Στα δεξιά του δρόμου, έξω από την Σάμη,
πράσινοι ολοφούντωτοι πυκνώνουν θάμνοι.
Ψηλά η σελήνη ασήμια μπλε ραντίζει.
Πνοή νεραϊδοκυράς τα ρείθρα κατακλύζει.
Κι εκεί στα δεξιά μικρές φωτιές χιλιάδες,
πυγολαμπίδες που ορμούν, ξεχύνονται μυριάδες...
Θάμνοι π' αστράφτουνε - χρυσή φωτιά στη νύχτα -
φωλιά από τα τρυφερά, μικρούλια λεπτοδίχτυα...
Κλείνω τα μάτια μου μετά σαράντα χρόνια,
οι αναμνήσεις έρχονται - χιονοστιβάδας πιόνια...
Άφησα πίσω μου γέλια-πυγολαμπίδες
μα, πάντα τρυφερά θωρώ τις λαμπυρίδες...
Αν θα ζωγράφιζα, θα έφτιαχνα έναν δρόμο...
Νύχτα ολόγλυκια σε νοσταλγίας τόνο...
Θα 'βαζα τρεις μορφές να τραγουδούν στ' αστέρια,
να πιάνονται αγκαζέ μές σ' ευτυχία πλέρια.
Την σιγαλιά την μαγική ολόγυρα ραγίζουν,
οι καθαρές φωνές π' αγγέλους σου θυμίζουν...
Αλίκη, Άντζελα, μαζί κι η Πολυάνθη,
η μάνα με τις κόρες της - τρία μυροβόλα άνθη...
Τρέχουν να πιάσουνε οι κόρες τα φωτάκια,
στις χούφτες κλείνουνε τα φτερωτά λαμπάκια...
Λάμπει η χούφτα τους απ’ τις πυγολαμπίδες
κι ύστερα λεύτερες αφήνουν τις χρυσηΐδες!...
Πόσο απαλά τις πιάνουνε στα χέρια!
Τι τρυφερά τις αμολούν μετά ψηλά στ' αστέρια!
Και συνεχίζουνε αργά τη βόλτα οι τρεις κυρίες,
πιασμένες αγκαζέ σφικτά κι οι τρεις σαν οπτασίες...
Βγαίνει αβίαστα στη νύχτα το τραγούδι.
Κόβει με μιας τη σιγαλιά σαν πύρινο λουλούδι.
Κι εκεί στα δεξιά, παντού οι σκούροι θάμνοι
και γύρω να πετά στραφταλιστή μιά πλάνη:
Χρυσές, μικρές φωτιές σαν στίγματα μελένια,
πυγολαμπίδες πάμπολλες σε φύλλα σμαραγδένια...
Αναβοσβήνει στρογγυλό, πιτσιλωτό στεφάνι
από χιλιάδες φτερωτές ζωούλες, σαν γιορτάνι.
Κι ένας χρυσός χορός μπροστά θ' αναβοσβήνει
- φωτάκια που πετούν σε μαγεμένη δίνη!
Τίτλο θα έβαζα: “Χορός με τις φωτίτσες”.
Παντού θα σκόρπαγα τις χρυσωπές σταλίτσες...
Κι εδώ θα σφράγιζα των νιάτων μου την στράτα,
όμοια με μιά μικρή της Σάμης σερενάτα...
Μες στην Κεφαλλονιά άφησα τόσα ωραία...
Θε να 'χω του νησιού την θύμηση παρέα...
Κι αν κάποτε γυρίσω στο χώμα του πατέρα,
πυγολαμπίδα η ψυχή στον τρυφερό αγέρα...
“Νόστιμον ήμαρ” την καρδιά με
κραδασμούς πληγώνει.
Της νοσταλγίας ο καημός τα σπλάχνα μου ματώνει...
Κι αν νιώθεις μέσα σου πως έσβησε η ελπίδα,
βρες την δικιά σου, την μικρή, χρυσή πυγολαμπίδα...
-------------------------------------------------------------------------------------
Όλα τα παραπάνω είναι αλήθεια... Αργά το βραδάκι, μας έπαιρνε η μαμά για μια
βόλτα. Μόλις περνούσαμε το νοσοκομείο, αρχίζαμε το τραγούδι με στεντόρεια φωνή
- κανέναν δεν θα ενοχλούσαμε, αραίωναν τα σπίτια - ενώ μέσα από τους θάμνους,
κατά μήκος του δρόμου, ξεχύνονταν σύννεφα οι μικρούλες πυγολαμπίδες! Τρέχαμε να
τις πιάσουμε κι εβλέπαμε έκθαμβες - καθώς τις κρατούσαμε απαλά - πώς φωσφόριζαν
μέσα από τα μισάνοιχτα δάχτυλά μας κι έπειτα τις αφήναμε να πετάξουν ψηλά... Αστέρια
πάνω στον ουρανό, αστεράκια μικρά κάτω στη γη...
Μαγικές εικόνες, χαραγμένες ανεξίτηλα στην μνήμη μου, για πάντα...
------------------------------------------------------------------------------------
Πρόπερσι που είχα ξαναανεβάσει αυτό το ποίημα, η παλιά μου γειτονοπούλα και φίλη, Σούλα Μανωλάτου, μού έστειλε στο μέσεντζερ φωτογραφίες από την βραδινή έξοδο των πυγολαμπίδων... Με συγκίνησε βαθύτατα... Καλή σου ώρα Σούλα μου... Χάϊδεψε εκ μέρους μου μερικές χρυσηΐδες και πες τους φιλιά από την ξενιτεμένη φιλενάδα σας, που δεν λέει να ξεχάσει με τίποτα, το μαγικό νησί της...
Πολυάνθη,
Κωνσταντίνου, Κεφαλονίτισσα...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου