Το καφενείο ήτανε κοντά στο μαγαζί μας...
Μοστράριζε καλύτερα για ζαχαροπλαστείο.
Το είχανε ο Παναγής κι η σιόρα Αγγλαΐα,
σερβίριζε πάντα γλυκό, μ' ένα μικρό αστείο...
Τις Κυριακές πηγαίναμε συν γυναιξί και τέκνοις...
Εγιόμιζε οικογένειες ντυμένες στα καλά τους.
Ζεστό γαλακτομπούρεκο και γλύκα λουκουμάδες,
παράγγελναν οι συντροφιές μαζί με τα παιδιά τους...
Μας άφηναν απ' το σχολειό μιάν ώρα επί πλέον
να μένουμε έξω βραδινά - ο νόμος σοβαρός -
κι εμείς μετά βολτάραμε σιμά στην παραλία,
γεμάτος νιάτα φάνταζε τριγύρω ο γιαλός...
Τις φωτεινές επιγραφές στο μαγαζί ο πατέρας,
τις άναβε να τις θωρούν σαν έφτανε το πλοίο...
Κερνιόταν υποβρύχιο με χάρη η μητέρα,
μας ρώταγε αν ήμασταν έτοιμες για σχολείο...
Και νά σου η περαντζάδα μας μπρος - πίσω να πηγαίνει,
κοντά στο κύμα τ΄απαλό, με τ΄ άστρα της νυχτιάς...
Τα τραπεζάκια τα 'βγαζε ο Παναγής στον δρόμο
καθώς σερνότανε αβρά, πέπλο απανεμιάς...
Κανόνισα με την Ελλάς να ρθεί στο σπιτικό μας,
ν' ακούσουμε απ΄το πικ-άπ ωραία μουσική...
Ο Τζέρυς τ' αθηναϊκά μάς έλεγε τα νέα
και η Ελένη βόλταρε μαζί με την Πηγή.
Ευώδιαζε το γιασεμί στου Τόμη το μπαλκόνι...
Καθόταν κι ο πατέρας μου εμπρός στο μαγαζί...
Ο Δίλαλος, καθηγητές και ο γιατρός ο Σπύρος,
ανοίγανε συζήτηση με τον Κωστή μαζί...
Η Ερικέτη αργότερα μου φώναζε να πάω,
να πάρω αμυγδαλόπιτα που υπήρχε στο ταψί.
Στο από πίσω το στενό γαζίες τραγουδούσαν
και γύρω απλωνότανε το άρωμα αψύ...
Την άλλη μέρα στη γραμμή εφώναζε ο Λαμπίρης,
ποιον μαθητή επιάσανε να είναι έξω αργά
και μιά αναστάτωση έγινε σαν έδειξε πως ήταν,
μαζί με τρείς συμμαθητές,τον φίλο Καρδαρά...
Δεν ξέραμε πως φτιάχναμε μνήμες για το κατόπιν....
Χρυσάνθη, Σούλα, Άντζελα, Κωστής, Φιλιώ, Θωμάς
κι όλη η τάξη έγινε εικόνα ασημένια,
που βάζεις κεί τα πρόσωπα, που πάντα θ' αγαπάς..
-------------------------------------------------------------------------------------
Ο κυρ Παναγής ήτανε ονομαστός για τους λουκουμάδες του. Στο μαγαζί του και στο μαγαζί του Αρτελάρη, μαζευόταν πολύς κόσμος για να κεραστούν, κυρίως τα Σαββατόβραδα. Ο καπετάνιος του φέρυ-μποτ ''Άγιος Γεράσιμος'', έλεγε στον πατέρα μου, πως το πρώτο που αντικριζαν τραβώντας για το λιμάνι, ήταν οι φωτεινές επιγραφές του μαγαζιού μας... Θέμα μεγάλο στο Γυμνάσιο και Λύκειο ήταν οι βραδινές ώρες κυκλοφορίας μας. Θα έπρεπε να έχουμε γερή δικαιολογία, αν μας έπιαναν πέρα του επιτρεπτού ορίου. Στα αγόρια περισσότερο γίνονταν επιπλήξεις, αλλά ποιος αντιστεκόταν σε μια ωραία κινηματογραφική ταινία;; Αξέχαστα τα χρόνια εκείνα...
Μοστράριζε καλύτερα για ζαχαροπλαστείο.
Το είχανε ο Παναγής κι η σιόρα Αγγλαΐα,
σερβίριζε πάντα γλυκό, μ' ένα μικρό αστείο...
