένα λεπτό Κώστα, κάτι θέλει να σου πει η Πολυάνθη!'' Ο
πατέρας με κοίταξε και η Αντζέλα πάτησε το κουμπί. Και τότε όλη η σάλα
πλημμύρισε από την φωνή μου, δυνατή, θεατράλε, αισθαντική:
Σήμερα ροδοστόλιστη στέκει τριγύρω η ζήση!
Λαμπροχυμένα σύννεφα ανθίζει ο ουρανός...
Γοργόνες νεραϊδόσταλτες γλιστρούν στο
περιγιάλι,
ηλιοβροχή ξεχύθηκε κι ευώδιασε ο γιαλός...
Κοίταζα τον πατέρα...Στην αρχή έδειξε έκπληκτος. Κοίταζε μία εμένα που ήμουν
βουβή μπροστά του,μία προς την κάμαρη από όπου ερχόταν η φωνή... Δεν ήθελε και
πολύ για να καταλάβει... Ακούμπησε λίγο ταραγμένος στο κομό πίσω
του...Τριάντα στροφές... Δεν ήταν λίγες... Και η φωνή μου στη διαπασών!
Ακίνητες η μαμά και η αδελφή μου...Στο πρόσωπο του πατέρα εναλλάσσονταν τα
συναισθήματά του... Κατέληξαν στην συγκίνηση και σε δάκρυα στα μάτια που δεν
κύλησαν, στάθηκαν εκεί σαν δυό λαμπυρίζοντα διαμαντάκια...Και ήρθε το φινάλε:
Κοίτα πατέρα! Άνοιξαν με μιάς οι ουρανοί!
Ασημοστάλες πέφτουνε στις χούφτες μας τ'
αστέρια!
Και μιά φωνή αγγελική ψάλλει μελωδική:
-Θα ζήσετε κι οι τέσσερις μες σ' ευτυχία
πλέρια!!!
Φωνές χαράς
από την Αντζέλα, αγαλλίαση από την μαμά, απέραντη προσμονή από μένα... ''Το
έγραφε τα βράδια που έπεφτε στο κρεβάτι, Κώστα μου... Γι' αυτό άναβε το φως... Μετά
το 'γραφε με φακό... Το απόγευμα με τα μαθήματα, δεν προλάβαινε
πάντα...'' ''Κι εγώ σε μάλωνα... Παιδάκι μου... Μου έκανες το
ωραιότερο δώρο! Τι όμορφο ποίημα! Συγκλονιστικό! Και πόσο ωραία η απαγγελία
σου!!'' Και μ' έκλεισε στην αγκαλιά του... Έτρεμα από συγκίνηση και
ενθουσιασμό! Το δώρο μου άρεσε!! Ζήτω!! Φώναξα τον Ντίκ και τρέχαμε γύρω από το
τραπέζι! Κι ο μπαμπάς γελούσε με δύο διαμάντια ακίνητα στα ματοτσίνορά
του...
Έχωσα το
πρόσωπό μου μέσα στην ανθοδέσμη από παρθενόκρινους που στόλιζαν το κέντρο του
τραπεζιού, να ρουφήξω το άρωμά τους και γέλια ακούστηκαν μόλις σήκωσα το
κεφάλι. Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη και γέλασα κι εγώ! Μέτωπο, μάγουλα και κυρίως
μύτη είχαν γίνει κατακίτρινα! Πήγα να βγάλω την κιτρινάδα με τα δάχτυλα και
λέρωσα όλο το πρόσωπό μου! ''Μοιάζεις με Κινέζα!'' γέλασε η Αντζέλα... ''Καλύτερα
να ρίξεις νερό'', είπε η μαμά. Αιτία της ασιάτικης εμφάνισής μου, ο υπερήφανος
ύπερος και οι ολόστικτοι στήμονες, κατάστικτοι από μεγάλη ποσότητα
σταθεροποιημένης γύρης. ''Μόλις πλυθείς Πολυάνθη, τρώμε!'' φώναξε η
μητέρα.
Η μέρα κύλησε
πανέμορφα. Σήμερα, μετά τόσα χρόνια, δεν ξέρω πού βρίσκεται η κασέτα με το
μαγνητοφωνημένο ποίημά μου. Το έχω γραμμένο όμως σε ένα από τα πολλά τετράδια
με ποιήματα, που έκτοτε γέμισα. Το ανοίγω, το διαβάζω και ένα σφίξιμο με
τραβάει στο στομάχι... Στέκομαι στους τελευταίους στίχους: ''Θα ζήσουμε κι οι
τέσσερις, μες σ' ευτυχία πλέρια''... Δεν τα 'φερε έτσι η τύχη... Ο πατέρας
χάθηκε ενωρίς, μόλις 51 ετών... Μείναμε τρεις... Το σπίτι χάθηκε, οι
μαργαρίτες ξεριζώθηκαν, οι δίχρωμες τριανταφυλλιές - το καμάρι της μαμάς -
ξεράθηκαν, η μπολιασμένη ροδακινιά - το καμάρι του μπαμπά - μαράθηκε, η
βερικοκιά μου που είχε βγει επειδή φύτεψα ένα κουκούτσι από βερίκοκο, κόπηκε
όπως και η αναρριχώμενη, λευκή τριανταφυλλιά που έφτανε στο παραθύρι της
κρεβατοκάμαράς μου ή η νυφούλα που ακούμπαγε στο παραθυρόφυλλο του
σαλονιού.
Κι εμείς
ξενιτευτήκαμε... Στην Αθήνα, αλλά για την μητέρα είναι ξενιτειά... Αφ' ότου
''έφυγε'' ο μπαμπάς, η μαμά μέχρι και σήμερα, δεν ξαναέφτιαξε ποτέ
αμυγδαλωτά... Κι έχουν περάσει κοντά 40 χρόνια...Και κάθε που είναι του Αγίου
Κωνσταντίνου, έρχεται μπροστά μου πάντα η ίδια εικόνα: Σαλόνι... Ο Ντίκ στην
πόρτα. Η Μπιρμπίλω στο πρεβάζι. Μια γυναικεία φιγούρα και δύο
κοριτσίστικες, ακίνητες γύρω από το τραπέζι με το βαθύ ροζ βελούδινο
τραπεζομάντηλο [το 'χει στρωμένο τώρα στην βιβλιοθήκη της η Αντζέλα]. Ο
πατέρας ν’ ακουμπά έκπληκτος στο κομό και γύρω να διαχέεται μια καμπανιστή φωνή
που απαγγέλει με πάθος ένα μακροσκελές, συγκινητικό ποίημα...
Τόση ελπίδα...
Τόση αισιοδοξία... Τόση ανεμελιά... Χρυσές αναμνήσεις που ζήσανε σε πείσμα
απρόβλεπτων καταστάσεων και κυριάρχησαν στον πανδαμάτορα χρόνο, γιατί καλπάζουν
πάνω στο άτι της απέραντης αγάπης και του αιώνιου σεβασμού... Η ύψιστη
κληρονομιά...
-----------ΠΟΛΥΑΝΘΗ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,
ΚΕΦΑΛΟΝΙΤΙΣΣΑ----------
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥ [1973]
ποτέ δεν σβήστηκαν τα λόγια σου, παντοτινά θα σ' αγαπάω...
Και συλλογίζομαι και θλίβομαι, γιατί ασήκωτα φορτία,
προσθέτω στα δικά σου βάσανα, 'εστω κι αν έχω κάποια αιτία...
Πονάς γιατί πονώ κι εγώ, χαίρεσαι στην χαρά μου,
ευγνωμοσύνη απροσμέτρητη χρωστώ σε σέ, γεννήτορά μου...
Δύο ρυτίδες το πορτραίτο σου...Δυό φρύδια μαύρα σαν γραμμένα...
Λίμνες απύθμενες τα μάτια σου, όνειρα μύρια προδομένα....
Πόσες ελπίδες δεν ναυάγησαν μέσα στα μαύρα ματοκλάδια...
Ω, νά 'χα δύναμη πατέρα μου, χρυσά να σου' χτιζα πυργάδια..
Τώρα λιγάκι σαν να έγειρες, πλάτανε σύ μου, θεριεμένε...
Ξέρω, τα τόσα πού 'βρες βάσανα, σ' 'εχουνε πνίξει πια, καημένε...
Θα 'θελα να 'ξερες πατέρα μου, πως την εικόνα σου έχω κλείσει,
μες στην καρδιά μου με ευλάβεια, σαν το ιερότερο στην ζήση...
Μπορεί τα χρόνια να ορμήσουνε καυτά, σαν λάβα να κυλήσουν,
μα την μορφή σου απ'το βάθρο της, δεν θα μπορέσουν να γκρεμίσουν...