Τις Κυριακές πηγαίναμε συν γυναιξί και τέκνοις...
Εγιόμιζε οικογένειες ντυμένες στα καλά τους.
Ζεστό γαλακτομπούρεκο και γλύκα λουκουμάδες,
παράγγελναν οι συντροφιές μαζί με τα παιδιά τους...
Μας άφηναν απ' το σχολειό μιάν ώρα επί πλέον
να μένουμε έξω βραδινά - ο νόμος σοβαρός -
κι εμείς μετά βολτάραμε σιμά στην παραλία,
γεμάτος νιάτα φάνταζε τριγύρω ο γιαλός...
Τις φωτεινές επιγραφές στο μαγαζί ο πατέρας,
τις άναβε να τις θωρούν σαν έφτανε το πλοίο...
Κερνιόταν υποβρύχιο με χάρη η μητέρα,
μας ρώταγε αν ήμασταν έτοιμες για σχολείο...
Και νά σου η περαντζάδα μας μπρος - πίσω να πηγαίνει,
κοντά στο κύμα τ΄απαλό, με τ΄ άστρα της νυχτιάς...
Τα τραπεζάκια τα 'βγαζε ο Παναγής στον δρόμο
καθώς σερνότανε αβρά, πέπλο απανεμιάς...
Κανόνισα με την Ελλάς να ρθεί στο σπιτικό μας,
ν' ακούσουμε απ΄το πικ-άπ ωραία μουσική...
Ο Τζέρυς τ' αθηναϊκά μάς έλεγε τα νέα
και η Ελένη βόλταρε μαζί με την Πηγή.
Ευώδιαζε το γιασεμί στου Τόμη το μπαλκόνι...
Καθόταν κι ο πατέρας μου εμπρός στο μαγαζί...
Ο Δίλαλος, καθηγητές και ο γιατρός ο Σπύρος,
ανοίγανε συζήτηση με τον Κωστή μαζί...
Η Ερικέτη αργότερα μου φώναζε να πάω,
να πάρω αμυγδαλόπιτα που υπήρχε στο ταψί.
Στο από πίσω το στενό γαζίες τραγουδούσαν
και γύρω απλωνότανε το άρωμα αψύ...
Την άλλη μέρα στη γραμμή εφώναζε ο Λαμπίρης,
ποιον μαθητή επιάσανε να είναι έξω αργά
και μιά αναστάτωση έγινε σαν έδειξε πως ήταν,
μαζί με τρείς συμμαθητές,τον φίλο Καρδαρά...
Δεν ξέραμε πως φτιάχναμε μνήμες για το κατόπιν....
Χρυσάνθη, Σούλα, Άντζελα, Κωστής, Φιλιώ, Θωμάς
κι όλη η τάξη έγινε εικόνα ασημένια,
που βάζεις κεί τα πρόσωπα, που πάντα θ' αγαπάς..
-------------------------------------------------------------------------------------
Ο κυρ Παναγής ήτανε ονομαστός για τους λουκουμάδες του. Στο μαγαζί του και στο μαγαζί του Αρτελάρη, μαζευόταν πολύς κόσμος για να κεραστούν, κυρίως τα Σαββατόβραδα. Ο καπετάνιος του φέρυ-μποτ ''Άγιος Γεράσιμος'', έλεγε στον πατέρα μου, πως το πρώτο που αντικριζαν τραβώντας για το λιμάνι, ήταν οι φωτεινές επιγραφές του μαγαζιού μας... Θέμα μεγάλο στο Γυμνάσιο και Λύκειο ήταν οι βραδινές ώρες κυκλοφορίας μας. Θα έπρεπε να έχουμε γερή δικαιολογία, αν μας έπιαναν πέρα του επιτρεπτού ορίου. Στα αγόρια περισσότερο γίνονταν επιπλήξεις, αλλά ποιος αντιστεκόταν σε μια ωραία κινηματογραφική ταινία;; Αξέχαστα τα χρόνια εκείνα...
Τι ομορφα χρονια τοτε Πολυανθη μου.Παρεες,μπανιο,κουβεντουλες στην παραλια,περαντζαδες,αστεια ,πειραγματα.Τωρα εχουμε απομονωθει ,δεν μιλαμε πια στις γειτονιες κ την ομορφη παρεα αντικατεστησε το κινητο.Νασαι καλα να μας ξυπνας τις αναμνησεις.
ΑπάντησηΔιαγραφή