[ Τότε ήταν ακόμα κοντά μας...]
ΑΠΟΣΠΑ
Κυριακή 17 Ιουνίου 2018
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥ: ''ΘΑ ΘΕΛΑ ΝΑ ΞΕΡΕΣ'' [1973]
ποτέ δεν σβήστηκαν τα λόγια σου, παντοτινά θα σ' αγαπάω...
Και συλλογίζομαι και θλίβομαι, γιατί ασήκωτα φορτία,
προσθέτω στα δικά σου βάσανα, 'εστω κι αν έχω κάποια αιτία...
Πονάς γιατί πονώ κι εγώ, χαίρεσαι στην χαρά μου,
ευγνωμοσύνη απροσμέτρητη χρωστώ σε σέ, γεννήτορά μου...
Δύο ρυτίδες το πορτραίτο σου...Δυό φρύδια μαύρα σαν γραμμένα...
Λίμνες απύθμενες τα μάτια σου, όνειρα μύρια προδομένα....
Πόσες ελπίδες δεν ναυάγησαν μέσα στα μαύρα ματοκλάδια...
Ω, νά 'χα δύναμη πατέρα μου, χρυσά να σου' χτιζα πυργάδια..
Τώρα λιγάκι σαν να έγειρες, πλάτανε σύ μου, θεριεμένε...
Ξέρω, τα τόσα πού 'βρες βάσανα, σ' 'εχουνε πνίξει πια, καημένε...
Θα 'θελα να 'ξερες πατέρα μου, πως την εικόνα σου έχω κλείσει,
μες στην καρδιά μου με ευλάβεια, σαν το ιερότερο στην ζήση...
Μπορεί τα χρόνια να ορμήσουνε καυτά, σαν λάβα να κυλήσουν,
μα την μορφή σου απ'το βάθρο της, δεν θα μπορέσουν να γκρεμίσουν...
[ Τότε ήταν ακόμα κοντά μας...]
Τρίτη 12 Ιουνίου 2018
ΣΤΗΝ ΣΥΜΜΑΘΗΤΡΙΑ ΜΟΥ, ΤΗΝ ΧΑΡΙΤΙΝΗ...
Πυκνά μαυρόμαλλα και τσαχπινιά!
Λεπτή μεσούλα σαν δαχτυλίδι
και μιάν ολόλευκη, γλυκιά θωριά!
Καλή μαθήτρια εις το σχολείο,
πάντα πανέτοιμη και σοβαρή.
Καμάρι ήσουν των δυό γονιών σου,
περνούσες κι έλεγαν: ''Μιά λυγερή!!''
Τα χρόνια πέρασαν κι έγινες μάνα...
Τρία βλαστάρια, λεβεντονιοί,
ρίχνουν χρυσάφι μες στην καρδιά σου...
Αυτά σου φέρανε την χαραυγή...
Πέρασες μπόρες, μα βρήκες θάρρος,
για να αντέξεις κάποια δεινά,
όμως τριγύρω σου ανθοφορούσαν,
οι γιοί σου πού 'κλεινες στην αγκαλιά...
Αχ, Χαριτίνη μου, κι εσύ γιαγιούλα
σε λίγο θά 'σαι, θα το ιδείς!
Θα τρέχεις πάλι σαν νιό κορίτσι
για το εγγόνι σου και, θα μπορείς!!
Οι αναμνήσεις θα μας ενώνουν,
τα τόσα όνειρα και οι χαρές!
Κ ι όταν σε σκέφτομαι, πάντα θα βλέπω,
την φίνα κόρη πού 'σουνα χτες!!!...
---------------------------------------------------------------------------------------
Για μένα φιλενάδα μου, όσα χρόνια κι αν περάσουν, θα είσαι πάντα η ''Χαριτωμένη'', μαυρομαλλούσα κοπελιά με τον γαλήνιο χαρακτήρα και την μέση δαχτυλίδι!
Με όλη μου την αγάπη και 1000 ευχές, η συμπατριώτισσά σου
Κεφαλονίτισσα και συμμαθήτριά σου, Πολυάνθη....
Δευτέρα 11 Ιουνίου 2018
ΣΚΙΕΣ ΚΑΙ ΘΥΜΗΣΕΣ
κι ομίχλη γλαυκομέταξη αγκάλιασε την πλάση...
Του χινοπώρου δάκρυα κυλήσαν απαλά,
σαν το παιδί της άμοιρη μανούλα νά 'χε χάσει...
Τα φύλλα κίτρινα, ξερά, λουφάξαν καταγής,
σε κάποιου δέντρου την πληγή αφού στροβιλιστήκαν
σε επιθανάτιο χορό - τ' αντίο της ζωής -
κι η φύσις χλωμά ντύθηκε, τ' αστέρια θαρρείς σβηστήκαν...
Στο διάβα μου φωσφόριζαν σατανικά τα μάκρια,
της πλανεμένης θάλασσας - τρέμοντας θα στο πω:
Μπριλάντια σιγοπέφτουνε των αστεριών τα δάκρυα
κι από τα βήματα ο αχός στενάζει: ''Σ' αγαπώ!''....
ΜΑΚΑΡΙ ΝΑ 'ΜΟΥΝΑ [1968]
ή και χορτάρι φτωχό απ' την φάτνη που σε εδέχθηκε γλυκό μωρό...
Μακάρι νά 'μουνα ένα απ' τα ζώα που σε εζέσταιναν άκακα, αγνά,
μιά νύχτα άγια όπου κατέβεις, για να σκορπίσεις στην γη, χαρά...
Μακάρι νά ΄μουνα ένα πετράδι του Ιορδάνη του ποταμού,
σαν τα νερά του Εσύ βαπτίσθης κι έχυσες φώτα βαθειά παντού...
Μακάρι νά 'μουνα ένα παιδάκι από τα τόσα της Βηθλεέμ,
μόνο για ν' άκουα να λες στους γύρω:''Αφήσετέ τα ελθείν προς μέ''...
Μακάρι νά 'μουνα μιά ηλιαχτίδα, νά 'χυνα ασήμια στα θεία μαλλιά
ή κι ένα δέντρο για να ακούσω την ουρανόηχη μέλι - μιλιά...
Μακάρι νά ' μουνα δροσάτο αγέρι, μέσα στον κήπο της Γεσθημανής,
για να σου δρόσιζα το μέτωπό Σου,μόνος στην θλίψη Σου κι άλλος κανείς...
Μακάρι νά 'μουνα μικρό ανθάκι κάτω από τον άγιο, φρικτό Σταυρό,
για να δεχόμουνα στα πέταλά μου , μία σταγόνα Σου αίμα αγνό...
Μακάρι νά ΄μουνα βροχής δροσούλα, για να σου έσταζα μία σταλιά,
όταν σχισμένα τα χείλη ανοίγαν κι αχνά ζητούσε ''Νερό!'' η λαλιά...
Μακάρι νά 'μουνα εγώ το μνήμα που σε εδέχθηκε στην αγκαλιά
και το αθάνατο κορμί Σου εκράτει τρεις μέρες μόνο του, εγω'ι'στικά...
Μακάρι νά 'μουνα του τάφου ο τοίχος που σε πρωτόδε , ένδοξο, ορθό,
σ' όλη την δόξα σου και μεγαλείο, σαν αναστήθης το πρωινό...
Όμως Χριστέ μου, τρανέ Πατέρα,γλυκύτατέ μου, ξανθέ Ραββί,
στάσου κοντά μου, νιώθω χαμένη, ζω σε μιά κρύα, σκληρή αυγή...
Ένα ζητώ μόνον από Σένα,θλιμμένο μου Έαρ, ζωής Πηγή:
Δώσ' μου την δύναμη να Σε πιστεύω και να σορπάω φως και στοργή...
Κι όταν κοντά Σου θα με καλέσεις - εισάκουσέ με, παρακαλώ! -
άσε στα πόδια σου δίπλα μιά θέση και στα ουράνια για να Σε υμνώ!...
ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ
έχουν μέσα μου μείνει πολλές...
Ποιος θα πει την αλήθεια - για πες τε μου ...
Ποιος θα σβήσει πικρές ενοχές;;
Ακολούθα λοιπόν την καρδιά σου
- ακουμπώ στην καρδιά μου κι εγώ...
Έτσι μόνο θα βρούμε το χάραμα,
τ' ασημί, καθαρό δειλινό...
Ακολούθα λοιπόν την καρδιά σου
και θα βρεις απαντήσεις σωρό...
Μόνο Αυτή δεν λερώθη στο βάθος
και μονάχα Αυτήν ερωτώ:
Γιατί κάποια παιδιά να πεινάνε,
ενώ άλλοι να πετούν το φα'ί';;
Γιατί σ' άλλους να λείπει μιά στέγη,
ενώ άλλοι βουτούν στην χλιδή;
Γιατί φτιάχνουνε όπλα τα κράτη;
Γιατί κλαίνε βουβά οι λαοί;;
Γιατί γύρω σκορπούν αδικία;
Γιατί γνώση δεν έχουν πολλοί;;
Μόνος νιώθω κι ας είμαι στο πλήθος...
Όλοι γύρω περνούν βιαστικοί...
Άλλα μάθαμε κι άλλα μας βρήκαν...
Κάνε κάτι να φτιάξεις την γη...
[1988]
ΠΟΙΟΣ ΕΙΣΑΙ
μην ενοχλείσαι, μη χολοσκάς...
Αδιαφορία και μοναξιά,
η αποξένωση πολύ βαριά...
Μόνη αρμενίζω, μόνη γερνώ,
δρόμους παράλληλους έχουμε οι δυό...
Ποτέ δεν σμίγουν - μην προσπερνάς,
κοίτα πού φτάσαμε, δες τι ζητάς...
Πάρε στα χέρια σου το ριζικό...
Δείξε τι είσαι - είσαι βουνό,
ψηλό κι ολόστητο, βουνό τρανό,
τα μάτια νά 'χεις στον ουρανό...
Να ζήσεις στόχευσε και μην λυγάς,
πάψε να σέρνεσαι, μη μουρμουράς...
Την μοίρα σου άρπαξε απ' τα μαλλιά,
πρόλαβε τ' άστρο σου πριν είν' αργά...
Να ζεις το σήμερα - ήρθε η στιγμή -
πάψε να σέρνεσαι, δείξε πυγμή!
Ποιος είσαι διάλεξε - μην προσκυνάς -
τα όνειρά σου, μην τα πετάς... [1988]
Και τότε ήσυχος θα κομηθείς,
όταν σαν άντρας θε να φερθείς,
όταν ιδέες κι ιδανικά,
δεν θα προδώσεις ποτέ ξανά...
Δεν θα φοβάσαι να πληγωθείς,
σαν πάρεις δύναμη να ορθωθείς...
Τότε αλήθεια κι ιδανικά,
θα τά΄βρεις φίλε μου, πάλι ξανά!!!!
Κυριακή 10 Ιουνίου 2018
ΓΙΑΓΙΑ, ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ !
- μην ήταν όνειρο παλιό;
Έτσι διαβάζω και για πέστε μου :
στ' αληθεια, γινόταν άλλοτε αυτό;;
Τώρα πια έχει αλλάξει η γιαγιά
και έχει βαμμένα τα μαλλιά της.
Τώρα πια, δεν τα φοράει μακριά,
δείχνει φροντίδα η κοψιά της...
Η γιαγιά μου είναι ωραία και κομψή,
είναι γεμάτη ενδιαφέρον!
Έχει ένα στυλ, έχει αέρα και γραμμή,
μας δίνει γέλιο για το μέλλον!!
Σήμερα έρχεται η γιαγιά να μας φυλάει,
γιατί δουλεύει η μαμά.
Πάει στης θείας και τον Νίκο της κρατάει,
όλο στους δρόμους πιλαλά...
Δεν κάθεται η γιαγιά στο τζάκι πια,
δεν λέει αράδα παραμύθια,
όμως για δες!Σ' όλα μετέχει ενεργά,
δίνει αγόγγυστα βοήθεια!!! [1988]
Η γιαγιά, δεν πήρε σύνταξη π ο τ έ
από τις νύφες, τους γαμπρούς και τα εγγόνια...
Και όσο ζει θα τρέχει σ' όποιον την καλεί
κι ας ήρθαν στα μαλλιά της χιόνια...
ΤΡΙΚΥΜΙΑ
και τι να πω;;
Πως θα μπορέσω να βοηθήσω τους δυό γονείς μου
και να χαρώ;;...
Μου κάνουν δώρα γιατί μαλώνουν,
μα να ξεχάσω δεν ημπορώ...
Θέλω να γίνει ξανά γαλήνη,
χωρίς καυγάδες να κοιμηθώ...
Να μην φοβάμαι μες στο σκοτάδι.
αν μήπως φύγει κρυφά η μαμά...
Θέλω να είναι αγαπημένοι,
να νιώθω ασφάλεια στην συννεφιά.
Μου κάνουν δώρα γιατί μαλώνουν
μα, δεν τα θέλω, τους τό 'χω πει...
Πες, τι να κάνω για ν' αγαπήσουν;;
Αχ, πόσες έγνοιες!! Κι είμαι παιδί!... [1988]
ΜΟΝΑΞΙΑ
να μοιραστώ τα μυστικά,
να παίξουμε κουτσό μαζί και βόλους,
νά 'χω κι εγώ μιά συντροφιά...
Με κλείνουν στο τριάρι και μου λένε:
''Μη κείνο, Νίκο, μη αυτό!''
Με βγάζουνε στην πυλωτή και λένε,
πως τάχα, έπαιξα κι εγώ...
Βαρέθηκα να βλέπω Μίκυ Μάους,
να παίζω ηλεκτρονικό....
''Έχεις κομπιούτερ!'' λέει η μαμά μου,
μα εγώ θα ήθελα να έχω αδερφό...
Βαριέμαι όλα -λένε - τα παιχνίδια
κι έχω χιλιάδες, τόσα στην σειρά...
Μα, τι να κάνω;; Μόνος μου να παίξω;;
''Ένα αδερφάκι, θά 'θελα μαμά!...''
''Κασέτες έχεις!'' λέει ο μπαμπάς μου
''Μη μ' ενοχλείς! Θα κοιμηθώ!...'
ΚΙ εγώ φωνάζω το παιδί της διπλανής μας,
αφού δεν έτυχε να έχω αδελφό... [1988]
Μου λείπει η γειτονιά και ένας φίλος,
να μοιραστώ τα μυστικά...
Να παίξουμε κουτσό μαζί και βόλους,
νά 'χω κι εγώ μιά συντροφιά...
ΡΙΝΙΣΜΑΤΑ
ΝΑ ΄ΧΑ ΦΤΕΡΑ... [1988]
Νά 'χα φτερά να τ' άπλωνα, ν' αγκάλιαζα τον κόσμο,
να τού δινα απ' τ' ανόθευτο του πάλευκου χιονιού...
Και θά 'χα τότε την χαρά πως πρόσφερα μιά ρίζα,
ένα τρανό θεμέλιο, στον πύργο του καιρού...
Γιατί θα δώσω από καρδιάς ένα ''μεγάλο κ ά τ ι ''
κι εγώ στο ξαναχτίσιμο ονείρου μακρινού...
--------------------------------------------------------------------------------------------------
ΑΛΛΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
Κάπως αλλιώς περίμενα πως θά 'ταν η ζωή...
Κάπως αλλιώς μου τά 'πατε σαν ήμουνα παιδάκι...
Αλλιώτικα μας τά 'πατε, αλλιώτικα πολύ.
Κανείς δεν μας εμίλησε για το στενό σοκάκι...
Άλλος ο κόσμος...Τόσο παιδί μου πικρός,
δεν είν΄ εκείνος που 'χα πιστέψει μικρός...
Άλλος ο κόσμος...Τόσο παιδί μου ρηχός,
δεν συγχωρνάει να 'ναι κανένας αγνός...
-----------------------------------------------------------------------[1989]-----------------
ΕΥΧΗ [1989]
ΜΑΚΑΡΙ: Να 'ρθεί η ελπίδα, να λάμψει μι' αχτίδα στα μάτια...
Να σβήσουν οι πόνοι, να γίνουν οι φόβοι κομμάτια...
Παντού μιά γαλήνη... Να στήσει η ειρήνη παλάτια...
Να πάψει η πείνα....Να γίνουν τα όπλα μπριλάντια....
Και τότε μαζί ενωμένοι, της γης οι λαοί μονιασμένοι,
να ζούνε για πάντα ''δεμένοι'', στον κόσμο αυτόν βλογημένοι...
-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
ΝΑ ΗΤΑΝ... [1989]
Νά 'ταν - μακάρι- όλα σαν πρώτα, σαν χθες,
όμως στ' αλήθεια κι όχι σ' ονείρου στιγμές...
Νά ΄ρχονταν πάλι, Ντόναλντ, Του'ί'τυ, Λουλού!
Τζίμινυ Κρίκετ, πάρε μας τώρα γι' αλλού...
Φέρε σαν θαύμα της Ντίγκυ Μπέλ το ραβδί,
σκόρπισε αστέρια κι όμορφη κάνε την γη...
Νά 'ταν ο κόσμος έτσι αθώος κι απλός,
σαν τα ματάκια του άκακουΝτάμπο, ζεστός!!
Νά 'μασταν πάντα μες στην καρδιά μας παιδιά
και μόνο αγάπη να έκρυβε η κάθε ματιά!!!...
-----------------------------------------------------------------------------------------------------
ΓΥΑΛΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ [1989]
Γυάλινος κόσμος - ζούσα σε τούτον ως χτες -
γυάλινος κόσμος κι όλος γεμάτος ψευτιές...
Όμως τι κρίμα!Γυάλινη σφαίρα λεπτή,
ράγισε κάπου κι ήρθε απ' έξω η βροχή...
Άπονος κόσμος - μίση, παγίδες, ψευτιά -
άπειρο μ΄ηύρε - πώς να σταθώ στα καρφιά;...
Αν για όλα τούτα άγνοια είχα βαθιά,
ήρθεν η ώρα σ' όλα να δώσω βουτιά...
Για τα παιδιά μου '' για το καλό τους ''- αν θες-
δεν θα τους φτιάξω '' γυάλινο κόσμο'' σαν χθες...
Θε να τους δώσω όνειρα μύρια, πολλά,
μα θά 'χουν στα χέρια τους πάντα της γνώσης σπαθιά....
Ο ΖΩΟΔΟΤΗΣ ΗΛΙΟΣ
Φλογίζονται τα σύννεφα, τα πέλαγα ριγούν...
Κρινάκια ροζ εφύτρωσαν επάνω στο πρεβάζι,
αστράκια χρυσοπόρφυρα την κάμαρη κοσμούν...
Και να!! Σηκώνεται σιγά ο βασιλιάς στα ύψη
και σέρνει το κατάλευκο αμάξι που γελά!
Γητειά σκορπίζει απλόχερα, χαρά και ηρεμία
και ημερεύει τις καρδιές αυτών που συναντά!
Υψώνουν τα κεφάλια τους ζώα μαζί κι ανθρώποι,
να τα χα'ι'δέψει μια σταλιά ο μέγας γητευτής!
Φυτά,θνητοί και θάλασσες ζητούν να τους σταλάξει,
ζωντάνια απ' την ζωντάνια του, ο αστροπορθητής!!
Όσο κι αν είμαι δυστυχής, ευθύς αναθαρρεύω,
όταν μ' αγγίξει ήλιε μου, μι'αχτίδα στην θωριά!
Όλη η γη, μαζί κι εγώ, εσένα καρτερούμε,
να φέρεις φως, πίστη, ζωή κι ελπίδες στην καρδιά!!! [1987]
ΚΑΗΜΕΝΟ ΟΝΕΙΡΟ...
Γαλάζιο όνειρο, πώς λυπημένο
στην άκρη λούφαξες; Τι καρτερείς;
Γαλάζιο όνειρο ,γιατί θλιμμένο
στην πέτρα κάθισες και με θωρείς;;
Πες μου, πώς μάδησαν τ' άσπρα φτερά σου,
που ήλιους έκλειναν ροδαυγινούς;
Πες, πώς μαράζωσεν και η χαρά σου
που μου εχάριζε τους ουρανούς;;
Γιατί στο φρύδι γκρεμού προβαίνεις;
Πώς τόσο ύψος -λες - σε μεθά;
Πες μου, τι σκέφτεσαι και μου χλωμαίνεις,
λέγε, ποια σκέψη σε τυραννά;;
Γαλάζιο όνειρο κάτι μου κρύβεις...
Σαν τι γυρεύεις μπρος στον γκρεμό;
Ξέρω, το ύψος πάντα σε θλίβει,
ω, πώς φοβάμαι σαν σε κοιτώ!
Θολά τα μάτια σου, σαν μέρας μαύρης.
Στάσου! Σου μάντεψα τους λογισμούς!
Ώστε τον θάνατο ψάχνεις για νά βρεις,
να δώσεις τέρμα, θες στους καημούς;;
Γαλάζιο όνειρο νιώθω μιά ζήλεια
που αψηφάς κάθε φραγμό.
Προτού σε φθείρουνε βάσανα χίλια,
θωρείς την άβυσσο χωρίς λυγμό..
Γαλάζιο όνειρο, τι κάνεις; Κλαις;;
Ελιποψύχησες καθώς πεθαίνεις;
Κι εσύ χλωμόνειρο στάσου και πες,
δειλά στην δύση σου, καθώς διαβαίνεις :
- '' Όσο κι αν μίσησε κανείς την ζήση,
καημένε άνθρωπε, με γέλιο αγνό,
π ο τ έ στον θάνατο δεν θα βαδίσει,
έστω κι αν ζήτησε τον ''μισεμό''...
ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ...
Ένα σεντούκι όνειρα που όλοι το ζητούν...
Ν' αρπάξουν θέλουν όλοι τους ό,τι έχω φυλαγμένο,
ν'ανοίξουν το σεντούκι μου, όλοι το προσπαθούν...
Μα εγώ θα ονειρεύομαι και όλο θα πληθαίνουν
οι θησαυροί που σύναξα σαν τον Αλή - Μπαμπά...
Σαράντα κλέφτες οι καημοί με βιάση θα μακραίνουν,
κάθε φλουρί πού σκάρτεψε και φώτιζε θαμπά...
Και γω θα ονειρεύομαι στο πείσμα όλου του κόσμου
και δεν θ' αφήσω άνθρωπο να έμπει στην σπηλιά.
Κανείς διαρρήκτης δεν θα ρθεί ν' ανοίξει το σεντούκι
και να σκορπίσει τα όνειρα στο πέλαγο μακριά...
Αυτό είναι το όνειρο: Να ζήσω σ' άλλα πλάτη,
εκεί όπου δεν χάθηκε η αγάπη από την γη...
Εκεί που δεν υπάχουνε κουρσάροι και απάτη,
εκεί όπου δικαίωση θα βρεις απ' την ζωή.... [1989]
Σάββατο 9 Ιουνίου 2018
ΜΗΝ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙΣ ΑΛΛΟ... [1988]
Θα βρεις μικρό λιμάνι, στου κόσμου την στροφή...
Απόφαση πια πάρε και δέξου, όποιος κι αν είσαι...
Τα λάθη πάρε, σβήσε, με κόκκινη γραμμή...
Υπάρχει ακόμα - λένε -καιρός , μη βιαστείτε...
Μα, πρέπει εδώ και τώρα να δούμε πιο σωστά...
Ο χρόνος τρέχει, φεύγει, κανέναν δεν προσμένει,
σαν άνεμος διαβαίνει, κυλά και προσπερνά...
Ό,τι έχεις λοιπόν κάν' το, μην περιμένεις άλλο...
Ορθώσου, κάνε σάλο στου κόσμου την στροφή...
Και τότε θα δεις ότι, δεν είσαι πλέον μόνος...
Ολάκερος ο κόσμος , κοντά σου θα σταθεί...
Το θάρρος νά βρει κάποιος, να ψάξει την αλήθεια...
Χιλιάδες από δίπλα θα τρέξουν στην στιγμή...
Κι ίσως να γίνει αλήθεια μιά μέρα τ' όνειρό μας:
Ο κόσμος νάν' δικός μας κι ολάκερη η γη !!!
ΛΟΓΙΑ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΝΥΧΤΑ...
αποπνέει μυστήριο, μα φόβο ποτέ...
Φέτα μοβ, βιολετί το στολίζει,
ένα μοβ τρυφερό, γελαστό της καρδιάς
μπλέκεται σαν έλικας μέσα στο μαύρο και το φωτίζει...
Απ' έξω στρωμένο λαμπυρίζει,
ένα καθάριο μπλε - ρουά, το μπλε του πανσέ...
Κι ολοτρόγυρα, σαν στέμμα μαγικό,
σπαθίζουν ακτίνες χρυσές, των αστεριών μαρμαρυγές,
η καθεμιά, ρομφαία χρυσοτρέμουλη, στου σύμπαντος το στήθος...
Κι από το χέρι του Θεού, χρυσόσκονη κυλάει...
Των αστεριών τα ψήγματα - εκατομμύρια ρινίσματα διαμαντιών,
ραντίζουν την αρμονία του νυχτερινού σύμπαντος...
Πασπαλισμένα μ' αστερόσκονη, χαμογελούν τα πάντα
κι ανάμεσα στους τόσους ιριδισμούς
- θαρρείς κι αστράψανε μυριάδες λιλιπούτεια ουράνια τόξα -
άσπρα μικρούλια πούπουλα απ' τα μεγάλα, ιερά φτερά των αγγέλων ριγμένα...
Και πιο πέρα, ο Γαλαξίας, ποτάμι μεθυστικό.
ο Αυτοκράτορας της νύχτας!!
Τρεμουλιασμένα φώτα, μακρινά,
αχλύ ονείρου και φωτός, μάγισσας ραβδί,
τραβά τα μάτια του φτωχού θνητού,
σαν τρομερός μαγνήτης...
Αρχέγονες επιθυμίες... Όνειρα τρισχιλιόχρονα...
Πόθος ανθρώπινος... Ανεκπλήρωτος πόθος...
Να 'φτανε - λέει - στ' αστέρια, να γινόταν ένα μ' αυτά...
Να βουτούσε στ' αστέρινα ποτάμια,
μα, δεν μπορεί μέχρι σήμερα, τ' όνειρο έμεινε ουτοπία...
Ίσως για να μην ξαναϋπάρξει - έστω και μιά -
πρόθεση γι' άλλη Βαβέλ...
Ίσως, για να μας δείχνει το μέγεθος της ασημαντότητάς μας,
μπροστά στο μεγαλείο Του...
Ίσως για να μην χαθεί το μυστήριο
και η μαγεία του αγνώστου μακρινού...
Ίσως για να μπορεί ακόμα η γιαγιά,
να λέει παραμύθια...
Ίσως για να μην πάψει το όνειρο...
Ίσως...
Ψηλά, τριγύρω, υπέροχο το στροβίλισμα των άστρων...
Χαμηλά, πάνω στα γήινα μονοπάτια ο άνθρωπος,
μικρός, ταπεινός, να κοιτάς με δέος, τα θαυμαστά τ' ουρανού...
Και στ' ανάμεσο - σκάλα αχτινωτή, χρυσόκλωνη -
γεράκι αδάμαστο, ελεύθερο, πετά η σκέψη!!!
ΠΛΑΝΗ
άνθρωπε διαβατάρικε από τον κόσμο αυτό.
Τι με κοιτάς που λούφαξε στα έλη η πνοή μας
και δεν μπορεί κανένας πια ν' αδράξει τον καιρό;
Άπονα, καίρια άκαρδα μάς σέρνει στο στρατί της
η ψευτισμένη πια ζωή - σαν κούκλα μαγικιά -
και δεν προφθαίνει ο άνθρωπος να φθάσει την ροή της,
καθώς κυλά ακράτητη, αδιάφορη, κακιά...
Πέταξε πέρα μακριά του γέλιου η χαραυγή...
Χάθηκε, χώθηκε βαθιά σε κάστρο η καλοσύνη...
Κλειδαμπαρώθηκε γερά στο στέρνο η αρετή
και σε γαλάζιο ανάκτορο μαράζωσεν η ειρήνη...
Αδιαφορία γύρω σου θρονιάστηκε πλατιά...
Πρόσωπα αγέλαστα, μουντά, δεμένα στα ηνία
του πιο λαμπρού πολιτισμού που χάσαν ευτυχιά,
σαν πέταξε η ανθρωπιά και γίνανε θηρία...
Χώμα φρυγμένο για νερό - χλωμαίνει η καρδιά μας...
Διαβάτη, πες μου, λίγο φως ποιος θα σου δώσει; Ποιος;;
Θάνατος έγινε πικρός της ζήσης η ομορφιά μας,
αφού χωρίς αισθήματα φυραίνει ο θνητός...
''Άνυδρη γη'', ονόμασα την θλιβερή ψυχή μας
κι ο αίτιος της συμφοράς, άνθρωπε είσαι Συ,
που νόμισες πως έδωσες βασίλεια στην ζωή μας
με το μυαλό, μα ξέχασες πως έχεις και ψυχή... [1969]
Παρασκευή 8 Ιουνίου 2018
ΟΜΙΧΛΗ
αυτήν την ώρα την στερνή του ώριου δειλινού
και την μικρή κωμόπολη κλείνει στην αγκαλιά της,
όμοια με κάποια μάγισσα ονείρου μακρινού...
Ανάλαφρα κι αέρινα τα ολόλευκά της χέρια,
πλέκουνε χίλια σχήματα στον μαύρονε ουρανό...
Σκορπούνε τόσα λούλουδα στον βραδινό αέρα,
κεντούνε τόσα απόκοσμα στον σιγαλό γιαλό...
Τα ολομέταξα, ά'υ'λα, δαντελωτά της κρόσσια,
Κινούνται αθόρυβα, σιγά, χα'ι'δεύουν το βουνό...
Πύργο υψώνουνε ψηλό, φτιαγμένον απ' τα πούσια,
γλιστρούν καράβι άπιαστο μες στο μουντό νερό...
Τεράστια, άπειρα, λευκά και ξωτικά ροδάνθια,
στολίζουνε αφρόπλαστα τον βραδινό ουρανό
και, σταλακτίτες, νούφαρα, με γυάλινα παλάτια,
φυτρώνουνε σιμά, κοντά στου κύμα τον αχό...
Μιά θλίψη είναι διάχυτη στ' ορίζοντα τα πλάτη...
Κάτι το ακαθόριστο πλανιέται στον αγέρα...
Σαν να 'ναι η λύπη αιώνια και η χαρά φευγάτη,
μελαγχολία λες και υμνούν στην γη και στον αιθέρα...
Ομίχλη ασπρογάλαζη απλώνει τα φτερά της,
τούτη την ώρα την στερνή του ώριου δειλινού,
και την μικρή κωμόπολη κλείνει στην αγκαλιά της,
όμοια με κάποια μάγισσα ονείρου μακρινού... [1966]
ΤΟ ΝΗΣΙ
Έχεις ' μορφιές, χρυσές καρδιές και νερα'ι'δένια μάτια!
Κι αν θα πονάς, θα βρεις γιατρειά στα γαλανά τα αιθέρια...
Στα δίχτυα των ψαράδων μας, κατρακυλούν τ' αστέρια!
Χρυσή αυγή, σπίτια λευκά και ρόδινες βαρκούλες...
Σεργιάνι κάθε απόβραδο στις ρούγες οι μικρούλες!
Στις γλάστρες, στα μπαλκόνια μας, βασιλικός φουντώνει
και τόνε ρίχνει η νιά σεμνά, γι' αυτόν που βαλαντώνει!
Μικρό νησί, φίνα παιδιά, τραγούδι και ο πόνος...
Καντάδες στα παράθυρα και της καρδιάς ο τόνος!
Σε πλάνους τόπους κι αν ριχτείς,ένα ποθεί η ψυχή σου:
Με μιά κιθάρα στο νησί να σβήσει κι η πνοή σου... [1969]
ΣΤΗΝ ΚΟΡΗ ΜΟΥ...
Πότε θα πρέπει άραγε ''όχι'' να πω ή ''ναι''...
Τα χρόνια μου τα σκιάζουνε οι μέρες που περνάνε,
μα εσύ γελάς ανέμελα, μικρούλη μου βλαστέ...
Η κόρη μου θα το 'θελε να βγει, μα εγώ δεν θέλω...
-''Δεν πάμε οι δυό μαζί;'' ρωτώ κι ανησυχώ...
Της τάζω ''αύριο πατινάζ'', ένα σωρό της λέω
και μπλέκει η μέρα σ' όνειρα που σκάρωσα εγώ...
-''Να ζήσω θέλω α λ η θ ι ν ά, έστω και μία μέρα!
Εμπιστισύνη έχε μου! Μην άγχεσαι μαμά!''
Έτσι φωνάζεις κόρη μου... Πώς θα τα βγάλει πέρα;;
Πώς προφυλάς την άνοιξη από την χειμωνιά;
Κι όμως το θέλω η κόρη μου, αληθινά να ζήσει,
κι όχι μονάχα στ' όνειρο τις χάρες της ζωής...
Μα, θέλω μπρος της πάντοτε γι' ασπίδα να μ' αφήσει,
για να 'ρχονται σε μένανε τα βέλη της οργής...
Θέλω μιά μέρα να της πω: ''Ήρθε η ώρα Ελπίδα!
Πήγαινε μόνη σινεμά! Δεν είναι ψέμα πια!!''
Κι εφ' όσον σίγουρα θα μπει στου κόσμου την παγίδα,
να βγει απ' την μάχη απείραχτη, μ' αλώβητη καρδιά... [1989]]
ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΑΣΤΕΡΙ
Στον Γαλαξία είμαι ένα αστέρι μακρινό,
τόσο μικρό που δεν φωτίζει το δρομάκι...
Όμως υπάρχω και τις νύχτες τραγουδώ,
με μιά φωνή που την πηγαίνει τ' αγεράκι.
Μέσα στ' αστέρια έλα ψάξε να με βρεις...
Δεν σας φωτίζω με μια λάμψη ηλιαχτίδας...
Όμως εδώ 'μαι και κοντά μου σαν θα ρθεις,
θε ν' ακουμπήσεις μες στις σπίθες της ελπίδας...
Στον Γαλαξία κάθε βράδυ σαν κοιτάς,
ίσως με δεις μέσα στ' αστέρια τα μεγάλα...
Είμαι εκείνο που δειλά λαμποκοπά,
με μία θέρμη που, δεν έχουν όλα τ' άλλα...
Στον Γαλαξία κάθε βράδυ όποιος κοιτά,
ίσως με βρει μες στου γαλάζιου την γαλήνη...
Είμαι εκείνο που τις νύχτες ξαγρυπνά,
για να σου στείλει μιά σταγόνα από ειρήνη!...
[1989] [ή Ιούλιος 1990]
ΨΗΓΜΑΤΑ ΚΑΡΔΙΑΣ [3]
Μη φεύγεις! Κράτησε λίγο την ώρα,
που ασπροφτέρουγη φεύγει κρυφά!
Μη φεύγεις 'ονειρο και θα με χάσεις,
σαν πλες γι' αλλόπλανα μάκρυα γλυκά...
Μη φεύγεις! Βιάζεσαι; Τι θες να φθάσεις;
Η μέρα τρέχει, γοργοπερνά...
Ποιος ξέρει κάποτε αν θε ν' αράξεις
σε δείλι, άνοιξη ή χειμωνιά;
Μη φεύγεις! Τ' αύριο τι λες να κρύβει;
- λύπες, ροδόκρινα ή συννεφιές;-
Τους δυό χρυσόφωτο θε να μας νίβει
ή θα γλιστρήσουμε σε δυστυχιές;
Μη φεύγεις1 Η ώρα κύλησε, τρέχει, πετάει!
- Αγαπημένε μου, για δες, πονώ...
Μη φεύγεις! Δώσε μου γερά το χέρι,
- μαζί σου Αγάπη μου, θέλω να ζω!!
----------------------------------------------------------------------------------------------------
ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ [1988 ]
Ένα βαθύ ''Ευχαριστώ'' Θεέ μου...
Ένα βαθύ ''Ευχαριστώ'' που ζω...
Ένα βαθύ ''Ευχαριστώ'' που υπάρχω...
''Ευχαριστώ'' που δύναμαι, Θεέ μου, να Σε υμνώ...
Ένα βαθύ ''Ευχαριστώ'' Θεέ μου...
Ένα βαθύ ''Ευχαριστώ''...
Ένα βαθύ ''Ευχαριστώ'' Χριστέ μου...
Ένα βαθύ ''Ευχαριστώ''που ζω...
----------------------------------------------------------------------------------------------------------
ΣΠΙΘΕΣ [1996 ]
Τα μάτια σου γαλάζια - σκέτο όνειρο -
Τα χείλη σου η πόρτα της αβύσσου...
Τα χέρια σου, ο δρόμος του νιρβάνα...
Μπλε ουρανός - βελούδο - η ψυχή σου...
Ένα μπουκέτο χρυσαυγές
- πέντε μικρά, λιλά κρινάκια...
Μία χεριά μικρού παιδιού
- έξι ακτίνες σατινένιες..
Μοβ, τρυφερό, βελούδινο,
το όνειρο στην άκρη...
Κι εσύ στην μέση να κρατάς
τα δειλινά, στεφάνι...
-------------------------------------------------------------------------------------------------------
ΨΗΓΜΑΤΑ ΚΑΡΔΙΑΣ [2]
Κυκλαμινάκι φύτρωσε επάνω στην ραχούλα,
ροδί φλουρί
και κράτησε το λιόγερμα μαζί με την βροχούλα,
ροδί ψυχή.
Σαν πορσελάνινο φιλί ριγάει μες στο δείλι.
Το τρυφερό κορμάκι του, η πάχνη το 'χει στείλει.
Κυκλαμινάκι γέλασε και στόλισε τα πλάγια,
ροδί φλουρί...
Σαν καμπανούλα βιολετιά κουδούνισε με μάγια,
ροδί ψυχή.
Μικρούλια αστέρια καταγής, φαντάζουν σκορπισμένα,
τα ροδοδάκρυα της βροχής - κυκλάμινα ανθισμένα...
Δειλά χαμόγελα λιλά, στις όχθες κεντημένα,
το κεφαλάκι τους σεμνά, ορθώνουν σαστισμένα!!...
--------------------------------------------------------------------------------------------------
ΠΟΘΟΣ
Φύτεψα: το κουδούνισμα τ' άστρων,
την ανάσα των κρίνων,
το μετάξι του μπάτη,
βαθιά στην καρδιά.
Ζήλεψα: το τραγούδι των κάστρων,
το κορίτσι των μύρων
την μαγεία του μάντη,
παλιά χρόνια, γλυκά....
Τώρα: στο γρανάζι της πλήξης,
στην κορνέτα του μόχθου,
στο αλφάδι του πόνου,
κοινωνία ψευτιά.
Θέλω: να λουφάξω στις ρίζες,
μιάς νερά'ι'δας το θρέμμα,
να γκρεμίσω του χρόνου
την φιδίσια γητειά....
Και τότε: να ορμήσω με τ' άτι,
να ξεσχίσω τα πλάτη
και να γείρω ιππότης,
στην ποδιά της γιαγιάς...
-----------------------------------------------------------------------------------------------------
ΨΗΓΜΑΤΑ ΚΑΡΔΙΑΣ
Το χρυσό το φεγγάρι,σαν βγαίνει με χάρη,
δυό ακτίνες σου στέλνει, σε φυλά τρυφερά..
Τ' απαλό κυματάκι, της θάλασσας χάδι,
σε χα'ι'δε'ύει όλο νάζι, τραγουδά σιγαλά..
Ο μετάξινος μπάτης, διπλώνει με θέρμη
τα δροσάτα φτερά του, στα σγουρά σου μαλλιά.
Μ΄ασημένιο φεγγάρι. με του κύμα το χάδι,
στης αγάπης καράβι, τ' όνειρο κυβερνά...
-----------------------------------------------------------------------------------------------
ΕΡΩΤΙΚΉ ΤΡΙΛΛΙΑ [1967 ]
Στων μαλλιών την ολόξανθη φέγγη,
τραγουδώντας ο έρως σαν φέγγει,
ακουμπά στα χρυσά προσκεφάλια
και στα μάτια δυό αστέρια θωρεί,
ταιριασμένα με φίνα κοράλλια,
που 'χαν λιώσει στα χείλη, πρωί....
--------------------------------------------------------------------------------------------------
ΠΕΡΙΠΛΟΚΗ [ ΠΩΣ ΒΛΕΠΑΜΕ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΤΟ 1967 ]
Ψηλή και μαγεία, με τζινς και με μίνι.
Ψηλός και με μούσι, μακριά τα μαλλιά...
Στην έξαλλη ζήση αυτό θ' απομείνει:
Αυτή να 'ναι εκείνος, κι αυτός νά 'ναι νιά!!!!
-----------------------------------------------------------------------------------------------------------
ΕΠΙΘΥΜΙΑ [1988]
Ν' αγκαλιαζα θα ήθελα τη μέση όλου του κόσμου,
να ράντιζα τα σύννεφα με την πνοή του δυόσμου...
Απ' του χιονιού θα τού 'δινα την λαμπερή τ' ασπράδα,
θα φύτευα στην μνήμη του στοργή και φρονιμάδα...
Και θα 'χα τότε την χαρά πως πρόσφερα μιά πέτρα
κι εγώ στο ξαναχτίσιμο της γης, με άλλα μέτρα...
Και θα 'χω τότε την χαρά πως δίνω κι εγώ κάτι,
γι' αυτό το ξαναχτίσιμο της γης σε νέα πλάτη...
----------------------------------------------------------------------------------------------------------
ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΜΑΧΗ
Η σκέψη διάσπαρτη απ' άσπρη θλίψη...
Το βλέμμα διάπλατο, στοχαστικό...
Τρανή απλώνεται μπροστά σου η ζήση,
έμπα στον στίβο, πες: ''Θα νικώ!''
Μαγεύει μ' 'αλικα χρυσάφια, ονείρα
ο κόσμος, π' άμυαλα χαρές πατεί...
Φυλάξου, πρόσεξε, τα ροδομύρα
κρύβουν - αλίμονο - δόλο πλατύ...
------------------------------------------------------------------------------------------------
ΠΟΝΟΣ
Έσκυψες, μάζεψες φτωχό σπουργίτι...
Σκόρπισες, άπλωσες φως και δροσιά...
Λύγισες, πόνεσες μιαν μαύρη μέρα
κι όλοι σε ξέχασαν δίχως καρδιά...
-------------------------------------------------------------------------------------------------------------
ΘΛΙΨΗ
Κι αν χύνεις δάκρυα, ποιος σε ακούει;
Κι αν εμαράζωσες, ποιος σε πονά;;
Λιώνουν στην πίκρα σου μιάν άλλη πίκρα.
Εσύ εσπάραξες, κι άλλος γελά!...
------------------------------------------------------------------------------------------------------------
ΠΙΚΡΑ
Ο χρόνος ,πώς περνά!- Αργοδιαβαίνει...
Ο ήλιος , πώς κυλά!- Φυλλορροεί...
Η χάρη στην ψυχή σιγοπεθαίνει
κι ο πόνος μοναχά ανθοβολεί...
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
ΜΑΤΑΙΟΤΗΣ
Κρίμα στα όνειρα που μας γελάνε...
Κρίμα στην μοίρα μας που μας μεθά...
Όλα διαβαίνουνε, όλα περνάνε
και μένει η πίκρα μας που μας κερνά...
-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΜΟΥ Τ' ΟΝΕΙΡΟ
Το μικρό μου τ' όνειρο βγήκε για σεργιάνι,
έκλεψε τ΄αστέρια μου, τα πλεξε γιορτάνι...
Κίνησε μονάχο του,δίψα για να σβήσει
κι έσκυψε και βούτηξε μες στου ηλιού την δύση.
Μα καθώς τραγούδαγε, κύλησ΄ένα δάκρυ,
πέταξε και χώθηκε στ' ουρανού την άκρη...
Γύρισε, με κοίταξε παραπονεμένο,
το καημένο τ' 'ονειρο θα 'μενε θλιμμένο...
Σβήστηκεν ο ήλιος μας πριν να ξεδιψάσει...
Το μικρό μου τ' όνειρο, δεν θα τον προφθάσει...
-----------------------------------------------------------------------------------------------------------------
ΤΕΣΣΕΡΑ ΠΕΤΑΛΛΑ
Τέσσερα πέταλλα ροδογραμμένα.
Τέσσερις ζεφυροι μες στην φωτιά.
Τέσσερα όνειρα ανθοσπαρμένα.
Τέσσερις σάπφειροι μες στην νυχτιά...
Τέσσερις άλικοι πόθοι δεμένοι.
Τέσσερα δάκρυα στην σιγαλιά.
Τέσσερα κύματα -λίμνη φρυγμένη -
τέσσερις άνοιξες στην συννεφιά...
Τέσσερα πέταλα μυροφτιαγμένα,
κλειούνε στο χρώμα τους γλυκιά θωριά,
ελπίδες, όνειρα χρυσοπλεγμένα,
χαρά που πέρασε και δεν γυρνά...
-----------------------------------------------------------------------------------------------------------------
ΤΟ ΔΑΚΡΥ
Μου 'πεσε ένα δάκρυ στο λίκνο της αυγής
και πάγωσε απ' άκρη ο στεναγμός της γης...
Ψάχνει το δάκρυ να σε βρει σε γη και σ' ουρανό,
κατρακυλά σε ρεματιές και στον χρυσό γιαλό...
Μήπως κι ακούσεις ταίρι μου τον κτύπο της καρδιάς,
που ένα δάκρυ του φιλά στην λάμψη της θωριάς...
Διώχνει τα μαύρα νέφη, σπρώχνει την αστραπή...
Γυρεύω την αγάπη μου, πού 'φυγε μοναχή...
-----------------------------------------------------------------------------------------------------------
ΚΑΠΟΙΟ ΚΑΡΑΒΙ
Πέρασε σαν τ' 'ονειρο κάποια χρυσή αυγή,
'εφθασε στο λιμάνι μας μέσα στην σιωπή...
Κάποιο ασπροκάραβο που άραξε απαλά,
μα ύστερα αρμένισε για πέρα μακριά...
Άφησε ξοπίσω του στης ψυχής γιαλό,
γεύση από ηλιόφωτο, πόνο γλυκερό...
-Θα ξανάρθεις; Πότε; Πώς,μπρίκι - ροδαυγή;;
-Μιάν άνοιξη σαν λιώσουνε τα χιόνια στην ψυχή...
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------
ΜΑΤΑΙΟΤΗΣ
Κρίμα στα όνειρα που μας γελάνε...
Κρίμα στην μοίρα μας που μας μεθά...
Όλα διαβαίνουνε, όλα περνάνε
και μένει η πίκρα μας να μας κερνά...
------------------------------------------------------------------------------------------------------
ΠΟΙΟ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟ
Ποιο είναι αυτό που βασιλείς ακόμη, αν δεν το έχουν
είναι ξεσκλίδια στον νοτιά, σκουπίδια τραγικά;
Π' αστράφτει με ουράνια θωριά και αστρολάμψη
κι ο τελευταίος των πτωχών, που το κρατά σφικτά;;
Τι είναι αυτό που αν χαθεί για πάντα είναι χαμένο,
όπου γι' αυτό δοξάζονται, γίνονται σκοτωμοί;;
Ω, μη μου λες!! Στο κάθε αγνό. περήφανο ωριομάτι,
σε βρήκα κι υποκλίνομαι: ατίμητη Τιμή !!!
-----------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Πέμπτη 7 Ιουνίου 2018
ΘΑ 'ΘΕΛΑ...
τ' αγέρι για οδηγό.
Να πέταγα, να έσκιζα βουνά, θάλασσες, δάση,
να έφτανα,να στέριωνα κει που στον νου μου ζω...
Να φίλαγα το χώμα σου πεντάμορφη Νερά'ι'δα,
να ζούσα μες στο μύρο σου, μες στην χρυσή λιακάδα...
Να με κοιμούσε η θάλασσα με το μουρμούρισμά της,
να ζούσα και να ξύπναγα στα γαλανά νερά της...
Να μην ξεριζωνόμουνα ποτέ από σιμά σου,
αθάνατη Παλλάδα!
Να ζούσα και να πέθαινα μέσα στην αγκαλιά σου,
αείμνηστη,πανέμορφη, αιώνειά μου, Ελλάδα!!!!
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Αυτό το ποίημα έχει...ιστορική αξία!!!Το έγραψα τον χειμώνα του...1966!!!!Ίσως νά είναι και το 1ο ή 2ο ποίημα που έγραψα!! Κάποια εργασία μάς είχαν βάλει στο Λύκειο. πήρα ένα στυλό και άρχισα...να γράφω!!! Έτσι, ξαφνικά!! Τότε στην εφηβεία πέρασα μεγάλο χρονικό διάστημα που στο σπίτι μιλούσα με...ίαμβο 15σύλλαβο!!! Ώσπου αποφάσισα να καταγράφω πλέον τις σκέψεις μου επί χάρτου!!!! Και τα χρόνια κύλησαν!!...
Δευτέρα 4 Ιουνίου 2018
ΤΟ ΘΕΜΑ : ΖΩΑ
που έγινε πριν χρόνια.Ένας μαθητής μου που ήταν από τις Φιλλιπίνες και ήταν ένα γλυκύτατο παιδάκι, σεμνό, τρυφερό, μια μέρα που συζητούσαμε για τα ζώα [ αγαπημένη συζήτηση] , μου είπε:''Εσείς κυρία δεν μπορείτε να έρθετε ποτέ στην χώρα μου''. ''Γιατί μάτια μου;'' τον ρώτησα... Και μου απάντησε: ''Γιατί κυρία εκεί, ό,τι περπατάει, σέρνεται και πετάει, το τρώνε''...Άλλη κουλτούρα, άλλη φιλοσοφία... Εδώ σφάζουν αρνιά, αγελάδες... Εκεί, τρώνε σκύλους, γάτες, κατσαρίδες... Φρικιαστικό...Το κυνήγι της κατακαημένης της αλεπους από τους πολιτισμένους Άγγλους το έχουμε ξεχάσει;;; Το τι κάνουν οι Ιάπωνες στα δελφίνια,μπορούμε να το ανεχτούμε;; Το πώς σφαγιάζονται τα ζώα δεν μας ανατριχιάζει;;Δεν ξέρω...Τρελαίνομαι όταν τα σκέφτομαι όλα αυτά...Θέλω να φύγω, να πάω σε ένα ψηλό βουνό να ζήσω, να μην βλέπω, να μην ακούω τίποτε... Θεέ μου συγχώρα με, αλλά ήταν ανάγκη να δώσεις μυαλό σε όλους αυτούς με τα επαίσχυντα ένστικτα;;;;;;Η συμπεριφορά μας προς τα ζώα, δείχνει τον βαθμό πολιτισμού ενός λαού και δυστυχώς έχουν σύρει την χώρα μας πολλές φορές στα διεθνή δικαστήρια, ένεκα της απαράδεκτης προς τα ζώα συμπεριφοράς μας... Στο μεγάλο θέμα ΖΩΑ [ μέγιστο σε πάμπολλες χώρες ],μας λείπει τελείως η παιδεία....Και το γεγονός που έλαβε χώρα στην γειτονιά μου, οφείλεται 90 τα 100,όπως ξαναείπα, σε ντόπιο, διαβολικό, ύπουλο χέρι.
ΕΝ ΕΞΑΛΛΩ...
Κυριακή 3 Ιουνίου 2018
ΤΑΙΡΙΑΖΕΙ ΣΕ ΚΑΘΕ ΕΓΓΟΝΟ ΜΟΥ...
Τρέξε για να παίξουμε κει στην αμμουδιά.
Τα μικρά μπουκλάκια σου μοιάζουν χρυσαφένια.
Έλα να βουτήξουμε στα γλαρά νερά...
Είσαι φως μου η άνοιξη κι είμαι ο χειμώνας...
Είσαι το εγγόνι μου κι είμαι η γιαγιά.
Διπλα σου όμως γίνομαι φύλλο ανεμώνας...
Πίνω απ' την ηλιόλουστη, παιδική δροσιά...
Σαν δελφίνι κολυμπά πέρα ο πατέρας.
Στα ρηχά η μάνα σου με τον αδελφό.
Θες να φτάσεις στον μπαμπά σαν βολή κι αγέρας!
Δεν σε φτάνω μάτια μου, στέκω πάρα δω...
Σαν φλογάτη ζωγραφιά είστε όλοι τώρα!
Όρθια στα βότσαλα, δες με, χαιρετώ!
Όμοιο βέλος κολυμπάς δίπλα τους με φόρα
και οι γλάροι γύρω σας, γράφουν:'' Σ' αγαπώ!''...
ΤΟ ΧΕΛΙΔΟΝΙ
το όμορφο, σπαθάτο χελιδόνι.
Μαυρόασπρο της άνοιξης αηδόνι,
συγκινηση σου φέρνει αν το πετύχεις...
Με πόση τέχνη κτίζει την φωλιά του!
Έχει στη ζήση μοναχά ένα ταίρι!
Σπαθίζει τον αέρα σαν μαχαίρι.
Με πόση αγάπη τρέφει τα παιδιά του!
Σα'ί'τα τ' ουρανού το πέταγμά του.
Γυρίζει πάντα στο δικό του σπίτι...
Τριλίζει με λατρεία στην κυρά του!
Δεν είναι σαν τ' ανέμελο σπουργίτι...
Για μένα είσαι της αγάπης δώρο!
Χελιδονάκι, της ελπίδας φιόρο!!
--------------------------------------------------------------------------------------
Το χελιδόνι αντικατοπτρίζει σε κάποιες χώρες την Ανάσταση και την Αναγέννηση.Οι ΄Άραβες το λένε ''Πουλί της τύχης'', αλλά θυμάμαι και στο σπίτι μας στην Σάμη, όποτε έμπαινε μέσα κατά λάθος κανένα χελιδόνι, φώναζε η μάνα μου ''Γούρι,γούρι!! θα μας φέρει τύχη!! ''
ΚΑΠΟΤΕ ΣΤΗ ΣΑΜΗ...
Μοστράριζε καλύτερα για ζαχαροπλαστείο.
Το είχανε ο Παναγής κι η σιόρα Αγγλαΐα,
σερβίριζε πάντα γλυκό, μ' ένα μικρό αστείο...
Τις Κυριακές πηγαίναμε συν γυναιξί και τέκνοις...
Εγιόμιζε οικογένειες ντυμένες στα καλά τους.
Ζεστό γαλακτομπούρεκο και γλύκα λουκουμάδες,
παράγγελναν οι συντροφιές μαζί με τα παιδιά τους...
Μας άφηναν απ' το σχολειό μιάν ώρα επί πλέον
να μένουμε έξω βραδινά - ο νόμος σοβαρός -
κι εμείς μετά βολτάραμε σιμά στην παραλία,
γεμάτος νιάτα φάνταζε τριγύρω ο γιαλός...
Τις φωτεινές επιγραφές στο μαγαζί ο πατέρας,
τις άναβε να τις θωρούν σαν έφτανε το πλοίο...
Κερνιόταν υποβρύχιο με χάρη η μητέρα,
μας ρώταγε αν ήμασταν έτοιμες για σχολείο...
Και νά σου η περαντζάδα μας μπρος - πίσω να πηγαίνει,
κοντά στο κύμα τ΄απαλό, με τ΄ άστρα της νυχτιάς...
Τα τραπεζάκια τα 'βγαζε ο Παναγής στον δρόμο
καθώς σερνότανε αβρά, πέπλο απανεμιάς...
Κανόνισα με την Ελλάς να ρθεί στο σπιτικό μας,
ν' ακούσουμε απ΄το πικ-άπ ωραία μουσική...
Ο Τζέρυς τ' αθηναϊκά μάς έλεγε τα νέα
και η Ελένη βόλταρε μαζί με την Πηγή.
Ευώδιαζε το γιασεμί στου Τόμη το μπαλκόνι...
Καθόταν κι ο πατέρας μου εμπρός στο μαγαζί...
Ο Δίλαλος, καθηγητές και ο γιατρός ο Σπύρος,
ανοίγανε συζήτηση με τον Κωστή μαζί...
Η Ερικέτη αργότερα μου φώναζε να πάω,
να πάρω αμυγδαλόπιτα που υπήρχε στο ταψί.
Στο από πίσω το στενό γαζίες τραγουδούσαν
και γύρω απλωνότανε το άρωμα αψύ...
Την άλλη μέρα στη γραμμή εφώναζε ο Λαμπίρης,
ποιον μαθητή επιάσανε να είναι έξω αργά
και μιά αναστάτωση έγινε σαν έδειξε πως ήταν,
μαζί με τρείς συμμαθητές,τον φίλο Καρδαρά...
Δεν ξέραμε πως φτιάχναμε μνήμες για το κατόπιν....
Χρυσάνθη, Σούλα, Άντζελα, Κωστής, Φιλιώ, Θωμάς
κι όλη η τάξη έγινε εικόνα ασημένια,
που βάζεις κεί τα πρόσωπα, που πάντα θ' αγαπάς..
-------------------------------------------------------------------------------------
Ο κυρ Παναγής ήτανε ονομαστός για τους λουκουμάδες του. Στο μαγαζί του και στο μαγαζί του Αρτελάρη, μαζευόταν πολύς κόσμος για να κεραστούν, κυρίως τα Σαββατόβραδα. Ο καπετάνιος του φέρυ-μποτ ''Άγιος Γεράσιμος'', έλεγε στον πατέρα μου, πως το πρώτο που αντικριζαν τραβώντας για το λιμάνι, ήταν οι φωτεινές επιγραφές του μαγαζιού μας... Θέμα μεγάλο στο Γυμνάσιο και Λύκειο ήταν οι βραδινές ώρες κυκλοφορίας μας. Θα έπρεπε να έχουμε γερή δικαιολογία, αν μας έπιαναν πέρα του επιτρεπτού ορίου. Στα αγόρια περισσότερο γίνονταν επιπλήξεις, αλλά ποιος αντιστεκόταν σε μια ωραία κινηματογραφική ταινία;; Αξέχαστα τα χρόνια εκείνα...
ΚΑΛΛΙΟ ΑΡΓΑ ΠΑΡΑ ΠΟΤΕ...
ΠΕΣ ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΑ, ΠΕΣ ΤΟ ΣΩΣΤΑ...
Η ΔΙΚΙΑ ΜΟΥ ΙΘΑΚΗ
ξεπέρασες το άσμα των σειρήνων.
Εξέφυγες απ΄τις παγίδες κείνων
που σού 'στησαν στον δρόμο,βασιλέα...
Ευρέθηκα κι εγώ στους λωτοφάγους,
στους Κύκλωπες, στην Καλυψώ, στην Κίρκη...
Μαζί σου πολεμούσα για την νίκη,
να φύγω απ' τους χθόνιους αδηφάγους...
Νοστάλγησα μια μέρα την Ιθάκη...
Μαζί σου έκλαψα με νοσταλγία.
Μαζί σου ξαναγύρισα στο Θιάκι,
προσκύνησα την χώρα την αγία...
Τι λύτρωση που έφθασα στη γη μου!
Λαμπάδιασμα του νόστου, η ζωή μου!!
--------------------------------------------------------------------------------------
[Πολυκύμαντη η ζωή, χαώδης..
Ιθάκη, το απάνεμο λιμάνι μας...
Όταν έπαψες να τρέχεις να πιάσεις το άπιαστο,το ανέφικτο...
Όταν για τον καθένα, το νόστιμον ήμαρ,
είναι η γαληνεμένη - επιτέλους - ψυχή μας...]